Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριό, υπήρχε μια παράξενη φυλή ανθρώπων, που τραγουδούσαν ασταμάτητα. Είτε ήταν χαρούμενοι, είτε λυπημένοι, είτε ήταν καλές μέρες, είτε κακές, αυτοί τραγουδούσαν. Και όταν έπιανε κάποιος ένα τραγούδι, αμέσως ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι, λέγοντάς το όλοι με τον ίδιο τρόπο, λες και άκουγες μια φωνή. Και είχαν τόσα πολλά τραγούδια, που όσα και να έλεγαν, δεν τέλειωναν ποτέ.
Κάποτε, όμως, εμφανίστηκαν κάποιοι που, επειδή είχαν καλύτερη φωνή από τους άλλους, άρχισαν να λένε τα τραγούδια με τον δικό τους τρόπο. Τα στόλιζαν με παράξενα πλουμίδια, προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν, ενώ σιγά-σιγά άρχισαν να σκαρώνουν δικά τους τραγούδια, που δεν τα ήξεραν οι άλλοι άνθρωποι και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν. Μόνοι τους τα έλεγαν, μόνοι τους τα άκουγαν. Μετά ήρθαν και κάποιοι άλλοι, που έβαζαν κάτω τους συγχωριανούς τους και τους έλεγαν: «εσύ θα πεις αυτό, εσύ αυτό και εσύ αυτό, πάμε τώρα όλοι μαζί» και κουνούσαν τα χέρια τους για να τους συντονίσουν. Αλλά αυτό που έβγαινε δεν άρεσε στους περισσότερους.
Και ενώ στην αρχή όλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι τα καινούργια αυτά πράγματα, σιγά-σιγά μερικοί άρχισαν να τα συνηθίζουν και να ακολουθούν αυτούς που τα έφεραν. Μερικοί άκουγαν με θαυμασμό αυτούς με τα καινούργια τραγούδια, τα πλουμιστά, και προσπαθούσαν να τους μιμηθούν. Σε άλλους πάλι άρεσε αυτή η παράξενη μουσική που έβγαζαν αυτοί που κουνούσαν τα χέρια, και έμαθαν τα τραγούδια τους. Έτσι όμως ήρθε ταραχή στο χωριό. Ξεκινούσαν κάποιοι να πουν ένα τραγούδι και, μόλις τους άκουγαν οι άλλοι, άρχιζαν να τους βρίζουν και να τους πετάνε πέτρες. Μόλις παράγινε το κακό, αναγκάστηκε να τους μαζέψει όλους ο αρχηγός του χωριού, ένας σοφός γέροντας, και να τους πει: «Παιδιά μου, πρέπει να έλθει πάλι η ειρήνη στο χωριό μας, να γίνουμε πάλι όπως ήμασταν παλιά. Εσείς με τα πλουμιστά τραγούδια, να αρχίσετε πάλι να τραγουδάτε απλά, και εσείς που κουνάτε τα χέρια, να μάθετε στους φίλους σας τα παλιά τραγούδια και να τα λέτε όλοι μαζί με μια φωνή, κι ας κουνάτε τα χέρια άμα θέλετε».
Μερικοί υπάκουσαν τον σοφό γέροντα, άλλοι όχι. Με τα χρόνια, όμως, έγινε κάτι διαφορετικό: Έμαθαν να ανέχονται ο ένας τον άλλο και να μη μαλώνουν. Βέβαια δεν έλειψαν τα πειράγματα μεταξύ τους, αλλά είχε και αυτό το γούστο του και τελικά άρεσε σε όλους. Πιο σεβάσμιοι ήταν πάντα αυτοί που έλεγαν τα παλιά τραγούδια, αλλά κι αυτοί καμιά φορά το έσκαγαν και πήγαιναν στις παρέες των αλλωνών, τραγουδούσαν για λίγο μαζί τους και ξαναγυρνούσαν στη δική τους παρέα. Έτσι επανήλθε η ειρήνη στο χωριό, όλοι τραγουδούσαν και ήταν ευτυχισμένοι.
Τότε, όμως, συνέβη κάτι αναπάντεχο: Βγήκε κάποιος, που μέχρι τότε δεν τραγουδούσε μαζί με τους άλλους, και τους είπε: «ΣΤΟΠ. Σταματήστε όλοι, γιατί αυτά που λέτε είναι αηδίες. Ελάτε σε εμένα να σας μάθω πώς έλεγαν τα παλιά τραγούδια». Όλοι ξαφνιάστηκαν και ιδίως αυτοί που επέμεναν και έλεγαν τα παλιά τραγούδια, αλλά τελικά οι περισσότεροι δεν του έδωσαν σημασία. Μερικοί μάλιστα γελούσαν μαζί του. Κάποιοι λίγοι τον ακολούθησαν και άρχισαν να μαθαίνουν τα τραγούδια του. Έλα όμως που με τα χρόνια αυτοί γίνονταν όλο και περισσότεροι και άρχισε πάλι η ταραχή στο χωριό, γιατί ο τρόπος που τραγουδούσαν φαινόταν παράξενος στους άλλους. Και νά σου οι πετριές, νά σου οι βρισιές. Αυτοί οι καινούργιοι μάλιστα ήταν τόσο σίγουροι για τα τραγούδια τους, που άρχισαν να πηγαίνουν και σε άλλα χωριά, όπου τραγουδούσαν τελείως διαφορετικά, και να τους τα μαθαίνουν. Γυρνούσαν μετά και έλεγαν στους συγχωριανούς τους: «Είδατε βρε; Μέχρι και στα άλλα χωριά λένε τα τραγούδια μας!». Και άντε πάλι οι πετριές, και άντε πάλι οι βρισιές. Αναγκάστηκε να τους μαζέψει ξανά ο αρχηγός του χωριού και να τους πει: «Παιδιά μου, πάλι αρχίσαμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας. Την άλλη φορά σας είπα να λέτε όλοι τα παλιά τραγούδια. Το ίδιο θα σας πω και τώρα. Εσείς που λέτε τα παράξενα, αφήστε τα, και αρχίστε να τραγουδάτε όπως αυτοί που λένε τα παλιά τραγούδια».
Αυτοί, όμως, πικράθηκαν πολύ, γιατί πίστευαν ότι αυτοί έλεγαν σωστά τα παλιά τραγούδια, και δεν ήθελαν να ακούσουν τον σοφό γέροντα. Έτσι συνέχισαν να λένε τα δικά τους και να μαλώνουν με τους υπόλοιπους. Αυτό το χωριό υπάρχει ακόμα και άμα ψάξετε θα το βρείτε. Τώρα πια έχουν λιγοστέψει πολύ οι κάτοικοί του, αλλά ακόμα μαλώνουν... Λέτε κάποτε να τα βρουν μεταξύ τους;
ΥΓ Μην πιστεύετε τα... παραμύθια που σας λένε οι ακαδημαϊκοί...