... Μήπῶς εἶναι λάθος ἐπίσης ἡ λέξις «τύμβεσιν»; Στὰ κλασσικὰ ἑλληνικὰ τοὐλάχιστον δὲν πρέπει νὰ γραφῇ μὲ «ν» στὸ τέλος ἀφοῦ ἀκολουθεῖ σύμφωνο.
Στή δοτική πληθυντικοῦ τῶν τριτοκλίτων οὕτως ἤ ἄλλως δέν μπαίνει νῦ.
Ἀλλά ἐδῶ τί ἀλχημεῖες εἶναι; Ὁ τύμβος εἶναι δευτερόκλιτο καί ἡ δοτική κάνει τύμβοις.
Στήν ὁμηρική (δῆθεν) ἀλλάζει;
Το πρόβλημα δεν είναι νομίζω το ν, αλλά η κατάληξη -εσι. Κατά πάσα πιθανότητα είναι ο τύπος
τύμβοισι (κατά την ομηρική συνήθεια να εκτείνεται η κατάληξη της δοτικής πληθ. των β κλίτων για μετρικούς λόγους).
πβ. από το προοίμιο της Οδύσσειας:
αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
οἰωνοῖσί τε πᾶσι͵ Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή
Δεν έχει πρόβλημα το "ν", διότι ο κανόνας λέει ότι τίθεται χάριν ευφωνίας όταν ακολουθεί είτε φωνήεν, είτε κάποιο από τα "ψιλά" [κ,π,τ] ή τα "διπλά" [ξ,ψ] σύμφωνα.
(Ως γνωστόν τα σύμφωνα διακρίνονται (και) ως (αναλόγως της ανατομικής προέλευσης παραγωγής τους):
- ουρανικά: κ - γ - χ
- χειλικά: π - β - φ
- οδοντικά: τ - δ - θ
όταν δε, αυτές οι 3 τριάδες αναγνωσθούν κατακόρυφα, μας δίνουν, άλλη μια κατηγορία διάκρισης (αναλόγως του "πάχους/διάρκειας φώνησης):
- ψιλά: κ - π - τ
- μεσαία: γ - β - δ
- δασέα: χ - φ - θ
Τα "διπλά": ζ , ξ , ψ, προέρχονται από συνένωση του "σίγμα" με αντίστοιχα: των δ+σ=ζ, κ+σ=ξ, π+σ=ψ. Άρα, τα δύο τελευταία, ξ, ψ, έχουν αρχικό τους, ένα "ψιλό", το "κάπα" και το "πι" αντίστοιχα, οπότε εμπίπτουν στον παραπάνω κανόνα περί των "ψιλών".
Ομοίως, το τελικό "νι" - τουλάχιστον στη γραμματική της δημοτικής που έμαθα εγώ, οφείλει να παραμένει και στα αρνητικά μόρια: "μην" και "δεν" όταν ακολουθούνται - εκτός από φωνήεν - από κάποιο από τα "ψιλά", ή τα 2 "διπλά" σύμφωνα, που αναφέρονται παραπάνω. Και έτσι το κάνω.
Ορθώς επισημάνθη το "ατυχές" της καταλήξεως -εσιν ως 2ο-κλιτου και ορθώς απεδόθη η εκτεταμένη μορφή "τύμβοισι", κάτι που αφηρμόζετο ακόμη και στο άρθρο/αντωνυμία, δοτ. πληθ., "τοις" ως "τοίσιν", πχ, από το πρώτο 10στιχο της Οδύσσειας, που το μαθαίναμε από στήθους στο σχολείο: "... αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ".
Να προσθέσω τη δική μου απορία, το: "όλβω" και "όλβου" δεν πρέπει να αντιστοιχεί στο: "Θανάτω θάνατον" ;
απ' όσο γνωρίζω όμως, όλβος σημαίνει: ευτυχία, ευδαιμονία ...
(εκτός αν μου διαφεύγει κάτι...).
Επίσης, ο παρακείμενος "πεπάτηκεν" δεν συνάδει με τους αορίστους: (μετοχή) "εγερθείς" και "εδωρήσατο", αλλά προφανώς, δεν "έβγαιναν" οι συλλαβές μετρικά.
(Οι μεταφράσεις ποιητικών κειμένων δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, πόσο μάλλον προς γλώσσα που δεν είναι η μητρική του μεταφραστή).