Zambelis Spyros
Παλαιό Μέλος
λείψανα ελληνικής μουσικής, τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι λίγες φωνητικές και οργανικές μελωδίες, σε αποσπασματική κυρίως μορφή. Εκτός από τους δύο Δελφικούς Ύμνους (αρ. 3 και 4, κάτω), τον Επιτάφιο του Σεικίλου (αρ. 5) και τους Τρεις Ύμνους (αρ. 8, 9 και 10), όλα τα άλλα είναι μικρά αποσπάσματα. Έτσι, αντίθετα προς το σημαντικό σώμα θεωρητικών έργων που διασώθηκαν και των άλλων πηγών που παρέχουν πληροφορίες σχετικές με τη θεωρητική πλευρά της ελληνικής μουσικής, τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής αποτελούν ένα μικρό μόνο και περιορισμένο σύνολο μελωδιών, που δεν μπορούν να μας δώσουν παρά μια πολύ αμυδρή ιδέα της ελληνικής μουσικής στην πρακτική της εκδήλωση.
Κατά χρονολογική σειρά οι υπάρχουσες μελωδίες είναι οι ακόλουθες. Την πρώτη θέση θα είχε μια μελωδία που δημοσιεύτηκε από τον ιησουίτη Αθανάσιο Κίρχερ (Athanasius Kircher) στο βιβλίο του Musurgia Universalis (Ρώμη 1650, τόμ. Ι, 541-542, σε ελληνική και νεότερη σημειογραφία) με τον ισχυρισμό ότι είναι η αρχή του πρώτου Πυθιόνικου του Πινδάρου· η αυθεντικότητα της όμως έχει σοβαρά αμφισβητηθεί. Ο Κίρχερ ισχυρίστηκε ότι αντέγραψε τη μελωδία από ένα χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη ενός μοναστηρίου κοντά στη Μεσίνα· το χειρόγραφο όμως αυτό δε βρέθηκε ποτέ και έτσι η μελωδία θεωρείται τώρα από πολλούς μελετητές ως πλαστογραφία. Δημοσιεύτηκε με καλή πίστη ως γνήσιο έργο από τον P. J. Burette (στη Dissertation sur la melopee de l' ancienne musique, fasc. 12, Νοέμβρ. 1720, 205-206), από τον Gevaert (1875, I, 142) και άλλους.
Στην πολύτιμη βιβλιογραφία του (1932-1957) για την αρχαία ελληνική μουσική, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lustrum (Gottingen, 1958/3, 5-57), ο καθηγητής R. P. Winnington-Ingram δίνει έναν ενδιαφέροντα κατάλογο με σύντομη περίληψη (σσ. 11-12) των κυριότερων μελετών, των σχετικών με τις συζητήσεις που δημιούργησε το πρόβλημα σε διάφορα περιοδικά, μεταξύ 1932 και 1940. Εκτός λοιπόν από αυτό, τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι τα ακόλουθα:
1. Ένα απόσπασμα από το πρώτο στάσιμο (338 κε.) από τον Ορέστη του Ευριπίδη, που έχει συντεθεί γύρω στο 408 π.Χ.· είναι πολύ αποσπασματικό (33 νότες, σε έξι γραμμές, από τις οποίες καμιά δεν είναι πλήρης) . Βρέθηκε το 1892 σ' έναν πάπυρο Rainer (δημοσιευμένο στους Papyri Erzherzog Rainer· Βιέννη 1894, σχ. 4ο, σ. 126, αρ. 531 φωτοτυπία) και αντιγράφηκε πρώτα σε νεότερη γραφή από τον δρα Carl Wessely (Mitteilungen aus der Sammlung, Der Pap. Erzh. Rainer, τόμ. V, Βιέννη, 1892). Δημοσιεύτηκε, επίσης, από τον D. Β. Monro στο βιβλίο του The Modes of Ancient Greek Music (σ. 92, στη γραφή του Wessely, με μια επανόρθωση, που προτάθηκε από τον δρα Otto Crusius, ό.π. 130-131) και στη συλλογή του Carl v. Jan Mus. script. Gr. 1895, σσ. 430-431, και στο Συμπλήρωμά της, σσ. 6-7. Ο πάπυρος τοποθετείται από τον Wessely στον πρώτο αι. μ.Χ., ενώ άλλοι τον τοποθετούν πιο πριν ο Ε. G. Turner, στο Journal of Hellenic Studies 76 (1956), 95, τον τοποθετεί γύρω στο 200 π.Χ.
2. Ένα απόσπασμα, που βρέθηκε σε πάπυρο, ανάμεσα σε αριθμό παπύρων της σειράς Zenon, 1931, στο Μουσείο του Καΐρου (αρ. 59533), χρονολογούμενο γύρω στο 250 π.Χ.· είναι γνωστό ως το Απόσπασμα Καΐρου. Πρωτοδημοσιεύτηκε από τον J. F. Mountford στο Journal of Hellenic Studies 51 (1931), 91-100, με τίτλο Α New Fragment of Greek Music in Cairo· ο Mountford δίνει δύο μουσικές ερμηνείες (γραφές) του αποσπάσματος: (α) διατονική και χρωματική και (β) διατονική και εναρμόνια, σ. 99.
Βλ. το σχόλιο του Henri-Irenee Marrou στη Revue de Philologie, de Litterature et d' Histoire Anciennes 13 (1939), 308-320.
3 και 4. Δύο Ύμνοι στον Απόλλωνα, γνωστοί ως Δελφικοί Ύμνοι. Ήταν χαραγμένοι πάνω σε πέτρινες στήλες στο Θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς και ανακαλύφθηκαν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών το 1893. Είναι δύο παιάνες χρονολογούμενοι από τον 2ο αι. π.Χ. (ο Th. Reinach τους τοποθετεί, τον ένα γύρω στο 138 π.Χ. και τον άλλο γύρω στο 128 π.Χ.). Μεταγράφηκαν στη νεότερη σημειογραφία πρώτα από τον Theodore Reinach και δημοσιεύτηκαν με σχόλια του Henri Weil (στο κείμενο) και του Th. Reinach (στη μουσική) στο Bulletin de Correspondance Hellenique (ο πρώτος το 1893, XVII, 569-610, και ο δεύτερος το 1894, XVIII, 345 κε.). Οριστική έκδοση του Reinach στο Fouilles de Delphes III, 2 (1912). Πρβ. Carl v. Jan, ό.π., σσ. 435-449, και ιδιαίτερα στο Συμπλήρωμα (αρ. 2 και 3), σσ. 12-33. Οι ύμνοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τα πιο εκτεταμένα δείγματα της αρχαίας ελληνικής μουσικής που ανακαλύφθηκαν ως σήμερα· ο συνθέτης του πρώτου είναι άγνωστος, ενώ ο δεύτερος ύμνος αποδίδεται στον Αθηναίο συνθέτη Λιμένιο. Οι στήλες εκτίθενται στο Δελφικό Μουσείο.
5. Επιτάφιο τον Σεικίλου, χρονολογούμενο από τον 2ο αι. π.Χ. ως τον 1ο μ.Χ.· ανακαλύφθηκε από το W. Μ. Ramsay το 1883, χαραγμένο σε επιτύμβια πέτρα, "μια μικρή στρογγυλή μαρμάρινη στήλη, που ανήκε στον κ. Purser και μεταφέρθηκε από το Αιδίνιο", καθώς έγραφε (Bulletin de Correspondance Hellenique VIII, 1883, 277). Το Αιδίνιο βρίσκεται κοντά στην αρχαία πόλη Τράλλεις της Μ. Ασίας, γι' αυτό και το Επιτάφιο είναι γνωστό και ως Επιγραφή των Τράλλεων ή του Αιδινίου (Tralleis ή Aidin Inscription).
Η μικρή επιτύμβια στήλη ήταν εκτεθειμένη ως το 1922 στη συλλογή του Young στον Μπουτζά, προάστιο της Σμύρνης, όπου ο Laumonier, μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, μπόρεσε να τη φωτογραφίσει για πρώτη φορά· τη δημοσίευσε στο Bulletin de Correspondance Hellenique XLVIII, 50. Χάθηκε μετά την πυρπόληση της Σμύρνης, 13 Σεπτ. 1923 (πρβ. Th. Reinach, La mus. gr. σσ. 191-192· Emile Martin, Trois documents de mus.gr., Παρίσι 1953, σ. 49, και φωτογραφία της στήλης, απέναντι στη σελ. 49).
Η Επιγραφή αποτελείται από δύο μέρη, από τα οποία το δεύτερο είναι το Επιτάφιο με μουσική· ο Ramsay, ωστόσο, "δεν κατάλαβε, καθώς γράφει, τη σημασία αυτών των μικρών γραμμάτων που βρίσκονταν πάνω από τις γραμμές του δεύτερου μέρους". Ο δρ Carl Wessely ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε πως αυτά τα "γράμματα" ήταν στην πραγματικότητα μουσικές νότες· μετέγραψε τη μουσική στη νεότερη σημειογραφία και δημοσίευσε και τις δύο, την Επιγραφή και τη μεταγραφή του, με σχόλια στο Antike Reste griechischer Musik (1891, σσ. 17-26· η μουσική στις σελίδες 21-24). Συζήτησε το θέμα της Επιγραφής με τον Ch.-Em. Ruelle στη Revue des Etudes Grecques (V, 1892, 265-280). Το Επιτάφιο δημοσιεύτηκε πολλές φορές· μπορούν να αναφερθούν οι ακόλουθες: (1) D. Β. Monro The Modes of Ancient Greek Music 89-90 (η μεταγραφή Wessely) με μια σημαντική διόρθωση στο τέλος της τελευταίας λέξης (απαιτεί la-fa δίεση) που πρότεινε ο J. Α. R. Munro (ό.π. σ. 145)· (2) C. v. Jan, Mus. script. Gr. σσ. 452-453, και Συμπλήρωμα, αρ. 4, Sicili epitaphium σ. 38 (στο Συμπλήρωμα το τέλος είναι διορθωμένο [οι τρεις νότες, la-fa δίεσ.-mi, αντί la-fa δίεσ.], όπως στου Monro, παραπάνω)· (3) Th. Reinach La mus. gr. 191-192.
To ποιητικό κείμενο είναι ένα μικρό εγκώμιο της καλοζωίας, ένα είδος σκολίου. Η μελωδία, αποτελούμενη από 37 νότες συνολικά και με έκταση μιας ογδόης, είναι αυτή καθαυτή πλήρης και έχει μια ξεχωριστή χάρη για μας. Όπως λέει ο Reinach, "είναι το πιο πλήρες και πιο ευανάγνωστο δείγμα της αρχαίας γραφής που έφτασε σε μας". Βλ. το κείμενο στο λ. Σείκιλος .
6. (α) ένα μικρό απόσπασμα (τέσσερις γραμμές) ενός παιάνα
για την αυτοκτονία του Αίαντα
(β) και (γ) δύο μικρά αποσπάσματα οργανικής μελωδίας (τρεις γραμμές το καθένα)·
(δ) ένα άλλο απόσπασμα παιάνα (δώδεκα γραμμές)·
(ε) μισή γραμμή ενός λυρικού τραγουδιού.
Όλα αυτά (α-ε) βρέθηκαν σ' έναν πάπυρο (Μουσείο Βερολίνου, αρ. 6870) και χρονολογούνται από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (περ. 160). Πρώτη έκδοσή τους από τον W. Schubart το 1918 ("Ein griechischer Papyrus mit Noten", Sitzungsberichte der Koniglich Preussischer Akademie der Wissenschaften, XXXVI, σσ. 763-768).
7. Τέσσερις μικρές οργανικές μελωδίες άγνωστου συνθέτη, δημοσιευμένες στον Ανώνυμο (Bell. § 98, 99, 101, 104, σσ. 95, 96, 98). Δημοσιεύτηκαν με ελαφρές διαφορές και από τον Vincent (στις Notices 1847, 60-64). Επίσης, από τον R. Westphal στο Συμπλήρωμα του πρώτου τόμου της έκδοσής του Metrik der Griechen (1867, 50-54) και στο Die Musik des griechischen Alterthums (1883, 337, 339-341), και από τον Gevaert (I, 141, 154).
Δύο πιο μικρά αποσπάσματα, που δημοσιεύτηκαν επίσης από τον Bellermann (§ 97, 100, σσ. 94, 96), και από τους Gevaert (σ. 146) και Westphal (σ. 338), μπορούν να θεωρηθούν αποσπάσματα οργανικών ασκήσεων.
8. Ύμνος στη Μούσα (Καλλιόπη).
9. Ύμνος στον Ήλιο.
10. Ύμνος στη Νέμεση.
Οι τρεις αυτοί ύμνοι (8-10) πρωτοδημοσιεύτηκαν με την ελληνική τους σημειογραφία από τον Vincenzo Galilei στη Φλωρεντία το 1581 (Dialogo, di Vincentio Galilei Nobile Fiorentino, Della musica antica e della moderna, Φλωρεντία 1581, 97). Η σύνθεσή τους τοποθετείται στον 2ο αι. μ.Χ. και πιθανώς κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.). Διάφορες υποθέσεις και εικασίες έχουν γίνει για την προσωπικότητα του συνθέτη τους. Στο Διάλογο του Galilei ο πρώτος ύμνος έχει στα ελληνικά τον τίτλο: Διονυσίου εις Μούσαν. Ίαμβος βακχείος· ο δεύτερος και ο τρίτος δεν έχουν όνομα συνθέτη. Ο Burette (ό.π. [1720], 183 κε.) συζητά λεπτομερειακά το όλο θέμα των ύμνων και του συνθέτη τους. Σ' ένα χειρόγραφο των τριών ύμνων, που ανακάλυψε [ο Burette] στο τέλος μιας έκδοσης ελληνικής ποίησης του ’ρατου (Οξφόρδη 1672), το όνομα του Διονύσιου
εμφανίζεται ως του συνθέτη και των τριών· τίτλος του πρώτου: Διονυσίου εις Μούσαν. Ίαμβος βακχείος· του δεύτερου: Ύμνος εις Απόλλωνα του αυτού· και του τρίτου: Ύμνος εις Νέμεσιν του αυτού. Πρβ. επίσης Fr. Bellermann, Die Hymnen des Dion. u. Mesomedes (1840, 11-14). Ο Ύμνος στη Νέμεση αποδιδόταν από τον Έλληνα συγγραφέα Ιωάννη Φιλαδελφέα, της εποχής του Ιουστινιανού, στον Έλληνα ποιητή Μεσόδμη· αυτό το όνομα θεωρήθηκε ως λαθεμένη διατύπωση του ονόματος Μεσομήδης (Πρβ. John Anthony Cramer, Anecdota graeca e codd. manuscriptis Bibliothecae Regiae Parisiensis, τόμ. Ι, Παρίσι 1839, 406). To πρόβλημα ποιος είναι ο συνθέτης των τριών αυτών ύμνων παραμένει ακόμα άλυτο· μερικοί μελετητές αποκλίνουν υπέρ του Μεσομήδη (ο C. v. Jan Mus. script. Gr. 460, ωστόσο, στο Συμπλήρωμα αποδίδει στον Μεσομήδη τους αρ. 9 και 10· ο Κ. Sachs The Rise of Music in the Ancient World 198, γράφει: "και οι τρεις είχαν πιθανώς συντεθεί τον 2ο αι. μ.Χ. από τον Μεσομήδη [ή ο Ύμνος στη Μούσα ίσως από τον Διονύσιο]")· ο Th. Reinach σε μια ειδική διάλεξή του (Conference sur la mus. gr. et l' Hymne a Apollon σ. 8) αποδίδει έμμεσα τους ύμνους στον Μεσομήδη "ο οποίος, καθώς λέει, είχε αρκετά μεγάλη φήμη, ενώ η ύπαρξη του Διονυσίου αμφισβητείται σήμερα" (βλ. το κείμενο στο λ. Μεσομήδης ). Στο βιβλίο του όμως La mus. gr, 196 και 199, οριστικά αποδίδει μόνο τους δύο τελευταίους, αρ. 9 και 10, στον Μεσομήδη. ’λλοι αποδίδουν τους δύο πρώτους, 8 και 9, στον Διονύσιο και τον τρίτο στον Μεσομήδη (Fr. Snedorf De Hymnis Veterum Graecorum, Λιψία 1786, 65-72· ο Snedorf δημοσιεύει μόνο το κείμενο χωρίς τη μουσική· βλ. και Monro, 87).
Η άποψη που γενικά επικρατεί σήμερα είναι ότι ο Ύμνος στη Νέμεση είναι του Μεσομήδη και, ίσως, ο Ύμνος στον Ήλιο. Όσο για τον Ύμνο στη Μούσα, ο οποίος μπορεί να είναι δύο χωριστά κομμάτια (υπόθεση του Wilamowitz, Timotheus Perser 97· πρβ. και Th. Reinach, Deux preludes citharodiques), πιστεύεται πως ο συνθέτης του είναι άγνωστος (ή κάποιος Διονύσιος, ή ακόμα ο Διονύσιος ο νεότερος, ο Αλικαρνασσεύς, ο επονομαζόμενος "ο μουσικός"· πρβ. Westphal, Die Musik des gr. Alterth. 327· Gev. I, 445 και λ. Διονύσιος
αρ. 4).
Τελευταία έχει προταθεί μια νέα υπόθεση από την Isobel Henderson (The New Oxford History of Music I, 1957, 372-373): οι Ύμνοι που αποδίδονται στον Μεσομήδη μπορεί να θεωρηθούν ως βυζαντινές ανασυνθέσεις ("Η πιθανότητα, λοιπόν, φαίνεται να ευνοεί μια έντεχνη βυζαντινή ανασύνθεση").
Και οι τρεις Ύμνοι έχουν δημοσιευτεί αρκετές φορές: από τον Burette (ό.π. 1720, 169 κε.)· τον Fr. Bellermann (Die Hymnen des Dion. u. Mesom. 1840, 11-14)· τον R. Westphal (Metrik, Συμπλ. 1867, 50-54· Die Mus. des gr. Alterth. 1883, 327-336)· τον Gevaert (Hist. et theor. de la mus. de l' antiquite I, 1875, 445-449)· τον Carl. v. Jan (Mus. script. Gr. 1895, 460-473 και Συμπλήρωμα, 44-59)· τον Th. Reinach (La mus. gr. 1926, 194-201).
11. Ένα απόσπασμα χριστιανικού ύμνου με ελληνική σημειογραφία, χρονολογούμενο από τον 3ο αι. μ.Χ.· ανακαλύφθηκε από τον Α. S. Hunt το 1918 σ' έναν πάπυρο στην Oξύρυγχο της Αιγύπτου· δημοσιεύτηκε στον 15ο τόμο των παπύρων Oξυρύγχου (The Oxyrhynchus Papyri 1922) και μεταγράφηκε στη νεότερη σημειογραφία από τον Η. Stuart Jones. Αρκετές άλλες μεταγραφές και μελέτες έχουν δημοσιευτεί από διάφορους ειδικούς μελετητές: Th. Reinach, Revue Musicale 1922· Η. Abert, Zeitschrift fur Musikwissenschaft IV, 1922· R. Wagner, Philologus LXXIX, 1923, και Egon Wellesz στην Ιστορία της Βυζαντινής Μουσικής και Yμνογραφίας (History of Byzantine Music and Hymnography 1949, 125-129).
12. "Αποσπάσματα από ένα άγνωστο ελληνικό κείμενο τραγωδίας με μουσική γραφή"· πρβ. Symbolae Osloenses fasc. XXXI, Όσλο 1955, 1-87. Αυτός ο πάπυρος (Pap. Osl. Inv. αρ. 1413) ανήκε σε μια συλλογή ελληνικών παπύρων που αγοράστηκαν στο Βερολίνο το 1933 από τον καθηγητή Carl Schmidt. To δημοσίευμα περιέχει σημειώσεις: Ι, πάνω στο κείμενο (σσ. 1-29) από τους S. Eitrem και Lev Amundsen, και II, πάνω στη μουσική (σσ. 29-71) από τον R. P. Winnington-Ingram, ο οποίος δίνει επίσης μια μεταγραφή των αποσπασμάτων Α και Β σε νεότερη γραφή (σσ. 62-63). Η χρονολογία της σύνθεσης είναι αβέβαιη.
13. Μια Μονωδία με μουσικές νότες (Monody with Musical Notation· The Oxyrhynchus Papyri, μέρος XXV, Λονδίνο 1959, αρ. 2436, σσ. 113-122). To δημοσίευμα περιέχει σημειώσεις: Ι, πάνω στο κείμενο από τον Ε. G. Turner (σσ. 113-115), και II πάνω στη μουσική από τον R. P. Winnington-Ingram (σσ. 116-121). Η Μονωδία, τελείως αποσπασματική, δημοσιεύεται όπως μεταγράφηκε από τον R. P. W.-Ingram σε νεότερη σημειογραφία (σ. 122) και τοποθετείται από τον ίδιο "μετά τον 2ο αι. π.Χ., αλλά πριν από τον 2ο αι. μ.Χ.".
14. Ένας πάπυρος Οξυρύγχου (Oxyrhynchus Papyrus) του Πανεπιστημίου Michigan, αρ. 2958. Δημοσιεύτηκε από τους Ο. Μ. Pearl και R. Ρ. Winnington-Ingram με τον τίτλο "A Michigan Papyrus with Musical Notation" στο Journal of Egyptian Archaeology 51 (1965), 179-195. To άρθρο περιλαμβάνει φωτογραφία και μεταγραφή σε νεότερη σημειογραφία.
15. Ένα μικρό απόσπασμα από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη, που ανακαλύφθηκε τον Δεκέμβριο του 1972 από τη μουσικολόγο Denise Jourdan-Hemmerdinger σ' έναν πάπυρο του Πανεπιστημίου του Leyden (αρ. 510). Αναγγέλλοντας την ανακάλυψή της σε μια ανακοίνωση στην Academie des Inscriptions et Belles Lettres στο Παρίσι την 1η Ιουνίου 1973, ισχυρίστηκε πως αυτό το μουσικό απόσπασμα είναι, πιθανόν, αρχαιότερο του παπύρου Zenon, που χρονολογείται γύρω στο 250 π.Χ. (βλ. παραπάνω, 2) και, επομένως, είναι το αρχαιότερο δείγμα αρχαίας ελληνικής μουσικής που ανακαλύφθηκε ως σήμερα. Ο πάπυρος είναι πολύ κολοβωμένος και περιέχει "τα υπόλοιπα 16 γραμμών, κείμενο και μουσική, από τις οποίες, καθώς λέει, μόνο 8 γραμμές μπορούν να επανορθωθούν"· κατόρθωσε να διαβάσει τους στίχους 784-792 της Ιφιγένειας. Πολλά από τα μουσικά σημεία ανήκουν στη φωνητική σημειογραφία, ενώ 2 ή 3 στην οργανική.
Η ανακοίνωσή της δημοσιεύτηκε στο Comptes Rendus des Seances de l' annee 1973, avril-juin της Ακαδημίας (Παρίσι, Νοέμβρ. 1973, 292-299), μαζί με μια φωτογραφία του παπύρου (σ. 295) και μια προσωρινή μεταγραφή (σ. 294).
Βιβλιογραφία:
Εκτός από όσα μνημονεύονται παραπάνω μέσα στο λήμμα, μπορούν να αναφερθούν και τα ακόλουθα:
Η. Hunger und Ε. Pohlmann, "Neue griech. Musikfragmente", Wiener Studien LXXV, 1962.
Ε. Κ. Borthwick, "The Oxyrhynchus Mus. Monody"..., American Journal of Philology LXXXIV, 1963.
Ebert Pohlmann, Denmaler altgriechischen Musik, Νυρεμβέργη 1971.
http://www.musipedia.gr/
Κατά χρονολογική σειρά οι υπάρχουσες μελωδίες είναι οι ακόλουθες. Την πρώτη θέση θα είχε μια μελωδία που δημοσιεύτηκε από τον ιησουίτη Αθανάσιο Κίρχερ (Athanasius Kircher) στο βιβλίο του Musurgia Universalis (Ρώμη 1650, τόμ. Ι, 541-542, σε ελληνική και νεότερη σημειογραφία) με τον ισχυρισμό ότι είναι η αρχή του πρώτου Πυθιόνικου του Πινδάρου· η αυθεντικότητα της όμως έχει σοβαρά αμφισβητηθεί. Ο Κίρχερ ισχυρίστηκε ότι αντέγραψε τη μελωδία από ένα χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη ενός μοναστηρίου κοντά στη Μεσίνα· το χειρόγραφο όμως αυτό δε βρέθηκε ποτέ και έτσι η μελωδία θεωρείται τώρα από πολλούς μελετητές ως πλαστογραφία. Δημοσιεύτηκε με καλή πίστη ως γνήσιο έργο από τον P. J. Burette (στη Dissertation sur la melopee de l' ancienne musique, fasc. 12, Νοέμβρ. 1720, 205-206), από τον Gevaert (1875, I, 142) και άλλους.
Στην πολύτιμη βιβλιογραφία του (1932-1957) για την αρχαία ελληνική μουσική, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lustrum (Gottingen, 1958/3, 5-57), ο καθηγητής R. P. Winnington-Ingram δίνει έναν ενδιαφέροντα κατάλογο με σύντομη περίληψη (σσ. 11-12) των κυριότερων μελετών, των σχετικών με τις συζητήσεις που δημιούργησε το πρόβλημα σε διάφορα περιοδικά, μεταξύ 1932 και 1940. Εκτός λοιπόν από αυτό, τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι τα ακόλουθα:
1. Ένα απόσπασμα από το πρώτο στάσιμο (338 κε.) από τον Ορέστη του Ευριπίδη, που έχει συντεθεί γύρω στο 408 π.Χ.· είναι πολύ αποσπασματικό (33 νότες, σε έξι γραμμές, από τις οποίες καμιά δεν είναι πλήρης) . Βρέθηκε το 1892 σ' έναν πάπυρο Rainer (δημοσιευμένο στους Papyri Erzherzog Rainer· Βιέννη 1894, σχ. 4ο, σ. 126, αρ. 531 φωτοτυπία) και αντιγράφηκε πρώτα σε νεότερη γραφή από τον δρα Carl Wessely (Mitteilungen aus der Sammlung, Der Pap. Erzh. Rainer, τόμ. V, Βιέννη, 1892). Δημοσιεύτηκε, επίσης, από τον D. Β. Monro στο βιβλίο του The Modes of Ancient Greek Music (σ. 92, στη γραφή του Wessely, με μια επανόρθωση, που προτάθηκε από τον δρα Otto Crusius, ό.π. 130-131) και στη συλλογή του Carl v. Jan Mus. script. Gr. 1895, σσ. 430-431, και στο Συμπλήρωμά της, σσ. 6-7. Ο πάπυρος τοποθετείται από τον Wessely στον πρώτο αι. μ.Χ., ενώ άλλοι τον τοποθετούν πιο πριν ο Ε. G. Turner, στο Journal of Hellenic Studies 76 (1956), 95, τον τοποθετεί γύρω στο 200 π.Χ.
2. Ένα απόσπασμα, που βρέθηκε σε πάπυρο, ανάμεσα σε αριθμό παπύρων της σειράς Zenon, 1931, στο Μουσείο του Καΐρου (αρ. 59533), χρονολογούμενο γύρω στο 250 π.Χ.· είναι γνωστό ως το Απόσπασμα Καΐρου. Πρωτοδημοσιεύτηκε από τον J. F. Mountford στο Journal of Hellenic Studies 51 (1931), 91-100, με τίτλο Α New Fragment of Greek Music in Cairo· ο Mountford δίνει δύο μουσικές ερμηνείες (γραφές) του αποσπάσματος: (α) διατονική και χρωματική και (β) διατονική και εναρμόνια, σ. 99.
Βλ. το σχόλιο του Henri-Irenee Marrou στη Revue de Philologie, de Litterature et d' Histoire Anciennes 13 (1939), 308-320.
3 και 4. Δύο Ύμνοι στον Απόλλωνα, γνωστοί ως Δελφικοί Ύμνοι. Ήταν χαραγμένοι πάνω σε πέτρινες στήλες στο Θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς και ανακαλύφθηκαν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών το 1893. Είναι δύο παιάνες χρονολογούμενοι από τον 2ο αι. π.Χ. (ο Th. Reinach τους τοποθετεί, τον ένα γύρω στο 138 π.Χ. και τον άλλο γύρω στο 128 π.Χ.). Μεταγράφηκαν στη νεότερη σημειογραφία πρώτα από τον Theodore Reinach και δημοσιεύτηκαν με σχόλια του Henri Weil (στο κείμενο) και του Th. Reinach (στη μουσική) στο Bulletin de Correspondance Hellenique (ο πρώτος το 1893, XVII, 569-610, και ο δεύτερος το 1894, XVIII, 345 κε.). Οριστική έκδοση του Reinach στο Fouilles de Delphes III, 2 (1912). Πρβ. Carl v. Jan, ό.π., σσ. 435-449, και ιδιαίτερα στο Συμπλήρωμα (αρ. 2 και 3), σσ. 12-33. Οι ύμνοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τα πιο εκτεταμένα δείγματα της αρχαίας ελληνικής μουσικής που ανακαλύφθηκαν ως σήμερα· ο συνθέτης του πρώτου είναι άγνωστος, ενώ ο δεύτερος ύμνος αποδίδεται στον Αθηναίο συνθέτη Λιμένιο. Οι στήλες εκτίθενται στο Δελφικό Μουσείο.
5. Επιτάφιο τον Σεικίλου, χρονολογούμενο από τον 2ο αι. π.Χ. ως τον 1ο μ.Χ.· ανακαλύφθηκε από το W. Μ. Ramsay το 1883, χαραγμένο σε επιτύμβια πέτρα, "μια μικρή στρογγυλή μαρμάρινη στήλη, που ανήκε στον κ. Purser και μεταφέρθηκε από το Αιδίνιο", καθώς έγραφε (Bulletin de Correspondance Hellenique VIII, 1883, 277). Το Αιδίνιο βρίσκεται κοντά στην αρχαία πόλη Τράλλεις της Μ. Ασίας, γι' αυτό και το Επιτάφιο είναι γνωστό και ως Επιγραφή των Τράλλεων ή του Αιδινίου (Tralleis ή Aidin Inscription).
Η μικρή επιτύμβια στήλη ήταν εκτεθειμένη ως το 1922 στη συλλογή του Young στον Μπουτζά, προάστιο της Σμύρνης, όπου ο Laumonier, μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, μπόρεσε να τη φωτογραφίσει για πρώτη φορά· τη δημοσίευσε στο Bulletin de Correspondance Hellenique XLVIII, 50. Χάθηκε μετά την πυρπόληση της Σμύρνης, 13 Σεπτ. 1923 (πρβ. Th. Reinach, La mus. gr. σσ. 191-192· Emile Martin, Trois documents de mus.gr., Παρίσι 1953, σ. 49, και φωτογραφία της στήλης, απέναντι στη σελ. 49).
Η Επιγραφή αποτελείται από δύο μέρη, από τα οποία το δεύτερο είναι το Επιτάφιο με μουσική· ο Ramsay, ωστόσο, "δεν κατάλαβε, καθώς γράφει, τη σημασία αυτών των μικρών γραμμάτων που βρίσκονταν πάνω από τις γραμμές του δεύτερου μέρους". Ο δρ Carl Wessely ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε πως αυτά τα "γράμματα" ήταν στην πραγματικότητα μουσικές νότες· μετέγραψε τη μουσική στη νεότερη σημειογραφία και δημοσίευσε και τις δύο, την Επιγραφή και τη μεταγραφή του, με σχόλια στο Antike Reste griechischer Musik (1891, σσ. 17-26· η μουσική στις σελίδες 21-24). Συζήτησε το θέμα της Επιγραφής με τον Ch.-Em. Ruelle στη Revue des Etudes Grecques (V, 1892, 265-280). Το Επιτάφιο δημοσιεύτηκε πολλές φορές· μπορούν να αναφερθούν οι ακόλουθες: (1) D. Β. Monro The Modes of Ancient Greek Music 89-90 (η μεταγραφή Wessely) με μια σημαντική διόρθωση στο τέλος της τελευταίας λέξης (απαιτεί la-fa δίεση) που πρότεινε ο J. Α. R. Munro (ό.π. σ. 145)· (2) C. v. Jan, Mus. script. Gr. σσ. 452-453, και Συμπλήρωμα, αρ. 4, Sicili epitaphium σ. 38 (στο Συμπλήρωμα το τέλος είναι διορθωμένο [οι τρεις νότες, la-fa δίεσ.-mi, αντί la-fa δίεσ.], όπως στου Monro, παραπάνω)· (3) Th. Reinach La mus. gr. 191-192.
To ποιητικό κείμενο είναι ένα μικρό εγκώμιο της καλοζωίας, ένα είδος σκολίου. Η μελωδία, αποτελούμενη από 37 νότες συνολικά και με έκταση μιας ογδόης, είναι αυτή καθαυτή πλήρης και έχει μια ξεχωριστή χάρη για μας. Όπως λέει ο Reinach, "είναι το πιο πλήρες και πιο ευανάγνωστο δείγμα της αρχαίας γραφής που έφτασε σε μας". Βλ. το κείμενο στο λ. Σείκιλος .
6. (α) ένα μικρό απόσπασμα (τέσσερις γραμμές) ενός παιάνα
για την αυτοκτονία του Αίαντα
(β) και (γ) δύο μικρά αποσπάσματα οργανικής μελωδίας (τρεις γραμμές το καθένα)·
(δ) ένα άλλο απόσπασμα παιάνα (δώδεκα γραμμές)·
(ε) μισή γραμμή ενός λυρικού τραγουδιού.
Όλα αυτά (α-ε) βρέθηκαν σ' έναν πάπυρο (Μουσείο Βερολίνου, αρ. 6870) και χρονολογούνται από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (περ. 160). Πρώτη έκδοσή τους από τον W. Schubart το 1918 ("Ein griechischer Papyrus mit Noten", Sitzungsberichte der Koniglich Preussischer Akademie der Wissenschaften, XXXVI, σσ. 763-768).
7. Τέσσερις μικρές οργανικές μελωδίες άγνωστου συνθέτη, δημοσιευμένες στον Ανώνυμο (Bell. § 98, 99, 101, 104, σσ. 95, 96, 98). Δημοσιεύτηκαν με ελαφρές διαφορές και από τον Vincent (στις Notices 1847, 60-64). Επίσης, από τον R. Westphal στο Συμπλήρωμα του πρώτου τόμου της έκδοσής του Metrik der Griechen (1867, 50-54) και στο Die Musik des griechischen Alterthums (1883, 337, 339-341), και από τον Gevaert (I, 141, 154).
Δύο πιο μικρά αποσπάσματα, που δημοσιεύτηκαν επίσης από τον Bellermann (§ 97, 100, σσ. 94, 96), και από τους Gevaert (σ. 146) και Westphal (σ. 338), μπορούν να θεωρηθούν αποσπάσματα οργανικών ασκήσεων.
8. Ύμνος στη Μούσα (Καλλιόπη).
9. Ύμνος στον Ήλιο.
10. Ύμνος στη Νέμεση.
Οι τρεις αυτοί ύμνοι (8-10) πρωτοδημοσιεύτηκαν με την ελληνική τους σημειογραφία από τον Vincenzo Galilei στη Φλωρεντία το 1581 (Dialogo, di Vincentio Galilei Nobile Fiorentino, Della musica antica e della moderna, Φλωρεντία 1581, 97). Η σύνθεσή τους τοποθετείται στον 2ο αι. μ.Χ. και πιθανώς κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.). Διάφορες υποθέσεις και εικασίες έχουν γίνει για την προσωπικότητα του συνθέτη τους. Στο Διάλογο του Galilei ο πρώτος ύμνος έχει στα ελληνικά τον τίτλο: Διονυσίου εις Μούσαν. Ίαμβος βακχείος· ο δεύτερος και ο τρίτος δεν έχουν όνομα συνθέτη. Ο Burette (ό.π. [1720], 183 κε.) συζητά λεπτομερειακά το όλο θέμα των ύμνων και του συνθέτη τους. Σ' ένα χειρόγραφο των τριών ύμνων, που ανακάλυψε [ο Burette] στο τέλος μιας έκδοσης ελληνικής ποίησης του ’ρατου (Οξφόρδη 1672), το όνομα του Διονύσιου
εμφανίζεται ως του συνθέτη και των τριών· τίτλος του πρώτου: Διονυσίου εις Μούσαν. Ίαμβος βακχείος· του δεύτερου: Ύμνος εις Απόλλωνα του αυτού· και του τρίτου: Ύμνος εις Νέμεσιν του αυτού. Πρβ. επίσης Fr. Bellermann, Die Hymnen des Dion. u. Mesomedes (1840, 11-14). Ο Ύμνος στη Νέμεση αποδιδόταν από τον Έλληνα συγγραφέα Ιωάννη Φιλαδελφέα, της εποχής του Ιουστινιανού, στον Έλληνα ποιητή Μεσόδμη· αυτό το όνομα θεωρήθηκε ως λαθεμένη διατύπωση του ονόματος Μεσομήδης (Πρβ. John Anthony Cramer, Anecdota graeca e codd. manuscriptis Bibliothecae Regiae Parisiensis, τόμ. Ι, Παρίσι 1839, 406). To πρόβλημα ποιος είναι ο συνθέτης των τριών αυτών ύμνων παραμένει ακόμα άλυτο· μερικοί μελετητές αποκλίνουν υπέρ του Μεσομήδη (ο C. v. Jan Mus. script. Gr. 460, ωστόσο, στο Συμπλήρωμα αποδίδει στον Μεσομήδη τους αρ. 9 και 10· ο Κ. Sachs The Rise of Music in the Ancient World 198, γράφει: "και οι τρεις είχαν πιθανώς συντεθεί τον 2ο αι. μ.Χ. από τον Μεσομήδη [ή ο Ύμνος στη Μούσα ίσως από τον Διονύσιο]")· ο Th. Reinach σε μια ειδική διάλεξή του (Conference sur la mus. gr. et l' Hymne a Apollon σ. 8) αποδίδει έμμεσα τους ύμνους στον Μεσομήδη "ο οποίος, καθώς λέει, είχε αρκετά μεγάλη φήμη, ενώ η ύπαρξη του Διονυσίου αμφισβητείται σήμερα" (βλ. το κείμενο στο λ. Μεσομήδης ). Στο βιβλίο του όμως La mus. gr, 196 και 199, οριστικά αποδίδει μόνο τους δύο τελευταίους, αρ. 9 και 10, στον Μεσομήδη. ’λλοι αποδίδουν τους δύο πρώτους, 8 και 9, στον Διονύσιο και τον τρίτο στον Μεσομήδη (Fr. Snedorf De Hymnis Veterum Graecorum, Λιψία 1786, 65-72· ο Snedorf δημοσιεύει μόνο το κείμενο χωρίς τη μουσική· βλ. και Monro, 87).
Η άποψη που γενικά επικρατεί σήμερα είναι ότι ο Ύμνος στη Νέμεση είναι του Μεσομήδη και, ίσως, ο Ύμνος στον Ήλιο. Όσο για τον Ύμνο στη Μούσα, ο οποίος μπορεί να είναι δύο χωριστά κομμάτια (υπόθεση του Wilamowitz, Timotheus Perser 97· πρβ. και Th. Reinach, Deux preludes citharodiques), πιστεύεται πως ο συνθέτης του είναι άγνωστος (ή κάποιος Διονύσιος, ή ακόμα ο Διονύσιος ο νεότερος, ο Αλικαρνασσεύς, ο επονομαζόμενος "ο μουσικός"· πρβ. Westphal, Die Musik des gr. Alterth. 327· Gev. I, 445 και λ. Διονύσιος
αρ. 4).
Τελευταία έχει προταθεί μια νέα υπόθεση από την Isobel Henderson (The New Oxford History of Music I, 1957, 372-373): οι Ύμνοι που αποδίδονται στον Μεσομήδη μπορεί να θεωρηθούν ως βυζαντινές ανασυνθέσεις ("Η πιθανότητα, λοιπόν, φαίνεται να ευνοεί μια έντεχνη βυζαντινή ανασύνθεση").
Και οι τρεις Ύμνοι έχουν δημοσιευτεί αρκετές φορές: από τον Burette (ό.π. 1720, 169 κε.)· τον Fr. Bellermann (Die Hymnen des Dion. u. Mesom. 1840, 11-14)· τον R. Westphal (Metrik, Συμπλ. 1867, 50-54· Die Mus. des gr. Alterth. 1883, 327-336)· τον Gevaert (Hist. et theor. de la mus. de l' antiquite I, 1875, 445-449)· τον Carl. v. Jan (Mus. script. Gr. 1895, 460-473 και Συμπλήρωμα, 44-59)· τον Th. Reinach (La mus. gr. 1926, 194-201).
11. Ένα απόσπασμα χριστιανικού ύμνου με ελληνική σημειογραφία, χρονολογούμενο από τον 3ο αι. μ.Χ.· ανακαλύφθηκε από τον Α. S. Hunt το 1918 σ' έναν πάπυρο στην Oξύρυγχο της Αιγύπτου· δημοσιεύτηκε στον 15ο τόμο των παπύρων Oξυρύγχου (The Oxyrhynchus Papyri 1922) και μεταγράφηκε στη νεότερη σημειογραφία από τον Η. Stuart Jones. Αρκετές άλλες μεταγραφές και μελέτες έχουν δημοσιευτεί από διάφορους ειδικούς μελετητές: Th. Reinach, Revue Musicale 1922· Η. Abert, Zeitschrift fur Musikwissenschaft IV, 1922· R. Wagner, Philologus LXXIX, 1923, και Egon Wellesz στην Ιστορία της Βυζαντινής Μουσικής και Yμνογραφίας (History of Byzantine Music and Hymnography 1949, 125-129).
12. "Αποσπάσματα από ένα άγνωστο ελληνικό κείμενο τραγωδίας με μουσική γραφή"· πρβ. Symbolae Osloenses fasc. XXXI, Όσλο 1955, 1-87. Αυτός ο πάπυρος (Pap. Osl. Inv. αρ. 1413) ανήκε σε μια συλλογή ελληνικών παπύρων που αγοράστηκαν στο Βερολίνο το 1933 από τον καθηγητή Carl Schmidt. To δημοσίευμα περιέχει σημειώσεις: Ι, πάνω στο κείμενο (σσ. 1-29) από τους S. Eitrem και Lev Amundsen, και II, πάνω στη μουσική (σσ. 29-71) από τον R. P. Winnington-Ingram, ο οποίος δίνει επίσης μια μεταγραφή των αποσπασμάτων Α και Β σε νεότερη γραφή (σσ. 62-63). Η χρονολογία της σύνθεσης είναι αβέβαιη.
13. Μια Μονωδία με μουσικές νότες (Monody with Musical Notation· The Oxyrhynchus Papyri, μέρος XXV, Λονδίνο 1959, αρ. 2436, σσ. 113-122). To δημοσίευμα περιέχει σημειώσεις: Ι, πάνω στο κείμενο από τον Ε. G. Turner (σσ. 113-115), και II πάνω στη μουσική από τον R. P. Winnington-Ingram (σσ. 116-121). Η Μονωδία, τελείως αποσπασματική, δημοσιεύεται όπως μεταγράφηκε από τον R. P. W.-Ingram σε νεότερη σημειογραφία (σ. 122) και τοποθετείται από τον ίδιο "μετά τον 2ο αι. π.Χ., αλλά πριν από τον 2ο αι. μ.Χ.".
14. Ένας πάπυρος Οξυρύγχου (Oxyrhynchus Papyrus) του Πανεπιστημίου Michigan, αρ. 2958. Δημοσιεύτηκε από τους Ο. Μ. Pearl και R. Ρ. Winnington-Ingram με τον τίτλο "A Michigan Papyrus with Musical Notation" στο Journal of Egyptian Archaeology 51 (1965), 179-195. To άρθρο περιλαμβάνει φωτογραφία και μεταγραφή σε νεότερη σημειογραφία.
15. Ένα μικρό απόσπασμα από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη, που ανακαλύφθηκε τον Δεκέμβριο του 1972 από τη μουσικολόγο Denise Jourdan-Hemmerdinger σ' έναν πάπυρο του Πανεπιστημίου του Leyden (αρ. 510). Αναγγέλλοντας την ανακάλυψή της σε μια ανακοίνωση στην Academie des Inscriptions et Belles Lettres στο Παρίσι την 1η Ιουνίου 1973, ισχυρίστηκε πως αυτό το μουσικό απόσπασμα είναι, πιθανόν, αρχαιότερο του παπύρου Zenon, που χρονολογείται γύρω στο 250 π.Χ. (βλ. παραπάνω, 2) και, επομένως, είναι το αρχαιότερο δείγμα αρχαίας ελληνικής μουσικής που ανακαλύφθηκε ως σήμερα. Ο πάπυρος είναι πολύ κολοβωμένος και περιέχει "τα υπόλοιπα 16 γραμμών, κείμενο και μουσική, από τις οποίες, καθώς λέει, μόνο 8 γραμμές μπορούν να επανορθωθούν"· κατόρθωσε να διαβάσει τους στίχους 784-792 της Ιφιγένειας. Πολλά από τα μουσικά σημεία ανήκουν στη φωνητική σημειογραφία, ενώ 2 ή 3 στην οργανική.
Η ανακοίνωσή της δημοσιεύτηκε στο Comptes Rendus des Seances de l' annee 1973, avril-juin της Ακαδημίας (Παρίσι, Νοέμβρ. 1973, 292-299), μαζί με μια φωτογραφία του παπύρου (σ. 295) και μια προσωρινή μεταγραφή (σ. 294).
Βιβλιογραφία:
Εκτός από όσα μνημονεύονται παραπάνω μέσα στο λήμμα, μπορούν να αναφερθούν και τα ακόλουθα:
Η. Hunger und Ε. Pohlmann, "Neue griech. Musikfragmente", Wiener Studien LXXV, 1962.
Ε. Κ. Borthwick, "The Oxyrhynchus Mus. Monody"..., American Journal of Philology LXXXIV, 1963.
Ebert Pohlmann, Denmaler altgriechischen Musik, Νυρεμβέργη 1971.
http://www.musipedia.gr/