Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κορώνισμα, τραγούδι του κόρακα· τραγούδι αλητών, που, κρατώντας κορώνη στο χέρι τους, γύριζαν εδώ κι εκεί και τραγουδούσαν για επαιτεία ή για συλλογή χρημάτων. Τα τραγούδια τους λέγονταν κορωνίσματα· πρβ. Αγνοκλής στον Αθήναιο (Η', 360Β): "τα αδόμενα δε υπ' αυτών κορωνίσματα καλείται". Οι τραγουδιστές αυτοί λέγονταν κορωνισταί· το ρήμα κορωνίζω σήμαινε περιφέρομαι εδώ κι εκεί κρατώντας την κορώνη και τραγουδώντας το κορώνισμα.

Βλ. λ. χελιδόνισμα .

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κραδίας, (και κραδίης) νόμος· αρχαίος αυλητικός νόμος, εκτελούμενος κατά το μαστίγωμα των μάγων. Ησ.: "κραδίης νόμος· νόμον τινά επαυλούσι τοις εκπεμπομένοις φαρμακοίς, κράδαις και θρίοις επιρραβδιζομένοις" (κραδίης νόμος· νόμος που παίζουν στον αυλό κατά το μαστίγωμα των μάγων με κλώνους συκιάς και σχοινί). Και ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1133F, 8) ομιλεί για το νόμο αυτό: "και υπάρχει ένας άλλος αρχαίος νόμος, ονομαζόμενος κραδίας, τον οποίο, καθώς λέει ο Ιππώναξ, ο Μίμνερμος έπαιζε στον αυλό".

Σημειώσεις:
1. κράδη· η άκρη από ένα κλωνάρι, ιδιαίτερα της συκιάς.
2. φαρμακός· μάγος, απατεώνας, κατ' επέκταση, κακούργος. Σούδα : "φαρμακός· ο επί καθαρμώ πόλεως αναιρούμενος, άλλως κάθαρμα, κακούργος, θυσιαζόμενος προς εξιλασμόν άλλων" (φαρμακός· αυτός που θυσιαζόταν για τον εξαγνισμό μιας πόλης, ένα κάθαρμα, κακούργος θυσιαζόμενος για τον εξιλασμό των άλλων). Ο φαρμακός ονομαζόταν και κραδησίτης, γιατί μαστιγωνόταν με κράδες (κλωνάρια συκιάς)· Ησ.: "κραδησίτης· φαρμακός ο ταις κράδαις βαλλόμενος".

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Κρέξος, (περ. 450-400 π.Χ.)· ποιητής και συνθέτης διθυράμβων . Θεωρείται ο πρώτος που εισήγαγε στο διθύραμβο την "κρούσιν υπό την ωδήν" (μια έκφραση που πιθανότατα σήμαινε τη συνοδεία του τραγουδιού στην κιθάρα με διαφορετικές νότες). Πριν από αυτόν έπαιζαν στην κιθάρα τις ίδιες νότες του τραγουδιού ("πρόσχορδα κρούειν", δηλ. να διπλασιάζεται στην ταυτοφωνία το φωνητικό μέρος πάνω στο όργανο).
Εισήγαγε επίσης στο διθύραμβο την εναλλακτική απαγγελία και το τραγούδι με συνοδεία κιθάρας, μια καινοτομία που ο Αρχίλοχος είχε καθιερώσει με ιαμβικούς στίχους (ιάμβεια).

Πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1141Α-Β, 28· επίσης λ. πρόσχορδος .

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κρόταλα, κρουστό όργανο, από δύο κοίλα κομμάτια οστράκου, ξύλου ή μετάλλου· σε διάφορα σχήματα. Τα κρόταλα χρησιμοποιούνταν, όπως οι καστανιέτες, για να κρατούν το ρυθμό των χορευτών, ιδιαίτερα στις τελετές της Κυβέλης και του Διόνυσου. Συνήθως δένονταν μαζί ή ένα σε κάθε χέρι. Ευστάθ. (Παρεκβολαί Ιλ. II, XI, 160): "σκευός τι εξ οστράκου ή ξύλου ή χαλκού, ό εν χερσί κρατούμενον θορυβεί". Τα κρόταλα τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά γυναίκες· Ηρόδ. (Β', 60): "αί μέν τίνες των γυναικών κρόταλα έχουσαι κροταλίζουσι" (μερικές από τις γυναίκες κρατώντας κρόταλα κροταλίζουν [παίζουν χτυπώντας τα]). Βλ. Ιλιάδα Λ 160. Η λέξη κρέμβαλον χρησιμοποιείται συχνά για το κρόταλο και το ρήμα κρεμβαλι[ά]ζω για το κροταλίζω. Αθήν. (ΙΔ', 636D): "το τούτοις [κρεμβάλοις] κρούειν κρεμβαλιάζειν είρηκεν [Έρμιππος]" (το χτυπώ τα κρέμβαλα ονομαζόταν [από τον Έρμιππο] κρεμβαλιάζω). Το χτύπημα των κρεμβάλων ονομαζόταν κρεμβαλιαστύς (η).

Ο ήχος που παραγόταν από το χτύπημα των κροτάλων λεγόταν ρύμβος ή ρόμβος.

ttp://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κρούμα, και κρούσμα· αρχικά, το αποτέλεσμα του κρούω· χτύπημα. Στη μουσική, ο όρος (συνήθως στον πληθυντικό κρούματα) σήμαινε:

(α) τον ήχο που παράγεται από χτύπημα με πλήκτρο πάνω στις χορδές εγχόρδων οργάνων και γενικά τον ήχο των εγχόρδων. Ιπποκρ. (Περί διαίτης Ι, 18): "κρούεται δε τα κρούματα εν μουσική τα μεν άνω, τα δε κάτω" (οι νότες που παράγονται, όταν χτυπούμε, στη μουσική είναι άλλες ψηλές, άλλες χαμηλές).

(β) κατ' επέκταση τον ήχο και των πνευστών οργάνων· Πολυδ. (IV, 84): "τα σαλπιστικά κρούματα".

(γ) σε ευρύτερη σημασία, μια μουσική σύνθεση ή κομμάτι μουσικής· Πλούτ. (Περί μουσ. 1142Β, 31): "και των λοιπών, όσοι των λυρικών άνδρες εγένοντο ποιηταί κρουμάτων αγαθοί" (και από τους άλλους λυρικούς ποιητές εκείνοι που υπήρξαν άξιοι δημιουργοί μουσικών συνθέσεων). Πρβ. Δίων Χρυσ. (Περί βασιλείας Ι, 1, 4). Συναντούμε επίσης το επίθετο κρουματικός· κρουματική μουσική, μουσική εγχόρδων, αλλά καμιά φορά και μουσική πνευστών οργάνων. Κρουματική διάλεκτος· οργανική ή γενικά μουσική διάλεκτος, στίλ. Πλούτ. (ό.π. 1132Β, 21): "και τα περί τάς κρουματικάς δέ διαλέκτους τότε ποικιλώτερα ήν" (και το μουσικό στίλ ήταν τότε πιο ποικίλο [από ό,τι είναι σήμερα]).

Βλ. τα λ. διάλεκτος και κρούσις .

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
κρουπέζιον, υποκοριστικό του κρούπεζα· ξύλινο παπούτσι χρησιμοποιούμενο για να χτυπά το χρόνο. Συνήθως ένα μικρό μετάλλινο κομμάτι στερεωνόταν από κάτω, ώστε το χτύπημα του χρόνου να είναι καθαρότερο και δυνατότερο. Πολυδ. (VII, 87): "τα δέ κρουπέζια, ξύλινον υπόδημα, πεποιημένον εις ενδόσιμον χορού. Κρουπεζοφόρους δ' είπε τους Βοιωτούς Κρατίνος δια τα εν αυλητική κρούματα" (τα κρουπέζια [ήταν] ξύλινα παπούτσια [ή σαντάλια], που χρησίμευαν για να κρατούν το χρόνο στο χορό. Και ο Κρατίνος ονόμασε τους Βοιωτούς κρουπεζοφόρους [που έφεραν κρουπέζια] για το χτύπημα του χρόνου κατά τις αυλητικές εκτελέσεις).

Με την ίδια σημασία συναντούμε και τις λέξεις κρούπεζα (πληθ. κρούπεζαι) και κρούπαλον. Πρβ. Φώτ. Λεξ. στη λέξη κρούπεζαι.
Τα κρουπέζια ή κρούπαλα τα φορούσε ο κορυφαίος του χορού, που οδηγούσε την όρχηση χτυπώντας το χρόνο. Ο όρος ποδοψόφος χρησιμοποιούνταν επίσης για τον άνθρωπο που χτυπούσε το χρόνο με το πόδι.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ιάλεμος, πένθιμο, παραπονετικό τραγούδι· μοιρολόι. Ο Μοίρις (Λεξ. σ. 190) λέει ότι στην αττική διάλεκτο σημαίνει: "το μοιρολόι και τον ψυχρό άνθρωπο". Ο Αριστοφάνης ο γραμματικός, ο επονομαζόμενος Βυζάντιος (257-180 π.Χ.) στο λεξικό του (Αττικαί Λέξεις, Αθήν. ΙΔ', 619Β, 10) λέει ότι "ο ιάλεμος τραγουδιόταν σε πένθη".
Το ρήμα ιαλεμίζω σήμαινε θρηνώ, μοιρολογώ.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ιαμβικόν, (α) το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου , κατά το οποίο γίνεται ο αγώνας (η πάλη) ανάμεσα στον Απόλλωνα και το δράκοντα. Στο μέρος αυτό ο αυλητής έπρεπε να μιμηθεί τα σαλπίσματα και το τρίξιμο των δοντιών του δράκοντα (τον λεγόμενο "οδοντισμό"). Ο Πολυδεύκης (IV, 84) γράφει γι' αυτό το μέρος: "εν δε τω ιαμβικώ μάχεται [ο Απόλλων], εμπερείληφε δε το ιαμβικόν και τα σαλπιστικά κρούσματα και τον οδοντισμόν".
(β) ιαμβικόν, ως επίθετο, σήμαινε εκείνο που αποτελούνταν από ίαμβους, π.χ. ιαμβικόν μέτρον.
ιαμβικόν γένος· το ρυθμικό γένος, όπου η άρση και η θέση ήταν σε σχέση 1 προς 2.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ίαμβος, (α) σατιρικό, πειραχτικό τραγούδι. Οι ίαμβοι αυτοσχεδιάζονταν σε μια τελετή προς τιμή της Δήμητρας. Λέγεται πως αυτή η συνήθεια προήλθε από την Ιάμβη, κόρη του Πάνα και της Ηχώς και θεραπαινίδα της Μετάνειρας, γυναίκας του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού· η Ιάμβη διασκέδασε με τα αστεία της τη Δήμητρα σε μια επίσκεψη της θεάς στη Μετάνειρα, στην Ελευσίνα. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, όταν η Δήμητρα, εξοργισμένη και απελπισμένη για την απαγωγή της κόρης της Περσεφόνης ήρθε στην Ελευσίνα και κάθισε πανω στη λεγόμενη αγέλαστη πέτρα ("αγέλαστος πέτρα"), η Ιάμβη την ψυχαγώγησε με τα αστεία της και την έφερε σε εύθυμη διάθεση. (Πρόκλ. Χρηστομ. Β, R. Westphal Script. Metr. Gr. 242).
Ο Σήμος ο Δήλιος στο βιβλίο του Περί παιάνων (Αθήν. ΙΔ', 622Β, 16) λέει ότι οι ίαμβοι ήταν μασκοφόροι μίμοι, που παλαιότερα ονομάζονταν αυτοκάβδαλοι, και τα τραγούδια τους ονομάστηκαν επίσης ίαμβοι ("ύστερον δε ίαμβοι ωνομάσθησαν αυτοί τε [οι αυτοκάβδαλοι] και τα ποιήματα αυτών").
Ο τραγουδιστής των ιάμβων λεγόταν ιαμβιστής. Το ρήμα ιαμβίζω σήμαινε εκτελώ ίαμβους, άλλα και χλευάζω, σκώπτω ("και γαρ το ιαμβίζειν κατά τινα γλώσσαν λοιδορείν έλεγον": R. Westphal, ό.π. 242).

(β) ίαμβος ήταν κυρίως ο όρος για τον γνωστό μετρικό πόδα (U -). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 38 Mb) λέει ότι "ο ίαμβος ονομάστηκε έτσι από το ρήμα ιαμβίζω, που σημαίνει σκώπτω, για την ανομοιότητα των μερών του".

ιαμβικόν μέτρον· μέτρο αποτελούμενο από ίαμβους.

(γ) ίαμβοι και δάκτυλοι· κατά τον Στράβωνα (Θ', 3, 10) ήταν το τέταρτο μέρος του κιθαριστήριου πυθικού νόμου (βλ. λ. πυθικός νόμος ), τμήμα που περιείχε τον θριαμβευτικό ύμνο για τη νίκη του θεού Απόλλωνα·

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ιαμβύκη, έγχορδο όργανο τριγωνικού σχήματος. Φαίνεται πως το ονομά του προήλθε από τους ίαμβους, γιατί, καθώς λένε μερικές πηγές, συνόδευε αυτά τα τραγούδια. Ο Φίλλις ο Δήλιος στο δεύτερο βιβλίο του Περί μουσικής (Αθήν. ΙΔ', 636Β, 38) λέει: "εν οίς γαρ τους ιάμβους ήδον ιαμβύκας έκάλουν" (οι ιαμβύκες ήταν εκείνα τα όργανα που συνόδευαν τα τραγούδια ίαμβους). Το ίδιο λέει :και ο Ησύχιος . Ο Πολυδεύκης αναφέρει απλώς το όνομα του οργάνου ανάμεσα στα έγχορδα ("κρουόμενα ").

http://www.musipedia.gr/
 
Top