"Βλέπω ένα εκφραστικό υπόστρωμα με πολλή ευελιξία ή μάλλλον ευαισθησία στη φωνή, οφειλόμενο (λέω εγώ) στο τραγούδι. Όλο αυτό εκκλησιαστικοποιήθηκε με την επίδραση του Στανίτσα, ο οποίος μια χαρά έδεσε, αφού (τυχαίο; κάθε άλλο), είχε παρόμοια συστατικά ύφους, και όλο αυτό το δυναμικό αμάλγαμα "ὀψέ ἀπεσεμνύνθη" με την επίδραση των αγρυπνιών και των πατέρων, που ακόμα κι αν άρχισαν πρώτοι, σωρευτικά όμως με τα χρόνια άσκησαν και ασκούν ακόμα την επίδρασή τους.
Σε όλο αυτό το σχήμα, αλλά κυρίως στο ψάλσιμο που ακούω με τα φτωχά μου τα αυτιά, εγώ δεν βλέπω πουθενά το βαρύ, κλειστό και συνάμα ηγεμονικό του Ιακώβου (δεν εννοώ στην επιλογή των μελών, την απλότητα των γραμμών κλπ, εννοώ στο ύφος). Θα έλεγα δε ότι στο ψάλσιμό σου δεν υπάρχει ηγεμονικό στοιχείο ενώ το ευαίσθητο υπερτερεί κατά πολύ (καλώς, κατ΄ εμέ): είσαι "ιδιοϋφής" και δεν χρειάζεσαι το χρίσμα του "Ιακώβου" για να είσαι ποιοτικός. Κι αν έκατσα να κάνω αυτές τις σκέψεις, είναι μόνο και μόνο γιατί όταν κάτι μου αρέσει προσπαθώ να το αποκωδικοποιήσω, για να δω αν μπορώ να το μιμηθώ".
Αυτά έγραψε παραπάνω ο συνάδελφος Γεώργιος Μ. για τον κ. Συμεωνίδη. Ήθελα να σχολιάσω τις πολύ όμορφες ερμηνείες του εκλεκτού μέλους του φόρουμ, αλλά όταν ανέγνωσα τα παραπάνω σκέφθηκα αμέσως "Τα έγραψε άλλος!". Ο Χαράλαμπος Συμεωνίδης είναι, πιστεύω, ό,τι ακριβώς έγραψε ο Γιώργος Μ. Και θέλω εγώ να προσθέσω μόνο κάτι: Ένα ύφος δεν πρέπει να συνδυάζει πάνω από τρία-τέσσερα πρότυπα. Δεν μπορείς να είσαι και στιβαρός (Ματθαίος, Ιάκωβος, Δόνσιος, Ντόβολος), και "αγιορείτης"(Δανιήλ, Πανάρετος, Θωμάς, Ιερόθεος, Κάρτσωνας, Δοσίθεος) και "τραγουδιστής" (υπάρχουν εδώ πολλοί, και εντός και εκτός του χώρου της ψαλτικής...), και "Στανίτσας", και "Περιστέρης", και "Βασιλικός", και "Νταραβάνογλου", και "Καραμάνης" και "Ταλιαδώρος" και "Καρακάσης" και "Κετσετζής"... Ο Χαράλαμπος Συμεωνίδης έπλεξε στο ύφος του τρία βασικά στοιχεία, τα οποία εύστοχα επεσήμανε ο Γ. Μ. Συγχαρητήρια θερμότατα. Το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό, αποτελώντας μόνος του μία "σχολή" (ιδιοϋφής)...
Υ.Γ.: Σχετικά με την δοξολογία του Γερμανού, κάνω ορισμένες θεωρητικές παρατηρήσεις: Πρόκειται ως εκ της αρκτικής μαρτυρίας της για Β' ήχο. Πολλά μέλη του Β' ήχου καταλήγουν στον φθόγγο Βου (η μεσότητα του ήχου). Παράβαλε τον Ν' ψαλμό του Γρηγορίου και τα Λειτουργικά της αρχαίας παραδόσεως της Θ. Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου. Το μαρτυρικό στο τέλος κάθε στίχου δηλοί διαστήματα μαλακού χρώματος επιβεβαιώνοντας την αρκτική μαρτυρία. Έως εδώ ουδέν μεμπτόν. Θα παρατηρήσετε όμως ότι σε όλους ανεξαιρέτως τους στίχους της Δοξολογίας το μέλος καταλήγει εντελώς διά του σκληρού χρώματος, εφ' όσον τίθεται πάντοτε ή η χρωματική του Πα ή του Δι! Οι μαρτυρίες όμως δεν συμφωνούν, αφού ζητούν εργασία στο μαλακό χρωματικό τετράχορδο! Επομένως ή υπάρχει λάθος στις φθορές (που θα έπρεπε να είναι του μαλακού χρώματος, για να συμφωνούν με τις μαρτυρίες στο τέλος κάθε στίχου και βεβαίως με την αρκτική) ή στα μαρτυρικά στο τέλος κάθε στίχου (που θα έπρεπε να είναι του σκληρού χρώματος, για να συμφωνούν με τις τεθειμένες φθορές του σκληρού χρώματος). Βεβαίως, εάν το λάθος είναι στα μαρτυρικά, τότε υπάρχει πρόβλημα ΚΑΙ με την αρκτική μαρτυρία του ήχου, που θα έπρεπε να φανερώνει ή Β' ήχο εκ του Πα -σκληρό χρώμα- ή πλ. του Β' -επίσης σκληρό χρώμα. Και στις δύο περιπτώσεις το μέλος θα εργαζόταν με βαρύ τετράχορδο το της σκληρής χρωματικής κλίμακας Πα-Δι=6-20-4. Εάν ισχύει η πρώτη υπόθεση, ότι δηλαδή οι φθορές έπρεπε να ζητούν μαλακό χρώμα, τότε το μέλος θα είχε διάφορο μελωδικό άκουσμα του πρώτου, αφού θα εργαζόταν στο οξύ τετράχορδο της μαλακής χρωματικής κλίμακας Δι-Νη'=8-14-8. Υπάρχει επίσης και τρίτη εκδοχή: Να ισχύει δηλαδή η ορθότητα της αρκτικής μαρτυρίας (μαλακό χρώμα), με τις φθορές του σκληρού χρώματος να "κάνουν παιχνίδι" παραχορδής. Σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να προστεθούν οι κατάλληλες φθορές στον τελευταίο φθόγγο κάθε στίχου, προκειμένου να επαναφέρεται το μέλος από την σκληρή στην μαλακή χρωματική κλίμακα, συμφωνώντας και με τις μαρτυρίες στο τέλος κάθε στίχου και με την αρκτική της Δοξολογίας (η οποία είναι ένα αριστοτέχνημα, ένα αριστούργημα της βυζαντινής μελοποιίας, ένας επιβλητικός πύργος που τον θωρούμε από κάτω εμείς και θαυμάζουμε το ύψος του, μία όντως "δοξαστική" Δοξολογία που δεν σου επιτρέπεται να την επαινέσεις απλώς ή με τετριμμένη φρασεολογία γιατί καταντάς γραφικός... κ. Συμεωνίδη, σας ευχαριστώ προσωπικώς, και μέσα από την καρδιά μου για αυτό το σπάνιο δώρημα!)! Αηδόνης.