κεκλασμένα, μέλη· μελωδίες που χρησιμοποιούν κυρίως πηδήματα· ή μελωδίες ποικιλμένες με μετατροπίες (LSJ) ή με πηδήματα και πολλές γρήγορες νότες (μελισματικές μελωδίες).
Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1138C, 21) λέει: "δήλον ούν ότι οι παλαιοί ου δι' άγνοιαν, αλλά δια προαίρεσιν απείχοντο των κεκλασμένων μελών" (σκόπιμα, και όχι από άγνοια, οι παλαιοί απέφευγαν τη χρήση "κεκλασμένων" ("σπασμένων" ή πολύ μελισματικών) μελωδιών).
Ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς μουσικούς VI, 15) γράφει: "όθεν ει και κεκλασμένοις τισί μέλεσι νυν και γυναικώδεσι ρυθμοίς θηλύνει τον νουν η μουσική" (αν, επομένως, η μουσική εκθηλύνει τώρα το μυαλό με μερικές μελισματικές μελωδίες και θηλυπρεπείς ρυθμούς).
κεκλασμένη φωνή· φωνή που κινείται με διαστήματα· πρβ. Excerpta Neapolitana (Πτολεμ. Μουσικά, C.v.J. 413) και Πορφύρ. (Comment, έκδ. Wallis, 262): "Η φωνή όταν στέκεται πάνω στην ίδια νότα είναι ίσια και αδιάσπαστη, ενώ όταν κάμπτεται και "πέφτει" γίνεται μελωδική". ρυθμός κεκλασμένος· διακεκομμένος ρυθμός.
Σημείωση: Το κεκλασμένος ερμηνεύεται, από πολλούς μελετητές μεταφορικά ως "θηλυπρεπής".
κεκλασμένως, επίρρ., Σούδα · θηλυπρεπώς. Με αυτή την έννοια, κεκλασμένα μέλη μπορούν να ερμηνευτούν ως "θηλυπρεπείς μελωδίες" ή "χαυνωτικές".
http://www.musipedia.gr/