Β. Μυρσιλίδης, αναφορές:
Ξανθόπουλος Κάλλιστος Νικηφόρος
Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος άκμασε από τα τέλη του 13ου έως τις αρχές του 14ου αιώνα στο Βυζάντιο, ως σημαντικός ιστορικός, εξηγητής των Γραφών, των Πατέρων και των Υμνογράφων, ποιητής εκκλησιαστικών ύμνων και επιγραμμάτων, αγιολόγος και λειτουργιολόγος.
(Στυλ. Παπαδόπουλος, «Ξανθόπουλος Κάλλιστος Νικηφόρος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 9, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 649-654)
Κούμας Κωνσταντίνος [1777, Λάρισα - 1836, Τεργέστη]
Λόγιος, δάσκαλος και συγγραφέας, με αξιόλογη πανεπιστημιακή μόρφωση και αναμορφωτική δράση στα εκπαιδευτικά πράγματα, εμπνεόμενη από τα ιδεώδη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Οπαδός του Κοραή με σημαντική φιλοσοφική κατάρτιση, ήρθε σε σύγκρουση με την κατεστημένη εκκλησιαστική αντίληψη στο χώρο της παιδείας προωθώντας αλλαγές προς ένα 'θετικού' τύπου εκπαιδευτικό πρότυπο.
http://195.134.75.14/hellinomnimon/authors//Koumas.htm
Σακελλαρίδης Ιωάννης Θ.
(Λιτόχωρο 1853 - Αθήνα 1938). Μουσική φυσιογνωμία της μετεπαναστατικής Ελλάδος, καθηγητής της εκκλ. μουσικής και υμνωδός, υποδειγματικός καλλιτέχνης και οικογενειάρχης (πατέρας των μουσικών [[Θεόφραστος|Θεόφραστου]], Άρη και Αντιγόνης Σακελλαρίδη), θεωρητικός και εξαίρετος δάσκαλος (άσχετα με τη γνώμη που μπορεί κανείς να τρέφει προς την εναρμόνιση της βυζ. εκκλ. μουσικής που επέβαλε). Πήρε τα πρώτα μουσικά μαθήματα από τον πατέρα του ιερέα Θεοφάνη Σακελλαρίδη. Στη συνέχεια, σπούδασε βυζαντινή μουσική στη Θεσ/νίκη (με τον παπά Θ. Μαντζουρανή) και ευρωπαϊκή στην Αθήνα (αρχικά με τον Γ. Μαντζαβίνο και κατόπιν με τον Ιούλιο Ένιγκ). Ταυτόχρονα σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών. Διαθέτοντας εξαιρετικά γλυκειά και εύστροφη φωνή, ήδη ως φοιτητής διορίστηκε αριστερός ψάλτης στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και μετά, πρωτοψάλτης στον Άγιο Νικόλαο Πειραιώς. Σε σύντομο διάστημα έγινε γνωστός και ανέλαβε τη θέση του πρωτοψάλτη στην Αγία Ειρήνη Αθηνών. Διετέλεσε επίσης πρωτοψάλτης και χοράρχης 4φωνου Χορού στη Μητρόπολη, στον Άγιο Γεώργιο Καρύκη, στον νεόδμητο Άγιο Κων/νο Ομόνοιας (1905), στη Χρυσοσπηλιώτισσα και τελικά, πάλι στην Αγία Ειρήνη ώς το θάνατό του. Στο μεταξύ, μετά το τέλος των παν/μιακών σπουδών του, διορίστηκε καθηγητής της εκκλ. μουσικής, στο Διδασκαλείο Αθηνών, στη Ριζάρειο Σχολή, στο Αρσάκειο, στο "Αμαλιείο", στο Παρθεναγωγείο Χιλλ, στο Χατζηκυριάκειο, κ.λπ. Παράλληλα, διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο. Το 1903 έδωσε, μαζί με τα παιδιά του, συναυλία στο Μόναχο με πρόγραμμα ύμνων και ελλ. δημοτικών τραγουδιών, που είχε αξιόλογη απήχηση (βλ. Σακελλαρίδης Θεοφρ.). Όταν πρωτοέψαλλε στην Αγία Ειρήνη, συνδέθηκε με τον επίσκοπο Ζακύνθου και φημισμένο μουσικό Διονύσιο Λάτα και άρχισε να επεξεργάζεται τη βυζ. μουσική κατά το 2ωνο και 3φωνο είδος της ευρωπ. αρμονίας. Οι εναρμονίσεις του (τονισμένες με γούστο, γνώση και βαθειά θρησκευτικότητα) καθώς και η μελίρρυτη φωνή του (που τις εμψύχωνε) ενθουσίασαν εκλεκτά τμήματα της αθηναϊκής κοινωνίας και πλήθη κόσμου συνέρρεαν όπου έψαλλε ο Σακελλαρίδης για να τον ακούσουν. Επίσης, το "σύστημά" του από την πρώτη στιγμή υποστηρίχτηκε τόσο από τους πολυάριθμους μαθητές του όσο και από το Παν/μιο Αθηνών. Όμως, όπως εξυπακούεται, προκάλεσε παράλληλα σφοδρές αντιρρήσεις από τους υπερασπιστές της παραδοσιακής βυζ. μουσικής και τον εφοδίασε με αρκετούς εχθρούς. Το ακόλουθο έγγραφο (1.2.1886) που απευθύνεται από τον Αθηνών Προκόπιο προς την Ιερά Σύνοδο προσδιορίζει το είδος τόσο των μεταρρυθμίσεων του Σακελλαρίδη όσο και των εναντίον του αντιδράσεων: "Πράξις αντικανονική και εις την εκκλησιαστικήν τάξιν και παράδοσιν απάδουσα εγένετο κατά το παρελθόν έτος εν τω ενταύθα ενοριακώ ιερώ ναώ της αγίας Ειρήνης υπο τινος ψάλτου Ιωάννου Σακελλαρίδου καλουμένου, εις την εκκλησιαστικήν μουσικήν, αντί της ομοφωνίας τετραφωνίαν εισαγαγόντος και συναινέσαντος να μετασχώσιν αυτής κατά την θείαν λειτουργίαν κοράσια μικρά, όπισθεν του δεξιού χορού ιστάμενα. Ταύτα δε μαθών, επανειλημμένως τους αρμοδίους επιτρόπους παρήνεσα όπως διατάξωσι τον ψάλτην ή να απόσχη της καινοτομίας ή να παύσωσιν αυτόν απειθήσαντα. Και έπαυσαν μεν αυτόν· αλλά το κακόν δεν κατεστάλη, διότι ο διάδοχος αυτού Νικόλαος Εμμανουήλ Κανακάκης ου μόνον το παράδειγμα του προκατόχου εμιμήθη, εξαιρουμένης της εις τα εκκλησιαστικά άσματα μετοχής κορασίων, αλλά και τους δύο των ψαλτών χορούς εις εν συνάψας ανήγαγεν εις τον γυναικωνίτην, ένθα ψάλλει μετ’ αυτών υπό των εν αυτώ γυναικών περιστοιχούμενος` ο δε Ιωάννης Σακελλαρίδης, ψάλτης αρτίως εν τω ιερώ ναώ του αγίου Γεωργίου προσληφθείς, εξακολουθεί ψάλλον την ιδιόρρυθμον αυτού μουσικήν, και τούτο πράττει, ως έμαθον, και εν τω Αρσακείω Παρθεναγωγείω και εν τη Ριζαρείω Εκκλησιαστική Σχολή και εν τω Διδασκαλείω, ενώ είναι μουσικοδιδάσκαλος διωρισμένος. Επί τούτοις δε προσετέθη και έτερος νεωτερισμός, καθ' ον περικόπτονται μεν άσματά τινα της Εκκλησίας αναγινωσκομένου Αποστόλου οι των μουσικών χορών παίδες·οι δε καινοτομούντες ψάλται επιλανθάνονται: της ρήσεως του Αποστόλου Παύλου εντελλομένου "Πάντα δε ευσχημόνως και κατά τάξιν γενέσθω" (Κορινθ. Α' 14, 40), του 75 κανόνος της ΣΤ' Οικουμενική Συνόδου και του ΙΕ' της εν Λαοδικεία. "Τοὺς ἐπὶ τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παραγινομένους βουλόμεθα μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καὶ τὴν φῦσιν πρὸς κραυγὴν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀρμοδίων τε καὶ οἰκείων , ἀλλὰ μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως τὰς ταῦτας ψαλμῳδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ· εὐλαβεῖς γὰρ ἔσεσθαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ, τὸν ἱερὸν ἐδίδαξε λόγον » και «Περί του μη δειν πλέον των κανονικών ψαλτών των επί των άμβωνα αναβαινόντων και από διφθέρας ψαλλόντων ετέρους τινάς ψάλλειν εν τη εκκλησία", και αθετούσι την από 27 Ιουλίου 1870 εγκύκλιον της Ιεράς Συνόδου, απαγορευούσης την εις τους ημετέρους ιερούς ναούς της τετραφώνου μουσικής εισαγωγήν και επιεικώς επιτρεπούσης δια του από 24 Μαρτίου 1875 εγγράφου την χρήσιν αυτής μόνον εν ταις ιεραίς τελεταίς των βασιλικών εορτών και της εθνικής. Η δε εισαγωγή της εκφύλου και οθνείας τετραφωνίας εις την ημετέραν εκκλησιαστικήν μουσικήν τη συναινέσει εγένετο των επιτρόπων των δύο ειρημένων ναών όπως δια της καινοτομίας αυξάνηται των εκκλησιαζομένων ο αριθμός και η των χρηματικών εισφορών είσπραξις προς ευχερεστέραν συντήρησιν και διακόσμησιν αυτών. Αγαθός μεν ο σκοπός, αλλά το μέσον άθεσμον. Ταύτα δε κατά καθήκον τη Ιερά Συνόδω ανακοινών, και υποβάλλων αυτή περί της αυτής υποθέσεως αναφοράν των εν Αθήναις και Πειραιεί ψαλτών, παρακαλώ θερμώς να μεριμνήση συντόνως, όπως το κακόν εν τη αρχή αυτή αυτού κατασταλή και προσληφθή η διάδοσις αυτού, διότι των δύο εκκλησίων το παράδειγμα επ’ εσχάτων εζήλωσεν η της Χρυσοσπηλαιωτίσσης και άλλαι ζηλὠσουσιν".
Όμως ο Σακελλαρίδης παρέμεινε όρθιος και αδάμαστος, χωρίς ποτέ να υποκύψει σε καμιά σε βάρος του πίεση ή πολεμική. Όπως γράφει ο ειδικός βιογράφος του Κων/νος Καλοκύρης: ("Ἔπειτα ἦταν καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκτελοῦσε τοὺς ὕμνους, ἐκεῖνο τὸ "λιγύφθογγον καὶ εὐδίνητον στόμα". Ὁ κόσμος ἔτρεχε στὴν Ἐκκλησία "νὰ ἀκούσει τὸν Σακελλαρίδη!". Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ σημειώσω ὅτι εἶχε γίνει θρῦλος καὶ ἡ συντήρηση αὐτοῦ τοῦ θρύλου τὸν ὑποχρέωνε νὰ μὴ ἐγκαταλείπει τὸ ἀναλόγιο ἀλλὰ νὰ ψάλλει μέχρι τὸν θάνατὸ του ... Κατάκοπος στό τέλος τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν - λίγους μῆνες πρὸ τοῦ θανάτου του - δεχότανε ἕνα ποτήρι γάλα ποὺ τὸ ἔπινε πίσω ἀπὸ τὸ στασίδι του. Ἀμέσως ἐκτινασσόταν ὄρθιος ἀναφωνώντας: « Ψαλῶ τῷ Θεῷ ἕως ὑπάρχω !» ). Ο Σακελλαρίδης ήταν επίσης ενεργό μέλος του "Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου" Αθηνών (...που όμως για να τον "καταπολεμήσει", κάλεσε από την Κων/πολη τον Κ. Ψάχο).
Τα κυριότερα μουσικά έργα του είναι:
1. "Χρηστομάθεια εκκλησιαστικής μουσικής" (Αθήναι 1880). Περιέχει την πρακτική και τη θεωρητική διδασκαλία της εκκλ. μουσικής με αξιόλογα προλεγόμενα (που αφαιρέθηκαν από την Β' έκδοση του 1885, πιθανώς γιατί έγραφαν ότι η βυζ. μουσική "Παραμεληθεῖσα ὑπὸ τῶν πιθηκιζόντων ἡμιμαθῶν, κεῖται πτῶμα φθῖνον καὶ ἴσως ἐκλεῖπον μετὰ καιρὸν ὑπὸ τὸ σατανικὸν μειδίαμα τοῦ πιθηκισμοῦ τῆς Δύσεως"! ...). Το έγραψε ως τελειόφοιτος της φιλολογίας. Στη Β' έκδοση ο συγγραφέας αφαίρεσε τα συντηρητικά προλεγόμενα της Α' έκδοσης, γιατί στο μεταξύ είχε κατασταλάξει στις απόψεις του περί αρμονικής επένδυσης των ύμνων.
2. "Μούσαι" (Αθήναι 1882). Σχολικό εγχειρίδιο, γραμμένο σε συνεργασία με τον Ένιγκ. Περιέχει εκκλ. και δημοτικά άσματα σε βυζ. και ευρωπ. σημειογραφία.
3. "Άσματα εκκλησιαστικά" (σε ευρωπ. σημειογραφία "τῇ ἐπιμελείᾳ Ἰουλίου Ἔνιγγ "). Εκδόθηκαν σε 5 φυλλάδια (2 το 1884, 1 το 1886 και 2 το 1887. Tο τεύχος Α' ανατυπώθηκε το 1889). Περιέχουν την Θεία Λειτουργία, την Ακολουθία των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων, του Ακάθιστου Ύμνου, του Μ. Σαββάτου και άσματα της Μ. Εβδομάδος.
4. "Συρτός" (1887), δημοτική μελωδία σε ευρωπ. σημειογραφία ("τῇ συμπράξει Ἀλ. Κατακουζηνοῦ").
5. "Οκτώηχος" (1888 και 89) σε ευρωπ. σημειογραφία. Στα προλεγόμενα υπάρχουν οι απόψεις του για την πολυφωνία, σχόλια στους 8 Ήχους και παρατηρήσεις για τα μουσικά γένη. Περιέχει ό,τι ψάλλεται στον Εσπερινό του Σαββάτου και στον Όρθρο της Κυριακής (τύποις Σπ. Κουσουλίνου).
6. "Αγιοπολίτης" (Αθήναι 1905). Περιέχει Εορτολόγιο, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο.
7. "Ιερά Υμνωδία". Είναι το έργο του (σε βυζ. παρασημαντική) που γνώρισε επανειλημμένες εκδόσεις στην Αθήνα. Η Α' έγινε το 1902. Ο τότε υπουργός Παιδείας Α. Μορφεράτος με Εγκύκλιό του (υπ' αριθμ. 3577/19-2-1902) "συνέστησε θαρρούντως το βιβλίον τούτο ως απαραίτητον βοήθημα και άριστον οδηγόν εις πάντα δημοδιδάσκαλον, διά τε το Σχολείον και την Εκκλησίαν". Διαιρείται σε 3 τόμους που περιέχουν α) Αναστασιματάριον, β) Θεία Λειτουργία, γ) Μεγ. Εβδομάδα. (Η Γ' έκδοση έγινε το 1923 από τον Οίκο Δ. και Π. Δημητράκου).
8. "Τυρταίος" (Αθήναι 1907): Παιδικά και άλλα τραγούδια σε ευρωπ. σημειογραφία, "ήτοι βιβλίον μουσικόν περιέχον νέα άσματα παιδαγωγικά, ορχηστικά, γυμναστικά, ως και τα χορικά της Ηλέκτρας και της Αντιγόνης του Σοφοκλέους, την παροδον του Οιδίποδος επί Κολωνώ και ικανάς δημώδεις μελωδίας". Πολλά απ' αυτά τα τραγούδια έγιναν διάσημα και τραγουδήθηκαν από όλα τα Ελληνόπουλα: "Όλη δόξα όλη χάρη άγια μέρα ξημερώνει" (στίχοι Γ. Μ. Γεωργόπουλου), "Ξέρεις την χώραν που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα" (Άγγ. Βλάχος, από τη "Mignon" του Γκαίτε), "Τα πήραμε τα Γιάννενα", "Σ’ αυτά σ' αυτά τα κύματα τα ηλιοφωτισμένα" (στίχοι Γ. Παράσχου), "Πήρανε κι ανθίζουν τα χλωρά κλαδιά" (στίχοι Παλαμά), "Τί τιμή στο παλληκάρι όταν πρώτο στη φωτιά" (Τυρταίος, μετάφραση Σπ. Τρικούπη), κ.λπ.
9. «Ύμνοι και Ωδαί εν αρμονική τριφώνω συμφωνία (Αθήναι 1930, με προλεγόμενα γραμμένα τον Αύγουστο του 1908).
Επίσης δημοσίευσε σε αυτοτελές τεύχος την "Μελοποιίαν των χορικών και κομμών της Αντιγόνης του Σοφοκλέους" (Αθήναι 1896). Αυτά τα "Χορικά" εκτελέστηκαν το 1895 από τον ίδιο (στην Αίθουσα Τελετών του Παν/μίου Αθηνών) ενώπιον του τότε πρωθυπουργού Θ.Π. Δεληγιάννη και άλλων προσωπικοτήτων. Το 1896 με την ευκαιρία των Α' Ολυμπιακών Αγώνων, ο Σακελλαρίδης έψαλλε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών ως κορυφαίος του Χορού. Αργότερα έγραψε μουσική και για την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (παράσταση στο Αρσάκειο, το 1914, σε ενορχήστρωση Νικ. Λάβδα). Συνέλεξε και 172 δημοτικά τραγούδια από τις περιοχές του Ολύμπου, του Ελικώνα και του Παρνασσού, ώστε να αναγνωρίζεται "ως πρωτοποριακός μουσικολόγος ερευνητής της βυζ. και δημοτικής μουσικής", και μάλιστα ως "ο εκκλησιαστικός και εθνικός μας υμνωδός".
Η φημισμένη φωνή του κράτησε τη διαύγεια, τη γλυκύτητα και τις ψηλές νότες της ώς τα βαθιά του γεράματα. Επ’ αυτού, ο Κ. Καλοκύρης διηγείται το εξής: "Ενθυμούμαι ότι, όταν ψάλλαμε στην αγία Ειρήνη το "Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονεν" στον πλ. Α' Ήχο, όλοι σιωπούσαμε στην φράση " τὸ νῖκος ἔδωκεν ἡμῖν", γιατί κανείς δεν μπορούσε αβίαστα να ανεβάσει τόσο ψηλά τη φωνή του (στον πάνω Γα, στην λέξη: νῖκος). Μόνο ο Σακελλαρίδης το κατόρθωνε παρά την ηλικία του".
Ο Ανδρέας Ανδρεόπουλος, Γυμνασιάρχης του Βαρβακείου και διακεκριμένος λόγιος, σε άρθρο του το 1922 στο περιοδικό "Εὐτυχία", θεωρεί τον Σακελλαρίδη ότι καλύτερο έχει να επιδείξει η Αθήνα και προτρέπει όποιον την επισκεφτεί, να σταθεί έστω και για ένα τέταρτο στη Χρυσοσπηλιώτισσα στην Αιόλου, όπου συνωστίζονται τα πλήθη για να "αἰσθανθῆ φρικιασμοὺς ὑπερτάτης ψυχικῆς συγκινήσεως." Εκεί όπου δεν ακούεται ο παραμικρός θόρυβος και όλοι οι εκκλησιαζόμενοι "ἔχουν ἀπομαρμαρωθῆ". Γράφει πως "αὐτὸ δὲν συμβαίνει εὶς καμμίαν ἀλλην ἐκκλησίαν τῶν Ἀθηνῶν. Εἰς καμμίαν ἄλλην πόλιν τῆς Ἑλλάδος. Ἴσως πουθενά στὸν κόσμον. Διότι ὁ γηραιὸς Σακελλαρίδης ἔξοχος ἐνταυτῶ μελετητὴς τῆς ἀρχαίας γλώσσης καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας κατανοεῖ ὡς οὐδεὶς ἄλλος τὴν δύναμιν νὰ ἀποδίδει εἰς τῆν μουσικὴν τὰς δυσθεωρήτου βάθους ἐννοίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων τῆς Ὀρθοδοξίας."
Στην εφημερίδα "Εθνική Ώρα" ,1923, γράφει ο Τρύφων Παπαθανασίου, Επιθεωρητής των Σχολείων του Κράτους : "Ὑπὸ τοὺς θόλους τῆς Χρυσοσπηλαιωτίσσης κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ μεγάλας ἑορτάς, ὁ μάγος ψάλτης Σακελλαρίδης, ὁ ἄφθαστος καλλιτέχνης, παραθέτει ψυχικην πανδαισίαν καὶ καλλιτεχνικὴν ἀρρήτου γλυκασμοῦ. Ἐξωτερικεύων τὸν ἔσω του ἄνθρωπον δὲν ψἀλλει ἁπλῶς, ἀλλὰ στροβιλιζόμενος περὶ τὸ φωτοβόλον ἄστρον τοῦ θείου ἐλέους κελαδεῖ ἡδυλάλως τὴν δόξαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ συγκινών, μαγεύων, αἰχμαλωτίζων, σκορπίζων ρόδα εὐώδη ἀπαραμιλλου τέχνης, κηρύττει μὲ δύναμιν πολλῶν ἱεροκηρύκων τοὺς πόθους τῶν εὐσεβῶν εἰς κτῆμα πίστεως αἰωνίας. Τὰ μυρμηκιῶντα πλήθη,....διὰ γλυκυτάτης μελωδίας ἥτις ἀποθεοῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ ἐξειδανικεύει τὴν ὕλην, αἴρονται εἰς ὑπερνεφεῖς κόσμους καὶ ἀπολαμβάνουσιν ὠχρᾶς τινος ἀνταὐγείας ἀπὸ τὴν Ἠὼ τῆς αἰωνιότητος. Παραδείσιος γοητεία ἐκχύνεται ἀπὸ τὸ στόμα τῆς οἰστρηλάτου καὶ λιγυρᾶς ἀηδόνος, ἥτις ἐν μέσω τοῦ ζόφου τῆς ὑλοφροσύνης ἀποτελεῖ παρήγορον φῶς, πρὸς τὸ ὁποῖον πέτονται τῶν ἰδανιστῶν αἱ ψυχαί. Ὅσοι δὲν ἠκούσατε τὸν Σακελλαρίδη δὲν διεκπεραιώθητε ἀπὸ τοῦ παγεροῦ τῆς ὕλης χειμῶνος πρὸς τὸ ἀνθηφόρον Ἔαρ"!
Το πρώτο φιλολογικό του μνημόσυνο έγινε στον "Παρνασσό". Το οργάνωσαν (ανάμεσα σε άλλους) και οι μαθητές και θαυμαστές του ακαδημαϊκοί Γ. Σωτηρίου, Ν. Λούβαρης, Π. Μπρατσιώτης και Μ. Καλομοίρης. (Βλ. και Όρθιος νόμος). Δίδαξε πολυάριθμους και διακεκριμένους μαθητές.
Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001
Κωνσταντίνου Καλοκύρη, Ο Μουσουργός Ιωάννης Σακελλαρίδης και η Βυζαντινή Μουσική. Κριτική Σκιαγραφία 50 χρόνια μετά τον θάνατό του, Θεσσαλονίκη 1988
Παχτίκος Γεώργιος Δ.
(Ορτάκιοϊ Βιθυνίας 1869 - Κων/πολις 1916). Διακεκριμένος εθνομουσικολόγος, συνθέτης και πολύγλωσσος φιλόλογος (γνώριζε εκτός από αρχαία ελληνικά-λατινικά και τουρκικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στο Βαρβάκειο (Αθήνα) και φιλολογία στο Παν/μιο Αθηνών. Παράλληλα, σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών (μαθητής του Κατακουζηνού) και απεφοίτησε πτυχιούχος το 1889, οπότε τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ίδρυσε Σχολή φωνητικής μουσικής στην οποία και δίδαξε (στους κατά καιρούς μαθητές του: οι Νικ. Απ. Μαυρόπουλος, Θεοχάρης Κωνσταντινίδης, κ.ά.). Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του διέμεινε στην Κων/πολη, όπου εγκαταστάθηκε το 1895 και ασχολήθηκε με δημοσιεύσεις σε διάφορες εφημερίδες-περιοδικά καθώς και με διαλέξεις για την Ελλ. Μουσική (κυρίως στον "Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο"). Στο περιοδικό του "Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου" (του οποίου ήταν από τα ιδρυτικά μέλη) είδαν το φως μελέτες του για την αρχαία, τη βυζ. και τη νεότερη Ελλ. Μουσική. Ειδικότερα, ασχολήθηκε με τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών (ήδη από την εποχή των σπουδών του --1889). Από τα δημοτικά τραγούδια που περισυνέλεξε, 80 βραβεύτηκαν στον "Ζωγράφειο Διαγωνισμό" του Ελλ. Φιλολογικού Συλλόγου Κων/πόλεως (1895 και 1896). Προηγουμένως, το 1894, εξέδωσε στην Κων/πολη το "Αρχαίαι Ελληνικαί Μελωδίαι", που περιέχει μεταγραμμένες σε βυζ. παρασημαντική 7 σωζόμενες αρχαίες μελωδίες. Από το 1903 άρχισε να συμπεριλαμβάνει δημοτικά τραγούδια από τη Συλλογή του σε συναυλίες του «Ομίλου Ερασιμόλπων» (στον οποίο ήταν δ/ντής). Αυτό του εξασφάλισε ανώνυμη δωρεά από 200 οθωμανικές λίρες, που του επέτρεψε να επισκεφθεί χωριά της Θράκης και της Μ. Ασίας και να συλλέξει 60 επιπλέον τραγούδια. Το 1905 εξέδωσε (στη σειρά της «Μαρασλείου Βιβλιοθήκης») "260 δημώδη ελληνικά άσματα από του στόματος του ελληνικού λαού, της Μικράς Ασίας, νήσων και ευρωπ. Ελλάδος συλλεγέντα και παρασημανθέντα" (1888-1904). Η Συλλογή του αυτή παρουσιάστηκε από τον Μ. Καλβοκορέση στο διεθνές Μουσικό Συνέδριο της Βασιλείας (25-29.9.1906) προκαλώντας ευμενέστατα σχόλια (κυκλοφορεί σε ανατύπωση της «Βιβλιοθήκης Ιστορικών Μελετών», αρ. 51,Αθήνα 1992). Παράλληλα, στην "Tribuna" της Ρώμης δημοσιεύτηκε κριτική του ελληνιστή Ettore Romagnoli, ο οποίος επαίνεσε μεν την εργασία του Παχτίκου, όμως θεώρησε τα τραγούδια μονότονα(!) και αποφάνθηκε ότι δεν σχετίζονται προς την αρχαία ελλ. μουσική... (δυστυχώς από την πλουσιότατη Συλλογή του Παχτίκου τελικά εκδόθηκε μόνο ο Α΄ τόμος, ενώ ο Β΄ τόμος θα περιλάμβανε και πολλά ξενόφωνα ελλ. τραγούδια, κυρίως τουρκόφωνα και αρμενόφωνα). Στο μεταξύ η δράση του είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του Εθνικού Κέντρου και έτσι προσκλήθηκε με τον Όμιλο Ερασιμόλπων για συναυλίες στην Αθήνα τόσο το 1904 (τη συναυλία του στις 29.3.1904 στο Βασιλικό Θέατρο με πρόγραμμα 22 δημοτικα τραγούδια για 40μελή ορχ. και 40μελή χορωδία παρακολούθησε η βασιλική οικογένεια και ο καλεσμένος της μέγας δούκας της Έσσης) όσο και το 1906, με πρόσκληση της Επιτροπής των Μεσολυμπιακών Αγώνων του ίδιου χρόνου (συναυλία στον «Παρνασσό» στις 6.4.1906). Όμως η έκδοση της Συλλογής του συνάντησε και αντιδράσεις (ως προς την ακρίβεια και την πιστότητα της καταγραφής) που εκφράστηκαν ήπια μεν από τον Δημ. Περιστέρη, άκομψα δε από τον επίσης συλλογέα δημοτικών τραγουδιών Θ. Κληρονόμο (βλ. Πρόσωπα Ελλ. Μουσικής) και τον δ/ντή της «Αθηναϊκής Μανδολινάτας» Νικ. Λάβδα. Το 1910 ο Παχτίκος εξέδωσε το έργο "Απόλλων Μουσηγέτης", που περιέχει σχολικά τραγούδια. Μελοποίησε και αρχαία χορικά (από την "Ιφιγένεια εν Ταύροις", τον "Φιλοκτήτη" και τον "Αίαντα") για τα οποία βραβεύτηκε (τόσο το 1901 όσο και το 1903) από την αθηναϊκή "Εταιρεία προς Διάδοσιν των Αρχαίων Δραμάτων". Στη συνέχεια έγραψε μουσική για άλλα 7 έργα του αρχαίου θεάτρου ("Οιδίπους τύραννος", "Ηλέκτρα", "Αντιγόνη", "Προμηθεύς δεσμώτης", "Μήδεια", "Όρνιθες" και "Νεφέλες"). Από τα υπόλοιπα έργα του, αξιοσημείωτα είναι: το 3φωνο «Αιωνία η μνήμη» (για τον εθνομάρτυρα μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανό) και η ανακρεόντεια 2φωνη ωδή «στον Έρωτα» («Ἔρως ποτ’ ἐν ῥόδοισι»). Η βραβευμένη μουσική του του 1901, εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα με τίτλο "Μελοποιία των χορικών και των κομμών Ιφιγένειας εν Ταύροις του Ευριπίδου". Το 1912 με εισήγηση του Α. Bourdon εξελέγη μέλος της Ακαδημίας της Ρουέννης. Από τον Δεκέμβριο του 1912 (ώς το 2πλό τεύχος Ιουνίου-Ιουλίου 1915) εξέδιδε στην Κων/πολη το μηνιαίο εικονογραφημένο μουσ/φιλολογικό περιοδικό "Μουσική" (που μας στάθηκε πολλαπλά χρήσιμο) εντάσσοντας σ' αυτό κομμάτια σε βυζ. και ευρωπ. παρασημαντική καθώς και αδημοσίευτα τραγούδια της Συλλογής του.
Πηγές
Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001