π. Μάξιμος
Γενικός Συντονιστής
Ὡς γνωστόν σέ κεκοιμημένο ἐπίσκοπο προτάσσουμε τό «κυρός» σέ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του, εἴτε σέ γραπτό εἴτε σέ προφορικό λόγο.
Ποιά ἡ διαφορά ἀπό τό «κύριος» καί ποιός ὁ λόγος;
π. Μάξιμος;55526 said:
Ὡς γνωστόν σέ κεκοιμημένο ἐπίσκοπο προτάσσουμε τό «κυρός» σέ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του, εἴτε σέ γραπτό εἴτε σέ προφορικό λόγο.
Ποιά ἡ διαφορά ἀπό τό «κύριος» καί ποιός ὁ λόγος;
Ὡς γνωστόν σέ κεκοιμημένο ἐπίσκοπο προτάσσουμε τό «κυρός» σέ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του, εἴτε σέ γραπτό εἴτε σέ προφορικό λόγο.
Ποιά ἡ διαφορά ἀπό τό «κύριος» καί ποιός ὁ λόγος;
Νομίζω ὅτι σημαίνει «Κυρίῳ μοι» ἤ «Κυρίῳ ἡμῶν» τό πρῶτο καί τό δεύτερο «Κύριον»...Στην ίδια ερώτηση να προστεθεί και το παράδοξο της ονομασίας των επισκόπων, ηγουμένων κ.ο. με δύο κ, ως κύριον κύριον- κατά κοσμική επίδραση;
Δ.
π. Μάξιμος;55529 said:Νομίζω ὅτι σημαίνει «Κυρίῳ μοι» ἤ «Κυρίῳ ἡμῶν» τό πρῶτο καί τό δεύτερο «Κύριον»...
Ἔτσι ἦταν στά αὐτοκρατορικά;
Πάντως, ἀπ᾿ ὅ,τι ξέρω, ποτέ δέν ἐκφωνεῖται/λέγεται, παρά μόνον γράφεται.
Φοβερός, ὅπως πάντα!!!Εδώ παρατίθενται τα εξής:
''- Το ως άνω επίθετο αοίδιμος* (που αναγράφομε για τον εξαίρετο Καθηγητή μας κυρό** Φιλιππίδη, το οποίο επίσης ισχύει εξίσου και για τον αείμνηστο δωροδότη μας Καθηγητή μας κυρό Τρεμπέλα) σημειωτέον ότι αρχικώς είχε την εξής σημασία: «ο υπό των ποιητών αδόμενος, υμνούμενος (εξυμνούμενος), περίφημος... θαυμαστός». Νεώτερη σημασία του είναι «αείμνηστος, αλησμόνητος, επί τεθνεώτος» Δ. Δημητράκου, μνημ. Λεξικόν, τόμ. 1ος, σ. 698. - Πρβλ. πινδαρικό «αοίδιμον... προφάταν» Πινδάρου, Fragmenta Selecta V Προσόδια 3, 60(69)(προφάταν είναι δωρικός τύπος του ιωνικού προφήτην), βλ. και γρηγοριανό «Δαβίδ εν βασιλευσιν αοίδιμος» Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τόν Μ. Βασίλειον Επιτάφιος, ΒΕΠΕΣ, τ. 60 ος, σ. 175(27).''
** Η λέξη [ο] κυρός ή κύρης***[γενική κυρού ή κύρη], που σημαίνει κύριος ή πατέρας, προέρχεται προφανώς από την ανάλογη λέξη [ο] κύρος και σχηματίζεται με μεταβίβαση του τόνου από την παραλήγουσα στη λήγουσα[κύρος και κυρός, πρβλ. γραμματικά ή μορφολογικά παρώνυμα: νόμος & νομός, βλ. προσέτι τονικά παρώνυμα (*4) πάπ(π)ας & παπ(π)άς]. Η εν λόγω λέξη κυρός χρησιμοποιείται, κατά το πλείστον, για τεθνεώτες κληρικούς ως κυρίους και πνευματικούς πατέρες προς διάκρισή τους από τους ζώντες. Από το ουσιαστικό [το] κυρος (=ισχύς, εξουσία, πρβλ. και κύριο όνομα ο Κυρος (*5) παράγεται το επίθετο κύριος (*6), που δηλώνει «τον έχοντα κυρος, τον κυριαρχούντα, τον ισχυρόν, τον δεσπόζοντα και κατ' ακολουθίαν τον κάτοχον, τον ιδιοκτήτην». Βλ. & πρβλ. Γεωργ. Γαλίτη, Κύριος, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία [Θ.Η.Ε.], τόμ. 7ος, στ. 1214. - Ανάλογες λέξεις και έννοιες βλ. σε H. Liddell, R. Scott, Α. Κωνσταντινίδου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τόμ. 2 ος, σ. 802[κύριος] & 803[ Κυρος ο μέγας /το κυρος], Ι. Σταματάκου, μνημ. Λεξικόν, σ. 560[το κυρος=η υψίστη δύναμις, εξουσία |||ως κύριο όνομα ο Κυρος, ο ιδρυτης του Περσικού κράτους] και Δ. Δημητράκου , μνημ. Λεξικόν, τόμ. 5ος, σ. 4199 [ κύρης & κύρις, ο κύριος, ο αφέντης & ιδίως ο πατήρ], 4202-4203 [κύριος/κυρος, ο έχων κυρος, ισχύν, εξουσίαν επί τινος], 4204[ο κυρις & κύρις & κύρης αντί του κύριος, ως τιμητική προσφώνησις], 4205[ το κυρος η υψίστη ισχύς, δύναμις, η πλήρης εξουσία (2)ο έχων εξουσίαν τινά, άρχων και ο κυρος και ο κυρός κύρις ή κύρης ως προσηγορία προσώπων ανωτέρας κοινωνικής τάξεως || μεσαιων. ειδικ. ως προσηγορία πατριαρχών και μητροπολιτών].
*** Την λέξη κύρης [γενική κυρου ή κύρη], που ανήκει στο κρητικό και κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα και χρησιμοποιείται «αντί της λέξεως πατέρας», βλ. στον εξής μεσαιωνικό ελληνικό ποιητικό στίχο: «κι ανέθρεψέν το η μάνα ντου δίχως κυρού κανάκι» Βιτσέντζου Κορνάρου, Ο Ερωτόκριτος β΄ 598. - Βλ. και γνωστή παροιμία "κατά μάννα, κατά κύρη, κατά γυιό και θυγατέρα".
Άδεται και ψάλλεται εν τοις Πολυχρονισμοίς...
Δ.
Τελικά ἡ διαφορά εἶναι μεταξύ ζώντων καί κεκοιμημένων οὐσιαστικά, γιά λόγους δεοντολογίας.
Δηλαδὴ ἁπλῶς ἑπιλέχθηκε μιὰ διαφορετικὴ προσφώνηση ἀπὸ τὸ κύριος χωρὶς ἄλλη αἰτιολογία;
κατά το Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη το "κ.κ." σημαίνει "κύριοι" και αποτελεί "ξενισμό" κατά μίμηση του γαλλικού αντίστοιχου"Μ.Μ."[/B]
Σ᾿ αὐτό συμφωνῶ κι ἐγώ, ὅταν τίθεται (γραπτῶς) πρό ἀναφορᾶς συνεχομένων ὀνοματεπωνύμων.Πρβλ. σελ. ή σ. στον ενικό (πχ σ. 14) και σσ. στον πληθυντικό (πχ σσ. 2-10), χφ στον ενικό και χφφ στον πληθυντικό.
Page : p. 6, pp. 5-20.
Folio : f. 3, ff. 5-9.
Manuscrit : ms., mss.
π. Μάξιμος;55538 said:Αὐτό κατάλαβα. Βλέπεις κάτι ἄλλο;
Πραγματικά ἐρωτῶ κι ἐγώ.
Εἶναι ὅμως αὐτό μιά αἰτιολογία.
Tό «Κύριε πάτερ» τό ἔχεις ἀκούσει; (ἐδῶ γελᾶνε)Και γιατί κύριος ένας κληρικός; άκουγα σε επαρχιακό τηλεοπτικό σταθμό να αποκαλείται Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης πατήρ Χ, κ μάλλον δεν ήταν τόσο άστοχο όσο ομοιάζει!
Δ.
Tό «Κύριε πάτερ» τό ἔχεις ἀκούσει; (ἐδῶ γελᾶνε)
Πάντως δέν χάνεται καί τό κύριος. Ὅπως ὁ Θεός καί Κύριος καί Πατήρ. Θά ρωτήσω αὔριο καί τόν π. Πατρίκιο.
Μ᾿ αὐτά πού γράφει ὁ Λέκκας τί λές;
Ο Χριστός μας δίδαξε τις παγίδες της ερήμου.Και γιατί κύριος ένας κληρικός; άκουγα σε επαρχιακό τηλεοπτικό σταθμό να αποκαλείται Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης πατήρ Χ, κ μάλλον δεν ήταν τόσο άστοχο όσο ομοιάζει!
Δ.
Το κυρός = πατέρας που γράφτηκε παραπάνω ίσως προέρχεται από το αρχαίο εκυρός που σήμαινε τον πεθερό γενικά αλλά και τον πεθερό της νύφης (πατέρα του γαμπρού) ειδικότερα.
Μια μικρή συμπλήρωση: στο νεοεκδοθέν ετυμολογικό λεξικό, αλλά και στο μεγάλο Λεξικό Μπαμπινιώτη αναφέρεται η προέλευση όχι από υποθετικό τύπο κύρος (ο) που τονίζεται ως κυρός, αλλά από μεσαιων. κυρός που σχηματίστηκε βάσει της γεν. κυροῦ του ελνστ. κῦρις (< αρχ. κύριος με αποβολή του ι για αποφυγή της χασμωδίας). Τα κύρης και κυρός (όπως και το κυρ) συνυπήρχαν στα μεσαιωνικά χρόνια.
Για τη λέξη κύρης / κυρός διαβάστε το σχόλιο από το σπουδαιότατο Επίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας του Εμμ. Κριαρά.