"Ψιλά γράμματα", θα μου πείτε, αλλά το θέτω επειδή βλέπω το φιλέρευνο πνεύμα κάποιων συναδέλφων.
Έχετε δίκιο, ότι η απάντηση στην πιο πάνω ερώτηση του συναδέλφου δεν είναι καθόλου μια απλή υπόθεση.
Το Παλαιορωμαϊκό εκκλησιαστικό μέλος, προγενέστερο εξάλλου του Γρηγοριανού, τοποθετείται τουλάχιστον από τους Apel και Snow σε μια εποχή γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., πριν ακόμη εισπηδήσει και στο Χριστιανικό Ευρωπαϊκό Βορρά μέσω του Πεπίνου του κοντού και του Καρλομάγνου στις Φραγκογερμανικές χώρες.
Στα παραδείγματα που παρατίθενται μπορεί κανείς να διακρίνει τόσο την αρχαία τους προέλευση όσο και τις αποκλίσεις από αυτήν στις ενάρξεις (incipiti), δεσπόζοντες φθόγγους (toni recitalis) και στις καταλήξεις (cadenzae)
Μια τέτοια προσέγγιση είναι σαφώς επιστημονικότερη, αλλά αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η πρακτική της σημασία για κάποιον, που όπως δηλώνει έχει γνώσεις της Δυτικής υμνολογίας αλλά είναι ακόμη μαθητής της Βυζαντινής μουσικής, και προσπαθεί να αποκρυσταλλώσει μέσα του την τρέχουσα ηχολογία και μελισματική συμπεριφορά της Ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Συνεπώς, μάλλον κατ' ανάγκη, οδηγείται κανείς στην πρακτική να συσχετίσει
σε πολύ γενικές γραμμές το άκουσμα των παραδειγμάτων
με τη σημερινή μορφή των ήχων της μουσικής μας, αν θέλει πραγματικά να βοηθήσει τον ερωτώντα. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα τον οδηγούσε σ' ένα λαβύρινθο εξήγησης της παλαιογραφίας και την άκρως ενδιαφέρουσα μελισματική και διαστηματική εξέλιξη του εκκλησιαστικού μας μέλους, η οποία όμως μάλλον θα περιέπλεκε τα πράγματα για κάποιον που προσπαθεί να μάθει πρώτα τα νυν ισχύοντα.
Έτσι, για παράδειγμα, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να πει κανείς ότι στο πρώτο παράδειγμα εναλλάσσονται φράσεις Πρώτου και πλ. Τετάρτου ήχου, παρατηρώντας συγχρόνως τον οξύτερο Βου των Δυτικών και την εκτροπή του Ζω ύφεση κάτω από τη βάση στο 4:31 του video, καθώς και της τελικής κατάληξης στον Νη αντί του Πα που θα αναμένονταν σε Πρώτο ήχο.
Σε ό,τι τώρα αφορά το συσχετισμό των κλιμάκων της εξωτερικής μας παραδοσιακής μουσικής με τους Εκκλησιαστικούς ήχους, ένα τέτοιο εγχείρημα θα υπέκρυπτε τη δυσαναλογία του να συγκρίνει κανείς ένα γνήσιο υποσύνολο με το Όλον.
Η Ελληνική εξωτερική μουσική είναι πολύ ευρύτερη σε ήχους, ρυθμούς και μελωδίες από την Εκκλησιαστική, για την εύλογη αιτία ότι από την Εκκλησία
προτιμήθηκαν επιλεκτικά ορισμένα μόνον είδη μέλους που τα αντιδιέστελλαν σαφώς από τα κοσμικά, στο ήθος και τη ρυθμική αντίληψη.
Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια σύγκρισης των μεν με τα δε, θα ήταν ατυχής, όταν μάλιστα το εξωτερικό μέλος
προηγείται κατά πολύ χρονικά, και οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας (βλ. Ηπειρώτικη Πεντατονία και Πολυφωνία)
Μια πιο επιστημονική προσέγγιση εδώ θα ήταν η εξέταση του εξωτερικού παραδοσιακού μέλους υπό το πρίσμα του Τελείου Αμεταβόλου Συστήματος της αρχαιότητας, που εξάλλου κατά την ταπεινή μου γνώμη, συμπεριλαμβάνει και εξηγεί
ως ευρύτερο, και τη Βυζαντινή ηχολογία, περιέχοντας τους δεσμούς εκείνους (σκληρούς Πυθαγόρειους και μαλακούς) που εξηγούν επαρκώς και
σε ενιαίο διάγραμμα την Πεντατονία μαζί με την Επτατονία και τη μουσική της Θείας λατρείας.
Τούτο όμως θέτει στο τραπέζι μιαν άλλη μεγάλη συζήτηση, η οποία μάλλον θα βρίσκονταν έξω από τα όρια του ερωτώμενου από το συνάδελφο.
ΑΚ