Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Κόννος, Αθηναίος κιθαριστής του 5ου αι. π.Χ., δάσκαλος του Σωκράτη. Πλάτων (Ευθύδημος 272C)· ομιλεί ο Σωκράτης: "...ός εμέ διδάσκει έτι και νυν κιθαρίζειν" (...[τον Κόννο, το γιο του Μητρόβιου, τον κιθαριστή,] που με διδάσκει ακόμα να παίζω την κιθάρα)· "εμού τε καταγελώσι και τον Κόννον καλούσι γεροντοδιδάσκαλον" ([έτσι, όταν τα παιδιά, οι συμμαθητές μου, μας βλέπουν,] με περιγελούν και αποκαλούν τον Κόννο γεροντοδιδάσκαλο).
Διαγωνίστηκε με επιτυχία στους Ολυμπιακούς. Έζησε σε πλήρη φτώχεια· γι' αυτό δημιουργήθηκε η έκφραση "Κόννου θρίον" (θρίον = φύλλο συκιάς), που ο Αριστοφάνης άλλαξε σε "Κόννου ψήφον" (= τίποτε, μηδενικό, ανάξιο λόγου). Ο Κόννος έχει ταυτιστεί με τον αυλητή Κοννά (U. v. Willamowitz-Moelendorf, Plato ΙΙ, Βερολίνο 1920, 2η εκδ., 139), που αναφέρει ο Αριστοφάνης (Ιππής 533-534: "αλλά γέρων ών περιέρρει, ώσπερ Κοννάς, στέφανον μεν έχων αύον" κτλ. (αλλά όντας γέροντας περιφέρεται, όπως ο Κοννάς, φέροντας στεφάνι από ξερά φύλλα κτλ.).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Κόννος, Αθηναίος κιθαριστής του 5ου αι. π.Χ., δάσκαλος του Σωκράτη. Πλάτων (Ευθύδημος 272C)· ομιλεί ο Σωκράτης: "...ός εμέ διδάσκει έτι και νυν κιθαρίζειν" (...[τον Κόννο, το γιο του Μητρόβιου, τον κιθαριστή,] που με διδάσκει ακόμα να παίζω την κιθάρα)· "εμού τε καταγελώσι και τον Κόννον καλούσι γεροντοδιδάσκαλον" ([έτσι, όταν τα παιδιά, οι συμμαθητές μου, μας βλέπουν,] με περιγελούν και αποκαλούν τον Κόννο γεροντοδιδάσκαλο).'']

ἀλλ᾽ ἐγὼ ἓν μόνον φοβοῦμαι, μὴ αὖ ὄνειδος τοῖν ξένοιν περιάψω, ὥσπερ Κόννῳ τῷ Μητροβίου, τῷ κιθαριστῇ, ὃς ἐμὲ διδάσκει ἔτι καὶ νῦν κιθαρίζειν: ὁρῶντες οὖν οἱ παῖδες οἱ συμφοιτηταί μοι ἐμοῦ τε καταγελῶσι καὶ τὸν Κόννον καλοῦσι γεροντοδιδάσκαλον. μὴ οὖν καὶ τοῖν ξένοιν τις ταὐτὸν τοῦτο ὀνειδίσῃ: οἱ δ᾽ αὐτὸ τοῦτο ἴσως φοβούμενοι τάχα με οὐκ ἂν ἐθέλοιεν προσδέξασθαι. ἐγὼ δ᾽, ὦ Κρίτων, ἐκεῖσε μὲν ἄλλους πέπεικα συμμαθητάς μοι φοιτᾶν πρεσβύτας,

Plato. Platonis Opera, ed. John Burnet. Oxford University Press. 1903.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Plat.+Euthyd.+272c&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0177
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Διαγωνίστηκε με επιτυχία στους Ολυμπιακούς. Έζησε σε πλήρη φτώχεια· γι' αυτό δημιουργήθηκε η έκφραση "Κόννου θρίον" (θρίον = φύλλο συκιάς), που ο Αριστοφάνης άλλαξε σε "Κόννου ψήφον" (= τίποτε, μηδενικό, ανάξιο λόγου). Ο Κόννος έχει ταυτιστεί με τον αυλητή Κοννά (U. v. Willamowitz-Moelendorf, Plato ΙΙ, Βερολίνο 1920, 2η εκδ., 139), που αναφέρει ο Αριστοφάνης (Ιππής 533-534: "αλλά γέρων ών περιέρρει, ώσπερ Κοννάς, στέφανον μεν έχων αύον" κτλ. (αλλά όντας γέροντας περιφέρεται, όπως ο Κοννάς, φέροντας στεφάνι από ξερά φύλλα κτλ.).'']

Aristophanes, Knights
Aristoph. Kn. 533

Αριστοφάνης, Ιππής 533-534

νυνὶ δ᾽ ὑμεῖς αὐτὸν ὁρῶντες παραληροῦντ᾽ οὐκ ἐλεεῖτε,
ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῦ τόνου οὐκέτ᾽ ἐνόντος
τῶν θ᾽ ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν: ἀλλὰ γέρων ὢν περιέρρει,
ὥσπερ Κοννᾶς, στέφανον μὲν ἔχων αὖον δίψῃ δ᾽ ἀπολωλώς,
535ὃν χρῆν διὰ τὰς προτέρας νίκας πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ,
καὶ μὴ ληρεῖν ἀλλὰ θεᾶσθαι λιπαρὸν παρὰ τῷ Διονύσῳ.

Aristophanes. Aristophanes Comoediae, ed. F.W. Hall and W.M. Geldart, vol. 1. F.W. Hall and W.M. Geldart. Oxford. Clarendon Press, Oxford. 1907.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Aristoph.+Kn.+533&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0033
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κόρδαξ, κωμικός χορός· επίσης, χορός της αρχαίας κωμωδίας. Τον θεωρούσαν χιουμοριστικό και κάποτε κοινό ή χυδαίο ή ακόμα άσεμνο.
Ο Αθήναιος τον βάζει μαζί με την υπορχηματική όρχηση, προσθέτοντας ότι και οι δύο είναι "παιγνιώδεις" (ΙΔ', 630Ε, 28) λίγο πιο κάτω (631D) λέει: "ο μεν κόρδαξ παρ' Έλλησι φορτικός" (ο κόρδαξ είναι στους Έλληνες οχληρός [ή αγροίκος, χυδαίος]). Ο Πολυδεύκης (IV, 99) τον χαρακτηρίζει κωμικό· "είδη δε ορχημάτων, εμμέλεια τραγική, κόρδακες κωμικοί, σικιννίς σατυρική". Η Σούδα γράφει: "κορδακίζειν· αίσχρώς ορχείται. Κόρδαξ γαρ είδος ορχήσεως κωμικής".
Η εκτέλεση του κόρδακα λεγόταν κορδακισμός και κορδάκισμα· Ησ.: "οι κορδακισμοί, τα αστεία και οι κωμικοί τρόποι των μίμων". Γενικά, κορδακισμός και κορδάκισμα χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του άσεμνου χορού. Κορδακιστής, ο χορευτής του κόρδακα,
Βλ. επίσης, για τον κόρδακα, Λουκ. Περί ορχήσεως 22· Αριστοφ. Νεφέλαι 540· Παυσαν. ς', 22, 1, κτλ.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ο Αθήναιος τον βάζει μαζί με την υπορχηματική όρχηση, προσθέτοντας ότι και οι δύο είναι "παιγνιώδεις" (ΙΔ', 630Ε, 28) λίγο πιο κάτω (631D) λέει: "ο μεν κόρδαξ παρ' Έλλησι φορτικός" (ο κόρδαξ είναι στους Έλληνες οχληρός [ή αγροίκος, χυδαίος]).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήναιος
ΙΔ', 630Ε, 28

ἡ δ΄ ὑπορχηματικὴ τῇ κωμικῇ οἰκειοῦται, ἥτις καλεῖται κόρδαξ· παιγνιώδεις δ΄ εἰσὶν ἀμφότεραι.

~~~~~~~~~~

631D

ὁ μὲν κόρδαξ παρ΄ Ἕλλησι φορτικός

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Αριστόξενος
Περὶ χορῶν, Περὶ τραγικῆς ὀρχήσεως, Συγκρίσεις

: τρεῖς δ᾽ εἰσὶ τῆς σκηνικῆς ποιήσεως ὀρχή-
σεις, τραγικὴ κωμικὴ σατυρική. ὁμοίως δὲ καὶ τῆς λυρικῆς ποιήσεως τρεῖς,
πυρρίχη γυμνοπαιδικὴ ὑπορχηματική. καί ἐστιν ὁμοία ἡ μὲν πυρρίχη τῇ σατυ-
ρικῇ, ἀμφότεραι γὰρ διὰ τάχους. πολεμικὴ δὲ δοκεῖ εἶναι ἡ πυρρίχη. ἔνοπλοι
γὰρ αὐτὴν παῖδες ὀρχοῦνται. τάχους δὲ δεῖ τῷ πολέμῳ εἰς τὸ διώκειν καὶ
εἰς τὸ ἡττωμένους φεύγειν μηδὲ μένειν μηδ᾽ αἰδεῖσθαι κακοὺς εἶναι _-
. ἡ δὲ γυμνοπαιδικὴ παρεμφερής ἐστι τῇ τραγικῇ ὀρχήσει, ἥτις
ἐμμέλεια καλεῖται. ἐν ἑκατέρᾳ δὲ ὁρᾶται τὸ βαρὺ καὶ σεμνόν. ἡ δ᾽ ὑπορχη-
ματικὴ τῇ κωμικῇ οἰκειοῦται, ἥτις καλεῖται κόρδαξ. παιγνιώδεις δ᾽ εἰσὶν
ἀμφότεραι.
Ἀριστόξενος δέ φησι τὴν πυρρίχην ἀπὸ Πυρρίχου Λάκωνος τὸ γένος
τὴν προσηγορίαν λαβεῖν. Λακωνικὸν δ᾽ εἶναι μέχρι καὶ νῦν ὄνομα τὸν Πύρ-
ριχον. ἐμφανίζει δ᾽ ἡ ὄρχησις πολεμικὴ οὖσα ὡς Λακεδαιμονίων τὸ εὕρημα.
πολεμικοὶ δ᾽ εἰσὶν οἱ Λάκωνες, ὧν καὶ οἱ υἱοὶ τὰ ἐμβατήρια μέλη ἀναλαμβά-
νουσιν, ἅπερ καὶ ἐνόπλια καλεῖται. καὶ αὐτοὶ δ᾽ οἱ Λάκωνες ἐν τοῖς πολέμοις
τὰ Τυρταίου ποιήματα ἀπομνημονεύοντες ἔρρυθμον κίνησιν ποιοῦνται.
: ὅτι δὴ γένος ὀρχησμοῦ
ὁ κόρδαξ, Ἀριστόξενος ἐν τῷ περὶ τραγικῆς ὀρχήσεως δηλοῖ οὕτω:ς ἦν
δὲ τὸ μὲν εἶδος τῆς τραγικῆς ὀρχήσεως ἡ καλουμένη ἐμμέλεια, καθάπερ
τῆς σατυρικῆς ἡ καλουμένη σίκιννις, τῆς δὲ κωμικῆς ὁ καλούμενος κόρδαξ.
κορδακισμό:ς ὁ κόρδαξ κωμικῆς ὀρχήσεώς
ἐστιν εἶδος, καθάπερ φησὶν Ἀριστόξενος ἐν τῷ περὶ τῆς τραγικῆς ὀρχήσεως.
ἔστι δὲ τοὔνομα καὶ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ, ὡς παρὰ Νικοφῶντι.
σίκιννι:ς σατυρικὴ ὄρχησις, ἐμμέ-
λεια δὲ τραγική, κόρδαξ δὲ κωμική, ὡς Ἀριστόξενος ἐν πρώτῳ περὶ τραγι-
κῆς ὀρχήσεως.
: καλεῖται δ᾽ ἡ μὲν σατυρικὴ ὄρχησις,
ὥς φησιν Ἀριστοκλῆς ἐν πρώτῳ περὶ χορῶν, σίκιννις, καὶ οἱ σάτυροι σικιν-
νισταί. τινὲς δέ φασιν Σίκιννόν τινα βάρβαρον εὑρετὴν αὐτῆς γενέσθαι, ἄλλοι δὲ
Κρῆτα λέγουσι τὸ γένος εἶναι τὸν Σίκιννον. ὀρχησταὶ δ᾽ οἱ Κρῆτες, ὥς φησιν
Ἀριστόξενος.
: ἔοικεν δὲ ἡ γυμνοπαιδικὴ τῇ καλουμένῃ ἀναπάλῃ
παρὰ τοῖς παλαιοῖς. γυμνοὶ γὰρ ὀρχοῦνται οἱ παῖδες πάντες, ἐρρύθμους
φοράς τινας ἀποτελοῦντες καὶ σχήματά τινα τῶν χειρῶν κατὰ τὸ ἀνάπαλον,
ὥστ᾽ ἐμφαίνειν θεωρήματά τινα τῆς παλαίστρας καὶ τοῦ παγκρατίου, κινοῦν-
τες ἐρρύθμως τοὺς πόδας. τρόποι δ᾽ αὐτῆς οἵ τε ὠσχοφορικοὶ καὶ οἱ βακχι-
κοί, ὥστε καὶ τὴν ὄρχησιν ταύτην εἰς τὸν Διόνυσον ἀναφέρεσθαι. Ἀριστό-
ξενος δέ φησιν ὡς οἱ παλαιοὶ γυμναζόμενοι πρῶτον ἐν τῇ γυμνοπαιδικῇ εἰς
τὴν πυρρίχην ἐχώρουν πρὸ τοῦ εἰσιέναι εἰς τὸ θέατρον.
: εἰσὶ δὲ καὶ παρὰ τοῖς βαρβάροις ὥσπερ καὶ παρὰ
τοῖς Ἕλλησι σπουδαῖαι καὶ φαῦλαι ὀρχήσεις. ὁ μὲν κόρδαξ παρ᾽ Ἕλλησι
φορτικός, ἡ δὲ ἐμμέλεια σπουδαία, καθάπερ καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι κίδαρις,
παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ. οὕτως δὲ καὶ ἐν Ἰθάκῃ καλεῖται ἀλητήρ, ὡς
ἱστορεῖ Ἀριστόξενος ἐν πρώτῳ συγκρίσεων.
: φησὶ δὲ ὁ Ἀριστόξενος τὴν μὲν ἱλαρῳδίαν σεμνὴν
οὖσαν παρὰ τὴν τραγῳδίαν εἶναι, τὴν δὲ μαγῳδίαν παρὰ τὴν κωμῳδίαν.
πολλάκις δὲ οἱ μαγῳδοὶ καὶ κωμικὰς ὑποθέσεις λαβόντες ὑπεκρίθησαν κατὰ
τὴν ἰδίαν ἀγωγὴν καὶ διάθεσιν. ἔσχεν δὲ τοὔνομα ἡ μαγῳδία ἀπὸ τοῦ οἱονεὶ
μαγικὰ προφέρεσθαι καὶ φαρμάκων ἐμφανίζειν δυνάμεις.
: Ἀριστόξενος δέ φησι τὸν μὲν ἀνδρεῖα καὶ
γυναικεῖα πρόσωπα ὑποκρινόμενον μαγῳδὸν καλεῖσθαι, τὸν δὲ γυναικεῖα
ἀνδρείοις λυσιῳδόν. τὰ αὐτὰ δὲ μέλη ᾄδουσιν, καὶ τἄλλα πάντα δ᾽ ἐστὶν
ὅμοια.
: ὀρχήσεις δὲ ἐθνικαὶ αἵδε, Λακωνικαὶ Τροιζήνιαι Ἐπι-
ζεφύριοι Κρητικαὶ Ἰωνικαὶ Μαντινικαί, ἃς προκρίνει Ἀριστόξενος διὰ τὴν
τῶν χειρῶν κίνησιν.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Suda On Line

Headword: Κορδακίζει
Adler number: kappa,2071
Translated headword: he dances the kordax
Vetting Status: low
Translation:
He dances disgracefully. For a kordax [is] a kind of comic dance.
Also κορδακισμός ['kordax-dancing'].
Greek Original:
Κορδακίζει: αἰσχρὰ ὀρχεῖται. Κόρδαξ γὰρ εἶδος ὀρχήσεως κωμικῆς. καὶ ὁ Κορδακισμός.
Note:
From Harpokration s.v. kordakismos (commenting on Demosthenes 2.18); cf. scholion on Aristophanes, Clouds 540.
References:
L.B. Lawler, The Dance in Ancient Greece (London 1964) 87-8.
D. Whitehead (ed.), Hypereides, The Forensic Speeches (Oxford 2000) 59.
Keywords: comedy; daily life; definition; meter and music; rhetoric

~~~~~~~~~~

Headword: Ἀπεπυδάρισα
Adler number: alpha,3033
Translated headword: I kicked up a mothon and cried cuckoo
Vetting Status: low
Translation:
Meaning I farted. A mothon [is] a sort of slavish dance. So "I cried cuckoo" [means] I danced the cordax.[1]
Greek Original:
Ἀπεπυδάρισα [Ἀριστοφάνης] μόθωνα περιεκόκκυσα: ἀντὶ τοῦ ἀπέπαρδον. μόθων δὲ εἶδος ὀρχήσεως φορτικῆς. περιεκόκκυσα οὖν κόρδακα ὠρχησάμην.
Notes:
The headword phrase is Aristophanes, Knights 697 (see web address 1 below) and the gloss from the scholia there.
[1] For the kordax see kappa 2071; for the mothon, mu 1187; and cf. also pi 1115.
Associated internet address:
Web address 1
Keywords: comedy; daily life; definition; meter and music

~~~~~~~~~~

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Ησ.: "οι κορδακισμοί, τα αστεία και οι κωμικοί τρόποι των μίμων". Γενικά, κορδακισμός και κορδάκισμα χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του άσεμνου χορού. Κορδακιστής, ο χορευτής του κόρδακα,'']

Γλῶσσαι
Ελληνικό λεξικό
Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς

<κόρδαξ>· εἶδος ὀρχήσεως ἀσέμνως κινούσης <τὴν ὀσφῦν>
*<κορδακίζεια>· αἰσχρὰ ὀρχεῖται ASgn
<κορδακισμοί>· τὰ τῶν μίμων γελοῖα, καὶ παίγνια
[<κορδαξίας>· ὀρχήσεως]

http://el.wikisource.org/wiki/Γλώσσαι
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Λουκιανού

ΠΕΡΙ ΟΡΧΗΣΕΩΣ
22-40

Μτφρ. Ιωάννη Κονδυλάκη

[22] Τὰ μὲν γὰρ Διονυσιακὰ καὶ Βακχικὰ οἶμαί σε μὴ περιμένειν ἐμοῦ ἀκοῦσαι, ὅτι ὄρχησις ἐκεῖνα πάντα ἦν. τριῶν γοῦν οὐσῶν τῶν γενικωτάτων ὀρχήσεων, κόρδακος καὶ σικιννίδος καὶ ἐμμελείας, οἱ Διονύσου θεράποντες οἱ Σάτυροι ταύτας ἐφευρόντες ἀφ᾽ αὑτῶν ἑκάστην ὠνόμασαν, καὶ ταύτῃ τῇ τέχνῃ χρώμενος ὁ Διόνυσος, φασίν, Τυρρηνοὺς καὶ Ἰνδοὺς καὶ Λυδοὺς ἐχειρώσατο καὶ φῦλον οὕτω μάχιμον τοῖς αὑτοῦ θιάσοις κατωρχήσατο.

22. Όσον αφορά τας Διονυσιακάς και Βακχικάς τελετάς, νομίζω ότι δεν περιμένεις να μάθης από εμέ ότι απετελούντο όλαι από χορούς. Ήσαν δε τρεις αι κυριώτεραι Διονυσιακαί ορχήσεις, ο κόρδαξ, η σικιννίς και η εμμέλεια, και οι θεράποντες του Διονύσου, οι Σάτυροι, έδωκαν εις αυτάς τα ονόματα των. Με αυτήν δε την τέχνην ο Διόνυσος υπέταξε τους Τυρηννούς, τους Ινδούς και τους Λυδούς και με στράτευμα εκ χορευτών ενίκησε φυλάς τόσον μαχίμους.

http://www.mikrosapoplous.gr/lucian/peri_orxhsews_d2.htm
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Aristophanes, Clouds
Aristoph. Cl. 540

Αριστοφ. Νεφέλαι 540

οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν,
οὐδὲ πρεσβύτης ὁ λέγων τἄπη τῇ βακτηρίᾳ
τύπτει τὸν παρόντ᾽ ἀφανίζων πονηρὰ σκώμματα,
οὐδ᾽ εἰσῇξε δᾷδας ἔχουσ᾽, οὐδ᾽ ἰοὺ ἰοὺ βοᾷ,
ἀλλ᾽ αὑτῇ καὶ τοῖς ἔπεσιν πιστεύουσ᾽ ἐλήλυθεν.

Aristophanes. Aristophanes Comoediae, ed. F.W. Hall and W.M. Geldart, vol. 2. F.W. Hall and W.M. Geldart. Oxford. Clarendon Press, Oxford. 1907.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Aristoph.+Cl.+540&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0027
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Δοκίμιο για την συνάφεια μεταξύ των σύγχρονων γομφικών
Χορών και των γομφικών χορών της αρχαιότητας
Κωμικός ή σατυρικός χορός;
Ulf Buchheld

''Ονόματα χορών που ανήκουν στη λατρεία της Αρτέμιδος έχουν διασωθεί: ο Κόρδαξ, ο Μόθων, η Κορυθαλλία, η Καλαβίς, η Αγγελική και ένας από τους βρυλλιχιστές χορευόμενος αναιδής χορός με προσωπεία που προκαλεί γέλωτες. Ειδικά ως γομφικές ορχήσεις σημειώνονται οι: Βακτρισμός, Απόκινος, Απόσεισις, Καλαβίς, Μόθων και Κόρδαξ.
Ο χαρακτηρισμός του Κόρδακος ως όρχησης γομφικής απαιτεί ακριβέστερη διερεύνηση, εφόσον φέρεται ως ο κατ’ εξοχήν χορός της κωμωδίας. Προς τούτο πρέπει να διερευνηθούν τα σχετικά κείμενα των κωμωδιών, αν οι περιγραφόμενοι σ’ αυτά χοροί μας μεταφέρουν κάποιαν εικόνα για το πώς χορευόταν ο κόρδαξ κατά την αρχαιότητα.
Στην πρόσφατη μετάφραση της κωμωδίας “Νεφέλες” του Αριστοφάνη (1992) στα νέα ελληνικά, ο Βασίλειος Μανδηλαράς μεταφράζει στο στίχο 540 τη λέξη “κόρδαξ” ως “χορό της κοιλιάς”. Επίσης τον ίδιο ορισμό (αισχρώς κινούσα την οσφύν) βρίσκουμε στην ερμηνεία του Π.Ν. Παπά στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Γενικά, θεωρείται ο κόρδαξ στην Ελλάδα ως πρόδρομος του χορού της κοιλιάς, δηλαδή του γομφικού χορού. Πρέπει λοιπόν να αποσαφηνισθεί αν ο γομφικός χορός αντιστοιχεί στην εικόνα που έχουμε για τον κόρδακα.
Για πρώτη φορά εμφανίζεται η λέξη “κόρδαξ” το έτος 423 π.Χ, στην κωμωδία “Νεφέλες” του Αριστοφάνη κατά την παράστασή τους στους αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων στην Αθήνα, και μάλιστα δις: “ουδέ κόρδαχ’ είλκυσεν”. Κατά το σχόλιο RV, πρόκειται για μία άσχημη μορφή χορού της κωμωδίας (είδος ορχήσεως κωμικής ασχήμονος). Κατά το σχόλιο EMMatr, είναι ένας κωμικός χορός κατά τον οποίο οι γοφοί κινούνται αισχρώς (κόρδαξ κωμική, ήτις αισχρώς κινεί την οσφύν). Η δεύτερη αναφορά γίνεται δεκαπέντε στίχους παρακάτω, όπου ο Αριστοφάνης περιπαίζει τον Εύπολι ότι έβαλε στην κωμωδία του “Μαρικάς” μία μεθυσμένη γριά, μόνο και μόνον για να χορέψει ένα κόρδακα: “Εύπολις μεν τον Μαρικάν πρώτιστον παρείλκυσεν,... προσθείς αυτών γραύν μεθύστην, του κόρδακος είνεχ”. Περίπου 80 χρόνια αργότερα ο Αριστοτέλης αναφέρει τον τροχαϊκό τετράμετρο ως χαρακτηριστικότερο χορικό ρυθμό του κόρδακος (ό δε τροχαίος κορδακικώτερος), Η χρονικώς επόμενη αναφορά στον κόρδακα ευρίσκεται στον Δημοσθένη (384-328 π.Χ.), στον δεύτερο ολυνθιακό λόγο κατά του Φιλίππου το έτος 349/348, στον οποίο διαβάζουμε: Ο Φίλιππος είναι άνθρωπος υβριστής: καθημερινώς ενδίδει στην ακολασία και οινομανία μετ’ ασέμνων χορών και κορδακισμών. Από τον κωμικό ποιητή Μνησίμαχο (περίπου 350 π.Χ.) έχει διασωθεί το απόσπασμα “Ο Ιπποτρόφος”, στο οποίο βρίσκεται η έκφραση “λε(ί)πεται κόρδαξ”. Από τον Θεόφραστο (371-287 π.Χ.) μαθαίνουμε ότι ο κόρδαξ ήταν λαϊκός χορός, ο οποίος χορευόταν σε κατάσταση “απονίας” δηλαδή αμυαλοσύνης, και κατά τα σχετικά σχόλια εδώ ένα “είδος αισχράς και απρεπούς ορχήσεως”.
Ακολουθούν αναφορές από τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Έχουμε δύο επιστολές του Αλκίφρονος, όπου χορευόταν ο κόρδαξ σε δύο οινοκατανυκτικά συμπόσια μπεκρήδων, τον Λουκιανό με την υπόδειξη ότι ένας σειληνός χόρευε κόρδακα, τον Παυσανία με την μαρτυρία περί λατρείας της Αρτέμιδος Κορδάκας στην Ήλιδα, και τις πολλαπλές αναφορές του Αθήναιου, με την υπόδειξη “ο κόρδαξ παρ’ Έλλησι φορτικός”. Ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) επί τέλους χαρακτηρίζει τον κόρδακα ως άσεμνο και αισχρό χορό και ταυτίζει τη λέξη κορδακισμοί με “τα των μίμων γελαία και παίγνια”.
Ετυμολογικώς η λέξη παράγεται από το “κραδάω, κραδαίνω”, εμφανίζεται και ως ρήμα “κορδακίζειν”. Υπάρχει και η άλλη του ετυμολογική εκδοχή του “σκόρδαξ” από το “σκορδόω =συνουσιάζομαι.
Στην αρχαιότερη κωμωδία, συγκεκριμένα στον Κρατίνο (περίπου 450 π.Χ.), περιγράφονται οι εξής κινήσεις: Με κλειστά πόδια εκτελούνται πηδηχτές κινήσεις με σκυφτό το σώμα προς τα εμπρός και τους βραχίονες εναλλάξ τεντωμένους - σαν ένα ξίφος - προς τα εμπρός και προς το άνω (ξιφίζειν, εικ. αρ. 1*, και ποδίζειν, εικ. αρ. 2*, και διαρρικνούσθαι). Στις τρεις αυτές κινήσεις, που αναφέρονται και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, προστίθενται και το μάζεμα όπως ο πετεινός (πτήσσειν ώς τις αλέκτωρ*), και το τίναγμα (εκλακτίζειν, εικ. αρ. 3*) του ενός σκέλους προς τα εμπρός ή πλαγίως και προς τα άνω, έτσι ώστε να εξέχουν επιδεικτικά τα οπίσθια ή οι γοφοί (το σκέλος ουράνιον εκλακτίζειν ρίπτειν, πρωκτός χάσκειν), και με ένα πήδημα να εγγίζουν οι πτέρνες τα οπίσθια (μόθωνα αποπυδαρίζειν, ποτί πυγάν άλλεσθαι).
Εκτός αυτών έχουν επισημανθεί και οι κάτωθι κινήσεις: περιστροφικές κινήσεις των γοφών/οπίσθιων (οσφύν (πυγάν) κινείν, περιάγειν), πήδημα σε ένα πόδι (πηδάν), κτύπημα στην κοιλιά (σε αυτόν γαστρίζειν, εικ. αρ. 3*). Πρόκειται για χορούς, κατά τους οποίους ο καθένας χορευτής περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του (βεμβικίζειν, βέμβικες εγγένεσθαι, στροβείν), και συγχρόνως και μαζικές γενικές κινήσεις σε μεγάλο κύκλο (κυκλοσοβείν, κύκλω παραβαίνειν). Οι χοροί αυτοί χορεύονται τακτικά μόνον από άνδρες και ενίοτε με γυναικείο ρουχισμό. Όταν χορεύονται από γυναίκες, τότε δένουν φαλλούς εμπρός τους.
Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι όλες οι ονομασίες αυτού του χορού, δηλαδή κόρδαξ, μόθων, καλλαβίς και καρυδάν, δεν είναι ελληνικής προελεύσεως, αλλά προέρχονται προφανώς από προελληνικά φύλα, από την προδωρική εποχή, και οι Δωριείς τα παρέλαβαν αργότερα. Η ονομασία “μόθων” μας παραπέμπει σαφώς στην Πελοπόννησο, Οι Μόθωνες ήταν ο αρχικός πληθυσμός τον οποίο υπέταξαν και καταπίεσαν οι Δωριείς και ονόμασαν Είλωτες. Ο χορός αυτός χαρακτηρίζεται στα σχόλια της κωμωδίας “Πλούτος” του Αριστοφάνη ως χορός δούλων, από τον Πολυδεύκη ως χορός των αχθοφόρων και των ναυτών και από τον Φώτιο ως είδος κόρδακος. Το όνομα διαφυλάχθηκε ως τις ημέρες μας με το όνομα της πόλης Μεθώνη στα νοτιοδυτικά της Μεσσηνίας.
Αυτό εξηγεί και τα πολυάριθμα γνωστά ιερά και τεμένη της Αρτέμιδος στην Πελοπόννησο. Στην Μεθώνη υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος. Στην Ήλιδα, κοντά στην Σίλυπο, υπήρχε μάλιστα ένα ιερό υπό την ονομασία Άρτεμις Κορδάκα, στις τελετές του οποίου χόρευαν άνδρες κόρδακα. Το σημείο αυτό δεν βρίσκεται μακριά από την μυκηναϊκή Πύλο. Από την αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β γραφής γνωρίζουμε ότι η Άρτεμις λατρευόταν από τη μυκηναϊκή εποχή στην Πύλο. Βαθιά στον Ταΰγετο, σε μία χαράδρα του λατρευόταν ως Άρτεμις Δερεάτις με τον χορό καλλαβίς. Στη Σπάρτη εόρταζαν την Αρτέμιδα Κορυθαλλία μασκαρεμένοι άνδρες, οι Κυριττοί. Ιερά της Αρτέμιδας Ορθίας υπήρχαν στο όρος Λυκόνη κοντά στην Τεγέα και στην περιοχή Λίμναι της Λακωνίας. Στις Καρυές Λακωνίας λατρευόταν η Άρτεμις Καρυάτις, ή ‘’καρυδένια”.
Τέλος υπήρχαν στην Πελοπόννησο, αλλά και στην Αττική, πολυάριθμα ιερά της Αρτέμιδος Αγροτέρας, ως προστάτιδας των θηρίων. Εκτός από τη Δήμητρα είναι και αυτή ‘’πότνια θηρών”. Από την Λακωνία μας είναι γνωστοί και οι Βρυλλιχιστές, οι χορευτές και χορεύτριες ενός θρασύτατου χορού με γυναικεία φορέματα και μάσκες. Κυρίως από τις πολυάριθμες πληροφορίες του Παυσανία μπορεί να εννοηθεί πόσο σπουδαία ήταν η λατρεία της θεάς στην περιοχή αυτή της Ελλάδος.
Η συνάφεια του κόρδακος με μία θεότητα αναφέρεται δύο φορές ακόμα. Έχουμε μίαν επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. στην Μινόα της Αμοργού, κατά την οποία παρουσιάζονται κορδακιστές ως συνοδοί του Πυθίου Απόλλωνος Κορδάκων (περί τον Πύθιον Απόλλωνα Κορδάκων). Και η δεύτερη επιγραφή αναφέρεται στον Πύθιο Απόλλωνα. Μία δυνατή εξήγηση γι’ αυτήν τη συνάφεια είναι ίσως το γεγονός ότι ο Απόλλων ήταν ο αδελφός της Αρτέμιδος.
Ο Κόρδαξ στην αρχική του μορφή παριστάνει συνεπώς έναν προδωρικό χθόνιο χορό της πελοποννησιακής γης, αφιερωμένο στη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, μιας θεάς της βλάστησης, της γέννησης και του θανάτου.
Ήδη στα 1910 ο Heinz Schnabel ασχολήθηκε με το θέμα “κόρδαξ”. Στο πρώτο μέρος της πραγματείας του “Κόρδαξ, αρχαιολογικές μελέτες για την ιστορία ενός χορού της αρχαιότητας και περί της προελεύσεως της ελληνικής κωμωδίας” προσπάθησε να αποδείξει ότι η απεικόνιση σε έναν αμφορέα του πρώτου ημίσεως του 5ου αιώνα π.Χ. (εικ. αρ. 4*) δείχνει τρεις χορευτές να χορεύουν κόρδακα, και ότι σύμφωνα με τις περιγραφές του Κρατίνου και του Αριστοφάνους, ιδιαίτερα στις “Σφήκες” και στις “Νεφέλες”, ο κόρδαξ θα έπρεπε να χορεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας του ο Schnabel εξέτασε την καταγωγή του κόρδακος και την εντόπισε στην λατρεία της Αρτέμιδας στην Πελοπόννησο.
Ενώ το δεύτερο μέρος περί καταγωγής του κόρδακος χαιρετήθηκε από τους ειδικούς (Korte), το πρώτο μέρος προξένησε σφοδρές επικρίσεις. Ιδιαίτερα αναφέρουμε τον Alfred Korte, ο οποίος το ίδιο έτος έδειξε στην πραγματεία του ότι όλα αυτά είναι ατεκμηρίωτες υποθέσεις. Η άποψη του Korte εκφράζει και τη σημερινή θέση της φιλολογικής επιστήμης.
Οι Korte, Warnecke και Ross υποστηρίζουν ότι περί κόρδακος δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, διότι δεν υπάρχει καμιά περιγραφή της εκτέλεσής του. Ποιοι χοροί περιγράφονται από τους Κρατίνο και Αριστοφάνη και ποιο χορό παριστάνει το εν λόγω αγγείο είναι άγνωστο. Η επιστήμη συμφωνεί στο ότι το μοναδικό σχόλιο στο στίχο 540 των “Νεφελών”, που αναφέρει ήδη ο Korte το 1910, λείπει από τα σπουδαιότερα χειρόγραφα και ότι είναι μάλλον βυζαντινής προελεύσεως. Όλες οι άλλες πηγές μαρτυρούν μόνο ότι ο κόρδαξ ήταν “φορτικός” και αισχρός χορός, φαύλος, απρεπής, αναιδής, ασελγής και γελοίος και ότι χορευόταν σε κατάσταση μέθης. Το αυτό αληθεύει όμως και για τις βακχικές ορχήσεις.''

εκδόσεων ‘’Τρόπος Ζωής’’, Χορός και αρχαία Ελλάδα.

http://www.e-istoria.com/154.html
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Pausanias, Description of Greece
Paus. 6.22

22.
προελθόντι δὲ ὅσον τε στάδιον ἀπὸ τοῦ τάφου σημεῖά ἐστιν ἱεροῦ Κορδάκας ἐπίκλησιν Ἀρτέμιδος, ὅτι οἱ τοῦ Πέλοπος ἀκόλουθοι τὰ ἐπινίκια ἤγαγον παρὰ τῇ θεῷ ταύτῃ καὶ ὠρχήσαντο ἐπιχώριον τοῖς περὶ τὸν Σίπυλον κόρδακα ὄρχησιν. τοῦ ἱεροῦ δὲ οὐ πόρρω οἴκημά τε οὐ μέγα καὶ κιβωτός ἐστιν ἐν αὐτῷ χαλκῆ: ὀστᾶ τὰ Πέλοπος ἐν τῇ κιβωτῷ φυλάσσουσι.

22.
Going forward about a stade from the grave one sees traces of a sanctuary of Artemis, surnamed Cordax because the followers of Pelops celebrated their victory by the side of this goddess and danced the cordax, a dance peculiar to the dwellers round Mount Sipylus. Not far from the sanctuary is a small building containing a bronze chest, in which are kept the bones of Pelops. Of the wall and of the rest of the building there were no remains, but vines were planted over all the district where Pisa stood.

Pausanias. Pausaniae Graeciae Descriptio, 3 vols. Leipzig, Teubner. 1903.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Paus.+6.22&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0159
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Κόριννα, λυρική ποιήτρια του 6ου αι. π.Χ. Γεννήθηκε στη Βοιωτία (στην Τανάγρα ή στη Θήβα) και υπήρξε μαθήτρια της Μυρτίδας. Σύμφωνα με τη Σούδα , νίκησε τον Πίνδαρο πέντε φορές σε λυρικούς αγώνες και συνέθεσε πέντε τόμους με λυρικούς νόμους και επιγράμματα· "ενίκησε δε πεντάκις ως λόγος Πίνδαρον. Έγραψε βιβλία πέντε και επιγράμματα και νόμους λυρικούς".

Βλ. Bergk PLG 543-553 και Anth. Lyr. 269-272, μικρά αποσπάσματα· επίσης, Page PMG 325-358, αποσπ. 654-695Α.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''Σύμφωνα με τη Σούδα , νίκησε τον Πίνδαρο πέντε φορές σε λυρικούς αγώνες και συνέθεσε πέντε τόμους με λυρικούς νόμους και επιγράμματα· "ενίκησε δε πεντάκις ως λόγος Πίνδαρον. Έγραψε βιβλία πέντε και επιγράμματα και νόμους λυρικούς".'']

Suda on line

Σούδα

Headword: Κορίννα
Adler number: kappa,2087
Translated headword: Korinna, Corinna
Vetting Status: low
Translation:
[Daughter] of Akheloiodoros and Prokratia, Theban or Tanagran, pupil of Myrtis; she was nicknamed Muia ["Fly"]. Lyric poetess. She is said to have defeated Pindar five times. She wrote 5 books, both epigrams and lyric nomes.
Greek Original:
Κορίννα, Ἀχελῳοδώρου καὶ Προκρατίας, Θηβαία ἢ Ταναγραία, μαθήτρια Μύρτιδος: ἐπωνόμαστο δὲ Μυῖα: λυρική. ἐνίκησε δὲ πεντάκις ὡς λόγος Πίνδαρον. ἔγραψε βιβλία ε#, καὶ ἐπιγράμματα καὶ νόμους λυρικούς.
Notes:
Corinna composed choral lyrics in a poetic dialect with Boeotian flavor, which appears accentuated by the Boeotian spelling of the papyrus fragments. The historicity of her encounters with Pindar cannot be verified. No epigrams are extant. Cf. Kappa 2088 & 2089, Mu 1361.
See links below to Perseus Encyclopedia entry and Diane Rayor's translation of fragments.
References:
C. Carey in OCD 3 (1996) 390.
D.L. Page, PMG 326ff.
D.D. Campbell, Greek Lyric Poetry (1967) 103ff., 408ff.
C. Segal in CHCL I.1, 198-200.
Associated internet addresses:
Web address 1
Web address 2
Keywords: biography; dialects, grammar, and etymology; poetry; women

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κορύβαντες, ιερείς της Κυβέλης (ή της Ρέας) στη Φρυγία, συνδεδεμένοι και με τον Διόνυσο. Οι ιεροτελεστίες τους συνοδεύονταν με οργιαστική και έξαλλη ορχηση και με θορυβώδη και πολύ ερεθιστική μουσική.
Η λέξη κορύβας, ως ουσιαστικό, σήμαινε ενθουσιασμό.
Κορυβάντεια ρόπτρα, ταμπουρίνα κορυβάντεια (βλ. λ. ρόπτρον ). Κορυβαντείον, ο ναός· κορυβαντισμός, εξαγνισμός με κορυβαντική ιεροτελεστία. Το ρήμα κορυβαντίζω σημαίνει εξαγνίζω με κορυβαντική τελετουργία.
Το ρήμα κορυβαντιώ, καταλαμβάνομαι από κορυβαντική φρενίτιδα, τρελαίνομαι κάπως ("παρεμμαίνεσθαι". Τίμαιος, Λεξ. Πλατωνικό)· κατά το LSJ, "εκτελώ την κορυβαντική τελετουργία".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''κατά το LSJ, "εκτελώ την κορυβαντική τελετουργία".'']

Κορυ^βαντ-ικός , ή, όν, Corybantic,
A. [select] “σκιρτήματα” Plu.2.759b, cf. Porph.Abst.2.21; οἱ τὰ K. “τελούμενοι” D.H.Dem.22.

Κορυ^βαντ-ίς , ίδος, h(, pecul. fem of Κορύβας, Nonn.D.2.695.

Κορυ^βαντ-ισμός , o(,
A. [select] purification by Corybantic rites, Hsch.

Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper...tter=*k:entry+group=153:entry=*korubantismo/s
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κορυθαλίστριαι, και κορυθαλλίστριαι· χορεύτριες που χόρευαν προς τιμή της Αρτέμιδας κατά την τελετή του γάμου ή σε γιορτές εφήβων. Φορούσαν ανδρικά φορέματα και ξύλινες μάσκες και οι κινήσεις τους ήταν πάντα ευπρεπείς. Ο χορός τους συνδεόταν με τη γονιμότητα.

Σημείωση: Κορυθάλη ή κορυθαλία ήταν μια επίκληση στην ’Aρτεμη (στη Σπάρτη), προστάτιδα της ευφορίας και της γονιμότητας. Έτσι ονομαζόταν επίσης ένας κλάδος ή στεφάνι ελιάς που φορούσαν κατά τους εορτασμούς αυτούς.·

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κορυφαίος, ο αρχηγός του χορού στο αρχαίο δράμα. Ονομαζόταν και ηγεμών
χορού και έξαρχος . Πολυδ. (IV, 106): "ηγεμών χορού· κορυφαίος χορού".

http://www.musipedia.gr/
 
Top