Δρ. Χρήστος Τερζής
Μεσομήδης ο Κρης:
α. Σύνοψη του βίου και της εργογραφίας του[1]
β. Συμβολή στην αποκατάσταση της παράδοσης των σωζόμενων μουσικών έργων του
Εισαγωγή
Στην παρούσα μελέτη κατατίθενται αφ’ ενός συγκεντρωμένες οι γραπτές μαρτυρίες που αφορούν το βίο του Κρήτα μελικού ποιητή Μεσομήδη και αφ’ ετέρου παρουσιάζονται συνοπτικά ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες για το ποιητικό του έργο.[2] Όμως, ιδιαίτερο βάρος δίδεται στην ιστορία της κριτικής θεώρησης εκείνων των πηγών που διασώζουν έργα του με μουσική σημειογραφία. Εν τέλει, με βάση την πρόσφατη βιβλιογραφία τεκμηριώνονται συγκεκριμένες αλλαγές στις σχέσεις των χειρογράφων και προτείνεται ένα νέο stemma codicum των έργων αυτών.
α.1 Σύνοψη του βίου του Μεσομήδη
Η αρχαιότερη αναφορά στο Μεσομήδη χρονολογείται στα τέλη του 2ου μΧ αιώνα και εντοπίζεται στη Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία του Δίωνα του Κασσίου (163–230 μΧ). Εκεί μαθαίνουμε ότι ο αυτοκράτορας Caracalla (βασ. 198-217) τίμησε το συνθέτη με κενοτάφιο:
ὅτι τὸ τοῦ Σύλλου μνημεῖον ἀναζητήσας ἐπεσκεύασεν, τῷ τε Μεσομήδει τῷ τοὺς κιθαρῳδικοὺς νόμους συγγράψαντι κενοτάφιον ἔχωσε, τῷ μὲν ὅτι καὶ κιθαρῳδεῖν ἐμάνθανεν, ἐκείνῳ δὲ ὅτι τὴν ὠμότητα αὐτοῦ ἐζήλου.
Δίων ὁ Κάσσιος Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία : 77.13.7.3–6
Δεύτερη γραπτή μαρτυρία που αφορά το Μεσομήδη εντοπίζεται στην 95η Επιστολή του Συνεσίου του Κυρηναίου (370-412 μΧ), ποιητή και νεοπλατωνικού φιλοσόφου. Σε αυτή την επιστολή ο Συνέσιος παραθέτει ένα ποιητικό 3-στιχο σχετικό με τη Νέμεση, έχοντας αναφέρει προηγουμένως ότι το μέλος του ψάλλεται συνοδευόμενο με λύρα. Το τρίστιχο αυτό, προέρχεται από τον Ὕμνον εἰς Νέμεσιν του Μεσομήδη, τον οποίο διέσωσε ολόκληρο η χειρόγραφη παράδοση, με αρχαία μάλιστα παρασημαντική.
...ἀνθρώπων νέμεσιν. αὕτη μέντοι σαφῶς ἐστὶ περὶ ἧς πρὸς λύραν ᾄδομεν
λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις,
γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις,
ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βιοτὰν κρατεῖς.
Συναίσιος, Ἐπιστολαὶ 95.78-82.
Επόμενη μαρτυρία για το Μεσομήδη εντοπίζουμε σε μια συλλογή βιογραφιών ρωμαίων αυτοκρατόρων από τον Hadrianus (Αδριανός, βασ. 117-138) έως τον Carinus. Πρόκειται για το γνωστό Historia Augusta,[3] που πρέπει να γράφτηκε περί τα τέλη του 4ου αιώνα.[4] Στη βιογραφία του Pius, διαδόχου του Αδριανού, διαβάζουμε ότι ο αυτοκράτορας, στο πλαίσιο περιστολής των κρατικών δαπανών, περιέκοψε το μισθό του Μεσομήδη (unde etiam Mesomedi lyrico salarium inminuit).[5] Αν και θα πρέπει ο Pius να θεωρείτο ‒σύμφωνα με τα γραφόμενα στη βιογραφία του‒ ως οικονομικά συνετός μονάρχης, η απόφασή του αυτή, ενδεχομένως, αποκαλύπτει ότι δεν έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον με τον προκάτοχό του, Αδριανό, για τις τέχνες και τα γράμματα.
Στον Ιωάννη Λαυρέντιο Λυδό (490–565/70 μΧ), βυζαντινό ιστορικό, αποδίδεται, σύμφωνα όμως με νόθα αποσπάσματα του έργου του Περὶ τῶν μηνῶν, παράθεση διστίχου από τον Ὕμνον εἰς Νέμεσιν, με αναφορά μάλιστα στο όνομα του ποιητή:
Φασὶ γὰρ τὴν Νέμεσιν τὰ γλαφυρὰ τῶν
πραγμάτων εἰς τὸ ἔμπαλιν τρέπειν ταῖς ὑπερβολαῖς
τῆς τύχης, ὥς φησι Νουμήνιος, τῷ δὲ αὐτῷ τροχῷ
τὴν ἰσότητα ἐπάγουσαν, ὅθεν ὁ Μεσομήδης οὕτω που
πρὸς αὐτήν·
ὑπὸ σὸν τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ
χαροπὰ μερόπων στρέφεται τύχα.
Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός, Περὶ τῶν μηνῶν Spur.6.1–7.
Αλλά, πληρέστερο κείμενο για το Μεσομήδη, ως προς τις πληροφορίες που μας παρέχει, είναι το σχετικό λήμμα στη Σούδα, λεξικό του 10ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο ο Μεσομήδης υπήρξε λυρικός ποιητής, κρητικής καταγωγής, απελεύθερος και αγαπητός φίλος του αυτοκράτορα Αδριανού. Συνέθεσε έπαινο στον ερωμένο του Αδριανού, Αντίνοο, και άλλα μέλη, μεταξύ των οποίων και κιθαρωδικούς νόμους. Τιμήθηκε δε αργότερα από τον αυτοκράτορα Καρακάλλα (ονομαζόμενος και Αντωνίνος) με κενοτάφιο:
Μεσομήδης, Κρής, λυρικός, γεγονὼς ἐπὶ τῶν Ἀδριανοῦ χρόνων, ἀπελεύθερος αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς μάλιστα φίλος. γράφει οὖν εἰς Ἀντίνοον ἔπαινον, ὃς ἦν Ἀδριανοῦ παιδικά· καὶ ἄλλα διάφορα μέλη. ὅτι Ἀντωνῖνος τὸ τοῦ Σύλλου μνημεῖον ἀναζητήσας ἐπεσκεύασε, τῷ τε Μεσομήδει τῷ τοὺς κιθαρῳδικοὺς νόμους γράψαντι κενοτάφιον ἔχωσε· τῷ μὲν ὅτι καὶ κιθαρῳδεῖν ἐμάνθανεν· ἐκείνῳ δὲ ὅτι τὴν ὠμότητα αὐτοῦ ἐζήλου.
Σοῦδα μ 668.
Αν συγκρίνουμε τις μαρτυρίες του Δίωνα Κασσίου και του λήμματος της Σούδας, θα διαπιστώσουμε ότι το δεύτερο προέρχεται κατά το δεύτερο ήμισυ (τὸ τοῦ Σύλλου μνημεῖον … ὠμότητα αὐτοῦ ἐζήλου) από το Δίωνα.
Με βάση τη μαρτυρία ότι ο Μεσομήδης τιμήθηκε με κενοτάφιο –που σημαίνει ότι ίσως δεν θάφτηκε στη Ρώμη–, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο ποιητής πιθανώς επέστρεψε στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κατόπιν τούτου, ίσως είναι ο ίδιος με το Μεσσωμήδη του Αντιόχου που σε επιγραφή της αυτοκρατορικής εποχής από τη Λάππα του Ρεθύμνου ανατείνει ευχή στην Περσεφόνη («..]εσσωμήδης»)·[6] είναι, δηλαδή, πιθανόν ο Μεσομήδης να καταγόταν από την περιοχή του Ρεθύμνου.
α.2 Σύνοψη της εργογραφίας του ποιητή
Δύο ποιήματα του Μεσομήδη, με τίτλο –οι τίτλοι δόθηκαν από μεταγενέστερους εκδότες– Σφίγξ και Ὕαλος, συμπεριελήφθησαν στην Ἀνθολογία του Κωνσταντίνου Κεφαλά (10ος αιώνας) αλλά και στην Ἀνθολογία του Μαξίμου Πλανούδη (13ος αιώνας ‒αναθεωρημένη έκδοση της ανθολογίας του Κεφαλά). Είναι σύντομα σε έκταση (εννέα και έντεκα στίχων) και δεν διασώζουν τίτλο, ούτε μουσική σημειογραφία, παρά μόνο το όνομα του δημιουργού τους. Το πρώτο αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της Σφίγγας, ενώ το δεύτερο στην επινόηση του γυαλιού.
Μεσομήδους [Σφίγξ]
Ἕρπουσα, βεβῶσα, ποτωμένα,
νόθον ἴχνος ἀειρομένα δρομάς,
πτερόεσσα μὲν ἦν τὰ πρόσω γυνά,
τὰ δὲ μέσσα βρέμουσα λέαινα θήρ,
τὰ δ' ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων.
οὔθ' ὁλκὸς ἀπέτρεχεν, οὐ γυνά,
οὔτ' ὄρνις ὅλον δέμας οὔτε θήρ·
κούρα γὰρ ἐφαίνετ' ἄνευ ποδῶν,
κεφαλὰν δ' οὐκ ἔσχε βρέμουσα θήρ.
φύσιν εἶχεν ἄτακτα κεκραμέναν·
ἀτέλεστα τέλεια μεμιγμένα.
Παλατινὴ Ἀνθολογία xiv.63.1‒11
Μεσομήδους [Ὕαλος]
Τὰν ὕελον ἐκόμιζε
κόψας ἐργάτας ἀνήρ·
ἐς δὲ πῦρ ἔθηκε βῶλον,
ὡς σίδηρον εὐσθενῆ·
ἁ δ' ὕελος οἷα κηρὸς
ἐξεχεῖτο παμφάγοισι
φλοξὶν ἐκπυρουμένα·
θαῦμα δ' ἦν ἰδεῖν βροτοῖς
ὁλκὸν ἐκ πυρὸς ῥέοντα
καὶ τὸν ἐργάτην τρέμοντα,
μὴ πεσὼν διαρραγῇ·
ἐς δὲ διπτύχων ἀκμὰς
χηλέων ἔθηκε βῶλον ...
Παλατινὴ Ἀνθολογία xvi.323.1‒1
Οκτώ ακόμη ποιήματα του Μεσομήδη διασώζονται στον κώδικα Vaticanus Ottobonianus gr. 59 που χρονολογείται το 13ο‒14ο αιώνα· εκδόθηκαν βασισμένα σ’ αυτό το χειρόγραφο από τους Lambros (1906), Wilamowitz (1921) και Horna (1928). Οι τίτλοι των ποιημάτων είναι οι εξής: Εἰς τὴν Φῦσιν, Εἰς τὴν Ἶσιν, Εἰς Ἀδρίαν, Εἰς ὡρολόγιον, Ἄλλο εἰς ὡρολόγιον, Ἔκφρασις σπόγγου, Εἰς κύκνον, Εἰς κώνωπα. Σε τρία μόνο από αυτά[7] συναντούμε σχόλια για το ρυθμό και τον τρόπο στον οποίο βρίσκεται το μέλος, που όμως δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για την αποκατάστασή του.
Συγκεκριμένα, στο Εἰς τὴν Φῦσιν [8] αναφέρονται οι πληροφορίες: ὁ τρόπος λύδιος, ὁ ῥυθμὸς ὀκτάσημος, ὁ ποὺς προκελευσματικός, και η λέξη Πυθαγόρου. Ο ρυθμός, ωστόσο, που αναφέρεται δεν ταιριάζει στο μέτρο του ποιήματος και έχει προταθεί η άποψη ότι, ενδεχομένως, η σημείωση αφορά το ποίημα Εἰς κύκνον (Heitsch 1961 № 10) ή άλλο με ίδιο μέτρο (αναλυμένος ανάπαιστος), που όμως δεν διασώθηκε.[9]
Για το Εἰς τὴν Ἶσιν,[10] διασώζονται οι ακόλουθες πληροφορίες: ἡ συζυγία πυρίχιος καὶ ἴαμβος· γένη δύο, ἴαμβος διπλάσιον καὶ πυρρίχιος ἴσον· ὀ ῥυθμὸς δεκάσημος· ὑπολύδιος ὁ τρόπος. Εδώ, τα ρυθμικά σχόλια αρμόζουν πλήρως στους στίχους που ποιήματος. Σύμφωνα με τους Pöhlmann & West (2001:113) η σημείωση ὑπολύδιος μαρτυρεί ότι το ποίημα αρχικά πρέπει να παραδόθηκε μαζί με το μέλος του, το οποίο αργότερα εξέπεσε.
Μαζί με το ποίημα με τίτλο Εἰς ὡρολόγιον [11] (το πρώτο από τα δύο), διαβάζουμε τις εξής φράσεις: συζυγία κατ’ ἄντίθεσιν (= συζυγία τροχαίου και ιάμβου)· ὁ ποὺς -È καὶ È-· γένος διπλάσιον· ὁ ῥυθμὸς δωδεκάσημος. Κατά τους Pöhlmann & West (2001:113), το ρυθμικό σχόλιο αφορά χοριαμβικά ή αναπαιστικά δίμετρα και δεν ταιριάζει στο μέτρο των στίχων του ποιήματος που συνοδεύει.[12] Εν τοιαύτη περιπτώσει ο τρόπος του μέλους (λύδιος), ίσως αφορά το ποίημα για το οποίο γράφτηκε το σχόλιο, το οποίο αρχικά πρέπει να συνοδευόταν από μουσική σημειογραφία.
β. Συμβολή στην αποκατάσταση της παράδοσης των σωζόμενων μουσικών έργων του
Υπάρχουν, όμως, ακόμη πέντε έργα του Μεσομήδη που δεν παραδίδονται στον κώδικα Vaticanus Ottobonianus gr. 59 (Ο), αλλά διασώθηκαν διαμέσου άλλης παράδοσης. Πρόκειται για τα προοίμια Εἰς Μοῦσαν (№ 24 Pöhlmann & West 2001), «Στην Καλλιόπη και τον Απόλλωνα» (№ 25, 26 Pöhlmann & West 2001), και τους ύμνους Εἰς Ἥλιον και Εἰς Νέμεσιν (№ 27, 28 Pöhlmann & West 2001), έργα ‒στο εξής μέλη‒ που μεταφέρθηκαν στα χειρόγραφα μαζί με αρχαία παρασημαντική.[13] Η editio princeps των μελών (ποιητικό κείμενο και μουσική) έγινε το 1581 από το Vincenzo Galilei, πατέρα του γνωστού αστρονόμου, ο οποίος τα συμπεριέλαβε στο βιβλίο του με τίτλο Dialogo della musica antica e della moderna που εκδόθηκε στη Φλωρεντία. Ο Galilei δεν απέδωσε, όμως, τα μέλη στο Μεσομήδη, αλλά στο Διονύσιο, συντάκτη της πραγματείας που στα χειρόγραφα προηγείται. Οι παρτιτούρες του Μεσομήδη περιελήφθησαν και στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Galilei το 1602. Ακολούθησαν οι εκδόσεις των Fell (1672) και Burette (1731)· ο Fell απέδωσε κι αυτός τα μέλη στο Διονύσιο, ενώ ο Burette επανεξέτασε το ζήτημα της πατρότητάς τους προσκομίζοντας νέα στοιχεία.[14] Ο Bellermann προσέφερε μια βελτιωμένη έκδοση των μελών το 1840, αποδίδοντας μάλιστα το Εἰς Μοῦσαν στο Διονύσιο και τους δύο ύμνους (Εἰς Ἥλιον, και Εἰς Νέμεσιν) στο Μεσομήδη. Το 1970 ο Pöhlmann αναθεώρησε την έκδοση του Bellermann, ενώ η πιο πρόσφατη κριτική έκδοση των μελών –με ελάχιστες επεμβάσεις σε εκείνη του Pöhlmann 1970– ανήκει στους Pöhlmann & West (2001).[15]
Εν τω μεταξύ, σημαντική θεωρείται η συνεισφορά του Bergk (1859:183), που πρώτος πρότεινε την αποδέσμευση του ονόματος του Διονυσίου από το Εἰς Μοῦσαν, μέλος που στα χειρόγραφα εμφανίζεται πρώτο. Επίσης, ο Jan (1890α:680), πρώτον, υποστήριξε την πρόταση του Bergk, εξηγώντας ότι η επανάληψη του τίτλου της πραγματείας του Βακχείου στο τέλος της λειτουργεί ως σφραγίδα στο κείμενο αυτό και δεύτερον, προσέφερε σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία των απογράφων ενός από τα παλαιότερα μουσικά χειρόγραφα της Βενετίας, του Venetus Marcianus gr. app. cl. VI/10.[16] Επιμέρους, αλλά ουσιαστικές, απόψεις στην εξέταση της παράδοσης των μελών κόμισε ο Reinach,[17] ο οποίος μάλιστα πρότεινε αναθεωρημένη ανάγνωση του Εἰς Μοῦσαν. Επίσης, ο Horna το 1903 για πρώτη φορά αξιοποίησε το σχόλιο παρεξεβλήθησαν ἀπὸ τῆς μουσικῆς που εμφανίζεται στον κώδικα Ottobonianus για να υποστηρίξει:
πρώτον ότι οι οκτώ ύμνοι του κώδικα αυτού, αλλά και οι υπόλοιποι ανήκουν στον ίδιο ποιητή, το Μεσομήδη, και
δεύτερον ότι πρέπει να αντλήθηκαν από συλλογικό τόμο που διέσωζε τη μουσική όλων των ποιημάτων.[18]
Την παράδοσή των έργων αποκάλυψε ο Heitsch (1959:36‒45), ο οποίος εξέτασε τις γραφές δεκατριών χειρογράφων, πλην του Ο, από τα οποία τα ένδεκα διασώζουν και τη μουσική των ποιητικών κειμένων. Είναι τα Berolinensis Phill. gr. 1555 (Be), Hamburgensis gr. Cod. Philol. 110 (H), Lugdunensis Scaligerianus gr. 47 (L), Monacensis gr. 215 (Mo), Mutinensis gr. 173 (Mu), Neapolitanus gr. 262 (N), Neapolitanus gr. 259 (Ne), Parisinus gr. 2458 (P1), Parisinus gr. 2532 (P2), Vaticanus Urbinas gr. 77 (Ur), Vaticanus gr, 1364 (Va2), Venetus Marcianus app. cl. VI/10 (V) και Venetus Marcianus gr. 318 (Ve). Από την εξέταση των σφαλμάτων των αντιγραφέων, ο Heitsch πρότεινε ένα στέμμα (Heitsch 1959:43), στο οποίο φαίνεται ότι τα N, V και Ve είναι ανεξάρτητα αντίγραφα ενός μη διασωθέντος προγόνου, του υπαρχετύπου α. Αυτό το α, σε συνδυασμό με το Ο, ανασυνθέτει ‒σύμφωνα με τον Heitsch‒ το αρχέτυπο του συνόλου των έργων του Μεσομήδη.
Ο Pöhlmann (1970:13) δίδει ένα στέμμα που περιλαμβάνει, εκτός των Ο, V, N και Ve, ένα νέο χειρόγραφο, υψηλής μάλιστα στεμματικής αξίας, τον κώδικα Parisinus Coislinianus gr. 173 (C) του 14ου αιώνα. Στο στέμμα του Pöhlmann τα Ν και Ve εμφανίζονται ως ανεξάρτητα αντίγραφα ενός άγνωστου προτύπου γ, το οποίο μαζί με το C ανασυνθέτει το υπαρχέτυπο β· το β ανασυνθέτει μαζί με το V (ως ισοδύναμό του) το αρχέτυπο α, αντίστοιχο με το α του Heitsch 1959. Ο Pöhlmann δεν συμπεριέλαβε τα υπόλοιπα χειρόγραφα, προφανώς, διότι συμφώνησε με την ήδη δημοσιευμένη μελέτη του Heitsch. Ανέφερε, όμως, την ύπαρξη του Vaticanus gr. 1772 (Va1), χωρίς ωστόσο να εξετάσει την προέλευσή του. Η διαφορά των Heitsch (1959) και Pöhlmann (1970) συνίσταται στο ότι ο μεν πρώτος θεωρεί τα V, N και Ve ως παραδοσιακές πηγές ίδιας στεμματικής αξίας, ενώ ο δεύτερος , αφ’ ενός υποβιβάζει τα N και Ve (ως προς τη στεμματική τους αξία) ένα επίπεδο χαμηλότερα, αφ’ ετέρου εισάγει στο στέμμα το C.
Το 1981, ο Mathiesen παρουσίασε, μαζί με ορισμένα νέα ‒τότε‒ αποσπάσματα αρχαίας ελληνικής μουσικής, και εννέα ‒επίσης, νέα κατά την εκτίμησή του‒ χειρόγραφα που περιέχουν τα μέλη του Μεσομήδη. Αυτά ήταν τα Be, H, Mo, Mu, Ne, P1, P2, Va2, και το Salamantinensis Universitatis gr. 2748 (S). Προφανώς, ο Mathiesen δεν είχε υπ’ όψιν του τη μελέτη του Heitsch· γι’ αυτό, άλλωστε, επικρίνει τον Pöhlmann, αναφέροντας ότι το στέμμα του, που περιέχει μόνο τέσσερα χειρόγραφα (τα V, C, N, Ve) απέχει πολύ από το να παρουσιάσει τη διευθέτηση των εννέα, επιπλέον, χειρογράφων.[19] Ο ίδιος, μάλιστα, προτείνει ορισμένες σχέσεις χειρογράφων, βασιζόμενος αποκλειστικά στο περιεχόμενό τους, χωρίς, όμως, να έχει προηγουμένως εξετάσει τις γραφές που αυτά μεταφέρουν. Συγκεκριμένα, ο Mathiesen παρατήρησε:
πρώτον, ότι τρία μόνο χειρόγραφα, τα H, Va1 και Ve, δεν περιέχουν ‒σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα‒ τη μουσικοθεωρητική πραγματεία του Διονυσίου. Βασίστηκε σε αυτή την παρατήρηση και υποστήριξε ότι το H πρέπει να θεωρηθεί ως συγγενές προς τα Ve και Va1, παρόλο που είδε ότι αυτό ‒σε αντίθεση με εκείνα ‒ παραδίδει μουσική σημειογραφία·[20]
δεύτερον, ότι το περιεχόμενο των Ν και Ve είναι τόσο διαφορετικό που δεν επιτρέπει την υπαγωγή τους ‒ως ανεξάρτητων αντιγράφων‒ σε κοινό πρόγονο (το γ του Pöhlmann).[21] Επιπλέον, υποστήριξε ότι το N προήλθε από το Ne·[22]
τρίτον, ότι τα H, Be και S μεταφέρουν αντιπροσωπευτικές παραλλαγές του κλάδου της παράδοσης, στον οποίο το ποιητικό κείμενο των μελών συνυπάρχει με τη μουσική σημειογραφία. Μάλιστα, δίδει λεπτομερή περιγραφή της δομής των μελών σε καθένα από αυτά τα τρία χειρόγραφα.[23]
Στη έκδοση των μελών το 2001 οι Pöhlmann & West δεν επέφεραν αλλαγές στο στέμμα του Pöhlmann (1970:13). Εξέτασαν τα Va1 και S, και τα απέκλεισαν ως απόγραφα του Ve[24] και του P2[25] αντίστοιχα. Κατά τα άλλα αποδέχθηκαν την κατά Heitsch (1959) εκδοχή της παράδοσης των μελών.[26]
Όμως, οι Pöhlmann & West (2001) δεν εκτίμησαν τις παρατηρήσεις του Mathiesen. Η θέση τους συνοψίζεται στο ότι ο Mathiesen δεν προσκόμισε εννέα νέα χειρόγραφα στο πεδίο της έρευνας της παράδοσης των μελών του Μεσομήδη, παρά μόνον ένα, το S, το οποίο, μάλιστα, αποκλείεται από τα επιλεγμένα, για την έκδοση, χειρόγραφα ως απόγραφο του V δια μέσου του P2. Υπενθύμισαν δε τη μελέτη του Heitsch, αναφέροντας ότι εκείνος εξέτασε τις σχέσεις των υπολοίπων οκτώ χειρογράφων και τα απέκλεισε, ως απόγραφα του V.[27]
Αν και η τοποθέτησή μου πάνω στην παράδοση των μελών του Μεσομήδη, κλίνει προς τις απόψεις των Heitsch (1959) και Pöhlmann & West (2001) εν τούτοις θεωρώ ότι για τη διευθέτησή της πρέπει ‒εκτός των παραλλαγών στις γραφές‒ να ληφθούν υπ’ όψιν:
πρώτον, οι μελέτες των Mathiesen (1990:19) και Barbera (1990:65 & 1991:62), σύμφωνα με τις οποίες ο εκάστοτε εκδότης πρέπει να εξετάζει την καταγωγή του όλου κώδικα ως βιβλίου και όχι μόνον της υπό έρευνα πραγματείας·
δεύτερον, τα συμπεράσματα των Mathiesen (1992:14) και Pöhlmann (1994:187–94), οι οποίοι εντόπισαν τη σύσταση συγκεκριμένων ομάδων μεταξύ των μουσικοθεωρητικών πραγματειών στα αρχαιότερα από τα χειρόγραφα που διασώζονται· και
τρίτον, την ύπαρξη ενός ακόμη χειρογράφου που περιέχει τους τα μέλη του Μεσομήδη μαζί με αρχαία παρασημαντική.[28]
Κι αυτό, διότι η έκταση των μελών είναι πολύ μικρή και τα λάθη των γραφέων, ‒όπου υπάρχουν‒ ίσως δεν ανήκουν στην κατηγορία των «ενδεικτικών σφαλμάτων» (με την τεχνική σημασία του όρου).
Με βάση, λοιπόν, τη δομή και μόνον των χειρογράφων που περιέχουν τα μέλη, τις επιμέρους ομαδοποιήσεις των περιεχομένων τους, αλλά και τα σχετικά στέμματα που διαθέτουμε από τους εκδότες των υπόλοιπων πραγματειών που περιέχονται σε αυτά, εξετάζονται παρακάτω εκ νέου επτά σχέσεις χειρογράφων, με σκοπό την τεκμηρίωση ενός νέου στέμματος.
Σχέση 1. Μο → Be → P1 (Heitsch 1959)relation1
Τα χειρόγραφα αυτά περιλαμβάνουν, εκτός από τα μέλη, το Περὶ μουσικῆς του Αριστείδη Quintilianus, τους «Ανωνύμους του Bellermann», την Εἰσαγωγή του Βακχείου του Γέροντα και την πραγματεία Τέχνη μουσική του Διονυσίου. Στην παραπάνω σχέση συμφωνούν και οι τρεις εκδότες, Winnington-Ingram (1963:XI), Najock (1975:XIX) και Τερζής (2008:li, liii), αντιστοίχως, για τις πραγματείες των Αριστείδη, Ανωνύμων και Διονυσίου.[29] Επομένως, η σχέση Μο → Be → P1 πρέπει σίγουρα να ισχύει και στην περίπτωση της παράδοσης των έργων.
Σχέση 2. P2 →(L, Η) (Heitsch 1959)
Τα χειρόγραφα αυτά περιλαμβάνουν, εκτός από τα μέλη, τις πραγματείες των Αριστείδη Quintilianus, των Ανωνύμωνrelation2, του Βακχείου και του Διονυσίου. Στη Σχέση 2 συμφωνούν οι εκδότες Winnington-Ingram (1963:XI), Jan (1890β:31) και Τερζής (2008:liv): ο πρώτος για τον Αριστείδη ο δεύτερος για το Βακχείο και ο τρίτος για το Διονύσιο. O Najock δεν θεώρησε τις γραφές του L στην έκδοσή του και δεν το περιέλαβε στο στέμμα του. Επομένως, με βάση τη συμφωνία των Winnington-Ingram και Τερζή πρέπει να θεωρηθεί ως ορθή η σχέση P2 → L του Heitsch. Όσον αφορά το H, το οποίο περιέχει, εκτός από τμήμα των μελών, μόνον το Βακχείο, μπορούμε να διαμορφώσουμε άποψη υποχρεωτικά με βάση την έκδοση του Jan (1890β:31). Ο Jan βασιζόμενος στα χειρόγραφα που διέθετε ‒και σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα P2 και Η‒ την ίδια σχέση συνήγαγε.
Σχέση 3. Ne → (Mu, Va2) (Heitsch 1959)
Και τα τρία χειρόγραφα περιλαμβάνουν, εκτός από τα μέλη, τις πραγματείες relation3των Αριστείδη, Ανωνύμων, Βακχείου και Διονυσίου. Οι τρεις εκδότες Winnington-Ingram (1963:XI), Najock (1975:XIX) και Τερζής (2008:lvii, liii) συμφωνούν ότι το Va2 κατάγεται απευθείας από το Mu και όχι, όπως ισχυρίζεται ο Heitsch, από το Ne. Ασφαλώς, είναι απίθανο ο γραφέας του Va2 να αντέγραψε τις τρεις πραγματείες από το Mu και μόνον τα μέλη από το Ne, το οποίο, μάλιστα, είναι περισσότερο αξιόπιστο ως αρχαιότερο. Αν διέθετε το Ne, πρέπει να είχε αντιγράψει από αυτό ή, τουλάχιστον, να είχε αντιπαραβάλει με αυτό όλα τα κείμενα (πραγματείες και μέλη). Αυτό όμως δεν έχει συμβεί. Προφανώς, εδώ ο Heitsch, λόγω της μικρής έκτασης των μελών σε σχέση με τις πραγματείες, δεν μπόρεσε να εντοπίζει «ενδεικτικά» σφάλματα. Όσον αφορά την καταγωγή του Mu, ο Winnington–Ingram (1963:XI) το θεώρησε αντίγραφο του Ne και ο Najock (1975:XIX) το τοποθέτησε ένα σκαλοπάτι πιο πάνω, χαρακτηρίζοντάς το «αδελφό» του Ne.
Οι διαφορές στη στεμματική σχέση που εντοπίζουμε ανάμεσα στους εκδότες οφείλονται στην ύπαρξη ενός ακόμη χειρογράφου που δεν εξέτασαν, το οποίο σε μεγάλο βαθμό μπορεί να μας διαφωτίσει: το S. Ο κώδικας αυτός περιλαμβάνει τα δύο μόνο από τα τρία βιβλία του Περὶ μουσικῆς του Αριστείδη –το δεύτερο, μάλιστα, βιβλίο διακόπτεται στο 76.5 του Winnington–Ingram (1963)–, το Βακχείο, το Διονύσιο και, ασφαλώς, τα μέλη· δεν περιέχει, όμως, τους Ανωνύμους. Κατά την εξέταση της παράδοσης του κειμένου του Διονυσίου έχει δειχθεί ότι το S αποτελεί απόγραφο του Ne αλλά και ότι το Mu αποτελεί πιθανότατα ‒ιστορικό μάλιστα‒ αντίγραφο του S.[30] Το γεγονός ότι το S δεν περιέχει τους Ανωνύμους, θα μπορούσε, ίσως, να δικαιολογήσει την είσοδό τους στο Mu από άλλο, άγνωστο, χειρόγραφο, ακόμα και από «αδελφό» του Ne, όπως ο Najock ισχυρίστηκε. Όμως, ο Mathiesen (1988:148) παρατήρησε ότι στο κάτω περιθώριο του f 120v του S υπάρχει η λέξη χειλῶν (η επόμενη του σημείου διακοπής του κειμένου) που λειτουργεί ως δείκτης ανάκτησης της σειράς των τευχών μέσα στον κώδικα. Έδειξε έτσι ότι η συνέχεια του δεύτερου βιβλίου αλλά και το τρίτο βιβλίο του Περὶ μουσικῆς του Ἀριστείδη υπήρχαν αρχικά στο S, αλλά εξέπεσαν αργότερα λόγω απώλειας ενός ή περισσότερων τευχών. Αν αυτό ισχύει, είναι πιθανόν ο κώδικας να περιείχε αρχικά και τους Ανωνύμους. Επομένως, ο ισχυρισμός του Najock δεν ευσταθεί· οι Ανώνυμοι αλλά και όλο το Περὶ μουσικῆς του Αριστείδη πρέπει να περιήλθαν στο Mu μέσω του S χρονικά πριν από την απώλεια των προαναφερθέντων τευχών.
Τα δεδομένα, όμως, οδηγούν σε ασφαλέστερα συμπεράσματα για την περίπτωση των μελών του Μεσομήδη, τα οποία μάλιστα είναι ανεξάρτητα από την είσοδο ή όχι του Αριστείδη και των Ανωνύμων στο Mu διαμέσου του S. Δεδομένου ότι:
πρώτον, η αλληλουχία Βακχείος‒Διονύσιος‒μέλη συνιστά υποομάδα πουrelation3sug υπήρχε στο αρχέτυπο ‒όπως έδειξε ο Pöhlmann (1994:188)·
δεύτερον, η αλληλουχία αυτή διατηρείται στα Ne‒S‒Mu‒Va2· και
τρίτον, το στέμμα του Διονυσίου καταδεικνύει την κάθετη σχέση Ne→S→Mu→Va2,
δεν μπορεί παρά η σχέση αυτή (Προτεινόμενη Σχέση 3: Ne→S→Mu→Va2) να διατηρείται και στα μέλη.
Σχέση 4. V → (β, γ), β→ (Mο, P2) & γ→ Ne (Heitsch 1959)relation4
Με τη σχέση αυτή ο Heitsch συνδέει τέσσερα διαθέσιμα, σήμερα, χειρόγραφα. Από το V ξεκινούν δύο κλάδοι, οι β και γ. Το β εμφανίζεται ως κοινός πρόγονος των Mo και P2, ενώ το γ, ως πρόγονος του Ne.[31] Όλα τα χειρόγραφα παραδίδουν τη διαδοχή Αριστείδης → Ανώνυμοι → Βακχείος → Διονύσιος → οκτάστιχο επίγραμμα Διονυσίου → μέλη. Οι προαναφερθέντες εκδότες, Winnington‒Ingram (1963:XI), Najock (1975:XIX) και Τερζής (2008:l‒li), συμφωνούν με τον Heitsch στην ανεξάρτητη καταγωγή των Mo και Ne από το V· διαφωνούν, ωστόσο, μαζί του ως προς την καταγωγή του P2: και οι τρεις συνάγουν ότι το P2 ‒όπως και το Be‒ κατάγεται από το Mo, ανεξάρτητα, όμως, από το Be. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι είναι μάλλον απίθαrelation4sugνο ο γραφέας του P2 να διέθετε κάποιον πρόγονο του Mo από τον οποίο να αντέγραψε τα μέλη και ταυτόχρονα να μετέφερε στο P2 όλα τα υπόλοιπα κείμενα από το Mo. Είναι, επίσης, απίθανο να σφάλλουν και οι τρεις προαναφερθέντες εκδότες κατά την εκπόνηση ανεξάρτητων μελετών. Πιθανότατα, ο Heitsch εδώ σφάλλει, καθότι η μικρή έκταση των μελών δεν τον οδήγησε σε ασφαλές συμπέρασμα για την καταγωγή του P2.
Στο σημείο αυτό εισέρχεται η θεώρηση του Up (βλ. παραπάνω σημ. 28). To χειρόγραφο έχει εξετασθεί ως προς τις σχέσεις του μόνον κατά την έκδοση του Διονυσίου (Τερζής 2008:lii), όπου και διαγνώσθηκε ως ‒ανεξάρτητο από τα Be και P2‒ απόγραφο του Mo. Αν και περιέχει τον Αριστείδη, δεν εξετάστηκε από το Winnington‒Ingram. Ο κώδικας, επίσης, δεν περιλαμβάνει τους Ανωνύμους. Δεδομένου ότι τα μέλη εμφανίζονται στο Up αμέσως μετά από το Βακχείο και το Διονύσιο, εκτιμώ ότι η ομάδα πέρασε από το Μο αυτούσια στο Up. Επομένως, και το Up, όσον αφορά την παράδοση των μελών, πρέπει να κατάγεται από το Mo, ανεξάρτητα, ασφαλώς, από τα Be και P2. Με βάση τα παραπάνω, η σχέση 4 του Heitsch γίνεται πιο ακριβής αν διευθετηθεί ως εξής: V → (Mο, Ne), & Mο → (P2, Be, Up).
relation5Σχέση 5. Ν → Ur (Heitsch 1959)
Στο N εντοπίζουμε την ομάδα Βακχείος‒Διονύσιος‒μέλη πριν από τον Αριστείδη και τους Ανωνύμους, ενώ στο Ur η ίδια ομάδα έχει τοποθετηθεί ανάμεσά τους. Ωστόσο, οι τρεις προαναφερθέντες εκδότες, Winnington‒Ingram (1963:XIΙ), Najock (1975:XIX) και Τερζής (2008:l‒lx), συμφωνούν με τον Heitsch στην καταγωγή του Ur από το Ν. Επομένως, η σχέση 5 πρέπει σίγουρα να ισχύει και εδώ.
Σχέση 6. Ve → Va1 (Pöhlmann & West 2001)
relation6Στη σχέση αυτή οδηγήθηκαν οι Pöhlmann & West ύστερα από εξέταση των παραλλαγών των γραφών των μελών στα δύο χειρόγραφα. Το Va1 περιέχει τον Αριστείδη ενώ το Ve όχι. Κανένα από τα δύο δεν περιέχει τους Ανωνύμους, το Διονύσιο ή μουσική σημειογραφία για τα μέλη. Επομένως, η σχέση 6 δεν έχει αποτυπωθεί στα στέμματα των Winnington‒Ingram, Najock και Τερζή. Τα χειρόγραφα περιέχουν την Εἰσαγωγή του Βακχείου, αλλά δεν εξετάστηκαν από το Jan (1890β:22‒32). Ωστόσο, αν εξετάσουμε τα περιεχόμενα των δύο κωδίκων μέσα από τον κατάλογο του Mathiesen (1988: 603‒5 & 686‒89), θα διαπιστώσουμε ότι το Va1, χειρόγραφο του 16ου αιώνα, περιλαμβάνει, μετά από τα τρία βιβλία του Αριστείδη, αυτούσια την αλληλουχία Βρυέννιος ‒ Νικόμαχος ‒ Βακχείος ‒ Φώτιος ‒ μέλη ‒ Σωτήριχος, όπως αυτή εμφανίζεται στο Ve του 14ου αιώνα. Επίσης, ο εσφαλμένος τίτλος της Εἰσαγωγῆς του Βακχείου, Εἰσαγωγὴ (τῆς αντί τέχνης) μουσικῆς Βακχείου τοῦ Γέροντος, αλλά και η απουσία της μουσικής σημειογραφίας και από τα δύο, ενισχύει την τοποθέτηση των Pöhlmann & West ως προς την ορθότητα της Σχέσης 6.
Σχέση 7. α → (V, β), β → (C, γ), γ → (N, Ve) (Pöhlmann & West 2001)
Οι Pöhlmann & West εξέτασαν το C και διαπίστωσαν ότι, ως προς τις γραφές relation7aτων μελών, δεν εξαρτάται από κανένα από τα υπόλοιπα χειρόγραφα. Επίσης, υποβίβασαν ως προς τη στεμματική του αξία το Ve, θεωρώντας το ως ανεξάρτητο του N, αντίγραφο ενός άγνωστου γ. Αντίθετα, όπως ήδη ειπώθηκε, ο Heitsch, που δεν διέθετε το C, θεώρησε τα V, N και Ve, ‒τουλάχιστον ως προς το ποιητικό κείμενο, δεδομένου ότι το τρίτο δεν διασώζει μουσική σημειογραφία‒ ως παραδοσιακούς φορείς ίσης relation7bστεμματικής αξίας. Ασφαλώς, η παρουσία ή όχι του C, δεν πρέπει να έχει επηρεάσει τη θεώρηση των μελετητών ως προς τις υπόλοιπες σχέσεις. Το ότι διαφωνούν ενισχύει την άποψη ότι οι παραλλαγές των γραφών μόνες τους δεν αρκούν για την ασφαλή διευθέτηση των σχέσεων των χειρογράφων αυτών.
Γι’ αυτό, μάλλον, οι Pöhlmann & West (2001) προσπαθούν να ενισχύσουν τη θέση τους παρέχοντας και παλαιογραφικό‒κωδικολογικό υλικό: αναφέρουν ότι τα μέλη πρέπει να αντιγράφηκαν στο C αργότερα από τα υπόλοιπα κείμενά του, διότι εντόπισαν ότι οι τελευταίοι δέκα στίχοι (11‒20) του ύμνου στη Νέμεση στριμώχτηκαν στο κάτω μέρος της σελίδας.[32] Εάν αυτό έχει συμβεί, αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα να μην σχετίζονται τα C και Ve κάθετα μεταξύ τους. Όμως, τα στοιχεία που ο Mathiesen (1988:257‒262) παρέχει για το C μας κατευθύνουν διαφορετικά.
Κατά πρώτον, πληροφορούμαστε ότι ο κώδικας είναι προϊόν ομαδικής αντιγραφής· για την παραγωγή του φαίνεται ότι συνεργάστηκαν δέκα περίπου γραφείς, καθένας από τους οποίους ανέλαβε την αντιγραφή συγκεκριμένων τμημάτων του κώδικα.[33] Τα τμήματα αυτά δεν έχουν πάντοτε την έκταση ενός ολοκληρωμένου έργου· σε κάποιες περιπτώσεις το ίδιο χέρι εντοπίζεται σε τμήμα ενός έργου, ενώ σε ορισμένες άλλες το ίδιο χέρι έχει γράψει περισσότερα από ένα κείμενα. Στο μέρος του κώδικα που μας ενδιαφέρει, παρατηρούμε, σύμφωνα πάντοτε με τη μαρτυρία του Mathiesen (1988:262), ότι το ίδιο χέρι έχει γράψει τα folia 206‒222, στα οποία περιλαμβάνονται ο Βακχείος, ο Διονύσιος και τα μέλη. Το ίδιο χέρι έχει αντιγράψει και μεγάλο μέρος του υπομνήματος του Πορφυρίου στον Πτολεμαίο (ff. 176‒196).
Κατά δεύτερον, ο Mathiesen (1988:261) αναφέρει ότι οι δέκα τελευταίοι στίχοι του ύμνου στη Νέμεση, βρίσκονται στο κάτω περιθώριο της σελίδας 222v, γραμμένοι από διαφορετικό χέρι. Αν, όμως, αυτό ισχύει, καταρρίπτεται ο ισχυρισμός των Pöhlmann & West (2001). Ο γραφέας του Βακχείου και του Διονυσίου πρέπει να αντέγραψε κανονικά τα μέλη μέχρι τον ενδέκατο στίχο της Νέμεσης και εκεί να ολοκλήρωσε το έργο του. Προφανώς, η συνέχεια (της Νέμεσης), που μάλιστα δεν διασώζει τη σημειογραφία, προστέθηκε αργότερα από μεταγενέστερο γραφέα που είχε στα χέρια του άλλο πρότυπο, χωρίς μουσική σημειογραφία, πιθανώς κάποιο αντίγραφο του Ottobonianus.
relation7sugΔεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο αργότερα από την παραγωγή του C προστέθηκαν οι δέκα τελευταίοι στίχοι του ύμνου στη Νέμεση. Αυτό, όμως, που με ασφάλεια μπορούμε να πούμε είναι ότι, σύμφωνα πάντοτε με τον κατάλογο του Mathiesen (1988:259), το σφάλμα του τίτλου στην Εἰσαγωγή του Βακχείου που εντοπίσαμε στα Ve και Va1, υπάρχει και στο C (f. 217r): Εἰσαγωγὴ (τῆς αντί τέχνης) μουσικῆς Βακχείου τοῦ Γέροντος. Αν, λοιπόν, ισχύει η μεταφορά ολόκληρης της ομάδας Βακχείος‒Διονύσιος‒μέλη σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, στο Ve η αντικατάσταση του Διονυσίου από το Φώτιο δεν πρέπει να έχει επηρεάσει την είσοδο των μελών σε αυτό από το C ή από κάποιο αντίγραφό του. Επίσης, όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο του Ve πλην του Βακχείου και των μελών έχει αντληθεί, όπως έχει δειχθεί,[34] από τον Vaticanus gr. 198, στον οποίο βρίσκεται αυτούσιο. Αν, λοιπόν, ο Βακχείος περιήλθε στο Ve μέσω του C ‒εφ’ όσον δεχόμαστε ως «συνδετικό» των Ve και C το κοινό σφάλμα στον τίτλο της Εἰσαγωγῆς του[35]‒, το ίδιο πρέπει να συνέβη και με τα μέλη.
Όσον αφορά τη σχέση των V, N και C, το στέμμα των Pöhlmann & West (2001) συμφωνεί ακριβώς με το στέμμα του Διονυσίου.[36] Τα Ν και C αποτελούν ανεξάρτητα αντίγραφα ενός κοινού προγόνου, του υπαρχετύπου β.[37] Το β και το V ανασυνθέτουν το αρχέτυπο του Διονυσίου, αλλά ταυτοχρόνως και το υπαρχέτυπο α του Μεσομήδη. Έτσι, η σχέση 7 διαμορφώνεται ως εξής: α → (V, β), β → (C, N), C → Ve.
Ακολουθεί το νέο προτεινόμενο στέμμα των μελών του Μεσομήδη (μη περιλαμβανομένου του Ο). Με κόκκινες συνδέσεις παρουσιάζονται οι σχέσεις που διαφοροποιούνται από εκείνες των Heitsch (1959) και Pöhlmann & West (2001).
suggested
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
Adler, A. (εκδ.) (1967) Suidae lexicon. III. Stuttgart (= Leipzig 1933).
Barbera, A. (1990) “Reconstructing lost Byzantine sources for MSS Vat. gr. 2338 and Vn. Marc. gr. VI. 3”, στο André Barbera (επιμ.), Music theory and its sources. Antiquity and the middle ages. Σελ. 38–67. Indiana.
Barbera, A. (1991) “New and revived approaches to text criticism in early music theory”, The Journal of musicology 9:57–73.
Baud-Bovy, S. (1983) “Chansons populaires de la Grèce antique”, Revue de Musicologie 69.1:5–20.
Baud-Bovy, S. (1984) “Chansons populaires de la Grèce antique. Corrigenda”, Revue de Musicologie 70.2:259–60.
Bélis, Annie (2003) «Un ‘lyrikos’ de l’époque des Antonines: Mésomède de Crète», στο Jacques Jouanna & Jean Leclant (επιμ.), La poesie grecque antique: acts du 13ème colloque de la Villa Kérylos à Beaulien-Sur-Mer, les 18 et 19 octobre 2002. (Cahiers de la Villa Kérylos, 14). Σελ. 223-35. Paris.
Bellermann, J. F. (εκδ.) (1840) Die Hymnen des Dionysius und Mesomedes: Text und Melodien nach Handschriften und alten Ausgaben. Berlin.
Bergk, Th. (1859) “Miscellen. Nr 59”, Philologus 14:183.
Boissevain, U. P. (εκδ.) (1955) Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt. Ι-ΙΙΙ. Berlin: Weidmann. (= Ι:1895, ΙΙ:1898, ΙΙΙ:1901).
Burette, P. J. (1731) “Dissertation sur la mélopée de l’ ancienne musique”, Mémoires de littérature de l’ Académie des Inscriptions et Belles-Lettres 7:284-308.
Fell, J. (εκδ.) (1672) Arati Solensis phaenomena, Theognis scholia, Eratosthenis catasterismoi, alia, Dionysii Hymni. Oxford.
Galilei, V. (15811) Dialogo della musica antica e della moderna. Firenze.
Galilei, V. (16022) Dialogo della musica antica e della moderna. Firenze.
Guarducci, M. (εκδ.) (1935–50) Inscriptiones Creticae. I–IV. Roma
Henderson, I. (1957) “Ancient Greek Music”, στο Egon Wellesz (επιμ.), The New Oxford History of Music. I. Ancient and Oriental music. Σελ. 336-403. London.
Heitsch, E. (1959) “Die Mesomedes–Überlieferung”, στο Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen. Philologisch–Historische Klasse 3.36–45. Göttingen.
Heitsch, E. (εκδ.) (19611) Die griechischen Dichterfragmente der römischen Kaiserzeit. (Abhandlungen der Gesellschaft der Wissenschaften zu Göttingen, 3.49). Göttingen.
Hercher, R. (εκδ.) (1965) Epistolographi Graeci. Amsterdam. (= Paris 1873).
Horna, K. (εκδ.) (1928) Die Hymnen des Mesomedes, (Sitzungsberichte der Österreichischen Akademie der Wissenschaften in Wien, Philologische-Historische Klasse 207.1).
Jan, C. von (1890α) “Die Handschriften der Hymnen des Mesomedes”, Neue Jahrbücher für Philologie und Pädagogik 141 = Jahrbücher für klassische Philologie 36:679–88.
Jan, C. von (εκδ.) (1890β) Die Eisagoge des Bacchius. Vol 1. Lyceum zu Strassburg i. E., Beilage zum Programm für das Schuljahr 1889–90. Strassburg.
Jan, C. von (εκδ.) (1995) Musici scriptores graeci. Leipzig. (= Stuttgart & Leipzig 1895).
Lambros, S. (1906) «Ἀνέκδοτα ἀρχαῖα ποιήματα», Νέος Ἑλληνομνήμων 3:3*-11.
Mathiesen, Th. (1981) “New fragments of ancient Greek music”, Acta musicologica 53.1:14-32.
Mathiesen, Th. (1988) Ancient Greek music theory; a cataloge raisonné of manuscripts. (Répertoire internationale des sources musicales–RISM, B XI). Münich.
Mathiesen, Th. (1990) “Ars critica and fata libellorum: the significance of codicology to text critical theory”, στο André Barbera (επιμ.), Music theory and its sources. Antiquity and the middle ages. Σελ. 19–37. Indiana.
Mathiesen, Th. (1992) “Hermes or Clio? The transmission of ancient Greek music theory”, στο Nancy Kovaleff Baker & Barbara Russano Hanning (επιμ.), Musical humanism and its legacy: Essays in honor of Claude V. Palisca. (Festschrift Series, 11). Σελ. 3–36. New York.
Najock, D. (εκδ.) (1975) Anonyma de musica scripta Bellermanniana. Leipzig.
Pöhlmann, E. (εκδ.) (1970) Denkmäler altgriechischer Musik. Sammlung, Űbertragung und Erläuterung aller Fragmente und Fälschungen. Nürnberg.
Pöhlmann, E. (1994) “Musiktheorie in spätantiken Sammelhandschriften”, στο Anton Bierl & Peter von Möllendorff (επιμ.), Orchestra, Drama, Mythos, Bühne. Σελ. 182–94. Stuttgart & Leipzig.
Pöhlmann, E. & M. L. West (εκδ.) (2001) Documents of ancient Greek music. The extant melodies and fragments edited and transcribed with commentary. Oxford.
Reinach, Th. (1896) “L’ hymne à la Muse”, Revue des Études Grecque 9:1-22.
Τερζής, Χρ. (εκδ.) (2008) Διονυσίου Τέχνη μουσική: κριτική έκδοση. Διατριβή υποβληθείσα στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
West, M. L. (1992) Ancient Greek music. Oxford.
Wilamowitz, U. von (1921) Griechische Verskunst. Berlin.
Winnington-Ingram, R. P. (1936) Mode in ancient Greek music. Cambridge.
Winnington–Ingram, R. P. (εκδ.) (1963) Aristides Quintiliani De musica libri tres. Leipzig.
Wünsch, R. (εκδ.) (1967) Ioannis Lydi liber de mensibus. Stuttgart (= Leipzig, 1898).
Ψαρουδάκης, Στ. (υπό έκδοση) «Μεσομήδης, Κρής, λυρικός, γεγονὼς ἐπὶ τῶν Ἁδριανοῦ χρόνων (Σοῦδα μ 668)», στο Χαράλαμπος Κανακάκης & Αλίκη Ματζαπετάκη & Χάρης Τζεδάκης (επιμ.), Ἰδιόφωνο. Ηράκλειο.
[1]. Οφείλω να εκφράσω θερμές ευχαριστίες στον καθηγητή μου κ. Στέλιο Ψαρουδάκη, ο οποίος μου εμπιστεύθηκε το χειρόγραφο του υπό έκδοση άρθρου του «Μεσομήδης, Κρής, λυρικός, γεγονὼς ἐπὶ τῶν Ἁδριανοῦ χρόνων (Σοῦδα μ 668)»· από αυτό άντλησα πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη βιογραφία του ποιητή, αλλά και με την ιστορική πορεία των πρώτων εκδόσεων του έργου του, ορισμένες από τις οποίες παρουσιάζονται και εδώ. Επίσης, χρήσιμα σχόλια στις σχετικές με το βίο του ποιητή μαρτυρίες, αλλά και το έργο του κομίζει η Annie Bélis (2003:223–35).
[2]. Στο παρόν άρθρο δεν επιχειρείται επανεξέταση του βίου και του έργου του Μεσομήδη, ζητούμενα πάνω στα οποία η Annie Bélis κόμισε πρόσφατα χρήσιμο και τεκμηριωμένο σχετικό σχολιασμό (2003:223–35).
[3]. Historia Augusta ονόμασε το έργο ο Casaubon το 1603, αλλάζοντας το Vitae Diversorum Principum et Tyrannorum a Divo Hadriano usque ad Numerianum Diversis compositae, που εμφανίζεται ως τίτλος στον κώδικα Vaticanus Palatinus lat. 899· βλ. Ψαρουδάκης (υπό έκδοση).
[4]. Κατά το West (1992:383), δεν θα πρέπει να θεωρούμε το συγκεκριμένο έργο ως έγκυρη πηγή πληροφοριών.
[5]. Βλ. Historia Augusta Pius 7-8.
[6]. Βλ. Inscript. № 10, Guarducci II 1939:202.
[7]. Τα ποιητικά κείμενα όλων των ύμνων μαζί με τις νεοελληνικές τους μεταφράσεις περιέχονται στο Ψαρουδάκης (υπό έκδοση).
[8]. Βλ. Pöhlmann & West 2001:104.
[9]. Βλ. Pöhlmann & West 2001:113.
[10]. Βλ. Pöhlmann & West 2001:104.
[11]. Βλ. Pöhlmann & West 2001:104.
[12]. Το σχόλιο συμπληρώνεται από μια βυζαντινής προέλευσης προσθήκη: ὡς μὲν πρὸς ὅλον ταὸν στίχον ὁ ῥυθμὸς δωδεκάσημος· ἕνδεκα γάρ ἐστι συλλαβῶν, ἡ δὲ τοῦ στίχου τελευταία οὖσα τὸν τόπον, ἑνὸν λείποντος χρόνου, ὅτι δωδεκασύλλαβος ὁ στίχος ἐστίν, ἡ τελευταία συλλαβὴ γ΄ χρόνων ἐστίν. Σε αυτή την προσθήκη βασίσθηκε η Henderson (1957:371‒73), προκειμένου να υποστηρίξει ότι η παραδεδομένη μουσική των τριών ύμνων του Μεσομήδη είναι βυζαντινή και δεν πρέπει να αποδίδεται στον ποιητή. Οι ισχυρισμοί της, όμως, έχουν απορριφθεί ως αβάσιμοι από τους Pöhlmann & West (2001:113‒14).
[13]. Το τρίτο προοίμιο (№ 26 Pöhlmann & West 2001) δεν φέρει αρχαία παρασημαντική.
[14]. Ο Burette είδε για πρώτη φορά ότι οι δύο ύμνοι συνδέονται με το Μεσομήδη, καθώς εντόπισε τις πηγές που συσχετίζουν το τρίστιχο 9-11 του Εἰς Νέμεσιν με τον Κρήτα ποιητή.
[15]. Όσον αφορά την αποκατάσταση του μέλους των έργων, σημαντική είναι παρέμβαση του Winnington‒Ingram (1936:41) ‒μαζί του συμφωνεί και ο West (1992:302)‒, σύμφωνα με την οποία, το γράμμα Μ θα πρέπει να είναι σφάλμα αντιγραφής του ορθού Ν. Εν τω μεταξύ, ο Samuel Baud-Bovy (1983:5‒11 & 1984:259‒60), κράτησε σαφείς αποστάσεις από τις προηγούμενες αναγνώσεις, προτείνοντας διαφορετική απόδοση του ρυθμού του Εἰς Μοῦσαν, βασιζόμενος εν μέρει σε μαρτυρίες που άντλησε από το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.
[16]. Βλ. Jan 1995:xi‒xvi.
[17]. Βλ. Reinach 1896:1‒22.
[18]. “Horna himself argued that they derived from the same corpus as the other four invocations and hymns.”· Pöhlmann & West 2001:106.
[19]. “Pöhlmann’s stemma, accounting for only four manuscripts, is far too simple to accommodate the additional nine exemplars.”· Mathiesen 1981:22.
[20]. “Hamburgensis cod. phil. 110 [Berlin] is like Venetus Marcianus gr. 994 (318) and Vaticanus gr. 1772, both of which are cited and the former of which is included in Pöhlmann’s stemma.”· Mathiesen 1981:21.
[21]. Σύμφωνα με το Mathiesen (1981:21 σημ. 18), το Ν ανήκει στην ομάδα εκείνη των χειρογράφων στην οποία οι πραγματείες του Βακχείου και του Διονυσίου συνδέονται με το οκτάστιχο επίγραμμα του Διονυσίου και τα μέλη του Μεσομήδη. Το Ve, από την άλλη πλευρά, ‒συνεχίζει ο Mathiesen‒ διασώζεται στην ομάδα που περιέχει μεν τα μέλη, αλλά όχι και την πραγματεία του Διονυσίου. Επιπροσθέτως, ο Mathiesen θεωρεί τον N, ως αμιγώς μουσικοθεωρητικό κώδικα (βάσει των περιεχομένων του), ενώ το Ve, ως φορέα μαθηματικών και αστρονομικών κειμένων, πλάι στα οποία περιέχονται, εκτός από τα μέλη, οι μουσικοθεωρητικές πραγματείες του Νικομάχου, του Βακχείου και του Βρυεννίου. Όμως, οι παρατηρήσεις του Mathiesen δεν είναι απολύτως ακριβείς: το Ν δεν διασώζει το οκτάστιχο επίγραμμα του Διονυσίου, ενώ η μεταφορά τριών μουσικοθεωρητικών πραγματειών και των μελών μαζί με μαθηματικά και αστρονομικά κείμενα δεν αποκλείει την άντληση ‒σε αυτό ή σε κάποιον από τους προγόνους του‒ των πρώτων από υπόδειγμα με αμιγώς μουσικό περιεχόμενο και των υπολοίπων από άλλο πρότυπο.
[22]. “Neapolitanus gr. 259 (III.C.l), an exemplar not noted by Pöhlmann, is clearly the source for Neapolitanus gr. 262 (III.C.4), as a comparison of readings will easily show.”· Mathiesen 1981:22.
[23]. “Some examples of the notational variants may be seen in a brief overview of the Hymns as they appear in Berolinensis Phillippicus gr. 1555, Hamburgensis cod. phil. 110 [Berlin], and Salamantinensis Universitatis 2748.”· Mathiesen 1981:22.
[24]. “It has all of Ve’s distinctive variants (no. 28, title Εἰς Νέμεσιν; 16 φοιτᾶν), and the additional errors 27. 7 χιονοβεφάρου, 9 ἐπ’ ἴχνεσι. At 27.24 it makes the easy correction γάνυται for γάννυται.”· Pöhlmann & West 2001:107 σημ. 1.
[25]. “The Salmanticensis is also to be eliminated, as it derives from V through Mathiesen’s no. 95, as may be seen from the form given to the Nemesis Hymn in this group, ὕμνος Νεμέσεος instead of ὕμνος εἰς Νέμεσιν, and from the confusion in line-sequence that stems from V.”· Pöhlmann & West 2001:107 σημ. 2.
[26]. Βλ. Pöhlmann & West 2001:105.
[27]. Βλ. Pöhlmann & West 2001:107 σημ. 2.
[28]. Πρόκειται για τον κώδικα Upsaliensis gr. 52 (Up), του 16ου αιώνα (294 Mathiesen 1988:755‒760). Τα μέλη παραδίδονται και εδώ, όπως στα περισσότερα απόγραφα του V, με μουσική σημειογραφία, αμέσως μετά από το οκτάστιχο επίγραμμα του Διονυσίου, στις σελίδες 58‒61 του κώδικα.
[29]. Οι σχέσεις συγγένειας των χειρογράφων της Εἰσαγωγῆς του Βακχείου δεν έχουν ακόμη διευθετηθεί.
[30]. Βλ. Τερζής 2008:lvi‒vii. To S αποκλείεται να έχει αντιγραφεί από το P2, αν βασιστούμε στην εξέταση της παράδοσης του Διονυσίου. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός που διατύπωσαν οι Pöhlmann & West (2001:107 σημ. 2) ως προς την παράδοση των μελών δεν μπορεί να ισχύει.
[31]. Ασφαλώς, η ύπαρξη του γ δεν υποστηρίζεται από την παράδοση των μελών, στην οποία αυτό ταυτίζεται με το Ne. Μπορεί, ίσως, να υποστηριχθεί η θέση του στο στέμμα μέσα από την παράδοση των Ανωνύμων (βλ. παραπάνω, σχέση 3), σύμφωνα με την οποία το Mu αποτελεί αντίγραφο κάποιου άγνωστου, σήμερα, «αδελφού» του Ne.
[32]. “C has the hymns on a verso page which had been left blank between Dionysius and Bryennius. They were evidently added later, as the scribe did not have enough space for them, and had to crowd lines 11-20 of no. 28 into four columns at the foot of the page. The rest is written in two columns, to be read straight across, as also in V and N.”· Pöhlmann & West 2001:107.
[33]. Ο Mathiesen εντόπισε δέκα διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες σε όλο το χειρόγραφο.
[34]. Βλ. Mathiesen 1992:3‒36.
[35]. Το σφάλμα δεν έχει μεταφερθεί στο Ν. Αυτό σημαίνει ότι είναι «διαχωριστικό» σφάλμα του C από το γ των Pöhlmann & West και δεν θα πρέπει να έχει μεταφερθεί σε αυτό (το γ). Επειδή είναι μάλλον απίθανο να υπέπεσαν στο ίδιο σφάλμα οι γραφείς των C και Ve ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, το Ve θα πρέπει να σχετίζεται κάθετα με το C. Επίσης, το C διασώζει μικρότερο από το Ν μέρος των μελών με μουσική παρασημαντική. Αυτό σημαίνει πάλι ότι στο γ των Pöhlmann & West θα πρέπει να υπήρχε η σημειογραφία, τουλάχιστον, όπως μας παραδίδεται από το Ν. Μήπως, λοιπόν, η απουσία της παρασημαντικής από το Ve οφείλεται στην ελλιπή μεταφορά της από το β στο C;
[36]. Βλ. Τερζής 2008:lxvii. Τα στέμματα ταυτίζονται από το 4c του κειμένου του Διονυσίου και εξής.
[37]. Ασφαλώς, η εκτίμηση του Mathiesen ότι το N κατάγεται από το Ne (βλ. παραπάνω, σημ. 22), η οποία στηρίχθηκε στην ομοιότητα των γραφών των δύο χειρογράφων, δεν ευσταθεί.
http://digitalcrete.ims.forth.gr/MusicalRoutes/index.php?option=com_content&view=article&id=2718:2009-09-12-15-27-15&catid=6:2008-10-20-11-23-07&Itemid=117