Zambelis Spyros
Παλαιό Μέλος
Ύαγνις: μυθικός μουσικός από τις Κελαινές της Φρυγίας.
Ύδραυλις: Ύδραυλις με συνοδεία χάλκινου οργάνου επίσης ύδραυλος, υδραυλικόν όργανον· όργανο στο οποίο ο ήχος παραγόταν με υδραυλική πίεση του αέρα.
Υμέναιος: γαμήλιο ή επιθαλάμιο τραγούδι.
Ύμνος: κυρίως θρησκευτική ωδή απευθυνόμενη σ' ένα θεό ή ήρωα.
υμνωδός τραγουδιστής ύμνων· υμνωδία· εκτέλεση ύμνων· υμνωδώ· τραγουδώ έναν ύμνο· εγκωμιάζω (ή υμνώ) με τραγούδι.
Υπαγωγεύς: ένα κινητό υποβάσταγμα κατασκευασμένο από ξύλο, σε ημισφαιρικό σχήμα, που χρησιμοποιούνταν για να μικραίνει το μήκος των χορδών είδος τάστου κινητού για έγχορδα όργανα.
Υπάτη: (=υψίστη)· η πιο χαμηλή νότα ή χορδή· ονομαζόταν έτσι (υπάτη σήμαινε υψίστη), γιατί τοποθετούνταν στο πιο μακρινό άκρο των χορδών.
Υπατοειδής: τόπος· η περιοχή της υπάτης· η χαμηλότερη περιοχή της φωνής.
Υπαυλώ: συνοδεύω (ένα τραγούδι ή χορό) με αυλό· με αυτή την έννοια είναι συνώνυμο του προσαυλώ.
Υπεραιόλιος τόνος: ο δεύτερος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος.
Υπερβατόν: διαβατό με πήδημα, δηλ. με διάστημα μη συνεχές, μεγαλύτερο της 2ας· αντίθ. του εξής.
Υπερβολαιοειδής: τόπος· η περιοχή της φωνής που περιλαμβάνει όλες τις νότες πάνω από τον νητοειδή τόπο· η περιοχή των υπερβολαίων.
Υπερβολαίων: τετράχορδον· το ψηλότερο [[τετράχορδον|τετράχορδο]] στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο Σύστημα Τέλειον Αμετάβολον.
Υπερδιάζευξις: σχηματίζεται όταν δύο τετράχορδα χωρίζονται από μια ογδόη. Υπερδιάζευξη γίνεται ανάμεσα στο τετράχορδο υπατών (si - do - re - mi) και στο τετράχορδο υπερβολαίων (mi - fa - sol - la).
Υπερδώριος: τόνος· ο πέμπτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος· ήταν ο μιξολύδιος τόνος του αριστοξένειου συστήματος των 13 τόνων (αρ. 3 στον σχετικό πίνακα).
Υπεριάστιος: ή υπεριώνιος, τόνος· ο τέταρτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Ήταν ο μιξολύδιος οξύτερος, αρ. 2, του αριστοξένειου συστήματος των 13 τόνων. Βλ. λ. τόνος.
Υπερλύδιος: τόνος· ο πρώτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Βλ. λ. τόνος.
Υπερμέση: η χορδή "πιο πάνω" από τη μέση ως προς τη θέση της στη λύρα ή την κιθάρα, αλλά χαμηλότερη στο ύψος από τη μέση κατά μία δευτέρα. Η υπερμέση ονομάστηκε αργότερα λιχανός. Πρβ. Ch.-Em. Ruelle, Deux textes grecs anonymes, Παρίσι 1878, σ. 5. Νικόμ. Εγχειρίδιον 3 και Γ. Παχυμέρης (στις Notices του Vincent, 406). Βλ. τα λ. λύρα και λιχανός.
Υπερμιξολύδιος: τόνος· ο ψηλότερος τόνος (αρ. 1) στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και ο τρίτος (με το όνομα υπερφρύγιος) στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων.
Υπέρτονος: τεντωμένος στο έπακρο· υπερβολικά οξύς η δυνατός. υπέρτονον σάλπισμα πολύ δυνατό (ή πολύ οξύ στο ύψος) σάλπισμα.
Υπερυπάτη: υπερυπάτες τις νότες (ή χορδές) που είναι χαμηλότερες της υπάτης μέσων, και οι οποίες είναι φθόγγοι "κινούμενοι" και αλλάζουν σύμφωνα με το γένος·
Υπερφρύγιος: τόνος· ο τρίτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος και ο ψηλότερος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων, με το όνομα υπερμιξολύδιος.
Υπηχώ: αντηχώ· ηχώ σε απάντηση.
Υποαιόλιος: τόνος, ή υπολύδιος βαρύτερος· ο δέκατος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και δωδέκατος στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων.
Υπογύπωνες: χορευτές, οι οποίοι κρατούσαν μπαστούνια και χόρευαν μιμούμενοι τους γέροντες.
Υποδιάζευξις: σχηματίζεται όταν δύο τετράχορδα χωρίζονται από διάστημα πέμπτης και οι ακρινές νότες τους βρίσκονται σε απόσταση ογδόης.
Υποδώριος αρμονία: ή υποδωριστί· το ακόλουθο οκτάχορδον στο διατονικό γένος: la - sol - fa - mi - re - do - si - la.
υποδώριος, τόνος ο χαμηλότερος από τους 13 τόνους στο αριστοξένειο σύστημα και από τους 15 τόνους στο νεο-αριστοξένειο σύστημα.
Υποθέατροι: αυλοί· αυτοί οι αυλοί χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση των αυλητικών νόμων.
Υποϊάστιος: τόνος, ή υποϊώνιος· ο 14ος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος.
Υποκιθαρίζω: συνοδεύω το τραγούδι με την κιθάρα.
Υποκρέκω: και υποτερετίζω· σε έγχορδα όργανα, απαντώ σε συμφωνία.
Υπολύδιος αρμονία: ή υπολυδιστί· το ακόλουθο οκτάχορδον, στο διατονικό γένος: fa - mi - re - do - si - la - sol - fa.
Υπόρχημα: (α) υπόρχημα ήταν ένα μέλος που τραγουδιόταν με όρχηση προς τιμήν του Απόλλωνα. Υπόρχημα λεγόταν και ο ίδιος ο χορός. (β) υπόρχησις· άλλος όρος για το υπόρχημα.
Υποσυναφή: όρος που χρησιμοποιείται όταν ανάμεσα σε δύο όμοια τετράχορδα τοποθετείται το διάστημα τετάρτης.
Υποφρύγιος αρμονία: το ακόλουθο οκτάχορδον (sol - sol) στο διατονικό γένος: sol - fa - mi - re - do - si - la - sol.
Υφέν: (υφ' έν)· μια καμπύλη που ενώνει δύο διαδοχικές νότες.
Υφόλμιον: το κατώτερο τμήμα του επιστόμιου, που υποβάσταζε τον όλμο. Στερεωνόταν στο βόμβυκα (βλ. λ. βόμβυξ) του αυλού και είχε σχήμα βολβού. Ο όλμος και το υφόλμιο αποτελούσαν το επιστόμιο του αυλού.
Ύδραυλις: Ύδραυλις με συνοδεία χάλκινου οργάνου επίσης ύδραυλος, υδραυλικόν όργανον· όργανο στο οποίο ο ήχος παραγόταν με υδραυλική πίεση του αέρα.
Υμέναιος: γαμήλιο ή επιθαλάμιο τραγούδι.
Ύμνος: κυρίως θρησκευτική ωδή απευθυνόμενη σ' ένα θεό ή ήρωα.
υμνωδός τραγουδιστής ύμνων· υμνωδία· εκτέλεση ύμνων· υμνωδώ· τραγουδώ έναν ύμνο· εγκωμιάζω (ή υμνώ) με τραγούδι.
Υπαγωγεύς: ένα κινητό υποβάσταγμα κατασκευασμένο από ξύλο, σε ημισφαιρικό σχήμα, που χρησιμοποιούνταν για να μικραίνει το μήκος των χορδών είδος τάστου κινητού για έγχορδα όργανα.
Υπάτη: (=υψίστη)· η πιο χαμηλή νότα ή χορδή· ονομαζόταν έτσι (υπάτη σήμαινε υψίστη), γιατί τοποθετούνταν στο πιο μακρινό άκρο των χορδών.
Υπατοειδής: τόπος· η περιοχή της υπάτης· η χαμηλότερη περιοχή της φωνής.
Υπαυλώ: συνοδεύω (ένα τραγούδι ή χορό) με αυλό· με αυτή την έννοια είναι συνώνυμο του προσαυλώ.
Υπεραιόλιος τόνος: ο δεύτερος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος.
Υπερβατόν: διαβατό με πήδημα, δηλ. με διάστημα μη συνεχές, μεγαλύτερο της 2ας· αντίθ. του εξής.
Υπερβολαιοειδής: τόπος· η περιοχή της φωνής που περιλαμβάνει όλες τις νότες πάνω από τον νητοειδή τόπο· η περιοχή των υπερβολαίων.
Υπερβολαίων: τετράχορδον· το ψηλότερο [[τετράχορδον|τετράχορδο]] στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο Σύστημα Τέλειον Αμετάβολον.
Υπερδιάζευξις: σχηματίζεται όταν δύο τετράχορδα χωρίζονται από μια ογδόη. Υπερδιάζευξη γίνεται ανάμεσα στο τετράχορδο υπατών (si - do - re - mi) και στο τετράχορδο υπερβολαίων (mi - fa - sol - la).
Υπερδώριος: τόνος· ο πέμπτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος· ήταν ο μιξολύδιος τόνος του αριστοξένειου συστήματος των 13 τόνων (αρ. 3 στον σχετικό πίνακα).
Υπεριάστιος: ή υπεριώνιος, τόνος· ο τέταρτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Ήταν ο μιξολύδιος οξύτερος, αρ. 2, του αριστοξένειου συστήματος των 13 τόνων. Βλ. λ. τόνος.
Υπερλύδιος: τόνος· ο πρώτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Βλ. λ. τόνος.
Υπερμέση: η χορδή "πιο πάνω" από τη μέση ως προς τη θέση της στη λύρα ή την κιθάρα, αλλά χαμηλότερη στο ύψος από τη μέση κατά μία δευτέρα. Η υπερμέση ονομάστηκε αργότερα λιχανός. Πρβ. Ch.-Em. Ruelle, Deux textes grecs anonymes, Παρίσι 1878, σ. 5. Νικόμ. Εγχειρίδιον 3 και Γ. Παχυμέρης (στις Notices του Vincent, 406). Βλ. τα λ. λύρα και λιχανός.
Υπερμιξολύδιος: τόνος· ο ψηλότερος τόνος (αρ. 1) στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και ο τρίτος (με το όνομα υπερφρύγιος) στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων.
Υπέρτονος: τεντωμένος στο έπακρο· υπερβολικά οξύς η δυνατός. υπέρτονον σάλπισμα πολύ δυνατό (ή πολύ οξύ στο ύψος) σάλπισμα.
Υπερυπάτη: υπερυπάτες τις νότες (ή χορδές) που είναι χαμηλότερες της υπάτης μέσων, και οι οποίες είναι φθόγγοι "κινούμενοι" και αλλάζουν σύμφωνα με το γένος·
Υπερφρύγιος: τόνος· ο τρίτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος και ο ψηλότερος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων, με το όνομα υπερμιξολύδιος.
Υπηχώ: αντηχώ· ηχώ σε απάντηση.
Υποαιόλιος: τόνος, ή υπολύδιος βαρύτερος· ο δέκατος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και δωδέκατος στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων.
Υπογύπωνες: χορευτές, οι οποίοι κρατούσαν μπαστούνια και χόρευαν μιμούμενοι τους γέροντες.
Υποδιάζευξις: σχηματίζεται όταν δύο τετράχορδα χωρίζονται από διάστημα πέμπτης και οι ακρινές νότες τους βρίσκονται σε απόσταση ογδόης.
Υποδώριος αρμονία: ή υποδωριστί· το ακόλουθο οκτάχορδον στο διατονικό γένος: la - sol - fa - mi - re - do - si - la.
υποδώριος, τόνος ο χαμηλότερος από τους 13 τόνους στο αριστοξένειο σύστημα και από τους 15 τόνους στο νεο-αριστοξένειο σύστημα.
Υποθέατροι: αυλοί· αυτοί οι αυλοί χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση των αυλητικών νόμων.
Υποϊάστιος: τόνος, ή υποϊώνιος· ο 14ος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος.
Υποκιθαρίζω: συνοδεύω το τραγούδι με την κιθάρα.
Υποκρέκω: και υποτερετίζω· σε έγχορδα όργανα, απαντώ σε συμφωνία.
Υπολύδιος αρμονία: ή υπολυδιστί· το ακόλουθο οκτάχορδον, στο διατονικό γένος: fa - mi - re - do - si - la - sol - fa.
Υπόρχημα: (α) υπόρχημα ήταν ένα μέλος που τραγουδιόταν με όρχηση προς τιμήν του Απόλλωνα. Υπόρχημα λεγόταν και ο ίδιος ο χορός. (β) υπόρχησις· άλλος όρος για το υπόρχημα.
Υποσυναφή: όρος που χρησιμοποιείται όταν ανάμεσα σε δύο όμοια τετράχορδα τοποθετείται το διάστημα τετάρτης.
Υποφρύγιος αρμονία: το ακόλουθο οκτάχορδον (sol - sol) στο διατονικό γένος: sol - fa - mi - re - do - si - la - sol.
Υφέν: (υφ' έν)· μια καμπύλη που ενώνει δύο διαδοχικές νότες.
Υφόλμιον: το κατώτερο τμήμα του επιστόμιου, που υποβάσταζε τον όλμο. Στερεωνόταν στο βόμβυκα (βλ. λ. βόμβυξ) του αυλού και είχε σχήμα βολβού. Ο όλμος και το υφόλμιο αποτελούσαν το επιστόμιο του αυλού.
Last edited: