Εκεί αναγνωρίζετε τις περιορισμένες ελευθερίες. Όταν καλείται κάποιος να υπηρετήσει στη δική μας μουσική μια συγκεκριμένη παράδοση, γιατί εκεί του αναγνωρίζετε το δικαίωμα να αυθαιρετεί; Τη στιγμή μάλιστα που οι φορείς της παραδόσεως έχουν αποτυπώσει εγγράφως και ηχητικώς τη χρονική αγωγή, το ρυθμό, τα ποικίλματα κλπ;
Η μεγάλη και ουσιαστική διαφορά είναι ότι εκεί ο ίδιος ο συνθέτης εγγράφως και όχι μόνο με μουσικά σημεία αλλά και με σχόλια έχει αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί να γίνει η ερμηνεία ενώ στην δική μας περίπτωση αυτό έγινε από τους διαδόχους και μάλιστα όχι με τόση λεπτομέρεια.
Θα κάνω ακόμα μια σύγκριση για να γίνω περισσότερο κατανοητός: Κάθε μουσικό κομμάτι δυτικής φέρει σημείωση σχετική με τον χρόνο από τον ίδιο τον συνθέτη. Κάποιες φορές είναι ένα απλό allegro για παράδειγμα οπότε ο κάθε ερμηνευτής αποφασίζει σε ποια περιοχή του allegro θα ερμηνεύσει το κομμάτι, αλλά κάποιες άλλες φορές φτάνει σε σημείο να καθορίζει συγκεκριμένα και το πόσους χτύπους το λεπτό επιθυμεί περιορίζοντας απόλυτα τον ερμηνευτή ο
ίδιος ο συνθέτης.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ο συνθέτης δεν καθορίζει τις λεπτομέρειες. Περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει γράψει ούτε ρυθμό ούτε καν ποιο όργανο επιθυμεί να ερμηνεύσει το κομμάτι του. Και σε αυτές τις περιπτώσεις βλέπουμε μια απόλυτη ελευθερία και το μόνο όριο είναι η φαντασία των ερμηνευτών καθώς και το αισθητήριο της καλαισθησίας.
Στην δικιά μας περίπτωση ο ίδιος ο συνθέτης έχει αφήσει κληρονομιά την μουσική και έχει αφήσει τα υπόλοιπα ανοιχτά. Το ερώτημα είναι τι οριοθετεί η παράδοση μας.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν η δοξολογία εψάλλει με κοφτό γρήγορο ρυθμό.
Τιμάται ή προσβάλλεται η παράδοση με αυτή την πράξη;
Τι επιτυγχάνεται τόσο μουσικά όσο και λατρευτικά;
Προάγεται το πατριαρχικό ύφος;
Προσεγγίζεται το «σεμνό, απέριττο και μυστικοπαθές» ;
Ξεκινώντας από το τελευταίο πρέπει να παραδεχτούμε ότι το σεμνό και απέριττο είναι πολύ πιθανότερο να επιτευχθεί από μια γρήγορη μουσική εκτέλεση από ότι από μια αργή.
Ο γρήγορος χρόνος δεν αφήνει περιθώρια για κορώνες και περιττούς καλλωπισμούς.
Αναδεικνύει την ιδέα του συνθέτη και επιτρέπει καλύτερη εκφορά και κατανόηση του κειμένου.
Λατρευτικά, επιτυγχάνεται το εξής: Ο πιστός ακροατής έρχεται σε επαφή με θεσπέσιο και ιδιαίτερα κατανυκτικό μουσικό κομμάτι γραμμένο από τον Ιάκωβο. Ο γρήγορος ρυθμός κρατάει το ενδιαφέρον και βοηθάει τον πιστό να παραμείνει συγκεντρωμένος.
Βοηθάει όμως και τους ιερείς και τον πατριάρχη να προετοιμαστούν για το "ευλογημένη η βασιλεία" δίνοντάς τους κατά τι περισσότερο χρόνο από μια σύντομη δοξολογία.
Επιπλέον όπως είπα και προηγούμενα, επιτυγχάνεται ακόμα κάτι πολύ σημαντικό: η διαφοροποίηση και με αυτόν τον τρόπο ο τονισμός του αργού ρυθμού της δοξολογίας που θα ψαλλεί σε εορτή.
Μουσικά ο γρήγορος ρυθμός στέκει ασυζητητί. Όπως ήδη προείπα ο ίδιος ο συνθέτης προτρέπει τον ψάλτη να ακολουθήσει έναν κοφτό ρυθμό με το στυλ του γραψίματος του.
Επίσης γίνεται δυνατή η επίτευξη της, πολύ σημαντικής, ποικιλίας. Στην μουσική η μονοτονία και η επανάληψη είναι θάνατος.
Εν τέλει ποια είναι πραγματικά η παράδοση;
Είναι παράδοση η μίμηση;
Θα είχαμε Πέτρο και Ιάκωβο αν αυτοί απλά μιμούνταν τους προηγούμενους τους;
Οι μεγάλοι ψάλτες και μουσικοί δεν χάνουν ευκαιρία να στηλιτεύουν την ξερή και άγονη μίμηση.
Το πατριαρχικό ύφος είναι το «σεμνό, απέριττο και μυστικοπαθές». Είναι αυτό της κατάνυξης. Είναι αυτό των μεγάλων μουσικών δημιουργών. Είναι αυτό της ατέρμονης μουσικής αναζήτησης.
Εφόσον επιτυγχάνονται τα παραπάνω δεν διατηρείται πραγματικά ζωντανή η παράδοση;
Αν σταματήσουμε να προσθέτουμε και να αναζητούμε, δεν θα ξεραθεί και θα πεθάνει η παράδοση όπως ξεραίνεται και πεθαίνει το κομμένο λουλούδι;