Κι ἐγώ διαφωνῶ κάθετα μέ τήν ἀντικανονική καί ἀντιεκκλησιολογική αὐτή διατύπωση καί ἑρμηνεία. [...]
Ἄν εἶναι ἔτσι τότε ἔχουμε ἀναρχία καί διάλυση τῆς κανονικῆς ἱεραρχίας.
Ἡ συλλειτουργία τοῦ ἀνωτέρου καί κατωτέρου κλήρου σ᾿ ἕνα ναό εἶναι δεδομένη καί τό ἔχω ἐπισημάνει παλαιότερα. Μάλιστα ἀντί τοῦ ὅρου «κορυφαίος του αναλογίου» (πού θυμίζει ἀρχαία τραγωδία) ἔχω γράψει γιά τόν «προεστῶτα τοῦ ἀναλογίου». Αὐτός δέν λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τόν προεστῶτα τῆς συνάξεως, ὅπως ὁ προεστώς τῆς συνάξεως δέν λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος (ἐπίσκοπος) δέν λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τή σύνοδο.
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἐγώ ἀναφέρθηκα (ὅπως καί κάπου ἀλλοῦ τό ἔχω γράψει) στή διευκόλυνση τοῦ ψάλτου τοῦ ναοῦ στά πλαίσια τῆς καλῆς «συλλειτουργίας» καί στό διέξοδο ἑνός ἀδιεξόδου. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν πολλές παράμετροι, ὅπως φάνηκε ἀπό τά προηγούμενα καί ἀπό τά ἄλλα σχετικά θέματα.
Ὁ χειρισμός τέτοιων προβλημάτων ἐπαφίεται στόν κανονικό ψάλτη, ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει τήν ἄδεια καί εὐλογία καί τήν εὐθύνη γιά τήν καλή λειτουργία τοῦ ἀναλογίου, ἡ ὁποία εὐθύνη σαφῶς τοῦ ἔχει ἐκχωρηθεῖ καί μάλιστα τοῦ ἐκχωρεῖται κάθε φορά πού ἀναλαμβάνει τά καθήκοντά του διά τῆς εὐλογίας ὑπό τοῦ προεστῶτος λειτουργοῦ, ὅπως ὁ λειτουργός ἔχει τήν ἄδεια καί εὐλογία ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἀπό τόν ὁποῖο καί ἄμεσα τήν λαμβάνουν ἀμφότεροι παρισταμένου.
Ἐπανερχόμενος στίς πολλές καί διαφορετικές περιπτώσεις πού μπορεῖ νά συμβοῦν, λέγω ὅτι αὐτές μποροῦν νά λυθοῦν στά πλαίσια τῆς καλῆς συλλειτουργίας. Καί ὁπωσδήποτε κανείς δέν μπορεῖ νά ἀνέβει στό ἀναλόγιο χωρίς εὐλογία, ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ καί νά παρέχεται ἀπό τόν προεστῶτα τοῦ ἀναλογίου σέ περιπτώσεις σίγουρης γνωριμίας καί γιά νά μήν ἐνοχλεῖται ὁ ἐφημέριος ὅταν εἶναι βεβαιωμένη καί γνωστή ἠ ἰδιότητα τοῦ ἐπισκέπτου.
Ὑπάρχει καί ἡ περίπτωση πού προτείνει ὁ ἱερέας κάποιον ἐπισκέπτη, πού τυγχάνει γνωστός του (καί ἄγνωστος στόν ψάλτη), ἀλλά καί ἡ περίπτωση πού κάτι περισσότερο γνωρίζει ὁ ἱερέας γιά κάποιον (πού δέν γνωρίζει ὁ ψάλτης) καί μπορεῖ νά τοῦ ἀπαγορεύσει τήν ἄνοδο. Σ᾿ αὐτά τά πλαίσια (τῆς καλῆς συλλειτουργίας) μπορεῖ καί συμβουλευτικά νά συμβεῖ τό ἀντίθετο. Σέ καμμία περίπτωση ὅμως δέν «λειτουργοῦμε» ἀνεξάρτητα.
Αν είναι αντιεκκλησιολογική η διατύπωση ότι η εκκλησία είναι για όλους, και δεν είναι κτήμα κανενός, καλώς έχει.
[...]
Και ποια είναι η έννομη τάξη της κανονικής ιεραρχίας; Μπορεί κανείς να διαφωνεί με ό,τι θέλει. Σε ποιο ιερό βιβλίο αναφέρεται, και τέλος πάντων εξ' ονόματος ποιας αρχής γίνεται λόγος...; Μάλλον άλλοι είναι οι λόγοι...
Είναι καιρός να διαχωριστούν οι μύθοι. Δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος κλήρος (μεταξύ ψάλτου και ιερέως). Ο ψάλτης είναι λαϊκός και ας χρησιμοποιείται ο όρος εκατέρωθεν κατά πως βολεύει για λόγους συμφερόντων. Όσο για τον όρο "κορυφαίος" καλός είναι, δεν θυμίζει τραγωδία, τραγωδία είναι ο ίδιος ο κορυφαίος...ξέρουν οι υπεύθυνοι γιατί...
Και φυσικά δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από τον κορυφαίο του ιερού, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το συγκεκριμένο υπό συζήτηση θέμα.
Ο λειτουργός καλά κάνει και έχει την άδεια από τον επίσκοπο. Ο ψάλτης έχει διορισμό υπαλλήλου και μόνο (πολλές φορές ούτε αυτόν). Επομένως, άδειες, ευλογίες, εκχωρήσεις, παραχωρήσεις και τα συναφή είναι εκ του περισσού.
Η ευλογία, ως γνωστόν, είναι όρος που απαντάται (τουλάχιστον στα εκκλησιαστικά πράγματα) και χρησιμοποιείται ως άδεια για μια πράξη από ιερωμένο, προς ιερωμένο ή και προς λαϊκό. Επομένως, στο αναλόγιο, επειδή ο κορυφαίος θα αποφασίσει εάν θα ψάλλει ή όχι ο επισκέπτης, δεν τίθεται θέμα ευλογίας, αλλά ευθύνης στην ευταξία των ακολουθιών του ναού, στην αποφυγή χασμωδίας, στην εφαρμογή του τυπικού και εν γένει στην απόδωση του αρμόζοντος εκκλησιαστικού χαρακτήρα που αρμόζει σε κάθε ιερουργία. Η ευλογία δεν είναι μεταδοτική από τον ιερέα στον ψάλτη...
Και φυσικά η μόνη λογική λύση είναι να "λειτουργούμε" μαζί, όταν και εφόσον πρέπει, πάντοτε δι' αμφότερες τις πλευρές.
Ωραία, χάρη στον παραπάνω «διαξιφισμό» το θέμα πήρε (ευτυχώς) πιο σοβαρή τροπή από το επικαιρικό, πρακτικό στυλ του «τι κάνετε όταν...;» και από ένα απλό περιστατικό φτάσαμε στο μεδούλι της λειτουργίας του ψάλτη.
Μια εισαγωγική παρατήρηση τώρα: η μάλλον «αυτονομιστική» οπτική του destur (που περισσότερο φάνηκε στο δεύτερο μήνυμά του) είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής ανάμεσα στους ψάλτες (οπότε διαφωνώντας είμαι ήδη στη μειοψηφία, αλλά βέβαια δεν είναι εκεί το θέμα).
Θα έλεγα ότι σε κάποια σημεία της είναι μια δικαιολογημένη οπτική, καθώς εκφράζει τη βασική έννοια του καιρού μας, την
κόπωση. Έναν κουρασμένο πραγματισμό. Δεκτό ως στάση, μάλλον κατανοητό, αφού ζούμε σε μια εποχή παρακμής (εκκλησιαστικών) αρχών και πνευματικών αξιών. Κάπως έτσι μπορώ να ακούσω τα «περί μύθου της υπάρξεως κατώτερου κλήρου».
ΟΜΩΣ: κάνοντας μια θεωρητική συζήτηση με αφορμή συγκεκριμένα περιστατικά, πρέπει τέλος πάντων να αποφασίσουμε αν μιλούμε επι της αρχής ή μόνο επί των περιστατικών. Τα περιστατικά και οι εμπειρίες του καθενός καλό είναι να σχολιαστούν. Αφού όμως το θέλετε να πάμε γενικότερα, δεν πρέπει τα περιστατικά και οι εμπειρίες να ανάγονται σε ερμηνευτικά εργαλεία αντί των αρχών. Η συζήτηση επι της αρχής πρέπει να ασχοληθεί με αρχές. Και ειδικά προκειμένου για υψηλές αρχές, όπως είναι ό,τι αφορά τη ζωή στην εκκλησία, χρειάζεται τον κόπο να αναχθεί κανείς αρκετά πάνω και πέρα από τα επικαιρικά.
Τώρα, μιλώντας επι της αρχής:
σε λειτουργικό χώρο και χρόνο είναι αδύνατο να αγνοήσουμε την εκκλησιαστική ταυτότητα της ψαλτικής. Της αφαιρούμε, αν το κάνουμε, όχι μόνο το υπαρκτικό στοιχείο, αλλά τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης. Αυτή η θεώρηση, προσοχή, δεν αναιρεί τον επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό χαρακτήρα της. Να συνυπάρξουν - ιδανικά εξαγιάζοντας το ένα τα άλλα. Ναι. Αλλά: δεν μπορώ να επιτρέψω στον επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό χαρακτήρα να προδιορίσει την ψαλτική, ΑΝ ΜΗ ΤΙ ΑΛΛΟ
εντός λειτουργικού χώρου και χρόνου. Όσο ο ψάλτης λειτουργεί μέσα σε αυτόν, έχει
εκκλησιαστική διακονία. Αν δεν θέλετε να το πείτε «κλήρο», με το σκεπτικό ότι ο ψάλτης είναι
λαϊκός, άρα
όχι κληρικός, τότε έχουμε κάποιο θέμα ορολογίας. Είναι όμως παραπλανητικό, όταν η
ορολογία γίνεται αφορμή για αφορισμούς του τύπου "είναι μύθος η διάκριση ανώτερου και κατώτερου κλήρου", "ο ιερέας έχει άδεια από επίσκοπο, ο ψάλτης διορισμό" κ.λπ. Έτερον εκάτερον.
Η προσέγγιση του π. Μαξίμου, ίσως περισσότερο από ποτέ, με βρίσκει σύμφωνο όχι μόνο στο
πνεύμα της (την ουσία), αλλά και στο απόλυτο
γράμμα της (που μετουσιώνεται σε ουσία). Και όχι μόνο για τον λεπτό εκκλησιαστικό προσανατολισμό της, αλλά και γιατί οικονομικώς ορίζει τη
διακριτότητα μέσα στη συναλληλία. Δεν μπορεί να υπάρξει ιδανικότερος και υψηλότερος προσδιορισμός του ρόλου του ψάλτη από την «καλή συλλειτουργία» στη λατρεία ή πιο αναβαθμισμένη αντίληψη αυτής της συλλειτουργίας από αυτήν όπου (υπογραμμίζω):
Ὁ χειρισμός τέτοιων προβλημάτων ἐπαφίεται στόν κανονικό ψάλτη
με την αναγκαιότατη συμπλήρωση ότι
ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει τήν ἄδεια καί εὐλογία καί τήν εὐθύνη γιά τήν καλή λειτουργία τοῦ ἀναλογίου, ἡ ὁποία εὐθύνη σαφῶς τοῦ ἔχει ἐκχωρηθεῖ καί μάλιστα τοῦ ἐκχωρεῖται κάθε φορά πού ἀναλαμβάνει τά καθήκοντά του διά τῆς εὐλογίας ὑπό τοῦ προεστῶτος λειτουργοῦ, ὅπως ὁ λειτουργός ἔχει τήν ἄδεια καί εὐλογία ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἀπό τόν ὁποῖο καί ἄμεσα τήν λαμβάνουν ἀμφότεροι παρισταμένου.
(την οποία ιεραρχική δομή, που στην κορυφή της καταλήγει στον επίσκοπο χαίρομαι πολλαπλώς [παρεμπιπτόντως] που ακούω, μέσα στον θόρυβο μιας μοντέρνας, εσχάτως πολλά χειροκροτούμενης, αλλά και πολλαπλώς επικίνδυνης ρητορικής περί επισκοπικών αξιωμάτων που συμπιέζουν τον απλό, αγωνιζόμενο κλήρο, σαν να επρόκειτο για κάποιο νέο είδος ταξικής πάλης).
Στην πράξη, ας μην κρυβόμαστε, μπορεί ποτέ να μη (χρειαστεί να) ζητήσουμε ευλογία επισκεπτόμενοι έναν ναό και μπορεί ποτέ να μη (χρειαστεί να) παραπέμψουμε έναν επισκέπτη του αναλογίου μας στο ιερό για ευλογία. Αλλα αυτό είναι τελείως διαφορετικό από το
πώς αντιλαμβανόμαστε τη λειτουργία μας μέσα στον ναό. Ως
ψάλτες είναι η «καλή συλλειτουργία» που μας αναβαθμίζει, όχι η γήινη, σχεδόν "θύραθεν" κυριαρχία πάνω στο αναλόγιο (
παρεμπιπτόντως: σημασιολογικά, ο όρος «κορυφαίος του αναλογίου» μόνο με αναφορά στην τραγωδία γίνεται κατανοητός. Κάθε άλλη σημασία της λέξης στα Ελληνικά είναι αξιολογική και μόνο).
Κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν να έχει συγκεκριμένη άποψη για το τι κάνει πάνω στο αναλόγιο (αυτό είναι το θαύμα της ελευθερίας στην εκκλησία) και, τελειώνοντας όπως άρχισα, δεν είναι δημοφιλής ανάμεσά μας η προσέγγιση που περιγράφηκε παραπάνω. Αλλά αν το σκεφτούμε καλύτερα, είναι αυτή που μετατρέπει το τάλαντο σε διακονία, το κληροδότημα σε «κλήρο». Εν ολίγοις που νοηματοδοτεί την ψαλτική. Διαλέγεις και παίρνεις.
ΥΓ Λίαν επιθυμητή κάθε απάντηση, κατά προτίμηση με επίκληση στη λογική και όχι στο ήθος.