Δεν είναι τρόπος να γένη άλλη
τόσον ωραία με τόσα κάλλη
κι όσοι θαρρούναι πως είναι κι άλλη
αναισθησίαν έχουν μεγάλη.
Αρχή και τέλος εσύ 'σαι, φως μου,
της ευμορφίας όλου του κόσμου
και κάθε κάλλος τα δευτερεία
έχει μπροστά σου τη αληθεία.
Οσα είν' χρεία να καλλωπίσουν
μίαν ωραίαν και να στολίσουν,
τα βλέπω, φως μου, στο πρόσωπόνσου
και εις το σώμα το εδικόν σου.
Κάθε σου μέλος μ' αναλογίαν
ισομετρίαν έχειν τελείαν.
Γλυκόν το βλέμμα, χρυσόν το στόμα,
μέτρια όλα κατά το σώμα.
Και όσα κάλλη είδα ως τώρα
εις την καρδιά μου δεν έχουν χώρα.
Μήτ' αξιώθη να με ελκύσει,
άλλο κανένα να με νικήσει
παρά, καρδιά μου, το εδικόν σου
νούρι και κάλλος και πρόσωπόν σου.
Αυτά πληγώνουν και θανατώνουν
κάθε μου μέλος και με σκοτώνουν.
Τι είναι ύπνος, τι είν' χουζούρι
δεν ξεύρω φως μου, χρυσό μου νούρι.
Λοιπόν στοχάσου, δες την πληγήν μου
κι έλεος κάμε εις την ζωήν μου.
Ομως κοιτάζω δεν έχει τρόπον
για τούτο στέκει στον ίδιον τόπον
και τη ζωήν μου την τυραννίζω
χωρίς αγάπην σου να γνωρίζω.
(Ποίημα Πέτρου Λαμπαδαρίου)