Δοκίμιο για την συνάφεια μεταξύ των σύγχρονων γομφικών
Χορών και των γομφικών χορών της αρχαιότητας
Κωμικός ή σατυρικός χορός;
Ulf Buchheld
''Ονόματα χορών που ανήκουν στη λατρεία της Αρτέμιδος έχουν διασωθεί: ο Κόρδαξ, ο Μόθων, η Κορυθαλλία, η Καλαβίς, η Αγγελική και ένας από τους βρυλλιχιστές χορευόμενος αναιδής χορός με προσωπεία που προκαλεί γέλωτες. Ειδικά ως γομφικές ορχήσεις σημειώνονται οι: Βακτρισμός, Απόκινος, Απόσεισις, Καλαβίς, Μόθων και Κόρδαξ.
Ο χαρακτηρισμός του Κόρδακος ως όρχησης γομφικής απαιτεί ακριβέστερη διερεύνηση, εφόσον φέρεται ως ο κατ’ εξοχήν χορός της κωμωδίας. Προς τούτο πρέπει να διερευνηθούν τα σχετικά κείμενα των κωμωδιών, αν οι περιγραφόμενοι σ’ αυτά χοροί μας μεταφέρουν κάποιαν εικόνα για το πώς χορευόταν ο κόρδαξ κατά την αρχαιότητα.
Στην πρόσφατη μετάφραση της κωμωδίας “Νεφέλες” του Αριστοφάνη (1992) στα νέα ελληνικά, ο Βασίλειος Μανδηλαράς μεταφράζει στο στίχο 540 τη λέξη “κόρδαξ” ως “χορό της κοιλιάς”. Επίσης τον ίδιο ορισμό (αισχρώς κινούσα την οσφύν) βρίσκουμε στην ερμηνεία του Π.Ν. Παπά στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Γενικά, θεωρείται ο κόρδαξ στην Ελλάδα ως πρόδρομος του χορού της κοιλιάς, δηλαδή του γομφικού χορού. Πρέπει λοιπόν να αποσαφηνισθεί αν ο γομφικός χορός αντιστοιχεί στην εικόνα που έχουμε για τον κόρδακα.
Για πρώτη φορά εμφανίζεται η λέξη “κόρδαξ” το έτος 423 π.Χ, στην κωμωδία “Νεφέλες” του Αριστοφάνη κατά την παράστασή τους στους αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων στην Αθήνα, και μάλιστα δις: “ουδέ κόρδαχ’ είλκυσεν”. Κατά το σχόλιο RV, πρόκειται για μία άσχημη μορφή χορού της κωμωδίας (είδος ορχήσεως κωμικής ασχήμονος). Κατά το σχόλιο EMMatr, είναι ένας κωμικός χορός κατά τον οποίο οι γοφοί κινούνται αισχρώς (κόρδαξ κωμική, ήτις αισχρώς κινεί την οσφύν). Η δεύτερη αναφορά γίνεται δεκαπέντε στίχους παρακάτω, όπου ο Αριστοφάνης περιπαίζει τον Εύπολι ότι έβαλε στην κωμωδία του “Μαρικάς” μία μεθυσμένη γριά, μόνο και μόνον για να χορέψει ένα κόρδακα: “Εύπολις μεν τον Μαρικάν πρώτιστον παρείλκυσεν,... προσθείς αυτών γραύν μεθύστην, του κόρδακος είνεχ”. Περίπου 80 χρόνια αργότερα ο Αριστοτέλης αναφέρει τον τροχαϊκό τετράμετρο ως χαρακτηριστικότερο χορικό ρυθμό του κόρδακος (ό δε τροχαίος κορδακικώτερος), Η χρονικώς επόμενη αναφορά στον κόρδακα ευρίσκεται στον Δημοσθένη (384-328 π.Χ.), στον δεύτερο ολυνθιακό λόγο κατά του Φιλίππου το έτος 349/348, στον οποίο διαβάζουμε: Ο Φίλιππος είναι άνθρωπος υβριστής: καθημερινώς ενδίδει στην ακολασία και οινομανία μετ’ ασέμνων χορών και κορδακισμών. Από τον κωμικό ποιητή Μνησίμαχο (περίπου 350 π.Χ.) έχει διασωθεί το απόσπασμα “Ο Ιπποτρόφος”, στο οποίο βρίσκεται η έκφραση “λε(ί)πεται κόρδαξ”. Από τον Θεόφραστο (371-287 π.Χ.) μαθαίνουμε ότι ο κόρδαξ ήταν λαϊκός χορός, ο οποίος χορευόταν σε κατάσταση “απονίας” δηλαδή αμυαλοσύνης, και κατά τα σχετικά σχόλια εδώ ένα “είδος αισχράς και απρεπούς ορχήσεως”.
Ακολουθούν αναφορές από τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Έχουμε δύο επιστολές του Αλκίφρονος, όπου χορευόταν ο κόρδαξ σε δύο οινοκατανυκτικά συμπόσια μπεκρήδων, τον Λουκιανό με την υπόδειξη ότι ένας σειληνός χόρευε κόρδακα, τον Παυσανία με την μαρτυρία περί λατρείας της Αρτέμιδος Κορδάκας στην Ήλιδα, και τις πολλαπλές αναφορές του Αθήναιου, με την υπόδειξη “ο κόρδαξ παρ’ Έλλησι φορτικός”. Ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) επί τέλους χαρακτηρίζει τον κόρδακα ως άσεμνο και αισχρό χορό και ταυτίζει τη λέξη κορδακισμοί με “τα των μίμων γελαία και παίγνια”.
Ετυμολογικώς η λέξη παράγεται από το “κραδάω, κραδαίνω”, εμφανίζεται και ως ρήμα “κορδακίζειν”. Υπάρχει και η άλλη του ετυμολογική εκδοχή του “σκόρδαξ” από το “σκορδόω =συνουσιάζομαι.
Στην αρχαιότερη κωμωδία, συγκεκριμένα στον Κρατίνο (περίπου 450 π.Χ.), περιγράφονται οι εξής κινήσεις: Με κλειστά πόδια εκτελούνται πηδηχτές κινήσεις με σκυφτό το σώμα προς τα εμπρός και τους βραχίονες εναλλάξ τεντωμένους - σαν ένα ξίφος - προς τα εμπρός και προς το άνω (ξιφίζειν, εικ. αρ. 1*, και ποδίζειν, εικ. αρ. 2*, και διαρρικνούσθαι). Στις τρεις αυτές κινήσεις, που αναφέρονται και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, προστίθενται και το μάζεμα όπως ο πετεινός (πτήσσειν ώς τις αλέκτωρ*), και το τίναγμα (εκλακτίζειν, εικ. αρ. 3*) του ενός σκέλους προς τα εμπρός ή πλαγίως και προς τα άνω, έτσι ώστε να εξέχουν επιδεικτικά τα οπίσθια ή οι γοφοί (το σκέλος ουράνιον εκλακτίζειν ρίπτειν, πρωκτός χάσκειν), και με ένα πήδημα να εγγίζουν οι πτέρνες τα οπίσθια (μόθωνα αποπυδαρίζειν, ποτί πυγάν άλλεσθαι).
Εκτός αυτών έχουν επισημανθεί και οι κάτωθι κινήσεις: περιστροφικές κινήσεις των γοφών/οπίσθιων (οσφύν (πυγάν) κινείν, περιάγειν), πήδημα σε ένα πόδι (πηδάν), κτύπημα στην κοιλιά (σε αυτόν γαστρίζειν, εικ. αρ. 3*). Πρόκειται για χορούς, κατά τους οποίους ο καθένας χορευτής περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του (βεμβικίζειν, βέμβικες εγγένεσθαι, στροβείν), και συγχρόνως και μαζικές γενικές κινήσεις σε μεγάλο κύκλο (κυκλοσοβείν, κύκλω παραβαίνειν). Οι χοροί αυτοί χορεύονται τακτικά μόνον από άνδρες και ενίοτε με γυναικείο ρουχισμό. Όταν χορεύονται από γυναίκες, τότε δένουν φαλλούς εμπρός τους.
Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι όλες οι ονομασίες αυτού του χορού, δηλαδή κόρδαξ, μόθων, καλλαβίς και καρυδάν, δεν είναι ελληνικής προελεύσεως, αλλά προέρχονται προφανώς από προελληνικά φύλα, από την προδωρική εποχή, και οι Δωριείς τα παρέλαβαν αργότερα. Η ονομασία “μόθων” μας παραπέμπει σαφώς στην Πελοπόννησο, Οι Μόθωνες ήταν ο αρχικός πληθυσμός τον οποίο υπέταξαν και καταπίεσαν οι Δωριείς και ονόμασαν Είλωτες. Ο χορός αυτός χαρακτηρίζεται στα σχόλια της κωμωδίας “Πλούτος” του Αριστοφάνη ως χορός δούλων, από τον Πολυδεύκη ως χορός των αχθοφόρων και των ναυτών και από τον Φώτιο ως είδος κόρδακος. Το όνομα διαφυλάχθηκε ως τις ημέρες μας με το όνομα της πόλης Μεθώνη στα νοτιοδυτικά της Μεσσηνίας.
Αυτό εξηγεί και τα πολυάριθμα γνωστά ιερά και τεμένη της Αρτέμιδος στην Πελοπόννησο. Στην Μεθώνη υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος. Στην Ήλιδα, κοντά στην Σίλυπο, υπήρχε μάλιστα ένα ιερό υπό την ονομασία Άρτεμις Κορδάκα, στις τελετές του οποίου χόρευαν άνδρες κόρδακα. Το σημείο αυτό δεν βρίσκεται μακριά από την μυκηναϊκή Πύλο. Από την αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β γραφής γνωρίζουμε ότι η Άρτεμις λατρευόταν από τη μυκηναϊκή εποχή στην Πύλο. Βαθιά στον Ταΰγετο, σε μία χαράδρα του λατρευόταν ως Άρτεμις Δερεάτις με τον χορό καλλαβίς. Στη Σπάρτη εόρταζαν την Αρτέμιδα Κορυθαλλία μασκαρεμένοι άνδρες, οι Κυριττοί. Ιερά της Αρτέμιδας Ορθίας υπήρχαν στο όρος Λυκόνη κοντά στην Τεγέα και στην περιοχή Λίμναι της Λακωνίας. Στις Καρυές Λακωνίας λατρευόταν η Άρτεμις Καρυάτις, ή ‘’καρυδένια”.
Τέλος υπήρχαν στην Πελοπόννησο, αλλά και στην Αττική, πολυάριθμα ιερά της Αρτέμιδος Αγροτέρας, ως προστάτιδας των θηρίων. Εκτός από τη Δήμητρα είναι και αυτή ‘’πότνια θηρών”. Από την Λακωνία μας είναι γνωστοί και οι Βρυλλιχιστές, οι χορευτές και χορεύτριες ενός θρασύτατου χορού με γυναικεία φορέματα και μάσκες. Κυρίως από τις πολυάριθμες πληροφορίες του Παυσανία μπορεί να εννοηθεί πόσο σπουδαία ήταν η λατρεία της θεάς στην περιοχή αυτή της Ελλάδος.
Η συνάφεια του κόρδακος με μία θεότητα αναφέρεται δύο φορές ακόμα. Έχουμε μίαν επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. στην Μινόα της Αμοργού, κατά την οποία παρουσιάζονται κορδακιστές ως συνοδοί του Πυθίου Απόλλωνος Κορδάκων (περί τον Πύθιον Απόλλωνα Κορδάκων). Και η δεύτερη επιγραφή αναφέρεται στον Πύθιο Απόλλωνα. Μία δυνατή εξήγηση γι’ αυτήν τη συνάφεια είναι ίσως το γεγονός ότι ο Απόλλων ήταν ο αδελφός της Αρτέμιδος.
Ο Κόρδαξ στην αρχική του μορφή παριστάνει συνεπώς έναν προδωρικό χθόνιο χορό της πελοποννησιακής γης, αφιερωμένο στη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, μιας θεάς της βλάστησης, της γέννησης και του θανάτου.
Ήδη στα 1910 ο Heinz Schnabel ασχολήθηκε με το θέμα “κόρδαξ”. Στο πρώτο μέρος της πραγματείας του “Κόρδαξ, αρχαιολογικές μελέτες για την ιστορία ενός χορού της αρχαιότητας και περί της προελεύσεως της ελληνικής κωμωδίας” προσπάθησε να αποδείξει ότι η απεικόνιση σε έναν αμφορέα του πρώτου ημίσεως του 5ου αιώνα π.Χ. (εικ. αρ. 4*) δείχνει τρεις χορευτές να χορεύουν κόρδακα, και ότι σύμφωνα με τις περιγραφές του Κρατίνου και του Αριστοφάνους, ιδιαίτερα στις “Σφήκες” και στις “Νεφέλες”, ο κόρδαξ θα έπρεπε να χορεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας του ο Schnabel εξέτασε την καταγωγή του κόρδακος και την εντόπισε στην λατρεία της Αρτέμιδας στην Πελοπόννησο.
Ενώ το δεύτερο μέρος περί καταγωγής του κόρδακος χαιρετήθηκε από τους ειδικούς (Korte), το πρώτο μέρος προξένησε σφοδρές επικρίσεις. Ιδιαίτερα αναφέρουμε τον Alfred Korte, ο οποίος το ίδιο έτος έδειξε στην πραγματεία του ότι όλα αυτά είναι ατεκμηρίωτες υποθέσεις. Η άποψη του Korte εκφράζει και τη σημερινή θέση της φιλολογικής επιστήμης.
Οι Korte, Warnecke και Ross υποστηρίζουν ότι περί κόρδακος δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, διότι δεν υπάρχει καμιά περιγραφή της εκτέλεσής του. Ποιοι χοροί περιγράφονται από τους Κρατίνο και Αριστοφάνη και ποιο χορό παριστάνει το εν λόγω αγγείο είναι άγνωστο. Η επιστήμη συμφωνεί στο ότι το μοναδικό σχόλιο στο στίχο 540 των “Νεφελών”, που αναφέρει ήδη ο Korte το 1910, λείπει από τα σπουδαιότερα χειρόγραφα και ότι είναι μάλλον βυζαντινής προελεύσεως. Όλες οι άλλες πηγές μαρτυρούν μόνο ότι ο κόρδαξ ήταν “φορτικός” και αισχρός χορός, φαύλος, απρεπής, αναιδής, ασελγής και γελοίος και ότι χορευόταν σε κατάσταση μέθης. Το αυτό αληθεύει όμως και για τις βακχικές ορχήσεις.''
εκδόσεων ‘’Τρόπος Ζωής’’, Χορός και αρχαία Ελλάδα.
http://www.e-istoria.com/154.html