Παύλος Βλαστός (1836-1926)

Αντωνης Μιχελουδακης

παλαιόν στρουθίον μονάζον
ΨΑΛΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΥΛΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ

Ο Παύλος Βλαστός γεννήθηκε στο χωριό Βυζάρι Αμαρίου το 1836. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας καταγόμενης από το Βυζάντιο. Από μικρός, με την προτροπή του σπουδαίου πατριώτη και πιστού χριστιανού πατέρα του Γεωργίου, βίωσε την μουσική της εκκλησίας και παραδόθηκε απόλυτα γοητευμένος σε αυτήν.

Η οικογένειά του σύντομα εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ρέθυμνο, χωρίς όμως ποτέ να ξεχάσει τον τόπο καταγωγής της. Ο Παύλος λόγω ευπορίας της οικογενείας του, αλλά και λόγω της αγάπης του ευπατρίδη πατέρα του για την γνώση, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει σπουδαία παιδεία στα σημαντικά σχολεία του Ρεθύμνου τις δεκαετίες του 1840 και 1850. Ιδιαίτερα σημαντική στην οργάνωση των σχολείων αυτών, στα οποία εφαρμοζόταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος, ήταν η προσφορά του Κωνσταντίνου Χατζή Ιωάννου Ψαρουδάκη, δημοδιδασκάλου και πρωτοψάλτη στον Μητροπολιτικό ναό Ρεθύμνου και μετέπειτα δασκάλου του Παύλου στην μουσική.

Παράλληλα με τις γνώσεις της εγκυκλίου παιδείας, ο Παύλος, με δάσκαλό του στην ψαλτική τον κυρ- Κωνσταντίνο Ψαρουδάκη, παρουσίασε αξιοθαύμαστη πρόοδο.

Ο Κωνσταντίνος Ψαρουδάκης, γόνος εύπορης οικογένειας από το Ηράκλειο, σύμφωνα με τον ιστορικό της εκκλησιαστικής μουσικής Γ. Παπαδόπουλο, ήταν μαθητής των Τριών Δασκάλων οι οποίοι μεταρρύθμισαν τη σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής το 1814 στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Παύλος Βλαστός κοντά σε αυτόν τον σπουδαίο δάσκαλο , διδάχτηκε το νέο σύστημα της παρασημαντικής - τη γνωστή Νέα Μέθοδο-. Το 1853 τελειώνοντας το σχολείο, σε ηλικία μόλις 17 χρόνων, ήταν άριστος γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής και είχε μυηθεί στην Ψαλτική Τέχνη σε μεγάλο βαθμό· μαθήτευε στο δάσκαλό του ως δομέστικος - βοηθός στον Μητροπολιτικό ναό Ρεθύμνου. Στα 1858 ανέλαβε λαμπαδάριος του δασκάλου του, δηλαδή αριστερός ιεροψάλτης. Εκείνο το διάστημα ταξιδεύει στα μητροπολιτικά κέντρα της ψαλτικής της εποχής εκείνης, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.

Παράλληλα ξεκίνησε και το ογκώδες έργο του αποτελούμενο από 93 χειρόγραφους τόμους που περιέχουν κάθε είδους πληροφορίες για τον πολιτισμό της Κρήτης, κάνοντας την αρχή με την μουσική της Εκκλησίας. Aπό αυτό μπορούμε να αναλογιστούμε τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε αυτή η τέχνη στο ξεκίνημα της μοναδικής προσπάθειας του Βλαστού. Η βιβλιογραφική του παραγωγή, που άρχισε το αργότερο το 1856 με την Συλλογή Εκκλησιαστικών Μελών «εν ΡεθύμνΓ» - όπως μας πληροφορεί στον 2ο τόμο-, συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Αρχικό μέλημά του ήταν η αντιγραφή μαθημάτων ψαλτικής κλασικών μελοποιών, που καλύπτουν όλες τις ακολουθίες και τα γένη και είδη της μελοποιϊας. Ταυτόχρονα κατέγραψε μέλη του δασκάλου του και «καλλώπισε» κλασικά μαθήματα κατά τη δική του απαγγελία και τη μουσική του αντίληψη. Από νωρίς συνέθεσε και δικά του μέλη διασώζοντας αυτό που ο ίδιος αναφέρει ως κρητικόν ύφος.

Το 1860 ο Βλαστός διορίστηκε δάσκαλος στο Ηράκλειο και αριστερός ιεροψάλτης στον Μητροπολιτικό ναό του αγίου Μηνά, - το μικρό Άγιο Μηνά αφού η μεγάλη εκκλησία δεν είχε ακόμα οικοδομηθεί-. Εκεί γνώρισε και συνεργάστηκε με τον μετέπειτα Α΄ δομέστικο της Μεγάλης Εκκλησίας Κων. Σαββόπουλο, ο οποίος διακονούσε στο Ηράκλειο ως πρωτοψάλτης Κρήτης.

Ο Βλαστός στο Ηράκλειο πέρασε ίσως την πιο καρποφόρα και όμορφη περίοδο της ζωής του. Δίδασκε γράμματα και μουσική στα παιδιά του σχολείου, έψαλλε στον άγιο Μηνά και ταξίδευε στην ενδοχώρα όπου ξεκίνησε την συλλογή του λαογραφικού υλικού. Στο Ηράκλειο το 1863 άρχεσε και τη συγγραφή του 1ου - όπως αρχειοθετείται σήμερα - τόμου που φέρει την επιγραφή «Εγκόλπιον Ιεροψάλτου» και αποτελεί ένα λειτουργικό εγχειρίδιο ψάλτου, όπως ο ίδιος αναφέρει .

Τα όμορφα όμως χρόνια πέρασαν και ο Βλαστός μπήκε σε περιπέτειες. Το 1864 έχασε τον πεφιλημένο πατέρα του. Με την επανάσταση του 1866 ο Παύλος φεύγει για Αθήνα, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του στον πατριωτικό αγώνα. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα επέστρεψε στο Ρέθυμνο κοντά στον δάσκαλό του Ψαρουδάκη, ο οποίος συνέχιζε, με μικρά διαλείμματα, να βρίσκεται εκεί ως πρωτοψάλτης. Χωρίς να έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες, πιθανόν να συνέψαλλε με τον δάσκαλό του. Ταυτόχρονα άρχισε την συλλογή και άλλων μαθημάτων υπό τον γενικό τίτλο « Μουσικά εκκλησιαστικά ανέκδοτα συλλογή υπό Παύλου Βλαστού 1870 Ρέθυμνον» - του 3ου όπως αρχειοθετείται σήμερα τόμου -.

Η ζωή του Βλαστού μπήκε σε νέες περιπέτειες εξαιτίας του σφοδρού ερωτά του με την τουρκοκρητικιά Νουριγιέ. Στα 1874 έφυγε για την Αθήνα και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1880 οπότε και επέστρεψε. Κατά την δεκαετία αυτή, εκλιπόντος και του δασκάλου του το 1884, ίσως να ανέλαβε κάποια ιεροψαλτική δράση, κάτι που ενισχύεται από δύο μελοποιήσεις του, το αργό Εν Ιορδάνη και τον 'Υμνο στους πεσόντες στο Αρκάδι. Τα δυο αυτά μέλη τα συνέθεσε για λειτουργική χρήση, όπως συμπεραίνεται από τα σχετικά ενημερωτικά σημειώματα το 1884. Η δυσκολία του γάμου του με την Νουριγιέ- Μαρία, τον κατεδίωκε. Πήγε πάλι στην Αθήνα από την οποία επέστρεψε οριστικά το 1898.

Ο Βλαστός από το 1898 και μετά συνεχίζει να γράφει εκκλησιαστικά μέλη, αλλά δεν φαίνεται να δραστηριοποιείται έντονα ψαλτικά. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι απείχε συνειδητά από το ψαλτήρι λόγω της κακοφωνίας και της αμάθειας των ψαλτών εκείνης της εποχής. Άλλες πάλι μαρτυρίες αναφέρουν ότι έψαλλε τα βράδια στο μπαλκόνι του στο

Βυζάρι, όπου πήγαινε για ξεκούραση και ότι όλοι έμεναν έκπληκτοι από τις μελωδίες που άκουγαν.

Ο Παύλος Βλαστός τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προτιμούσε τη γωνιά του μεγάλου σαλονιού του σπιτιού του στο Ρέθυμνο όπου, με όραση κατά το ήμισυ, έγραφε σχεδόν αμίλητος σε ένα μικρό οβάλ τραπέζι. Πέθανε τον Απρίλιο του 1926. Στην είδηση του θανάτου του σε τοπική εφημερίδα δεν αναφέρεται η μουσική - ψαλτική του ιδιότητα, αυτή που σήμερα ξέρουμε ότι υπήρξε η κινητήριος δύναμη για όλα όσα μας διέσωσε. Ο Παύλος Βλαστός όμως ακτινοβολεί μέσα από το έργο του ως η σπουδαιότερη ψαλτική φυσιογνωμία του νησιού μας κατά τους δύο παρελθόντες αιώνες. Τα εκκλησιαστικά μέλη περιέχονται κατ' αποκλειστικότητα σε εννέα (9) τόμους (1, 2, 3, 4, 13, 88, 89, 91 και 92 όπως είναι αρχειοθετημένοι σήμερα· για τους τόμους 91 και 92 πρέπει να αναφέρουμε ότι από την έρευνά μας φαίνεται ότι δεν γράφτηκαν από τον Βλαστό, αλλά από κάποιον ή κάποιους ειδικούς αντιγραφείς πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, έχουμε ισχυρότατες ενδείξεις ότι ανήκαν στον Κωνσταντίνο Ψαρουδάκη και στην συνέχεια περιήλθαν στην κατοχή του Π. Βλαστού).

Μελετώντας λοιπόν το έργο του Π. Βλαστού επισημαίνουμε συνοπτικά τα εξής:

1.Στις αντιγραφές των κλασικών μαθημάτων φαίνεται το μέγεθος

και η ποιότητα της μουσικής παιδείας του Βλαστού και αποδεικνύεται το γεγονός ότι αυτά τα μαθήματα ψάλλονταν - βρίσκονταν σε λειτουργική χρήση - στο νησί τουλάχιστον από όσους μπορούσαν να τα αποδώσουν και ασφαλώς από τον ίδιο. Σίγουρα η συμβολή του Δασκάλου του υπήρξε καθοριστική προς την απόλυτα σωστή κατεύθυνση για την ουσιαστική εκμάθηση της βυζαντινής μουσικής, που πρωτίστως περνά από την γνώση των κλασσικών μαθημάτων.

2. Αποδεικνύεται η εξαιρετική γνώση - και ερμηνεία στην πράξη εφ' όσον καταγράφονται αναλυτικά - παραδοσιακών ψαλτικών θέσεων που είτε αυτές μας παραπέμπουν στα παλαιά σημαδόφωνα και την ερμηνεία τους, είτε σε θέσεις που έχουν τις ρίζες τους ακόμη και στην λαϊκή παράδοση του τόπου μας. Ιδιαίτερα παραδοσιακά επιτυχείς είναι οι καλλωπισμοί που κάνει ο

Βλαστός σε κλασικά μέλη. Τα μαθήματα αυτά αποκτούν μια ιδιαίτερη δυναμική που ασφαλώς πηγάζει από τα ακούσματά του που κυρίως προέρχονται από τον δάσκαλό του, τον κυρ-Κωνσταντίνο αλλά ανακλούν και τη δική του μουσική κατάρτιση και αντίληψη.

Επίσης, σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε και την αρτιότητα της νέας μεθόδου γραφής, που δίδει πλέον στον Βλαστό την δυνατότητα λεπτομερούς καταγραφής της ψαλτικής ερμηνείας, χωρίς κανένα δάνειο από την ευρωπαϊκή μουσική.

3. Τέλος, επισημαίνουμε τα θαυμάσια δικά του μελουργήματα μέσα από τα οποία διδάσκει ψαλτική τέχνη και τρόπο εκτέλεσης των μελών κατά το λεγόμενο Κρητικό ύφος. Δύσκολο βέβαια να εξηγήσουμε με προφορικό λόγο τι είναι ακριβώς αυτό το ύφος, αλλά επιγραμματικά θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως έναν περίτεχνο τρόπο ψαλσίματος με πολλά παρεστιγμένα γοργά , δίγοργα και τρίγοργα, με αρκετές ποσοτικές εξάρσεις και γενικά με αρκετές φωνητικές απαιτήσεις για ευστροφία και υψιφωνία. Το ύφος αυτό χρησιμοποιεί όλα τα ποικίλματα της ψαλτικής, συνδυάζοντάς τα με τις όμορφες θέσεις των κρητικών ασμάτων τα οποία τότε ήταν αρκετά πιο σοβαρά και πιο βυζαντινά, θα λέγαμε, απ' ότι τα σημερινά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι συνέθεσε σε όλα τα είδη του μέλους εκτός από την Παπαδική.

Ολοκληρώνοντας αυτή την συνοπτική αναφορά μας στον πυλώνα του Κρητικού πολιτισμού, τον Παύλο Βλαστό και «εις μνημόσυνον αιώνιον» θα θέλαμε να σας προσφέρουμε μέσα από την παρούσα επετειακή έκδοση, μερικά αντιπροσωπευτικά «Παύλεια» μέλη, που αποδίδονται από τη χορωδία παραδοσιακής μουσικής ''Παύλος Βλαστός''.

Aντώνης Μιχελουδάκης

Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΝΘΕΤΟ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΔΙΣΚΟΥ "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΑΥΛΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ".
 
Last edited:

Αντωνης Μιχελουδακης

παλαιόν στρουθίον μονάζον
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΜ. ΣΟΥΡΓΙΑΔΑΚΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: "Ο ΠΑΥΛΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΨΑΛΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ"

ΕΜΜ. ΣΟΥΡΓΙΑΔΑΚΗΣ

ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΑΣ



[Μουσικολογική εκδήλωση για την παρουσίαση της επετειακής μουσικής έκδοσης (ψηφιακού δίσκου) για τα 200 χρόνια από τη Μεταρρύθμιση των Τριών Δασκάλων (1814-2014) από την Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης με τίτλο «Εκκλησιαστικά μελοποιήματα Παύλου Βλαστού». Ρέθυμνο, Ιερός Ναός Τεσσάρων Μαρτύρων, Τετάρτη, 10 Δεκεμβρίου 2014, ώρα 19.00]



O ΠΑΥΛΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΨΑΛΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Σεβασμιώτατε, κυρίες και κύριοι

Η εκκλησιαστική μουσική ή δοκιμότερα η Ψαλτική Τέχνη είναι ένα από τα κύρια εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί η ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία για να βοηθήσει τους πιστούς της στη βαθύτερη κατανόηση της αλήθειας της διδασκαλίας της και στην ουσιαστική και συνειδητή συμμετοχή τους στη θεία λατρεία, με προσευχή και κατάνυξη.

Η Ψαλτική Τέχνη καλείται να ενδύσει με μουσική τον εκκλησιαστικό λόγο και να αναδείξει ανεπιτήδευτα ή επιτηδευμένα τα μηνύματα που προβάλλονται σ' αυτόν. Στο σύνολό της συνιστά μια αδιάκοπη παράδοση που κινείται σε δύο άξονες: την προφορά και τη γραφή. Ως προφορική παράδοση μεταδίδεται μέσω της φωνητικής ερμηνείας από τους φορείς της, τους ικανούς ψάλτες - δασκάλους, είτε κατά τη διδασκαλία είτε κατά την ψαλμωδία μέσα στις εκκλησίες. Ως γραπτή παράδοση μεταδίδεται μέσω της αποτύπωσης της μελωδίας με ένα σύστημα σημαδιών από τους μελουργούς, δηλαδή τους συνθέτες κι ύστερα από τους κωδικογράφους που τις αντέγραφαν στους χειρόγραφους μουσικούς κώδικές τους παλιότερα ή από το έντυπο βιβλίο μέχρι σήμερα.

Επειδή η μουσική έκδοση που παρουσιάζεται απόψε είναι επετειακή για τα 200 χρόνια από τη Μεταρρύθμιση των Τριών Δασκάλων θα είναι καλό να αναφέρω λίγα πράγματα για την καλύτερη κατανόηση του θέματος.

Είπα παραπάνω ότι η μελωδία αποτυπώνεται με τη βοήθεια ενός συστήματος σημαδιών - ενός μουσικού αλφαβήτου κατά κάποιον τρόπο -. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των σημαδιών έχει τις απαρχές του στο ελληνικό αλφάβητο, ενώ πολλά από τα σημάδια επινοήθηκαν αργότερα για να καλύψουν τις ανάγκες της σύνθεσης. Όλα ωστόσο τα σημάδια υποδηλώνουν σε γενικές γραμμές την μελωδική κίνηση της φωνής. Επομένως μ' αυτά γινόταν και γίνεται η καταγραφή των μελωδιών που ψάλλονται στην εκκλησία από τους διορισμένους - τους ειδικευμένους θα έλεγα - ψάλτες.

Στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας η Εκκλησία συνέχισε να εφαρμόζει ως προς την ψαλμωδία, που ποτέ δεν έπαψε να υφίσταται και να συνεπικουρεί τη θεία λατρεία, ό,τι παρέλαβε από τη βυζαντινή εποχή, φυσικά χωρίς το μεγαλείο της μουσικής, που είχε φτάσει στον κολοφώνα της ακμής της κατά τον 13ο αιώνα, μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από την κατάκτηση των Φράγκων. Κι αν γενικότερα η μουσική ήταν πολυτέλεια για τους παντοιοτρόπως χειμαζόμενους υπόδουλους, η ψαλμωδία στην εκκλησία, παρά το ότι είχε περιοριστεί στο στόμα λίγων προσώπων, κληρικών ή λαϊκών που διατηρούσαν και συνέχιζαν την παράδοση, ήταν όχι μόνο το μέσο για τη διατήρηση της θρησκείας και της παιδείας τους αλλά και η μοναδική ίσως αναψυχή τους. Μόνο μέσω της Εκκλησίας διατηρούσαν οι υπόδουλοι κάποια μικρή επαφή με τα γράμματα και την παιδεία μέσα από την βιωματική σχέση του λαού με μοναδική υπαρκτή πνευματική τροφή τη λατρευτική εκκλησιαστική φιλολογία: τα συναξάρια, τους ψαλμούς, την οκτώηχο, τους κανόνες, τις ακολουθίες και τα κάθε λογής τροπάρια. Τη στιγμή που η γλώσσα κλυδωνιζόταν λόγω της οθωμανικής κατάκτησης ολοένα και περισσότερο, κάτι που επισημάνθηκε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο τον Σχολάριο κατά τα μετά την Άλωση χρόνια με τους χαρακτηριστικούς λόγους « ...μη μόνον σοφίας κινδυνεύομεν στερηθήναι και μαθημάτων, αλλά και την φωνήν ημών αγνοήσαι» είναι βέβαιο ότι η ψαλμωδία, που υπηρετεί τη γλώσσα, ακολουθούσε μαζί με τις άλλες τέχνες περίοδο στασιμότητας ή παρακμής με μικρές μόνο σποραδικές αναλαμπές και μια σημαντική ανάκαμψη μετά τα μέσα του 17ου αιώνα.

To γραφικό σύστημα της εκκλησιαστικής μελοποιϊας ήταν γριφώδες και δυσνόητο, το δε θεωρητικό του υπόβαθρο ελλιπές, χαλαρό και χωρίς οργανωμένους κανόνες. Η κατανόησή του αφηνόταν ως επί το πλείστο στο μνημονικό των ψαλτών με τον κίνδυνο σταδιακά της παραφθοράς, της λήθης και τέλος του αφανισμού. Έτσι «τυφλός τυφλόν οδηγούσε και αμφότεροι εις βόθρον έπιπτον». Η μουσικολογική έρευνα αποκαλύπτει ότι σ' αυτό το Κέντρο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, στην Κωνσταντινούπολη, για μισόν αιώνα - 1730-1780 περίπου - οι μουσικοδιδάσκαλοι και οι άριστοι ψάλτες σπάνιζαν. Η Ψαλτική είχε γίνει υπόθεση λίγων που έμεναν με τη γλυκιά νοσταλγία του ένδοξου παρελθόντος. Ωστόσο η δυσκολία της εκμάθησης και ο κίνδυνος του αφανισμού μιας μεγάλης Τέχνης είχαν αφυπνίσει μια μερίδα εκκλησιαστικών μουσικών που κατέβαλαν τις πρώτες προσπάθειες απλοποίησής της ώστε η γνώση και τα αποτελέσματα της Τέχνης που πηγάζει από το λαό και σ' αυτόν απευθύνεται να γίνουν κτήμα του. Αυτές οι προδρομικές προσπάθειες είναι γνωστές με τον όρο «πρώτες εξηγήσεις». Και είναι τιμή για τον τόπο μας ένας από τους εξηγητές να είναι ο ηρακλειώτης Οικουμενικός Πατριάρχης Αθανάσιος Ε΄ ο Μαργούνιος, που συχνά συγχέεται με το συνώνυμό του ρεθύμνιο Αθανάσιο Γ΄ τον Πατελάρο.

Τα χρόνια περί τα μέσα του 18ου αιώνα ορίζονται κατά τον Αδαμάντιο Κοραή ως αρχή της αναγέννησης του Ελληνισμού: « ...έφθασε και των Γραικών ο καλός καιρός. Και έφθασεν με τόσην ορμήν ώστε καμία δύναμις ανθρώπινος δεν είναι πλέον καλή να μας οποσθοδρομήση». Ο Ιωάννης Τραπεζούντιος, Πρωτοψάλτης τότε στον πατριαρχικό ναό στην Κωνσταντινούπολη, διακήρυττε φανερά ότι «έπρεπε να σηκωθή από τα ποιήματά [των μελουργών] εκείνη η διά το πολυχρόνιον δυσκολία της διδάξεως και μεταδόσεως της μουσικής ... και να συσταθή έν απλούστερον, στοιχειώδες και διωρισμένον σύστημα χαρακτήρων, δι' ών να εκφράζονται τα μέλη». Ο ίδιος και οι μαθητές - διάδοχοί του έγραφαν τα μέλη τους με απλούστερο - αναλυτικότερο τρόπο ή εξηγούσαν τα μέλη των Βυζαντινών με σκοπό ακριβώς τη διάσωσή τους, τη διευκόλυνση της μάθησης και την ενασχόληση με την Ψαλτική ευρύτερης κοινωνικής μερίδας που θα συνέβαλλε στη συνολική αναβάθμιση της εκκλησιαστικής λατρείας προς πνευματική ωφέλεια του λαού.

Ο Λαμπαδάριος του Πατριαρχικού ναού Πέτρος ο Πελοποννήσιος, ο μεγαλύτερος μουσικός νους των μεταβυζαντινών χρόνων, που πέθανε σε ηλικία 45 περίπου χρόνων μάλλον από πανούκλα στα 1778 στην Κωνσταντινούπολη, εργαζόμενος νύχτα και μέρα, «εν ολίγω διαστήματι καιρού», με αφετηρία την πριν απ' αυτόν εξηγητική παράδοση και εφόδιο του μουσικό του δαιμόνιο κατάφερε να φέρει το γραφικό σύστημα «από συμβόλων εις γράμματα», από συνοπτικό και παραστατικό σε αναλυτικό. Τον τρόπο αυτό χρησιμοποίησε όχι μόνο στις προσωπικές συνθέσεις του που εκτείνονται σε όλο το φάσμα της εκκλησιαστικής μελοποιϊας αλλά εξήγησε περαιτέρω ευάριθμες αρχαίες βυζαντινές συνθέσεις. Όταν η κοινωνία επηρεάζονταν από τα δυτικά πρότυπα και τις ιδέες της Δύσης ο Πέτρος, αποσκοπώντας στη μείωση του τελεστικού χρόνου που είχε γίνει απαίτηση των καιρών, προχώρησε σε συντμήσεις μελών και παρέδωσε ολόκληρους κώδικες με μέλη κατά πολύ συντομότερα από την προηγούμενη παράδοση. Κατέγραψε σχεδόν στο σύνολό τους τα σύντομα μέλη όπως ψάλλονταν στον καιρό του με συχνές τις αναφορές στην «εθιζομένην τάξιν» δηλαδή τη μουσική παράδοση και «το ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας». Ίσως χωρίς τον Πέτρο Πελοποννήσιο να είχαμε σήμερα χάσει στο σύνολό της την ψαλτική μας παράδοση και να είχαμε επιδοθεί σε άλλες μορφές δυτικότροπης σύνθεσης, όπως έγινε στη Ρωσία. Κι αυτό γιατί μερικά χρόνια μετά το θάνατο του Πέτρου σ' αυτήν την ίδια την Πατριαρχική αυλή επιχειρήθηκε η ανατροπή του ισχύοντος τότε συστήματος γραφής από «τας νότας των Ευρωπαίων» αλλά το εγχείρημα ευτυχώς δεν ευοδώθηκε. Οι προσπάθειες του Πέτρου για μια λαϊκότερη αντιμετώπιση της εκκλησιαστικής μελοποιϊας - οι οποίες βέβαια δεν έγιναν άμεσα αποδεκτές από κάποιους αντιδραστικούς κύκλους παρά την αναγκαιότητα και τη χρηστικότητά τους - θα πρέπει να συσχετίζονται με το γλωσσικό ζήτημα, την αντιπαράθεση δηλαδή μεταξύ των «αρχαϊστών και των δημοτικιστών», που πήρε σημαντικές διαστάσεις εκείνα τα χρόνια και να εντάσσονται στο γενικότερο πεδίο των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και ανακατατάξεων.

Το έδαφος για μια ριζική μεταρρύθμιση της μουσικής γραφής ήταν ήδη γόνιμο. Τα μετέπειτα χρόνια συνεχίστηκε η εξηγητική παράδοση που κατέλιπε ο Πελοποννήσιος Πέτρος ώσπου φτάσαμε στην οριστική καθιέρωση της νέας αναλυτικής σημειογραφίας, που καθιερώθηκε με πατριαρχική σφραγίδα στα 1814-15. Δεν χρειάζεται τώρα να απαριθμήσουμε τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα της Νέας Μεθόδου. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι είναι μαθηματικά βέβαιο ότι χωρίς τη γρήγορη εξάπλωσή της και με δεδομένη την σημερινή κοινωνική συγκυρία η παραδοσιακή ψαλμωδία θα είχε εντελώς αλλοτριωθεί με απρόβλεπτες συνέπειες για αυτόν τον χαρακτήρα της ορθόδοξης λατρείας. Είναι λοιπόν άξιο και δίκαιο να μακαρίζονται εσαεί οι τρεις Δάσκαλοι και εφευρέτες της Νέας Μεθόδου της σημειογραφίας, ο αρχιμανδρίτης κι αργότερα Μητροπολίτης Χρύσανθος από τη Μάδυτο, ο Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος και ο Χαρτοφύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας Χουρμούζιος και πριν απ' αυτούς η χορεία των εξηγητών αλλά και των απλών και άσημων κωδικογράφων γιατί χάρη στην άοκνη εργασία τους αξιωνόμαστε σήμερα να μπορούμε να μελετούμε και να απολαμβάνουμε ένα μεγάλο τμήμα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μελουργίας, να το έχουμε ακόμα σε χρήση στις εκκλησίες μας και να το προβάλλουμε παγκόσμια ως έναν ακραιφνή εθνικό μουσικό πολιτισμό.

Η Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ορθά συνέδεσε την επέτειο της Μεταρρύθμισης των Τριών Δασκάλων, που φανερώθηκε σε κρίσιμες για το Έθνος στιγμές και χαιρετίστηκε ως «ευεργεσία του έθνους» και ως «συμβολή στην υπόθεση της εθνικής αφύπνισης» με την προσωπικότητα, το έργο και τη δράση του λόγιου ρεθυμνίου Παύλου Βλαστού. Και αποκτά συμβολική σημασία το ότι η ανάδειξη αυτής της λησμονημένης μεγάλης μορφής κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα συνέπεσε με την επέτειο της Μεταρρύθμισης της σημειογραφίας.

Ο Παύλος Βλαστός έζησε σε μια πολυκύμαντη από κάθε άποψη εποχή κατά την οποία από ψαλτική άποψη στην Κρήτη δεν παρουσιάζεται κανένα σημαντικό δείγμα κινητικότητας. Ο Κωνσταντίνος Ψαρουδάκης είναι ο πρώτος που δραστηριοποιείται ουσιαστικά μετά τον Ιωάννη Πρωτοψάλτη Κρήτης, έναν άγνωστο μουσικό που φέρεται ως εξηγητής μιας αργής δοξολογίας σε ένα χειρόγραφο του 1821 της Μονής Τζαγκαρόλων στο Ακρωτήρι. Ίσως γι' αυτό να αυτοπροσδιορίζεται αυτάρεσκα ως Πρωτοψάλτης Κρήτης. Ο Παύλος είναι κατά πάσαν πιθανότητα ένας από τους πρώτους που διδάχτηκε τη μουσική με τη Νέα Μέθοδο από τον Ψαρουδάκη· ως ικανός εκκλησιαστικός μουσικός ακολούθησε τα βήματα του δασκάλου του για τον οποίο έτρεφε μεγάλο σεβασμό και δεν ξεχνούσε να τον μνημονεύει συχνά στα σημειώματά του. Και οι δύο είχαν σαν αφετηρία της δράσης τους το Ρέθυμνο, το οποίο φαίνεται να αποτελούσε το κέντρο της Ψαλτικής για όλο το νησί. Το έργο και η παράδοση την οποία άφησαν οι δύο μουσικοί είναι άγνωστο αν και σε ποιον βαθμό καλλιεργήθηκε, παγιώθηκε ή χάθηκε στο πέρασμα των χρόνων μια και, ουσιαστικά, δεν έχουμε ορατά δείγματα αξιόλογης δραστηριότητας στην Ψαλτική Τέχνη στην Κρήτη μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι όποιες βραχύβιες προσπάθειες έγιναν έπεσαν στο κενό οι δε φορείς της Τέχνης ήταν κατά κανόνα μη Κρήτες είχαν μικρή παραμονή στο νησί εκτός από το Νικόλαο Εκκλησιάδη, έναν νέο ταλαντούχο και καλλιφωνότατο ψάλτη που έστειλε ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος Ξηρουδάκης (1898-1920) να σπουδάσει Ψαλτική στην Κωνσταντινούπολη αλλά δυστυχώς έψαλλε για πολύ λίγο στον Άγιο Μηνά γιατί χάθηκε σε ναυάγιο. Για το βίο Παύλου ακούστηκαν πολλά και σημαντικά προηγουμένως. Δικό μου έργο είναι να προσπαθήσω να σκιαγραφήσω αδρομερώς τη μουσική προσωπικότητα του Παύλου και να κάνω μερικές μουσικολογικές επισημάνσεις πάνω στις μέχρι σήμερα διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη δράση του ιστορουμένου προσώπου α) ως ψάλτη, β) ως μελουργού - καταγραφέα και γ) ως κωδικογράφου.

Ο λίγο πριν την άλωση Λαμπαδάριος της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη Μανουήλ Δούκας ο Χρυσάφης σε περισπούδαστη θεωρητική του πραγματεία γραμμένη γύρω στα 1430 βάζει βασική προϋπόθεση της ενασχόλησης με την Ψαλτική: «Μη νόμιζε απλήν είναι την της Ψαλτικής μεταχείρησιν, αλλά ποικίλην τε και πολυσχιδή». Δεν γνωρίζω αν ο αοίδιμος Παύλος είχε κατά νουν τη ρήση του Χρυσάφη και τα έξι κεφάλαια που προσδιορίζουν την ταυτότητα του «την επιστήμην έχοντος» εκκλησιαστικού μουσικού ψάλτη. Όμως η [μικρή] ψαλτική του σταδιοδρομία και η αναδίφηση του έργου του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν προικισμένος με πολλά προσόντα φυσικά και επίκτητα, απαραίτητα για το λειτούργημά του: καλλιφωνία για να κατανύγει και να τέρπει το εκκλησίασμα ψάλλοντας «καλώς και ευφώνως και ωραίως μετά τέχνης, όπερ και δώρημα εστί μάλλον της φύσεως, αλλ' ού της Τέχνης»· γνώση για να είναι σε θέση να ψάλλει και να γράφει από στήθους τις καθιερωμένες μελωδίες με τον πρέποντα για την εκκλησία τρόπο· μουσική ευστροφία ώστε να γράφει «ορθώς και από τέχνης» και να ερμηνεύει απταίστως όλα τα μέλη, παλαιά και νέα, δικά του και άλλων «άμα το θεάσασθαι»· οξύνοια ώστε να μπορεί να καταγράψει άμεσα μια ερμηνεία άλλου και να την αποδίδει μιμούμενος αυτόνΩ μνήμη και κριτική ικανότητα ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει «από μόνης ακοής» τις επώνυμες συνθέσεις - το προς χρήσιν δηλαδή ρεπερτόριο -, να επιλέγει τις εκλεκτότερες και προσφορότερες για την επ' εκκλησίαις ψαλμωδία και να διακρίνει τα προτερήματα και ελαττώματα κάθε σύνθεσης· μεθοδικότητα ώστε να ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του με συνέπεια κι όχι με προχειρότητα· συναίσθηση ευθύνης ώστε να καταγράφει κάθε χρήσιμο για το λειτούργημά του (αναγνώσματα, τυπικές διατάξεις, συνήθη μέλη, ψαλτικές υποχρεώσεις, ιστορικά σημειώματα)· σκοπιμότητα για τη σύνθεση νέου μέλους και φιλομάθεια για να κινείται είτε από εσωτερική παρόρμηση είτε «εξ ετέρων επιτάγματος, και μετά μελέτης» «κατ' επιστήμην και ουχί κατά γνώμην».

Ο αοίδιμος μουσικός παράλληλα φαίνεται συνειδητά συνεπής προς τις προϋποθέσεις που καθορίζουν την εκκλησιαστική μελουργία. Για το λόγο αυτό κατατάσσεται στην κατηγορία των μελουργών που ονομάζει ο Χρύσανθος, ένας από τους Τρεις Δασκάλους της Νέας Μεθόδου, «κατ' επιστήμην μελίζοντας», δηλαδή στους μελοποιούς εκείνους που με την πάροδο του χρόνου, την τριβή και την εμπειρία εφευρίσκουν τέτοια μέλη «ώστε δύνανται να κινώσι την ψυχήν του ακροατού εις ό,τι θέλουσι». Κύριο μέλημά του είναι όχι τόσο η σύνθεση νέων μελών, σεβόμενος την κλασική εκκλησιαστική μελοποιϊα, αλλά η καταγραφή μιας ιδιάζουσας παράδοσης με έντονη την αρμονική συνύπαρξη πολλών στοιχείων με τελικό σκοπό τον «πλείονα καλλωπισμόν» της καθιερωμένης πράξης. Από το έργο του αναδύεται η προσωπική του αντίληψη για κομψή ερμηνεία μιας σύνθεσης καθώς και η έντονη επήρεια των φωνητικών παραδόσεων (του δασκάλου του και του τόπου του εν προκειμένω, που συνοψίζονται στη φράση που χρησιμοποιεί σε κάποιο χειρόγραφό του: «το ύφος το κρητικόν»). Τον αναλυτικό τρόπο καταγραφής της φωνητικής παράστασης της μελωδίας είχε ενστερνιστεί ως μια λεπτότερη ερμηνευτικά εκδοχή που αποδίδεται με την παραστατική δύναμη της σημειογραφίας, η οποία ας σημειωθεί διατηρείται στη Νέα Μέθοδο. Ιδιαίτερη σημασία επίσης δίνεται στην έκφραση του πνεύματος και των « νοουμένων», δηλαδή του νοήματος των υμνογραφημάτων, τόσο μικροδομικά όσο και μακροδομικά. Όλες του οι καταγραφές κινούνται μέσα σε ένα σταθερό και συμπαγές μελικό πλαίσιο: διακρίνονται από το μέτρο και την ισορροπία στην κατανομή των ποικιλματικών ή τροπικών αποχρώσεων και από τη χρονική και ρυθμική αρτιότητα, που φανερώνει βαθιά γνώση των κανόνων της ρυθμοποιϊας και της μετρικής. Είναι κομψοτεχνήματα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό, με τα ίδια εργαλεία αλλά δουλεμένα από άλλο «χέρι τεχνίτη» με διαφορετικό «γούστο». Είναι «διαμάντια· τα γυρνάς, σιγά-σιγά, και το φως αντανακλάται κάθε φορά υπό καινούργια πρίσματα».

Η αγαπημένη ενασχόληση του Παύλου από τα νεανικά του χρόνια ήταν η κωδικογραφία. Αυτό μαρτυρούν οι δεκάδες χειρόγραφοι τόμοι του που διακρίνονται από περισσή καλαισθησία. Η γραφή μουσικών και άλλων έργων ήταν ευλογημένη καταφυγή στις εύκολες και δύσκολες περιστάσεις του βίου του. Παρατηρούμε ότι ο Παύλος συνέχιζε με πάθος να αντιγράφει κλασικές εκκλησιαστικές συνθέσεις μέχρι τα γεράματά του, τη στιγμή που η μουσική τυπογραφία άκμαζε - το πρώτο έντυπο βιβλίο εκκλησιαστικής μουσικής βγήκε από το τυπογραφείο στο Βουκουρέστι στα 1820 -. Η επιμονή στην ανθολόγηση του κλασικού ρεπερτορίου συνιστά, πέρα από την ευαισθησία της επιλογής και έναν σταθερό σεβασμό προς την παλαιότερη δημιουργία, την οποία θεωρεί αναντικατάστατηΩ γι' αυτό την αντιγράφει κατά κανόνα αυτούσια, χωρίς ιδιαίτερες μελικές διαφοροποιήσεις.

Σεβασμιώτατε, φιλόμουση ομήγυρη

Το όνομα του Παύλου Βλαστού μέχρι σήμερα απουσίαζε άδικα από την επίσημη ιστοριογραφία της Εκκλησιαστικής Μουσικής και Ψαλτικής Τέχνης. Από σήμερα, με την επίσημη παρουσίαση της ειδικής επετειακής μουσικής έκδοσης του ψηφιακού δίσκου, που είναι προϊόν φιλόκαλης και φιλότεχνης διάθεσής, πρωτίστως της δικής σας Σεβασμιώτατε και ακολούθως των ικανών και έγκριτων συνεργατών σας, κατατάσσεται στους καταλόγους των εγκρατών της Τέχνης ως αληθινός εκφραστής των παραδόσεων του γένους μας. Ο Παύλος, που παρέδωσε το μνημειώδες έργο του ως «ιερόν ανάθημα εις ύμνον και δόξαν Θεού» και ως εθνική παρακαταθήκη, αναζητά τους αντάξιους συνεχιστές του.-
 
Last edited:

Αντωνης Μιχελουδακης

παλαιόν στρουθίον μονάζον
Για τους τόμους 91 και 92 πρέπει να πούμε τα εξής σημαντικά: Οι τόμοι αυτοί είναι γραμμένοι σίγουρα από άλλον ή άλλους και όχι από τον Βλαστό. Είναι καλλιγραφημένοι και γίνεται χρήση και κόκκινης μελάνης στοιχεία που δεν παρατηρήσαμε στους άλλους τόμους. Το δέσιμο είναι από δέρμα και στον τόμο 92 υπάρχει μια σημείωση στο οπισθόφυλλο που λέει: 1818 Φλεβάρη άρχεσα την παπαδική και την ετελείωσα Μάρτιο 1819 εν Κωνσταντινουπόλη. Επίσης στον τόμο 91 υπάρχουν στα οπισθόφυλλα σημειώσεις δασκάλου, για μαθητές που του πήγαιναν να τους διαβάζει. Οι σημειώσεις αυτές ξεκινούν από το 1843 και φτάνουν μέχρι το 1849. Αυτές οι ημερομηνίες συνηγορούν στο να συμπεράνουμε ότι οι τόμοι αυτοί σίγουρα δεν γράφτηκαν ούτε ανήκαν αρχικά στον Βλαστό, χωρίς όμως να έχουμε καταλήξει στον γραφέα. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε, λόγω των σημειώσεων του τόμου 91 είναι ότι, ανήκαν στον Κωνσταντίνο Ψαρουδάκη που δίδασκε εκείνα τα χρόνια γράμματα και μουσική στα παιδιά του Ρεθύμνου, και στην συνέχεια με την πάροδο των ετών κατέληξαν στην βιβλιοθήκη του Βλαστού. (Απόσπασμα από την εισήγηση του Αντ.Μιχελουδάκη στο συνέδριο για το έργο του Παύλου Βλαστού στις 19-10-2014 με θέμα:Η συμβολή του Παύλου Βλαστού στην διάσωση της ψαλτικής παράδοσης της Κρήτης.)
 
Last edited:

neoklis

Νεοκλής Λευκόπουλος, Γενικός Συντονιστής
Μπορούμε να έχουμε ένα δείγμα της μελοποιητικής δραστηριότητας του Παύλου Βλαστού; Υπάρχει προοπτική έκδοσης σε βιβλίο κάποιων έργων του;
 

Αντωνης Μιχελουδακης

παλαιόν στρουθίον μονάζον
Μπορούμε να έχουμε ένα δείγμα της μελοποιητικής δραστηριότητας του Παύλου Βλαστού; Υπάρχει προοπτική έκδοσης σε βιβλίο κάποιων έργων του;

Το αρχείο του Π.Βλαστού φυλάσσεται και ανήκει στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.Οτιδήποτε εκδοθεί πρέπει να γίνει κατόπιν εγκρίσεώς του.Εμείς ως χορωδία πρόσφατα κυκλοφορήσαμε ψηφιακό δίσκο με τίτλο :Εκκλησιαστικά μελοποιήματα Παύλου Βλαστού.
Ευελπιστούμε να συνεχίσουμε την συνεργασία μας με το ιστορικό αρχείο.
Σας προσφέρουμε μια επίκαιρη σύνθεση του Π.Β την οποία αποδώσαμε και στον ως άνω ψηφιακό δίσκο.
 

Attachments

  • ΑΡΓΟΝ ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ 1 001.jpg
    594.7 KB · Views: 47
  • AΡΓΟΝ ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ 2 001.jpg
    455.1 KB · Views: 18
Last edited:
Top