α) οι διαφορές είναι μεν μεγάλες (νομίζω οι πραγματικά μεγάλες είναι στα εωθινά), αλλά εντάσσονται στο ίδιο "γένος" με αυτό των προγενέστερων
Εγώ δεν θα έλεγα ότι εντάσσονται στο ίδιο "γένος". Μα και πώς να το πω; Όσο και να αρέσουν στους μύστες (και εμένα μου αρέσουν ιδιαίτερα), έχουν ένα ήθος αλλόκοτο, καινοφανές,
, υπερβολικής έμφασης στον μελοποιητικό τονισμό του νοήματος. Ξεφεύγουν από την βασική "ηχολογία" (ο βασικός ρους του ήχου). Καμία σχέση ή -για να είμαι ακριβής- ελάχιστη σχέση έχουν με την παράδοση όπως αυτή διαμορφώθηκε διά μέσου των αιώνων (τουλάχιστον στο Πατριαρχείο).
β) οι συνθέσεις του Στανίτσα έχουν το μειονέκτημα να ταιριάζουν στο ψαλτικό ύφος του Στανίτσα,
Και οι συνθέσεις του Καραμάνη ταιριάζουν στο ψαλτικό ύφος του Καραμάνη. Αυτό δεν είναι μειονέκτημα. Αλλά μάλλον προτέρημα: Όποιος έχει παρόμοιο φωνητικό χάρισμα με του Καραμάνη θα ψάλλει "Καραμάνη" κ.ό.κ.
έχει μεγάλη σημασία λοιπόν ποιος και πώς τις αναπαράγει.
Σωστό.
γ) οι συνθέσεις του, πέρα από τα ενίοτε ρηξικέλευθα μουσικά σχήματα, έχουν κανόνες και το κυριότερο είναι ότι αποσκοπούν σε μια αισθητοποίηση του ενδιάθετου ρυθμού του μέλους.
Σωστό. Αλλά όμως τα ενίοτε ρηξικέλευθα μουσικά σχήματα είναι σχεδόν κανόνας στην μελοποιία του Στανίτσα, η οποία -ναι (και αυτό δεν είναι παραδεκτόν από το παραλθόν)- αποσκοπεί σε μια αισθητοποίηση του ενδιάθετου ρυθμού του μέλους, όπως λέτε. Αλλά άλλο αυτό και άλλο οι καινοφανείς μουσικές γραμμές που εμβολίζει σ' αυτήν του την αρχή μελοποιίας.
δ) δεν είμαι σίγουρος για το αν και πώς θα επηρεάσουν το μέλλον, πάντως προς το παρόν μου φαίνεται ότι λειτουργούν όπως η ψαλτική του: περισσότερο ως δημιουργικός εμπλουτισμός και πολύ λιγότερο ως αλλοίωση της παράδοσης
Η ψαλτική του Στανίτσα, είναι αυτή η ίδια η παράδοση (φαίνεται και από την δημοσκόπηση). Αλλά άλλο πράγμα το ψαλτικό ύφος και άλλο η μελοποιία του (Μία εξαιρετικά χαρισματική, "βυζαντινή", παραδοσιακή "φωνή" που συνοδεύεται από γνώσεις ισάξιες, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μπορεί να μελοιποιήσει αριστουργιματικά. Βεβαίως, δεν υπάρχει κανόνας. Αλλά το ένα δεν παραπέμπει στο άλλο).
ε) στις συνθέσεις δεν συμπεριλαμβάνω ορισμένες αυτοσχεδιαστικές εξάρσεις σε χερουβικά και αλλού (αυτά είναι sui generis σημεία και ίσως καλύτερα να μη γίνονται αντικείμενο μίμησης, αλλά πάλι δεν ξέρω).
Δεν είναι αυτός ο διαχωρισμός σωστός. Όταν αναφερόμαστε στην μελοποιία του Στανίτσα, οφείλουμε να αναφερόμαστε σε ό,τι έχει γραφεί από αυτόν και έχει δημοσιοποιηθεί. Αν υποθέσουμε ότι εγώ ήμουν μελοποιός και έγραφα κάτι που δεν ήθελα να δημοσιοποιηθεί δεν θα το μάθαινε ποτέ κανείς. Είναι απλό. Όταν είσαι μεγάλος απαιτούνται από εσένα μεγάλα. Και ό,τι παρέχεις πρέπει να ανατποκρίνεται στο μέγεθός σου. Ο Στανίτσας ήταν και είναι και θα είναι μεγάλο κεφάλαιο. Εμείς είμαστε μυρμήγκια μπροστά του. Αλλά ορισμένες συνθέσεις του (αρκετές) χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ. Ένα παράδειγμα που μου έρχεται αυτήν την στιγμή στο μυαλό: Εξετάστε και συγκρίνετε την μουσική γραμμή "η κατά των δαιμόνων νίκη" που έχει παρουσιάσει ο Στανίτσας στο πρώτο Δοξαστικό του "Έφθασε καιρός" (για κάποιον λόγο το έβαλε πρώτο), με τις μουσικές θέσεις που έχουν παρουσιάσει
α. ο Πέτρος, β. ο Πρίγγος, γ. ο Φαρλέκας, δ. ο Θεοδοσόπουλος, ε. ο Ευθυμιάδης και στ.ο Ταλιαδώρος.
Αν το κάνετε θα διαπιστώσετε ότι μόνο ο Στανίτσας "έπαιξε" σε τρεις ήχους από τους ανωτέρω!
Το ποιητικό κείμενο λέει απλά: Έφθασε ο καιρός να αγωνιστούμε πνευματικά διά της εγκράτειας ώστε να ευαρεστήσουμε τον Θεό όπως και οι άγγελοι, νικώντας τους πειρασμούς των δαιμόνων. Η φράση "η κατά των δαιμόνων νίκη" αποτελεί μέρος μιας παρατακτικής σύνδεσης φράσεων και η μελοποίησή της δεν απαιτεί τόσο μεγάλη έμφαση. Βεβαίως, αν θέλουμε να την τονίσουμε λίγο περισσότερο, μπορούμε να το κάνουμε εντός της ηχολογίας του πλ. Β' (όπως λ.χ. πράττει ο Πρίγγος), χωρίς να εργασθούμε σε τρεις ήχους (πλ. Β', Β', πλ. Α') και αποφεύγοντας την υπερβολή.
Θα μπορούσα να σας φέρω και άλλα τέτοια παραδείγματα. Υπάρχουν πραγματικά αναρρίθμητα. Αλλά οι αυτοσχεδιαστικές εξάρσεις στις οποίες αναφέρεστε υπάρχουν και αλλού πιο έντονα (όπως λέτε στα Χερρουβικά κ.α.): Το συγκεκριμένο παράδειγμα απλά δείχνει την τάση του Στανίτσα να θέλει να τονίσει εμφατικά και με καινοφανή τρόπο το ποιητικό κείμενο.