Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

κέλαδος, ήχος καθαρός, δυνατός τόνος. Ευριπίδης (Ιφιγέν. εν Ταύροις 1129): "κέλαδον επτατόνου λύρας " (ήχον της επτάχορδης λύρας). Επίσης, βλ. Βάκχαι 578, Πίνδαρος (απόσπ. 159, PLG Ι, 348): "νόμων ακούοντες θεοδμάτων κέλαδον" (ακούοντας τη φωνή των θείων [θεόσταλτων] νόμων).

κελαδεινός· θορυβώδης· Ε.Μ.: "παρά το κέλαδος γίνεται, ό σημαίνει τον θόρυβον και την ταραχήν" (παράγεται από το κέλαδος, που σημαίνει το θόρυβο και την ταραχή).

http://www.musipedia.gr/
 
κερατουργός, κατασκευαστής των κεράτων της κιθάρας . Ησ.: "κερατουργός· ο ταις κιθάραις κερατοποιός". Εκτός από τη λέξη κερατουργός, υπάρχουν επίσης οι ακόλουθες λέξεις για τον κατασκευαστή κεράτων: κερατοξόος, κεραξόος (από το κέρας και το ρήμα ξέω). Επίσης, κερατοποιός και κερατογλύφος.

http://www.musipedia.gr/

[Ικασία; Ενδιαφέρον, πώς τεκμηριώνεται; Λύρα, χορός;]

Ελεφαντοστέινο αγαλμάτιο γονατιστού νέου (χορευτή) (Αρ. Μουσείου Α 1665), από στέλεχος λύρας. Υψος 0,145 μ. 7ος αιώνας π.Χ

http://www.samosin.gr/museumsarchaeologicalgr.htm
 

Attachments

  • MusioGonatistosNeos.jpg
    MusioGonatistosNeos.jpg
    56.8 KB · Views: 1
Last edited:
κεραύλης, εκτελεστής σε κεράτινο αυλό . Λουκ. (Τραγοποδάγρα 33-35): "προς μέλος κεραύλου Φρυγίου... κώμον βοώσι Λυδοί" (προς τη μελωδία ενός Φρύγιου κεραύλη... οι Λυδοί τραγουδούν δυνατά [κραυγάζουν] μιαν ασελγή μελωδία).
Το παίξιμο με κεράτινο αυλό λεγόταν κεραυλία.

http://www.musipedia.gr/
 
κερνοφόρος, (α) Ο ιερέας που έφερνε το κέρνος (βλ. σημ. παρακάτω), στο οποίο έβαζαν φρούτα, λάδι κτλ. κατά τις τελετές.
(β) Ένα είδος έντονου και ζωηρού χορού· στον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) περιλαμβάνεται, όπως η μογγάς και η θερμαστρίς, στους "μανιώδεις" χορούς· βλ. το κείμενο στο λ. μογγάς .
Ο Πολυδεύκης (IV, 103) λέει πως το κερνοφόρον όρχημα το χόρευαν άνδρες που έφερναν κέρνα ή εσχαρίδες (μικρά πύραυνα).

Σημείωση: Το κέρνος ή κέρνον ήταν ένα ιερό αγγείο ή μεγάλο πιάτο, που χρησιμοποιούνταν στις τελετές και ιδιαίτερα στα ελευσίνια μυστήρια· ήταν πήλινο και είχε δύο αυτιά και μικρά κοιλώματα γύρω και χρησίμευε για να βάζουν λάδι, κρασί, γάλα, μέλι, φρούτα κτλ. Το κέρνος το έφερε κατά την τελετή ο ιερέας ή η ιέρεια. Η σημασία του κέρνου φαίνεται από τη γνωστή συμβολική φόρμουλα: "εκ τύμπανου έφαγον, εκ κυμβάλου έπιον, εκερνοφόρησα, υπό τον παστόν υπέδυν" (έφαγα από τύμπανο, ήπια από κύμβαλο, έφερα το κέρνος, μπήκα κάτω από το νυμφικό κρεβάτι)· (Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπτ. ΙΙ, 14, έκδ. Pottee).

http://www.musipedia.gr/
 
κεχυμένα, μέλη· "ρευστές" μελωδίες, με την έννοια ότι βρίσκονται από ρυθμική άποψη σε ρευστή κατάσταση· οχι αυστηρά μετρημένες, όπως ένα ρετσιτατίβο. Ανών. (Bell. 95, 93): "κεχυμέναι ωδαί και μέλη λέγεται τα κατά χρόνον σύμμετρα και χύδην κατά τούτον μελωδούμενα" (κεχυμένες ωδές και μέλη λέγονται οι μελωδίες που είναι κανονικές(;) στο χρόνο και εκτελούνται ελεύθερα [κατά τρόπο ρευστό]). Ο Gevaert, Ι, 390, σημ. 1, παρατηρεί σωστά ότι το "σύμμετρα" στο κείμενο του Ανώνυμου θα έπρεπε να διορθωθεί σε "ασύμμετρα" (ακανόνιστα).
Ο όρος κεχυμένα χρησιμοποιείται από τον Ανώνυμο (§ 3 και 85) μονάχα για τις φωνητικές μελωδίες· για τις οργανικές χρησιμοποιείται ο όρος διαψηλαφήματα (βλ. λ. διάψαλμα-διαψηλάφημα ).
Ο Αριστείδης χρησιμοποιεί τους όρους κεχυμένα άσματα και άτακτοι μελωδίαι (μη μετρημένες· όχι αυστηρά στο χρόνο).

http://www.musipedia.gr/
 
κηπίων, αυλωδικός νόμος και (ή) κιθαρωδικός νόμος . Η λέξη απαντά δύο φορές στον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1132D, 4)· στην πρώτη περίπτωση αναφέρεται ανάμεσα στους αυλωδικούς νόμους, που καθιέρωσε ο Κλονάς , ενώ στη δεύτερη ανάμεσα στους κιθαρωδικούς νόμους, που καθιέρωσε ο Τέρπανδρος .
Το όνομά του το πήρε από τον Κηπίωνα, τον πιο σημαντικό από τους οπαδούς του Τέρπανδρου (Πλούτ. ό.π. 1133D, 6).

http://www.musipedia.gr/
 
Κηφισόδοτος, (4ος αι. π.Χ.)· Αθηναίος κιθαριστής · γεννήθηκε στις Αχαρνές Αττικής. Αναφέρεται στον Αθήναιο (Δ', 131Β, 7) ανάμεσα στους βιρτουόζους που προσκλήθηκαν στο υπερβολικό και ματαιόδοξο συμπόσιο, που οργάνωσε ο βασιλιάς της Θράκης Κότυς με την ευκαιρία των γάμων της κόρης του με τον Αθηναίο ρήτορα και στρατηγό Ιφικράτη. Καμιά άλλη λεπτομέρεια για τη ζωή του δεν είναι γνωστή, εκτός από το ότι ήταν μια εξέχουσα μορφή της Σχολής του Στρατόνικου .

Βλ. Dinse Antig. Theb. 13· και λ. Αντιγενίδας .

http://www.musipedia.gr/
 
κίδαρις, ένας σοβαρός αρκαδικός χορός που αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ', 631D, 30): "η δ' εμμέλεια σπουδαία, καθάπερ καί η παρ' Αρκάσι κίδαρις, παρά Σικυωνίοις τε ο αλητήρ" (η εμμέλεια είναι σοβαρή, όπως η κίδαρις στους Αρκάδες και ο αλητήρ στους Σικυώνιους).
Η λέξη κίδαρις σήμαινε επίσης το κάλυμμα της κεφαλής των βασιλιάδων της Περσίας (τιάρα).

http://www.musipedia.gr/
 
κιθάρα, έγχορδο όργανο, πιο τελειοποιημένο και πιο επεξεργασμένο από τη λύρα . Διέφερε από αυτήν ως προς το ηχείο, το μέγεθος και την ηχητικότητα. Οι δύο βραχίονες ήταν δυνατοί και συμπαγείς. Το μέγεθος ήταν πολύ μεγαλύτερο και ο τόνος πιο πλατύς και πιο ηχηρός. Στο σύνολό της η κιθάρα ήταν πιο βαριά και πιο γεροδεμένη· ο εκτελεστής, που συνήθως καθόταν, την κρατούσε όρθια, σε μια σχεδόν κάθετη θέση, με κάποια κλίση προς τα μέσα, ενώ η λύρα, που ήταν πολύ ελαφρότερη, κρατιόταν λοξά (προς τα έξω συνήθως).
Εκτός από τις διαφορές αυτές, η κιθάρα είχε στενή συγγένεια με τη λύρα από όλες τις απόψεις· αληθινά, θα μπορούσε να λεχθεί πως ήταν ένας πιο τελειοποιημένος τύπος λύρας και ό,τι γράφουμε για τη λύρα σχετικά με την κατασκευή, την παραγωγή ήχου κτλ. ισχύει επίσης και για την κιθάρα. Αλλά ενώ η λύρα περιορίστηκε στους ερασιτέχνες, η κιθάρα ήταν το όργανο των επαγγελματιών· ο Αριστοτέλης αποκαλεί την κιθάρα όργανον τεχνικόν, επαγγελματικό (Πολιτικά Η', 1341Α, 6): "ούτε γαρ αυλούς εις παιδείαν ακτέον, ούτ' άλλο τεχνικόν όργανον, οίον κιθάρα" (ούτε οι αυλοί, ούτε άλλο [τεχνικό] επαγγελματικό όργανο [που χρειάζεται επαγγελματική δεξιότητα], όπως η κιθάρα, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην παιδεία). Ενώ η λύρα ενέπνεε μεγάλο σεβασμό ως εθνικό κυρίως όργανο και χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση των νέων, η κιθάρα ήταν σε μεγάλη τιμή στους εθνικούς αγώνες (Ολύμπια, Πύθια κτλ.) και στους διαγωνισμούς.
Τόσο η κιθαρωδία , όσο και η κιθαριστική , εφαρμόστηκαν, αναπτύχθηκαν και δοξάστηκαν από φημισμένους αρχαίους μουσικούς.
Στους προκλασικούς χρόνους η κιθάρα είχε από τρεις ως επτά χορδές· η επτάχορδη κιθάρα ήταν μια καινοτομία του Τέρπανδρου (7ος αι. π.Χ.). Στον 6ο αι. προστέθηκε 8η χορδή και στον 5ο αι. χρησιμοποιήθηκαν κιθάρες με 9, 10, 11 και 12 χορδές.

Βλ. αυτή την εξέλιξη στο λ. λύρα .

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1133C, 6), "το σχήμα [της κιθάρας] καθορίστηκε πρώτα από τον Κηπίωνα, μαθητή του Τέρπανδρου , και, συνεχίζει, η κιθάρα ονομαζόταν Ασιατική, πιθανόν γιατί τη χρησιμοποιούσαν οι Λέσβιοι κιθαρωδοί, που ζούσαν κοντά στην Ασία" ("εκλήθη δ' Ασιάς δια το κεχρήσθαι τους Λεσβίους αυτή κιθαρωδούς προς τη Ασία κατοικούντας"). Κατά άλλη εκδοχή, ονομάστηκε Ασιατική, γιατί η προέλευσή της ήταν ασιατική· ο Ησύχιος την αποκαλεί ασιατική (Ασιάτις), επειδή εφευρέθηκε στην Ασία ("δια το εν Ασία ευρήσθαι"). Το επίθετο Ασιάτις το συναντούμε όχι μόνο για την κιθάρα, άλλα και για τη μουσική ολόκληρη· καθώς λέει ο Στράβων (Ι, 3, 17), "και η μουσική πάσα Θρακία και Ασιάτις νενόμισται".

Σημείωση 1: Για το κούρδισμα της κιθάρας και άλλα τεχνικά σημεία βλ. λ. λύρα. Για την καταγωγή της κιθάρας βλ. τα ακόλουθα, ανάμεσα σε άλλα:
Μ. Guillemin και J. Duchesne, "Sur l' origine asiatique de la cithare grecque", AC, 4o έτος, τόμ. IV, Βρυξέλλες 1935, 117-124, με 8 εικόνες και 35 σχέδια.
Μ. Wegner, (α) Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949, 31-37 και 46-47.
-, (β) Die Musikinstrumente des alien Orients, Munster, 1905.
-, (γ) "Griechische [antike] Instrumente und Musikbrauche", Die Musik in Geschichte und Gegenwart, Kassel 1956, V, 865-881.

Σημείωση 2: Σε ξένους συγγραφείς και σε ξένες γλώσσες βρίσκουμε συχνά το όνομα της κιθάρας όχι ως κιθάρα (kithara) όπως είναι το σωστό, αλλά cithare (ή ιταλ. citara) από το λατινικό cithara.

http://www.musipedia.gr/
 
κίθαρις, πρωτόγονο[*] έγχορδο, το οποίο πολλοί ιστορικοί ταυτίζουν με τη λύρα ή τη φόρμιγγα · άλλοι, ωστόσο, ταυτίζουν την κίθαρη με την κιθάρα (Κ. Sachs Hist. 130).
Το όνομα κίθαρις, όπως και αυτό της φόρμιγγας, αναφέρεται συχνά στον Όμηρο· Οδ. α 153-154: "κήρυξ δ' εν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θήκεν Φημίω" (κι ένας κήρυκας έβαλε στα χέρια του Φήμιου την πανέμορφη κίθαρη).
Κατά τον Αριστόξενο (Περί οργάνων FHG ΙΙ, 286, απόσπ. 63): "κίθαρις γαρ εστιν η λύρα" (η κίθαρις είναι η λύρα).
Το ρήμα κιθαρίζω (παίζω την κιθάρα ή την κίθαρη) χρησιμοποιούνταν γενικά και για το παίξιμο της λύρας ή της φόρμιγγας ή οποιουδήποτε άλλου εγχόρδου· Ξενοφ. Οικονομικός (II, 13): "οι δε δήπου το πρώτον μανθάνοντες κιθαρίζειν και τας λύρας λυμαίνονται" (οι αρχάριοι ρημάζουν τις λύρες που πάνω τους μαθαίνουν). Το ρήμα φορμίζω χρησιμοποιούνταν επίσης με την ίδια σημασία· πρβ. λ. φόρμιγξ και συνηρμοσμένος .

http://www.musipedia.gr/

~~~~~~~~

*[...''πρωτόγονο'', αδόκιμο πλέον όρο σήμερα.]
 
κιθαριστής, εκτελεστής της κιθάρας · εκείνος που παίζει κιθάρα χωρίς τραγούδι, σε αντιδιαστολή προς τον κιθαρωδό , που παίζει και τραγουδάει μαζί. Έτσι συνήθως λεγόταν ο σολίστας εκτελεστής.
κιθαρίστρια και κιθαριστρίς· γυναίκα που παίζει κιθάρα.

http://www.musipedia.gr/
 
κινδαψός, ένα μεγάλο τετράχορδο όργανο με σχήμα σαν της λύρας , που παιζόταν με πλήκτρο σαν φτερό. Διαβάζουμε στον Αθήναιο (Δ', 183Α, 81): "έστι δ' ο σκινδαψός τετράχορδον όργανον" (ο σκινδαψός είναι τετράχορδο όργανο)· σύμφωνα με τον Θεόπομπο, τον επικό ποιητή από τον Κολοφώνα: "σκινδαψόν λυρόεντα μέγαν χείρεσσι τινάσσων, οισύϊνον [ή οξύϊνον] προμάλοιο τετυγμένον αιζήοντος" (κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο σαν λύρα σκινδαψό, κατασκευασμένο από βλαστούς ιτιάς [ή οξιάς]).

συν. σκινδαψός

[Θεόπομπος
Αυλητής του 3ου π.Χ. αι., καταγόμενος από την Ερμιόνη. Αναφέρεται από τον Αθήναιο. ]

[Θεόπομπο, επικό ποιητή από τον Κολοφώνα.]

http://www.musipedia.gr/
 
Κινησίας, Αθηναίος συνθέτης διθυράμβων του 5ου αι π.Χ. Έζησε ανάμεσα στο 450 και 390· ο πατέρας του, Μέλης, ήταν κιθαρωδός. Ο Κινησίας θεωρούνταν ένας από τους χειρότερους μουσικούς και ποιητές της εποχής του. Εισήγαγε νέα χορευτικά σχήματα και ανάμεσα στις "καινοτομίες" του ήταν η κατάργηση του χορού στην κωμωδία, που κατόρθωσε να επιβάλει (το 400 π.Χ.) με απόφαση του δήμου· γι' αυτό ονομάστηκε χοροκτόνος από τον κωμικό Στράττι. Ειπώθηκε πως η ονομασία αυτή οφειλόταν στο ότι η μουσική του τραγουδιόταν δύσκολα (FHG II, 185, απόσπ. 272). Οι μελωδίες του δεν είχαν καλό γούστο και χάρη. Η Σούδα λέει: "ούτος επ' ασεβεία και παρανομία διετεθρύλητο" (ήταν διάσημος για την ασέβεια και την παρανομία του)· αληθινά, η αναίδειά του και η ανευλάβειά του προς τους θεούς ήταν τέτοια που, μαζί με φίλους, λέρωνε τα αγάλματα των θεών. Η κωμική του εμφάνιση (ήταν ψηλός, ξερακιανός και κουτσός) μαζί με τη γενική συμπεριφορά του και το ιδιότυπο μουσικό του στιλ έγιναν ο στόχος των κωμικών. Ο Φερεκράτης στην κωμωδία του Χείρων με το στόμα της Μουσικής -που προσωποποιημένη σε γυναίκα διαμαρτύρεται εναντίον των καινοτόμων της εποχής στη Δικαιοσύνη- τον αποκαλεί "ο κατάρατος Αττικός" και τον επικρίνει αυστηρά. Ο Αριστοφάνης τον χλευάζει επίσης (πιθανόν να πρόκειται για κάποιον άλλο Κινησία) στους Όρνιθες (1372-1374) και στους Βατράχους (153-154).
Πέθανε σε μεγάλη φτώχεια και αθλιότητα.

Πρβ. Πλούτ. Κατά τι ένδοξοι Αθηναίοι V, 348Β.
Βλ. Bergk PLG (Cinesias) III, 593-594, τρία μικρά αποσπάσματα· επίσης, Page PMG 398-399, απόσπ. 774-776.

http://www.musipedia.gr/
 
κίνησις, κίνηση· αλλαγή μιας θέσης.
(α) κίνησις της φωνής· η αλλαγή (η μετάβαση) της φωνής από μια θέση σε άλλη.
Κατά τόπον κίνησις της φωνής· η αλλαγή της φωνής ως προς τον τόπο (θέση· φωνή έδώ με την έννοια του φωνητικού και του οργανικού ήχου)· πρβ. Αριστόξ. Αρμ. Ι, 3 Mb.
Ο Αριστόξενος διακρίνει δύο είδη κίνησης της φωνής, τη συνεχή και τη διαστηματική (με διαστήματα). Ονομάζει την πρώτη λογική (κίνηση του λόγου) και τη δεύτερη μελωδική (μουσική)· βλ. Ι, 8, 18-19 Mb και σσ. 9 και 10.
Την ίδια διάκριση κάνει και ο Κλεονείδης (Εισαγ. 2). Ο Πτολεμαίος (Μουσικά, C.v.J. Excerpta Neapol. 413) χρησιμοποιεί την έκφραση "χρήσις διαστηματικής κεκλασμένης φωνής" για τη μελωδική κίνηση· βλ. λ. κεκλασμένα μέλη .
Ο Νικόμαχος (Εγχ. 2) ονομάζει τα δύο είδη (γένη) κίνησης της ανθρώπινης φωνής (α) διαστηματικόν και ένωδον (μελωδικό) και (β) "συνεχές, καθ' ό ομιλούμεν τε αλλήλοις και αναγινώσκομεν".

Βλ. επίσης τα λ. διάστημα , συνεχής .

(β) έρρυθμος κίνησις· ρυθμική κίνηση (λ.χ. του σώματος στο χορό).

http://www.musipedia.gr/
 
Back
Top