Ορφεύς, ή Ορφέας· μυθικός ποιητής και αοιδός· ο περιφημότερος μυθικός μουσικός της αρχαίας Ελλάδας. Θρακικής καταγωγής, γιος του Οίαγρου και της Μούσας Καλλιόπης ή της Πολυμνίας, είχε τη λύρα του από τον Απόλλωνα και με το θεϊκό του τραγούδι μάγευε τα άγρια θηρία και τα δέντρα και, καθώς λένε ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, ακόμη και τις πέτρες. Ο Ορφέας ακολούθησε τους Αργοναύτες στην Κολχίδα δίνοντάς τους κουράγιο με τη μαγεία της μουσικής του.
Σε αυτόν απέδιδαν την ίδρυση των ορφικών μυστηρίων. Υποστηρίζεται από μερικούς μυθογράφους πως ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων ή των Βιστόνων (θρακικής φυλής). Ο Απολλόδωρος (Bibliotheca Ι, 3, 2, στα FHG Ι, 106) λέει πως ο Ορφέας καθιέρωσε και τα διονυσιακά μυστήρια: "και Ορφεύς ο ασκήσας κιθαρωδίαν, ός άδων εκίνει λίθους τε και δένδρα... εύρε δε Ορφεύς και τα Διονύσου μυστήρια" (και ο Ορφέας ο κιθαρωδός, ο οποίος με το τραγούδι του κινούσε πέτρες και δέντρα... και ίδρυσε επίσης τα διονυσιακά μυστήρια).
Πολλοί μύθοι δημιουργήθηκαν γύρω από τη ζωή και το θάνατό του. Σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο μύθο, φονεύθηκε από τις Μαινάδες που υπηρετούσαν στη Θράκη τον Διόνυσο, γιατί δεν τίμησε το θεό, όταν ο Διόνυσος επισκέφτηκε και κατέλαβε τη Θράκη, ή γιατί περιφρόνησε την αγάπη τους. Κατόπι κομμάτιασαν το σώμα του και έριξαν τα κομμάτια του και τη λύρα του στη θάλασσα. Η λύρα και το κεφάλι του μεταφέρθηκαν από τα κύματα στην ’ντισα της Λέσβου, όπου έλεγαν μερικοί πως βρισκόταν και ο τάφος του (βλ. λ. Τέρπανδρος ).
Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη (Γ', 59, 6), στον Ορφέα απέδιδαν την προσθήκη της χορδής υπάτη στη λύρα. Ο Αλέξανδρος στη Συναγωγή των περί Φρυγίας (Πλούτ. Περί μουσ. 1132F, 5) λέει ότι ο Τέρπανδρος είχε ως πρότυπο τον Όμηρο για τα επικά ποιήματα και τον Ορφέα για τα τραγούδια (μέλη)· και πως ο Ορφέας δεν μιμούνταν κανέναν στα έργα του, τα οποία δεν έμοιαζαν μ' εκείνα των αυλωδικών συνθετών.
Ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης είναι γενικά γνωστός· η ικανότητά του να κατέβει στον ’δη δείχνει μ' έναν τρόπο την πίστη του ελληνικού λαού στη διεισδυτική και ακαταμάχητη δύναμη της μουσικής.
http://www.musipedia.gr/
~~~~~~~~~~~~
Orpheus and music.
Various ancient references make Orpheus a Thracian, thus placing him with other legendary singers from Thrace such as Linus and Thamyris. He was usually accounted the son of the Muse Calliope and of Oeagrus, but Pindar (Pythian, iv.176–7) referred to Apollo ambiguously as either Orpheus’s patron or his father. He was at any rate linked with the god in many ways, notably through music (see Musaeus).
Neither the poetry ascribed to Orpheus or to his followers nor the varying religious practices called Orphism by modern scholars has any strong connection with music. Non-Orphic literature and art, for the most part, provide the evidence for his single most striking aspect, namely his fame as an unequalled singer to the lyre who possessed magical power to move all living things. Orpheus first appears in a sculptured panel of the mid-6th century bce; here he stands upon a ship’s deck, holding a kithara. Certain details identify the scene as being from the Argonaut myth. Later in the 6th century the poet Ibycus noted his fame, but significant literary references first occur in 5th-century writers, beginning with Simonides’ lyrical description of the birds and fish listening to Orpheus’s singing. Pindar (Pythian, iv.177) called him ‘the father of song’; Aeschylus (Agamemnon, 1629–30) wrote of his power to charm the whole of nature; Euripides mentioned this power repeatedly (Bacchae, 560–64 is a representative passage), stressing its magical aspect, and in the Rhesus Orpheus showed ‘mysteries’ (943–4, 966), taken to be the rites of Dionysus (Apollodorus, i.3.2).
In the Argonautica of Apollonius Rhodius, Orpheus serves as the boatswain whose music set the beat for the rowers (i.540). But the same work, together with the later Orphic Argonautica based on it, makes clear that his singing and playing saved Argo’s company from the Sirens and other perils. Through these extraordinary gifts he also won the chance to bring his wife Eurydice up from Hades. His powers continued to manifest themselves even after his own death: after he had been torn apart by Thracian women, his severed head continued to sing and prophesy until carried by the waves to Lesbos, which then became the most musical of all islands (Virgil, Georgics, iv.523–4; Ovid, Metamorphoses, xi.50–55). Here the myth is clearly aetiological, an attempt to account for the great tradition of Terpander, Sappho and Alcaeus (cf Nicomachus, Excerpts, 1: ed. Jan, 266). In early Christian times Christians displayed a distinctly contradictory attitude towards the figure of Orpheus, whose worship did not diminish in the midst of Christian observance: they depicted Christ with the lyre, but saw music’s power to enchant as an attribute of Satan.
In every case, the incidents that constitute the Orpheus legend have some connection with music. For the Greeks he was the supreme embodiment of music’s affective power, intensified to the extreme of literal enchantment. They credited him with this power not only as singer and lyre player but also as poet and seer (cf Euripides, Alcestis, 357–62). A modern conception of music will not suffice here: Orpheus represents the broader context inherent in the term mousikē, the province of the Muses.
Warren Anderson/Thomas J. Mathiesen
Grove