Αντωνης Μιχελουδακης
παλαιόν στρουθίον μονάζον
ΨΑΛΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΥΛΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ
Ο Παύλος Βλαστός γεννήθηκε στο χωριό Βυζάρι Αμαρίου το 1836. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας καταγόμενης από το Βυζάντιο. Από μικρός, με την προτροπή του σπουδαίου πατριώτη και πιστού χριστιανού πατέρα του Γεωργίου, βίωσε την μουσική της εκκλησίας και παραδόθηκε απόλυτα γοητευμένος σε αυτήν.
Η οικογένειά του σύντομα εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ρέθυμνο, χωρίς όμως ποτέ να ξεχάσει τον τόπο καταγωγής της. Ο Παύλος λόγω ευπορίας της οικογενείας του, αλλά και λόγω της αγάπης του ευπατρίδη πατέρα του για την γνώση, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει σπουδαία παιδεία στα σημαντικά σχολεία του Ρεθύμνου τις δεκαετίες του 1840 και 1850. Ιδιαίτερα σημαντική στην οργάνωση των σχολείων αυτών, στα οποία εφαρμοζόταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος, ήταν η προσφορά του Κωνσταντίνου Χατζή Ιωάννου Ψαρουδάκη, δημοδιδασκάλου και πρωτοψάλτη στον Μητροπολιτικό ναό Ρεθύμνου και μετέπειτα δασκάλου του Παύλου στην μουσική.
Παράλληλα με τις γνώσεις της εγκυκλίου παιδείας, ο Παύλος, με δάσκαλό του στην ψαλτική τον κυρ- Κωνσταντίνο Ψαρουδάκη, παρουσίασε αξιοθαύμαστη πρόοδο.
Ο Κωνσταντίνος Ψαρουδάκης, γόνος εύπορης οικογένειας από το Ηράκλειο, σύμφωνα με τον ιστορικό της εκκλησιαστικής μουσικής Γ. Παπαδόπουλο, ήταν μαθητής των Τριών Δασκάλων οι οποίοι μεταρρύθμισαν τη σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής το 1814 στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Παύλος Βλαστός κοντά σε αυτόν τον σπουδαίο δάσκαλο , διδάχτηκε το νέο σύστημα της παρασημαντικής - τη γνωστή Νέα Μέθοδο-. Το 1853 τελειώνοντας το σχολείο, σε ηλικία μόλις 17 χρόνων, ήταν άριστος γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής και είχε μυηθεί στην Ψαλτική Τέχνη σε μεγάλο βαθμό· μαθήτευε στο δάσκαλό του ως δομέστικος - βοηθός στον Μητροπολιτικό ναό Ρεθύμνου. Στα 1858 ανέλαβε λαμπαδάριος του δασκάλου του, δηλαδή αριστερός ιεροψάλτης. Εκείνο το διάστημα ταξιδεύει στα μητροπολιτικά κέντρα της ψαλτικής της εποχής εκείνης, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Παράλληλα ξεκίνησε και το ογκώδες έργο του αποτελούμενο από 93 χειρόγραφους τόμους που περιέχουν κάθε είδους πληροφορίες για τον πολιτισμό της Κρήτης, κάνοντας την αρχή με την μουσική της Εκκλησίας. Aπό αυτό μπορούμε να αναλογιστούμε τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε αυτή η τέχνη στο ξεκίνημα της μοναδικής προσπάθειας του Βλαστού. Η βιβλιογραφική του παραγωγή, που άρχισε το αργότερο το 1856 με την Συλλογή Εκκλησιαστικών Μελών «εν ΡεθύμνΓ» - όπως μας πληροφορεί στον 2ο τόμο-, συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Αρχικό μέλημά του ήταν η αντιγραφή μαθημάτων ψαλτικής κλασικών μελοποιών, που καλύπτουν όλες τις ακολουθίες και τα γένη και είδη της μελοποιϊας. Ταυτόχρονα κατέγραψε μέλη του δασκάλου του και «καλλώπισε» κλασικά μαθήματα κατά τη δική του απαγγελία και τη μουσική του αντίληψη. Από νωρίς συνέθεσε και δικά του μέλη διασώζοντας αυτό που ο ίδιος αναφέρει ως κρητικόν ύφος.
Το 1860 ο Βλαστός διορίστηκε δάσκαλος στο Ηράκλειο και αριστερός ιεροψάλτης στον Μητροπολιτικό ναό του αγίου Μηνά, - το μικρό Άγιο Μηνά αφού η μεγάλη εκκλησία δεν είχε ακόμα οικοδομηθεί-. Εκεί γνώρισε και συνεργάστηκε με τον μετέπειτα Α΄ δομέστικο της Μεγάλης Εκκλησίας Κων. Σαββόπουλο, ο οποίος διακονούσε στο Ηράκλειο ως πρωτοψάλτης Κρήτης.
Ο Βλαστός στο Ηράκλειο πέρασε ίσως την πιο καρποφόρα και όμορφη περίοδο της ζωής του. Δίδασκε γράμματα και μουσική στα παιδιά του σχολείου, έψαλλε στον άγιο Μηνά και ταξίδευε στην ενδοχώρα όπου ξεκίνησε την συλλογή του λαογραφικού υλικού. Στο Ηράκλειο το 1863 άρχεσε και τη συγγραφή του 1ου - όπως αρχειοθετείται σήμερα - τόμου που φέρει την επιγραφή «Εγκόλπιον Ιεροψάλτου» και αποτελεί ένα λειτουργικό εγχειρίδιο ψάλτου, όπως ο ίδιος αναφέρει .
Τα όμορφα όμως χρόνια πέρασαν και ο Βλαστός μπήκε σε περιπέτειες. Το 1864 έχασε τον πεφιλημένο πατέρα του. Με την επανάσταση του 1866 ο Παύλος φεύγει για Αθήνα, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του στον πατριωτικό αγώνα. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα επέστρεψε στο Ρέθυμνο κοντά στον δάσκαλό του Ψαρουδάκη, ο οποίος συνέχιζε, με μικρά διαλείμματα, να βρίσκεται εκεί ως πρωτοψάλτης. Χωρίς να έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες, πιθανόν να συνέψαλλε με τον δάσκαλό του. Ταυτόχρονα άρχισε την συλλογή και άλλων μαθημάτων υπό τον γενικό τίτλο « Μουσικά εκκλησιαστικά ανέκδοτα συλλογή υπό Παύλου Βλαστού 1870 Ρέθυμνον» - του 3ου όπως αρχειοθετείται σήμερα τόμου -.
Η ζωή του Βλαστού μπήκε σε νέες περιπέτειες εξαιτίας του σφοδρού ερωτά του με την τουρκοκρητικιά Νουριγιέ. Στα 1874 έφυγε για την Αθήνα και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1880 οπότε και επέστρεψε. Κατά την δεκαετία αυτή, εκλιπόντος και του δασκάλου του το 1884, ίσως να ανέλαβε κάποια ιεροψαλτική δράση, κάτι που ενισχύεται από δύο μελοποιήσεις του, το αργό Εν Ιορδάνη και τον 'Υμνο στους πεσόντες στο Αρκάδι. Τα δυο αυτά μέλη τα συνέθεσε για λειτουργική χρήση, όπως συμπεραίνεται από τα σχετικά ενημερωτικά σημειώματα το 1884. Η δυσκολία του γάμου του με την Νουριγιέ- Μαρία, τον κατεδίωκε. Πήγε πάλι στην Αθήνα από την οποία επέστρεψε οριστικά το 1898.
Ο Βλαστός από το 1898 και μετά συνεχίζει να γράφει εκκλησιαστικά μέλη, αλλά δεν φαίνεται να δραστηριοποιείται έντονα ψαλτικά. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι απείχε συνειδητά από το ψαλτήρι λόγω της κακοφωνίας και της αμάθειας των ψαλτών εκείνης της εποχής. Άλλες πάλι μαρτυρίες αναφέρουν ότι έψαλλε τα βράδια στο μπαλκόνι του στο
Βυζάρι, όπου πήγαινε για ξεκούραση και ότι όλοι έμεναν έκπληκτοι από τις μελωδίες που άκουγαν.
Ο Παύλος Βλαστός τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προτιμούσε τη γωνιά του μεγάλου σαλονιού του σπιτιού του στο Ρέθυμνο όπου, με όραση κατά το ήμισυ, έγραφε σχεδόν αμίλητος σε ένα μικρό οβάλ τραπέζι. Πέθανε τον Απρίλιο του 1926. Στην είδηση του θανάτου του σε τοπική εφημερίδα δεν αναφέρεται η μουσική - ψαλτική του ιδιότητα, αυτή που σήμερα ξέρουμε ότι υπήρξε η κινητήριος δύναμη για όλα όσα μας διέσωσε. Ο Παύλος Βλαστός όμως ακτινοβολεί μέσα από το έργο του ως η σπουδαιότερη ψαλτική φυσιογνωμία του νησιού μας κατά τους δύο παρελθόντες αιώνες. Τα εκκλησιαστικά μέλη περιέχονται κατ' αποκλειστικότητα σε εννέα (9) τόμους (1, 2, 3, 4, 13, 88, 89, 91 και 92 όπως είναι αρχειοθετημένοι σήμερα· για τους τόμους 91 και 92 πρέπει να αναφέρουμε ότι από την έρευνά μας φαίνεται ότι δεν γράφτηκαν από τον Βλαστό, αλλά από κάποιον ή κάποιους ειδικούς αντιγραφείς πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, έχουμε ισχυρότατες ενδείξεις ότι ανήκαν στον Κωνσταντίνο Ψαρουδάκη και στην συνέχεια περιήλθαν στην κατοχή του Π. Βλαστού).
Μελετώντας λοιπόν το έργο του Π. Βλαστού επισημαίνουμε συνοπτικά τα εξής:
1.Στις αντιγραφές των κλασικών μαθημάτων φαίνεται το μέγεθος
και η ποιότητα της μουσικής παιδείας του Βλαστού και αποδεικνύεται το γεγονός ότι αυτά τα μαθήματα ψάλλονταν - βρίσκονταν σε λειτουργική χρήση - στο νησί τουλάχιστον από όσους μπορούσαν να τα αποδώσουν και ασφαλώς από τον ίδιο. Σίγουρα η συμβολή του Δασκάλου του υπήρξε καθοριστική προς την απόλυτα σωστή κατεύθυνση για την ουσιαστική εκμάθηση της βυζαντινής μουσικής, που πρωτίστως περνά από την γνώση των κλασσικών μαθημάτων.
2. Αποδεικνύεται η εξαιρετική γνώση - και ερμηνεία στην πράξη εφ' όσον καταγράφονται αναλυτικά - παραδοσιακών ψαλτικών θέσεων που είτε αυτές μας παραπέμπουν στα παλαιά σημαδόφωνα και την ερμηνεία τους, είτε σε θέσεις που έχουν τις ρίζες τους ακόμη και στην λαϊκή παράδοση του τόπου μας. Ιδιαίτερα παραδοσιακά επιτυχείς είναι οι καλλωπισμοί που κάνει ο
Βλαστός σε κλασικά μέλη. Τα μαθήματα αυτά αποκτούν μια ιδιαίτερη δυναμική που ασφαλώς πηγάζει από τα ακούσματά του που κυρίως προέρχονται από τον δάσκαλό του, τον κυρ-Κωνσταντίνο αλλά ανακλούν και τη δική του μουσική κατάρτιση και αντίληψη.
Επίσης, σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε και την αρτιότητα της νέας μεθόδου γραφής, που δίδει πλέον στον Βλαστό την δυνατότητα λεπτομερούς καταγραφής της ψαλτικής ερμηνείας, χωρίς κανένα δάνειο από την ευρωπαϊκή μουσική.
3. Τέλος, επισημαίνουμε τα θαυμάσια δικά του μελουργήματα μέσα από τα οποία διδάσκει ψαλτική τέχνη και τρόπο εκτέλεσης των μελών κατά το λεγόμενο Κρητικό ύφος. Δύσκολο βέβαια να εξηγήσουμε με προφορικό λόγο τι είναι ακριβώς αυτό το ύφος, αλλά επιγραμματικά θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως έναν περίτεχνο τρόπο ψαλσίματος με πολλά παρεστιγμένα γοργά , δίγοργα και τρίγοργα, με αρκετές ποσοτικές εξάρσεις και γενικά με αρκετές φωνητικές απαιτήσεις για ευστροφία και υψιφωνία. Το ύφος αυτό χρησιμοποιεί όλα τα ποικίλματα της ψαλτικής, συνδυάζοντάς τα με τις όμορφες θέσεις των κρητικών ασμάτων τα οποία τότε ήταν αρκετά πιο σοβαρά και πιο βυζαντινά, θα λέγαμε, απ' ότι τα σημερινά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι συνέθεσε σε όλα τα είδη του μέλους εκτός από την Παπαδική.
Ολοκληρώνοντας αυτή την συνοπτική αναφορά μας στον πυλώνα του Κρητικού πολιτισμού, τον Παύλο Βλαστό και «εις μνημόσυνον αιώνιον» θα θέλαμε να σας προσφέρουμε μέσα από την παρούσα επετειακή έκδοση, μερικά αντιπροσωπευτικά «Παύλεια» μέλη, που αποδίδονται από τη χορωδία παραδοσιακής μουσικής ''Παύλος Βλαστός''.
Aντώνης Μιχελουδάκης
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΝΘΕΤΟ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΔΙΣΚΟΥ "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΑΥΛΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ".
Ο Παύλος Βλαστός γεννήθηκε στο χωριό Βυζάρι Αμαρίου το 1836. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας καταγόμενης από το Βυζάντιο. Από μικρός, με την προτροπή του σπουδαίου πατριώτη και πιστού χριστιανού πατέρα του Γεωργίου, βίωσε την μουσική της εκκλησίας και παραδόθηκε απόλυτα γοητευμένος σε αυτήν.
Η οικογένειά του σύντομα εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ρέθυμνο, χωρίς όμως ποτέ να ξεχάσει τον τόπο καταγωγής της. Ο Παύλος λόγω ευπορίας της οικογενείας του, αλλά και λόγω της αγάπης του ευπατρίδη πατέρα του για την γνώση, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει σπουδαία παιδεία στα σημαντικά σχολεία του Ρεθύμνου τις δεκαετίες του 1840 και 1850. Ιδιαίτερα σημαντική στην οργάνωση των σχολείων αυτών, στα οποία εφαρμοζόταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος, ήταν η προσφορά του Κωνσταντίνου Χατζή Ιωάννου Ψαρουδάκη, δημοδιδασκάλου και πρωτοψάλτη στον Μητροπολιτικό ναό Ρεθύμνου και μετέπειτα δασκάλου του Παύλου στην μουσική.
Παράλληλα με τις γνώσεις της εγκυκλίου παιδείας, ο Παύλος, με δάσκαλό του στην ψαλτική τον κυρ- Κωνσταντίνο Ψαρουδάκη, παρουσίασε αξιοθαύμαστη πρόοδο.
Ο Κωνσταντίνος Ψαρουδάκης, γόνος εύπορης οικογένειας από το Ηράκλειο, σύμφωνα με τον ιστορικό της εκκλησιαστικής μουσικής Γ. Παπαδόπουλο, ήταν μαθητής των Τριών Δασκάλων οι οποίοι μεταρρύθμισαν τη σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής το 1814 στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Παύλος Βλαστός κοντά σε αυτόν τον σπουδαίο δάσκαλο , διδάχτηκε το νέο σύστημα της παρασημαντικής - τη γνωστή Νέα Μέθοδο-. Το 1853 τελειώνοντας το σχολείο, σε ηλικία μόλις 17 χρόνων, ήταν άριστος γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής και είχε μυηθεί στην Ψαλτική Τέχνη σε μεγάλο βαθμό· μαθήτευε στο δάσκαλό του ως δομέστικος - βοηθός στον Μητροπολιτικό ναό Ρεθύμνου. Στα 1858 ανέλαβε λαμπαδάριος του δασκάλου του, δηλαδή αριστερός ιεροψάλτης. Εκείνο το διάστημα ταξιδεύει στα μητροπολιτικά κέντρα της ψαλτικής της εποχής εκείνης, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Παράλληλα ξεκίνησε και το ογκώδες έργο του αποτελούμενο από 93 χειρόγραφους τόμους που περιέχουν κάθε είδους πληροφορίες για τον πολιτισμό της Κρήτης, κάνοντας την αρχή με την μουσική της Εκκλησίας. Aπό αυτό μπορούμε να αναλογιστούμε τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε αυτή η τέχνη στο ξεκίνημα της μοναδικής προσπάθειας του Βλαστού. Η βιβλιογραφική του παραγωγή, που άρχισε το αργότερο το 1856 με την Συλλογή Εκκλησιαστικών Μελών «εν ΡεθύμνΓ» - όπως μας πληροφορεί στον 2ο τόμο-, συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Αρχικό μέλημά του ήταν η αντιγραφή μαθημάτων ψαλτικής κλασικών μελοποιών, που καλύπτουν όλες τις ακολουθίες και τα γένη και είδη της μελοποιϊας. Ταυτόχρονα κατέγραψε μέλη του δασκάλου του και «καλλώπισε» κλασικά μαθήματα κατά τη δική του απαγγελία και τη μουσική του αντίληψη. Από νωρίς συνέθεσε και δικά του μέλη διασώζοντας αυτό που ο ίδιος αναφέρει ως κρητικόν ύφος.
Το 1860 ο Βλαστός διορίστηκε δάσκαλος στο Ηράκλειο και αριστερός ιεροψάλτης στον Μητροπολιτικό ναό του αγίου Μηνά, - το μικρό Άγιο Μηνά αφού η μεγάλη εκκλησία δεν είχε ακόμα οικοδομηθεί-. Εκεί γνώρισε και συνεργάστηκε με τον μετέπειτα Α΄ δομέστικο της Μεγάλης Εκκλησίας Κων. Σαββόπουλο, ο οποίος διακονούσε στο Ηράκλειο ως πρωτοψάλτης Κρήτης.
Ο Βλαστός στο Ηράκλειο πέρασε ίσως την πιο καρποφόρα και όμορφη περίοδο της ζωής του. Δίδασκε γράμματα και μουσική στα παιδιά του σχολείου, έψαλλε στον άγιο Μηνά και ταξίδευε στην ενδοχώρα όπου ξεκίνησε την συλλογή του λαογραφικού υλικού. Στο Ηράκλειο το 1863 άρχεσε και τη συγγραφή του 1ου - όπως αρχειοθετείται σήμερα - τόμου που φέρει την επιγραφή «Εγκόλπιον Ιεροψάλτου» και αποτελεί ένα λειτουργικό εγχειρίδιο ψάλτου, όπως ο ίδιος αναφέρει .
Τα όμορφα όμως χρόνια πέρασαν και ο Βλαστός μπήκε σε περιπέτειες. Το 1864 έχασε τον πεφιλημένο πατέρα του. Με την επανάσταση του 1866 ο Παύλος φεύγει για Αθήνα, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του στον πατριωτικό αγώνα. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα επέστρεψε στο Ρέθυμνο κοντά στον δάσκαλό του Ψαρουδάκη, ο οποίος συνέχιζε, με μικρά διαλείμματα, να βρίσκεται εκεί ως πρωτοψάλτης. Χωρίς να έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες, πιθανόν να συνέψαλλε με τον δάσκαλό του. Ταυτόχρονα άρχισε την συλλογή και άλλων μαθημάτων υπό τον γενικό τίτλο « Μουσικά εκκλησιαστικά ανέκδοτα συλλογή υπό Παύλου Βλαστού 1870 Ρέθυμνον» - του 3ου όπως αρχειοθετείται σήμερα τόμου -.
Η ζωή του Βλαστού μπήκε σε νέες περιπέτειες εξαιτίας του σφοδρού ερωτά του με την τουρκοκρητικιά Νουριγιέ. Στα 1874 έφυγε για την Αθήνα και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1880 οπότε και επέστρεψε. Κατά την δεκαετία αυτή, εκλιπόντος και του δασκάλου του το 1884, ίσως να ανέλαβε κάποια ιεροψαλτική δράση, κάτι που ενισχύεται από δύο μελοποιήσεις του, το αργό Εν Ιορδάνη και τον 'Υμνο στους πεσόντες στο Αρκάδι. Τα δυο αυτά μέλη τα συνέθεσε για λειτουργική χρήση, όπως συμπεραίνεται από τα σχετικά ενημερωτικά σημειώματα το 1884. Η δυσκολία του γάμου του με την Νουριγιέ- Μαρία, τον κατεδίωκε. Πήγε πάλι στην Αθήνα από την οποία επέστρεψε οριστικά το 1898.
Ο Βλαστός από το 1898 και μετά συνεχίζει να γράφει εκκλησιαστικά μέλη, αλλά δεν φαίνεται να δραστηριοποιείται έντονα ψαλτικά. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι απείχε συνειδητά από το ψαλτήρι λόγω της κακοφωνίας και της αμάθειας των ψαλτών εκείνης της εποχής. Άλλες πάλι μαρτυρίες αναφέρουν ότι έψαλλε τα βράδια στο μπαλκόνι του στο
Βυζάρι, όπου πήγαινε για ξεκούραση και ότι όλοι έμεναν έκπληκτοι από τις μελωδίες που άκουγαν.
Ο Παύλος Βλαστός τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προτιμούσε τη γωνιά του μεγάλου σαλονιού του σπιτιού του στο Ρέθυμνο όπου, με όραση κατά το ήμισυ, έγραφε σχεδόν αμίλητος σε ένα μικρό οβάλ τραπέζι. Πέθανε τον Απρίλιο του 1926. Στην είδηση του θανάτου του σε τοπική εφημερίδα δεν αναφέρεται η μουσική - ψαλτική του ιδιότητα, αυτή που σήμερα ξέρουμε ότι υπήρξε η κινητήριος δύναμη για όλα όσα μας διέσωσε. Ο Παύλος Βλαστός όμως ακτινοβολεί μέσα από το έργο του ως η σπουδαιότερη ψαλτική φυσιογνωμία του νησιού μας κατά τους δύο παρελθόντες αιώνες. Τα εκκλησιαστικά μέλη περιέχονται κατ' αποκλειστικότητα σε εννέα (9) τόμους (1, 2, 3, 4, 13, 88, 89, 91 και 92 όπως είναι αρχειοθετημένοι σήμερα· για τους τόμους 91 και 92 πρέπει να αναφέρουμε ότι από την έρευνά μας φαίνεται ότι δεν γράφτηκαν από τον Βλαστό, αλλά από κάποιον ή κάποιους ειδικούς αντιγραφείς πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, έχουμε ισχυρότατες ενδείξεις ότι ανήκαν στον Κωνσταντίνο Ψαρουδάκη και στην συνέχεια περιήλθαν στην κατοχή του Π. Βλαστού).
Μελετώντας λοιπόν το έργο του Π. Βλαστού επισημαίνουμε συνοπτικά τα εξής:
1.Στις αντιγραφές των κλασικών μαθημάτων φαίνεται το μέγεθος
και η ποιότητα της μουσικής παιδείας του Βλαστού και αποδεικνύεται το γεγονός ότι αυτά τα μαθήματα ψάλλονταν - βρίσκονταν σε λειτουργική χρήση - στο νησί τουλάχιστον από όσους μπορούσαν να τα αποδώσουν και ασφαλώς από τον ίδιο. Σίγουρα η συμβολή του Δασκάλου του υπήρξε καθοριστική προς την απόλυτα σωστή κατεύθυνση για την ουσιαστική εκμάθηση της βυζαντινής μουσικής, που πρωτίστως περνά από την γνώση των κλασσικών μαθημάτων.
2. Αποδεικνύεται η εξαιρετική γνώση - και ερμηνεία στην πράξη εφ' όσον καταγράφονται αναλυτικά - παραδοσιακών ψαλτικών θέσεων που είτε αυτές μας παραπέμπουν στα παλαιά σημαδόφωνα και την ερμηνεία τους, είτε σε θέσεις που έχουν τις ρίζες τους ακόμη και στην λαϊκή παράδοση του τόπου μας. Ιδιαίτερα παραδοσιακά επιτυχείς είναι οι καλλωπισμοί που κάνει ο
Βλαστός σε κλασικά μέλη. Τα μαθήματα αυτά αποκτούν μια ιδιαίτερη δυναμική που ασφαλώς πηγάζει από τα ακούσματά του που κυρίως προέρχονται από τον δάσκαλό του, τον κυρ-Κωνσταντίνο αλλά ανακλούν και τη δική του μουσική κατάρτιση και αντίληψη.
Επίσης, σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε και την αρτιότητα της νέας μεθόδου γραφής, που δίδει πλέον στον Βλαστό την δυνατότητα λεπτομερούς καταγραφής της ψαλτικής ερμηνείας, χωρίς κανένα δάνειο από την ευρωπαϊκή μουσική.
3. Τέλος, επισημαίνουμε τα θαυμάσια δικά του μελουργήματα μέσα από τα οποία διδάσκει ψαλτική τέχνη και τρόπο εκτέλεσης των μελών κατά το λεγόμενο Κρητικό ύφος. Δύσκολο βέβαια να εξηγήσουμε με προφορικό λόγο τι είναι ακριβώς αυτό το ύφος, αλλά επιγραμματικά θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως έναν περίτεχνο τρόπο ψαλσίματος με πολλά παρεστιγμένα γοργά , δίγοργα και τρίγοργα, με αρκετές ποσοτικές εξάρσεις και γενικά με αρκετές φωνητικές απαιτήσεις για ευστροφία και υψιφωνία. Το ύφος αυτό χρησιμοποιεί όλα τα ποικίλματα της ψαλτικής, συνδυάζοντάς τα με τις όμορφες θέσεις των κρητικών ασμάτων τα οποία τότε ήταν αρκετά πιο σοβαρά και πιο βυζαντινά, θα λέγαμε, απ' ότι τα σημερινά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι συνέθεσε σε όλα τα είδη του μέλους εκτός από την Παπαδική.
Ολοκληρώνοντας αυτή την συνοπτική αναφορά μας στον πυλώνα του Κρητικού πολιτισμού, τον Παύλο Βλαστό και «εις μνημόσυνον αιώνιον» θα θέλαμε να σας προσφέρουμε μέσα από την παρούσα επετειακή έκδοση, μερικά αντιπροσωπευτικά «Παύλεια» μέλη, που αποδίδονται από τη χορωδία παραδοσιακής μουσικής ''Παύλος Βλαστός''.
Aντώνης Μιχελουδάκης
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΝΘΕΤΟ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΔΙΣΚΟΥ "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΑΥΛΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ".
Last edited: