Δυο λεπτά δομέστιχε να πω κι εγώ κάτι για την "ερώτηση χαμηλού επιπέδου", και θα είμαι πολύ σύντομος...
Θα επιχειρηματολογήσω υπέρ της αρχικής θέσης στον Κε, προτείνοντας μια "ανάγνωση" του δοξαστικού, από τα λίγα που ξέρω, με την οποία θα με ενδιέφερε πολύ να μου πείτε αν συμφωνείτε. Δεν θα έγραφα τόσα, αν δεν έβλεπα ότι μερικές παρατηρήσεις που ακολουθούν μπορούν να βοηθήσουν να καταλάβουμε ότι στο δοξαστικό αυτό, αλλά ειδικότερα στη σύνθεση του Πρίγγου, υπάρχει μια αξιοθαύμαστη υπηρεσία του μέλους στον λόγο.
Έχει πολύ δίκιο ο εορτάζων π. Μάξιμος ότι ανεβάζοντας αφύσικα ψηλά τη βάση ενός ήχου αλλοιώνουμε το ήθος του. Αυτό ισχύει πάρα πολύ μάλιστα όταν ακούμε να εκτελείται στιχηραρικός πρώτος από το Δι ή και ψηλότερα (τις οποίες και ο Πρίγγος και ο Στανίτσας και ο Χατζημάρκος έκαναν και άλλοι πολλοί).
Εδώ όμως νομίζω ότι πρόκειται για κάτι διαφορετικό, απλούστατα γιατί οι ήχοι αφομοιώνονται σε ένα ενιαίο σύνολο, όπου η λογική του "ήθους" του κάθε ήχου περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Κατ' αρχήν στα υπάρχοντα οκτάηχα μαθήματα (και διορθώστε με) ο κάθε ήχος πατάει στη φυσική του βάση. (πβ. το
Θεοτόκε Παρθένε του Μπερεκέτη, όπου το τεριρέμ έχει τον ρόλο της γέφυρας ανάμεσα στους ήχους, αλλά ο κάθε ήχος είναι στη βάση του). Στο συγκεκριμένο όμως δοξαστικό υπάρχει μια διπλή ιδιαιτερότητα. α) Υπάρχει η προσπάθεια να φανεί ως ένα σύνολο ενιαίο, όπου οι μεταβάσεις από τον ένα ήχο στον άλλο δεν γίνονται διόλου αισθητές ως μεταβολές. β) η φιλοσοφία του μέλους φαίνεται να έιναι μια κίνηση προοδευτικά "διασταλτική", ήτοι δοξολογική, καταλήγοντας στο τέλος σε μια κορύφωση.
Παρακάτω είναι (όσο πρόχειρα μπορούσα να τις απεικονίσω) οι αντιστοιχίσεις του κάθε ήχου με το τονικό ύψος της βάσης που χρησιμοποιεί (προσοχή όχι τη βάση, το τονικό ύψος της βάσης). (Διαβάζετε κάθετα):
Τι παρατηρούμε εδώ;
• Οι μόνοι ήχοι που είναι στη φυσική τους τονική βάση είναι οι πλ.α και πλ. β.
• Οι ήχοι Β και Γ (και κατ' ακολουθίαν ο βαρύς) είναι ανεβασμένοι κατά έναν τόνο, αλλά κατά έναν σοφό τρόπο αυτό δεν γίνεται αντιληπτό, γιατί η βάση στην οποία πατούν αποτελεί δεσπόζοντα φθόγγο του αμέσως προηγούμενου ήχου. (Ειδικά στην περίπτωση του γ ήχου η ιδέα αυτή είναι πράγματι αριστοτεχνική).
• Όσο για τους ήχους Δ και πλ.δ και τον καταληκτικο Α η βάση είναι ανεβασμένη κατά ένα τετράχορδο επί το οξύ.
Περνώντας τώρα ύστερα από την παρουσίαση αυτή στο θέμα του αρχικού Κε:
Το πιο απλό πράγμα που μπορεί να πει κανείς και λέχθηκε ήδη είναι ότι ο Α ήχος εμπειρικά είναι πιο ψηλά από τον πλ.α. Ή πιο ειδικά, ότι ο Α και ο πλ.α ως ήχοι οφείλουν να διαφέρουν ως άκουσμα ( το επισήμανε κι ο κ. Καλπακίδης σχετικά με το δοξαστάριο του Πέτρου του 1820). Αυτή η παρατήρηση είναι πρακτικά και αισθητικά πολύ χρήσιμη, αλλά ως εμπειρική θα την παρακάμψω προς το παρόν. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι δεν ισχύει η θεωρία πως πρέπει να διαφέρει ακουστικά ο α ήχος από τον πλ.α.(Άλλωστε δεν ισχύει ούτε στην περίπτωση του γ και του βαρέος, που έχουν την ίδια βάση).
Ισχύουν όμως τα ακόλουθα:
Α) η αλλοίωση του ήθους του α ήχου δεν είναι ασυνεπής προς την όλη δομή του δοξαστικού. Επειδή η όλη ιδιοπροσωπία του δοξαστικού είναι να δημιουργήσει ένα σύνολο ήχων όπου όμως δεν θα γίνεται αντιληπτή η μετάβαση από τον ένα ήχο στον άλλο, γι' αυτό η ιδιοπροσωπία (η φυσιογνωμία) του κάθε μεμονωμένου ήχου μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Ενώ είναι δηλαδή αληθές ότι αλλοιώνεται το ήθος του α ήχου, δείτε όμως: το ίδιο, και πολύ περισσότερο, συμβαίνει στον δ΄, τον πλ.δ και τον καταληκτικό α΄ ήχο, που ενώ είναι γενικά ησυχαστικοί ήχοι, εδώ έχοντας ανέβει τόσο ψηλά δίνουν εξόχως πανηγυρικό τόνο (που φυσικά σχετίζεται με το νόημα του δοξαστικού τη στιγμή εκείνη["
διὸ Ἄχραντε Θεοτόκε..."]: αφήνοντας τη διήγηση κάνουμε μια αποστροφή του λόγου προς την Θεοτόκο παρακαλώντας τη να πρεσβεύει υπέρ του λαού της). Φαίνεται δηλαδή ότι το δοξαστικό είναι δομημένο πάνω στην αλλοίωση του ήθους των ήχων προς όφελος της ανάδειξης του νοήματος
Β) Η πορεία του μέλους μοιάζει να έχει μια λογική που στοχεύει στην δοξολογική έξαρση. Δηλαδή επειδή το μέλος μοιάζει να ξεκινάει ψηλά (Κε), η χρήση του Πα στον πλ.α και τον πλ.β γίνονται αισθητές ως κατάβαση. Ο γ ήχος και ο βαρύς είναι ένα μεταβατικο στάδιο, κάτι σαν γέφυρα. Και από τον δ΄ και μετά έχουμε μία πανηγυρική έξαρση. Αυτό το σχήμα κάπως χαλάει αν ξεκινήσουμε από χαμηλά (Πα), γιατί στην περίπτωση αυτή δεν δίνεται η αίσθηση της κατάβασης μετά (πλ.α - πλ.β), που κάνει εντονότερη την αντίθεση με την ανάβαση που ακολουθεί.
Γ) όπως σε όλα τα οκτάηχα μαθήματα το δοξαστικό τελειώνει έτσι όπως αρχίζει. Υπάρχει μια αίσθηση "σχήματος κύκλου". Αφού τελειώνει σε Κε είναι πιο φυσιολογικό να αρχίζει με Κε. (Αυτό όμως το επιχείρημα δεν είναι τόσο ισχυρό. Είναι κατά το "εικός", αλλά όχι αναγκαίο).
Τέλος, πρέπει να πω ότι αν ισχύει η ορθότητα της παραπάνω ανάγνωσης, αν δηλαδή πρόθεση του συνθέτη είναι να παρουσιάσει ένα ενιαίο σύνολο όπου α) οι μεταβάσεις από τον ένα ήχο στον άλλο είναι διακριτικές ή μάλλον αδιόρατες, και β) το "τέλος", δηλαδή ο τελικός σκοπός είναι η δοξολογική έξαρση: τότε δεν θα είναι σωστό να αλλάζει η βάση του κάθε ήχου κατά τη βούληση ή φωνητική επάρκεια του ψάλλοντος, γεγονός που θα διασπά αυτήν την έντεχνα και σοφά δομημένη ενότητα.