Ἀπὸ τὶς Ἀρχέτυπες διατάξεις:
Διακόνισσα, ἄγαμη ἢ χῆρα,ὄντως πολὺ ἐνάρετη, ἀφιερώνεται καὶ χειροτονεῖται «μετὰ ἀκριβοῦς δοκιμασίας», καὶ στὴν δική μας ἐποχή
[4], ἐντὸς τοῦ βήματος στὸ σημεῖο τῆς χειροτονίας τοῦ διακόνου, χωρὶς γονυκλισία (B σ. 172). Φέρει ὁράριο μὲ τὶς δύο ἄκρες του μπροστά (B σ. 173). Ἡ ὑποψήφια ὀφείλει νὰ εἶναι σάραντα ἐτῶν καὶ ἄνω (κανόνες 15 τῆς δ’ οἰκουμενικῆς συνόδου, 14, 15 καὶ 40 πενθέκτης οἰκουμενικῆς συνόδου) χωρὶς περίοδο. Βλ. καὶ Πηδάλιον σ. 83 ὑποσ. 2. Ἐὰν παντρευτεῖ, ἀναθεματίζεται αἰωνίως (κανόνας 15 τῆς δ’ οἰκουμενικῆς συνόδου).
Ἀνήκει στὸν κλῆρο καὶ συνεπῶς εἰσέρχεται μαζί του στὴν μικρὴ-πρώτη εἴσοδο τοῦ κλήρου στὸ ἱερὸ βῆμα (B σ. 173, ἁγίου Γερμανοῦ Α’ Κωνσταντινουπόλεως (715-730) Ἱστορία ἐκκλησιαστική ἔκδ. P. G. τ. 98 στ. 392A, J. Mateos Ἡ Μικρὰ Εἴσοδος τῆς θείας Λειτουργίας 1973 σ. 365) μετὰ τοὺς ὑποδιακόνους, ὅταν δὲν ἔχει περίοδο.
Ἡ διακόνισσα πρὸ τῆς ἀπολύσεως τῶν κατηχουμένων βρίσκεται στὶς πύλες τοῦ κυρίως ναοῦ γιὰ νὰ βγάζει τοὺς ἀβάπτιστους καὶ νὰ ἐπιτηρεῖ τὶς θύρες. Δὲν λέγει τίποτε, οὔ τε ῥιπίζει τὰ τίμια δῶρα. Δὲν εἶναι λαμπαδοῦχος, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τῶν ὑποδιακόνων. Οὔ τε τὸ ἅγιο θυσιαστήριο ὑποκαθίσταται καὶ παραμελεῖται, ἄνευ μεγίστης ἀνάγκης, γιὰ λειτουργίες μὲ κορίτσια «παπαδάκια», βλ. καὶ ΛΑ’ σ. 261. Δὲν εἰδοδεύει στὴν μεγάλη εἴσοδο. Εἰσέρχεται στὸ βῆμα γιὰ νὰ κοινωνήσει. Κατόπιν δέχεται τὸ ἅγιο ποτήριο καὶ τὸ ἀποθέτει στὴν ἁγία τράπεζα (B σ. 174), χωρὶς νὰ μεταδώσει τὴν θεία κοινωνία. Ἡγουμένες ἦταν συχνὰ καὶ διακόνισσες. Βλ. καὶ Ε. Θεοδώρου Ἡ χειροτονία ἢ χειροθεσία τῶν διακονισσῶν 1954.
«Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ διάκονος προσφωνεῖ πρὸ τοῦ ἀσπασμοῦ· ῾῾Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε
[1]᾿᾿» (θ’ κανόνας ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας (381 μ. Χ.)). Ὑποδιάκονος τοὺς «ἐξωθεῖ» (Σ στ. 369B) ἢ καὶ διακόνισσα (Ἀποστολικὲς διαταγὲς Η’ 28, 6) μὲ μαφόριο (B σ. 173, εἰλητάριον Σινὰ 956 εὐχολόγιο β’ ἥμισυ ι’ αἰ., CO φ. 33v, ΕΜ σ. 337, D II σσ. 346), δηλαδὴ τὸ μαντήλι τῶν μοναζουσῶν.
Τὶς πύλες τῶν γυναικῶν τηροῦν διακόνισσες (Ἀποστολικὲς Διαταγὲς Β’ 57, 10).
Στὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους» «παυσάμενοι τῶν εὐχῶν» (ἁγίου Ἰουστίνου Ἀπολογία α’ (περὶ τὸ ἔτος 150) 65, 2) «ἀσπαζέσθωσαν... οἱ λαϊκοὶ ἄνδρες τοὺς λαϊκούς, αἱ γυναῖκες τὰς γυναῖκας
[2].
«᾿Αρχικῶς τὸν κατηχούμενο ἔχριαν οἱ διάκονοι καὶ τὴν κατηχουμένη οἱ γυναῖκες διακόνισσες» (ΑΛΑ Β’ σ. 193) πρὸ τοῦ βαπτίσματος (ὄχι χρίσμα).
[1] Ἡ ἄνευ ἐπιτιμίου ἀποχὴ ἀπὸ τὴ μετάληψη ἀποτελεῖ προσβολὴ στὸν ἑστιάτορα-δωρητή (Λκ. ιδ’ 18-20). Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ποιμαντικοὶ λόγοι συντείνουν στὴν ἀνοχὴ τῆς μὴ μετοχῆς. Μπορεῖ νὰ χαθοῦν κάποιες ψυχές. Σὲ συνειδητοποιημένους, ὅμως, χώρους μπορεῖ κάποιοι εὐλαβῶς νὰ ἀποχωροῦν καὶ νὰ ὀφελοῦνται στὴ μετάνοια.
[2] Ἀρχομένων τῶν διακονισσῶν (Ε. Θεοδώρου Ἡ χειροτονία ἢ χειροθεσία τῶν διακονισσῶν 1954 σ. 85).
[4] Ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶχε χειροτονήσει διακόνισσες, ἀλλὰ καὶ σήμερα χειροτονοῦνται διακόνισσες στὸ πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας.