Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Ίβυκος, (6ος αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και μουσικός από το Ρήγιο της Ν. Ιταλίας (γι' αυτό και επονομαζόταν Ρηγίνος). Έζησε μια ζωή πλανόδια. Η Σούδα διηγείται ότι πήγε στη Σάμο και πέρασε λίγον καιρό στην αυλή του Πολυκράτη (532-523 π.Χ.). Στον μουσικό Ίβυκο αποδιδόταν η εφεύρεση της σαμβύκης (Σούδα · Νεάνθης στον Αθήν. Δ', 175Ε, 77). Ο Ίβυκος συνέθεσε επινίκια και εγκώμια .
Ο μύθος για το θάνατό του είναι γνωστός από τη Σούδα και άλλες πηγές: ο Ίβυκος σκοτώθηκε από ληστές κοντά στην Κόρινθο, τη στιγμή όμως του φόνου πολλοί γερανοί πετούσαν από πάνω, και ο Ίβυκος πεθαίνοντας επικαλέστηκε τη μαρτυρία τους (ή την εκδίκηση τους). Λίγον καιρό αργότερα, ενώ oι ληστές περπατούσαν στην Κόρινθο, αντιλήφθηκαν γερανούς από πάνω και φώναξαν "να οι εκδικητές του Ιβύκου"· αυτό οδήγησε στην αποκάλυψη του φόνου και στην τιμωρία των ενόχων.

Βλ. Bergk PLG III, 235-252· επίσης, Page PMG 143-169, απόσπ. 282-345.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ίγδις, είδος κωμικού, αστείου (ή χιουμοριστικού) χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές χτυπούσαν συνέχεια το έδαφος μιμούμενοι το κοπάνισμα με το γουδί. Η λέξη ίγδις σήμαινε το γουδί. Ο χορός αυτός αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27) ανάμεσα στους κωμικούς χορούς.
Ο Αντιφάνης ο κωμικός το μνημονεύει επίσης στην κωμωδία του Κορόπλαθος: "γύναι, προς αυλόν ήλθες· ορχήσει πάλιν την ίγδιν" (ήρθες, γυναίκα, [για να χορέψεις] με συνοδεία αυλού· θά χορέψεις πάλι την ίγδι· Kock CAF 11, 62, απόσπ. 127). Και λίγο πιο πέρα: "την θυΐαν [θυείαν] αγνοείς; τουτ' έστιν ίγδις" (δεν ξέρεις το γουδί; αυτό είναι η ίγδις).
Συναντούμε επίσης για τον ίδιο χορό τη λέξη ίγδισμα (το κοπάνισμα με το γουδί). Ε.Μ. (σ. 464, 51): "ίγδισμα· είδος ορχήσεως εν ή ελύγιζον εμφερώς τω δοίδυκι" (ίγδισμα· είδος χορού, στον οποίο περιστρέφονταν όπως στο γουδί).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ιεράκειος, νόμος· αυλητικός νόμος που πήρε το όνομά του από τον Ιέρακα (βλ. λ. Ιέραξ ), μαθητή του Όλυμπου από το Άργος (περ. 7ος αι. π.Χ.)· ο Ιέραξ πέθανε νέος. Πολυδ. (IV, 79): "και υπήρχε ένας νόμος [ονομαζόμενος] ιεράκειος, από τον Ιέρακα, που πέθανε νέος και ήταν ικέτης και μαθητής και, ερώμενος του Όλυμπου". Στον Αθήναιο (ΙΓ', 570Β, 26) διαβάζουμε: "αύται αυλητρίδες μόνον αυλούσιν Ιέρακος νόμον" (αυτές οι αυλητρίδες παίζουν μονάχα τον Ιεράκειο νόμο).

Σημείωση: Πιθανόν το ιεράκιον μέλος και ο ιεράκειος νόμος να ήταν ένα και το αυτό.
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Ιέραξ, (7ος αι. π.Χ.)· αυλητής και συνθέτης από το Άργος. Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 79), ο Ιέραξ ήταν ικέτης (προστατευόμενος) και μαθητής του Όλυμπου
("ο δε Ιέραξ νέος μεν ετελεύτα, Ολύμπου δ' ήν ικέτης και μαθητής και ερώμενος"). Το όνομά του συνδέεται με τον ιεράκειο νόμο και το ιεράκιο μέλος . Σε αυτόν αποδιδόταν μια μελωδία για σόλο αυλού, που λεγόταν ενδρομή και παιζόταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες όταν γινόταν το πένταθλο.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ίθυμβος, βακχικός χορός και τραγούδι· Πολυδ. IV, 104: "και ίθυμβοι επί Διονύσω" (και [ανάμεσα στους άλλους χορούς] οι ίθυμβοι προς τιμήν του Διονύσου). Ο Ησύχιος εξηγεί ότι ο ίθυμβος ήταν ένας "γελοιαστής" (γελωτοποιός). Στο Λεξικό του Φωτίου (έκδ. S. Α. Naber, 1864, Ι, 291): "ωδή μακρά και υπόσκαιος" (τραγούδι μακρό και χωρίς χάρη)

http://www.musipedia.gr/

Λεξικό του Φωτίου, έκδ. S. Α. Naber, 1864, Ι, 291

Ἴθυμβοσ: ὠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος.

ftp://ftp.logos.md/Biblioteca/In_Alt..._(in lim
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ιθύφαλλοι, οι επόπτες (έφοροι) στις τελετές του Διονύσου, που συνόδευαν την πομπή του φαλλού ντυμένοι με γυναικεία φορέματα. Έτσι λέγονταν και τα τραγούδια με χορό που εκτελούσαν κατά την πομπή. Η Σούδα καθορίζει: "ιθύφαλλοι· οι έφοροι Διονύσου και ακολουθούντες τω φαλλώ γυναικείαν στολήν έχοντες. Λέγεται δε φαλλός οτέ μεν το εντεταμένον αιδοίον και ποιήματα δε καλείσθαι, ά επί τω ισταμένω φαλλώ άδεται μετ' όρχήσεως" (ιθύφαλλοι· οι έφοροι του Διονύσου, που συνόδευαν το φαλλό ντυμένοι γυναικεία. Φαλλός λέγεται το τεντωμένο ανδρικό μόριο· και τα τραγούδια που τραγουδιόνταν με χορό στο τεντωμένο μόριο). Πρβ. Φώτ. Λεξ. Ι, 291 (έκδ. S. Α. Naber).

Ο Σήμος ο Δήλιος στο βιβλίο του Περί παιάνων (Αθήν. ΙΔ', 622Β, 16) διηγείται ότι οι ιθύφαλλοι κατά την είσοδό τους στο θέατρο φορούσαν μάσκες που παρίσταναν μεθυσμένους ανθρώπους, ήταν στεφανωμένοι, και είχαν πολύχρωμες χειρίδες (μανίκια)· χρησιμοποιούσαν χιτώνες μεσόλευκους (με άσπρες ραβδώσεις) και φορούσαν ταραντίνη ποδιά, που τους κάλυπτε ως τα σφυρά. Και αφού έμπαιναν σιωπηλοί, όταν έφταναν στο μέσο της ορχήστρας, απάγγελλαν στο κοινό: "ανάγετ' ανάγετ', ευρυχωρίαν ποιείτε τω θεώ· θέλει γαρ ο θεός... δια μέσου βαδίζειν" (υποχωρείτε, υποχωρείτε! κάνετε τόπο για το θεό· γιατί ο θεός θέλει να περάσει...).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
όστρακον, πήλινο αγγείο ή κομμάτι από σπασμένο αγγείο· όστρακο ζώου. Συνήθως στον πληθυντικό όστρακα, κρόταλα.
Οι εκφράσεις κροτείν οστράκοις και προς όστρακα άδειν (ή άδεσθαι) σήμαινε το αντίθετο του άδειν προς κιθάραν ή λύραν, δηλ. τραγουδώ ή παίζω άσχημες (κακόηχες) μελωδίες (πρβ. Φρύν. Επιτομή 79). Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους (1305), σατιρίζοντας τη μούσα του Ευριπίδη, λέει ότι είναι "οστράκοις κροτούσα" (δηλ. ηχεί [τραγουδά] με συνοδεία οστράκων).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ούπιγγος, ωδή· ύμνος που τραγουδιόταν ως προσευχή στην Ούπιδα ’Αρτεμη κατά τη γέννηση ενός μωρού. Το επώνυμο Ούπις (δωρ. Ώπις) δόθηκε στην ’Αρτεμη ως προστάτιδα των γυναικών που ετοιμάζονται να γεννήσουν. Πολυδ. (Ι, 38): "ιδία δε Αρτέμιδος ύμνος ούπιγγος". Και στον Αθήναιο (ΙΔ', 619Β, 10): "ούπιγγοι δε αι εις ’ρτεμιν ωδαί".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Παγκράτης, συνθέτης άγνωστης εποχής, ίσως του 5ου/4ου αι. π.Χ., μεταγενέστερος του Πινδάρου και του Σιμωνίδη , τους οποίους είχε ως πρότυπα (Πλούτ. Περί μουσ. 1137F, 20). Αναφέρεται από τον Πλούταρχο ως ένας από τους συνθέτες που ακολουθούσαν την παλιά παράδοση· απέφευγε κυρίως το χρωματικό γένος και το χρησιμοποίησε εκλεκτικά σε λίγες μόνο συνθέσεις του ("έν τισιν").

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
[''πάθος, γενικά, καθετί που ένας μπορεί να υποφέρει ή να υποστεί από ατύχημα, δυστύχημα κτλ.· πάθος, συγκίνηση. Στο δράμα, το αίσθημα που προκαλείται στην ψυχή του θεατή από μια θεατρική παράσταση (ή ανάγνωση ενός κειμένου). Όπως λέει ο Λογγίνος, "το πάθος είναι πολύ ισχυρό στην τραγική ποίηση". Ο Αριστείδης (σ. 63 Mb) από την άλλη λέει πως η ποίηση χωρίς μελωδία (δίχα μελωδίας) δεν προκαλεί πάθος (συγκίνηση). Στη μουσική η λέξη πάθος χρησιμοποιούνταν κάποτε για να καθορίσει μια αλλαγή στη μελωδική τάξη· Αριστόξ. (Αρμ. II, 38, 12 Mb): "πάθους τίνος συμβαίνοντος εν τή της μελωδίας τάξει" (σε ποια τροποποίηση [αλλαγή] στη μελωδική τάξη [η μετατροπία οφείλει την υπόστασή της]).'']

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
παιάν, χορικό τραγούδι, ύμνος απευθυνόμενος πρώτα στον Απόλλωνα και στην ’Aρτεμη, ιδιαίτερα ως ευχαριστήριος για τη λύτρωση από κακό (ασθένεια, λοιμός κτλ.)· αργότερα απευθυνόταν προς οποιονδήποτε άλλο θεό. Παιάν ήταν επίσης ένα θριαμβευτικό τραγούδι μετά από νίκη σε πόλεμο ή σε εθνικούς αγώνες. Γενικά, μια σοβαρή ωδή.
Ο Πρόκλος στη Χρηστομάθειά του (11) καθορίζει: "ο δε Παιάν, έστιν είδος ωδής εις πάντας νυν γραφόμενος θεούς· το δε παλαιόν, ιδίως απενέμετο τω Απόλλωνι και τη Αρτέμιδι επί καταπαύσει λοιμών και νόσων αδόμενος· καταχρηστικώς δε και τα προσόδια τινές παιάνες λέγουσιν" (ο παιάν είναι είδος ωδής απευθυνόμενης τώρα σε όλους τους θεούς· στα παλαιά χρόνια απευθυνόταν ιδιαίτερα στον Απόλλωνα και την ’Aρτεμη για τη λύτρωση από λοιμούς και αρρώστιες· και καταχρηστικά μερικοί ονομάζουν και τα προσόδια παιάνες).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
παλινωδία, ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στησίχορο σε μια ωδή του, στην οποία ανακαλούσε τις προηγούμενες επιθέσεις του κατά της Ελένης της Τροίας. Βλ. Σούδα : "παλινωδία, εναντία ωδή· ή το τα εναντία ειπείν τοις προτέροις" (παλινωδία· αντίθετη ωδή· ή το να πεις τα αντίθετα από εκείνα που είπες προηγούμενα).

Βλ. λ. Στησίχορος .

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
πανδούρα, επίσης πανδουρίς και πάνδουρος· ένα τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους τρίχορδον. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο. Όπως λέει ο Sachs (Hist. 137): "είχε ένα μακρύ βραχίονα (χέρι) χωρίς στριφτάρια (κλειδιά, κόλλαβους), μικρό σώμα, τάστα και τρεις χορδές"· Πολυδ. (IV, 60): "τρίχορδον δε, όπερ Ασσύριοι πανδούραν ωνόμαζον· εκείνων δ' ήν και το εύρημα" (το τρίχορδο που οι Ασσύριοι ονόμαζαν πανδούρα· ήταν και δική τους εφεύρεση).
Κατά τον Πυθαγόρα "η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα" (Αθήν. Δ', 183F-184A, 82). Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος . Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τη λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή· "πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον".

πανδουρίζω· παίζω την πανδούρα.
πανδουριστής· ο εκτελεστής της πανδούρας.

http://www.musipedia.gr/
 
Top