Θησαυρός της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ρυθμοειδής, χρόνος όχι τελείως ρυθμικός· στον πληθ. χρόνοι (ή διάρκειες) που δεν έχουν μεταξύ τους ακριβείς ρυθμικές σχέσεις. Πτολεμ. Μουσικά (Excerpta Neapol. 12, 414 C. v. J.): "ρυθμοειδείς είναι οι χρόνοι που δεν έχουν καλή ρυθμική τάξη [μεταξύ τους], αλλά φαίνονται ότι έχουν κάποιο είδος ρυθμού". Πρβ. Αριστείδης, Mb 33, R.P.W.-Ι. 33.

Bλ. λ. εύρυθμος .

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ρυθμοποιία, η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού. Κατά τον Αριστείδη (Περί μουσ. 42 Mb), "ρυθμοποιΐα δε εστι δύναμις ποιητική ρυθμού" (ρυθμοποιία είναι μια ικανότητα δημιουργική ρυθμού).
Η ρυθμοποιία υποδιαιρείται, κατά τον Αριστείδη (ό.π. 43 Mb), όπως και η μελοποιία, "στη λήψη (λήψις ), με την οποία μαθαίνουμε ποια είδη ρυθμού πρέπει να διαλέξουμε, στη χρήση (χρήσις · εφαρμογή), με την οποία προσαρμόζουμε τις άρσεις και τις θέσεις, και στη μείξη (μίξις ), που μας διδάσκει πώς να συνυφάνουμε κατάλληλα τους ρυθμούς".
Σκοπός της ρυθμοποιίας είναι η προσαρμογή των λέξεων, των μελών και των κινήσεων σε ρυθμικά σχήματα. Με ένα γενικό τρόπο, η ρυθμοποιία ασχολείται με τη μετατροπή του αόριστου ρυθμού σε συγκεκριμένες ρυθμικές μορφές, δηλ. είναι η ρυθμική σύνθεση, ενώ ρυθμική είναι η επιστήμη που ασχολείται με τα τεχνικά προβλήματα του ρυθμού.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ρυθμός, στην ιωνική διάλεκτο ρυσμός· η λέξη πρωτοεμφανίζεται στον Αρχίλοχο : "γίγνωσκε δ' οίος ρυσμός ανθρώπους έχει" (μάθε ότι ένας χαρακτήρας [ψυχική κατάσταση] κυβερνά τους ανθρώπους [ή τους κρατά δέσμιους]· πρβ. Bergk PLG ΙΙ, 401, απόσπ. 66 [31]· επίσης, Ε. Diehl Anth. Lyr. Gr. 231, απόσπ. 67α).
Όπως είναι φανερό από το προηγούμενο απόσπασμα του Αρχίλοχου, η λέξη ρυσμός (ρυθμός) δεν είχε στην αρχή καμιά μουσική σημασία. Ως μουσικός όρος χρησιμοποιήθηκε κυρίως τον 4ο αι. π.Χ. Ο Αριστόξενος υπήρξε ο πρώτος που μελέτησε με συστηματικό τρόπο το φαινόμενο του μουσικού ρυθμού. Οι αρχαίοι συγγραφείς και θεωρητικοί έδωσαν διάφορους ορισμούς του όρου ρυθμός. Ο Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α) καθορίζει: "τη δή της κινήσεως τάξει ρυθμός όνομα είη" (ρυθμός ονομάζεται η τάξη της κινήσεως). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 31 Mb και R.P.W.-I.) δίνει τον ακόλουθο ορισμό του ρυθμού: "ρυθμός τοίνυν εστί σύστημα εκ χρόνων κατά τινα τάξιν συγκειμένων" (ρυθμός, λοιπόν, είναι ένα σύστημα χρόνων που τοποθετούνται με κάποια τάξη). Ο Βακχείος (Εισ. 93) τον ορίζει ως: "χρόνου καταμέτρησις μετά κινήσεως γινομένη ποιας τίνος" (καταμέτρηση χρόνου, που γίνεται με κάποια κίνηση). Δίνει επίσης και ορισμούς από άλλους συγγραφείς. Η θεωρία του Αριστόξενου βασίζεται στην αντίληψη ότι ο ρυθμός υπάρχει από μόνος του, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πραγματοποίηση, και κυλά μέσα σε μια αφηρημένη διάρκεια (πρβ. L. Laloy, Lexique d'Aristoxene, XXXI)· "ο ρυθμός ποτέ δεν αναμειγνύεται με το ρυθμικό υλικό, αλλά δίνει κάποια τάξη στο ρυθμιζόμενο (το υλικό που μπαίνει σε τάξη, που ρυθμίζεται), κάνοντας τους χρόνους να διαδέχονται ο ένας τον άλλον με τούτον ή εκείνο τον τρόπο. Ο ρυθμός και η μορφή (φόρμα) μοιάζουν στο ότι και οι δύο δεν έχουν πραγματική υπόσταση. Αληθινά, η φόρμα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το υλικό που θα τη δεχόταν· όμοια, ο ρυθμός, με την απουσία ενός στοιχείου επιδεκτικού μετρήσεως και ικανού να διαιρεί το χρόνο, δεν μπορούσε να υπάρξει· γιατί ο χρόνος δεν μπορεί να διαιρεθεί από μόνος του, πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο που να τον διαιρεί. Είναι, επομένως, ανάγκη το ρυθμικό υλικό να μπορεί να διαιρεθεί σε αντιληπτά μέρη, με τα οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η διαίρεση του χρόνου" (Αριστόξ. Ρυθμ. Στοιχ. Feussner, κεφ. 2).
Τα υλικά του ρυθμού είναι "οι λέξεις, το μέλος και η κίνηση του σώματος". Ο Αριστείδης λέει ότι ο ρυθμός μπορεί να γίνει αντιληπτός υπό τρεις έννοιες, (α) οπτικά ("όψει"), όπως στην όρχηση
· (β) ακουστικά ("ακοή"), όπως στο μέλος · και (γ) με την αφή ("αφή"), όπως στους παλμούς των αρτηριών. Στη μουσική, όμως, ο ρυθμός μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με δύο τρόπους: οπτικά και ακουστικά.
Ρυθμίζω (ρ.)· κανονίζω, φέρω σε ρυθμό, σε συμμετρία.
Τα ρυθμιζόμενα· τα στοιχεία του ρυθμού (συλλαβές, νότες και κινήσει[χειρονομίες]).

Βιβλιογραφία:

R. Westphal, (α) System, der antiken Rhythmik, Λιψία 1865· (β) Metrik der Griechen, τόμ. 1-2, Λιψία 1867-1868· (γ) Aristoxenos von Tarent. Melik und Rhythmik des klassischen Hellenentums, τόμ. 1-2, Λιψία 1883-1893.
Carlo del Grande, L'espessione musicale dei poeti greci, Νεάπολη 1932.
Θρ. Γ. Γεωργιάδης, Der griechische Rhythmus, Musik, Reigen, Vers und Sprache, Αμβούργο 1949.
Emile Martin, Essai sur les rythmes de la chanson grecque antique, Παρίσι 1953.
Θρ. Γ. Γεωργιάδης, Musik und Rhythmus bei der Griechen, Αμβούργο 1958.
Επίσης, Gev. II, 1-240- Th. Rein. La mus. gr. 72-116.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Σακάδας, (7ος/6ος αι. π.Χ.)· διάσημος αυλητής και συνθέτης από το ’Aργος (από όπου και η επωνυμία Αργείος). Στην αρχή της σταδιοδρομίας του ήταν αυλωδός και συνέθεσε ελεγείες , αλλά κατόπι στράφηκε προς την αυλητική τέχνη (Πλούτ. Περί μουσ. 1134G, 9).
Οταν το 586 π.Χ. ο αυλός έγινε δεκτός για πρώτη φορά στα Πύθια, ο Σακάδας διαγωνίστηκε και κέρδισε το πρώτο βραβείο στην αυλητική· το πρώτο βραβείο στην αυλωδική πήρε ο Εχέμβροτος , και στην κιθαριστική ο Μελάμπους . Νίκησε πάλι στην αυλητική και στα δύο επόμενα Πύθια, στα 584 και 582 π.Χ. (πρβ. Παυσ. Γ, 7, 4). Ο τάφος του υπήρχε ακόμα στην εποχή του Παυσανία (Β', 22, 9).
Ο Σακάδας απέκτησε μεγάλη δόξα, γιατί καθιέρωσε στα Πύθια τον λεγόμενο πυθικό νόμο . Στον Σακάδα αποδιδόταν επίσης η εισαγωγή του τριμερούς ή τριμελούς νόμου, σύμφωνα με τον οποίο το καθένα από τα τρία μέρη του τραγουδιόταν εναλλάξ στη δωρική , στη φρυγική
και στη λυδική αρμονία
(βλ. Πλούτ. ό.π.).
Ο Σακάδας τοποθετείται ανάμεσα στην αρχαϊκή και στην κλασική περίοδο της αρχαίας ελληνικής μουσικής.
Βλ. Bergk PLG III, 203, ένα απόσπ. Ιλίου πέρσις. Επίσης, Η. Abort, "Sakadas", Pauly RE 45, στ. 1768-1769.

http://www.musipedia.gr/
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
σάλπιγξ, ήταν κατασκευασμένη είτε από χαλκό (η ίσια) είτε από κέρατο (η καμπυλωτή). Και οι δύο είχαν επιστόμιο . Η κεράτινη σάλπιγγα ονομαζόταν κέρας . Η σάλπιγγα δε χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες για καθαρά μουσικούς σκοπούς. Συνήθως, χρησιμοποιούνταν για τα πολεμικά σαλπίσματα ή από τους κήρυκες· καμιά φορά, επίσης, για τελετουργικούς σκοπούς και, στην περίπτωση αυτή, η σάλπιγγα λεγόταν σάλπιγξ η ιερά.
Η σάλπιγγα είχε τυρρηνική (ετρουσκική) προέλευση· Αθήν (Δ', 184Α, 82): "Τυρρηνών δ' εστίν εύρημα κέρατά τε και σάλπιγγες" (και τα κέρατα [σάλπιγγες από κέρατο] και οι σάλπιγγες έχουν εφευρεθεί από τους Τυρρηνούς). Και ο Πολυδεύκης (IV, 75) λέει: "και κερατι μεν αυλείν Τυρρηνοί νομίζουσι" (και οι Τυρρηνοί συνηθίζουν να παίζουν τα κέρατα). Η χρήση του "αυλείν" με τη σημασία του παίζω το κέρας ή τη σάλπιγγα είναι χαρακτηριστική και δείχνει τη γενική χρήση του αυλού για όλα τα πνευστά.
Η λ. σάλπιγξ πρωτοεμφανίζεται στον Όμηρο (Ιλιάς Σ 219).
Διάφορα είδη σαλπίγγων ήταν γνωστά: (1) η ελληνική (μακριά στο σχήμα), (2) η αιγυπτιακή (στρογγυλή), (3) η γαλατική (χυτή, "χωνευτή"), ονομαζόμενη κάρνυξ από τους Κέλτες (οξύφωνη), (4) η παφλαγονική (μεγαλύτερη από την ελληνική, βαρύφωνη), (5) η μηδική (με καλαμένιο σωλήνα) και (6) η τυρσηνική (όμοια με τον φρυγικό αυλό, με κυρτό κώδωνα και πολύ οξύφωνη).

Πρβ. Θησ. Ελλ. Γλ. Ζ', στήλ. 45.

Μια ελληνική σάλπιγγα κατασκευασμένη από 13 τμήματα (κομμάτια) από ελεφαντόδοντο, ταιριασμένα το ένα μέσα στο άλλο, βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Βοστώνη (Κ. Sachs Hist. 145).

Το επίθετο τυρρηνικός σήμαινε μεταφορικά δυνατός· τυρρηνική σάλπιγξ· σάλπιγγα ιδιαίτερα ηχηρή.

Βλ. λ. βυκάνη .

Σαλπιγκτής, σαλπιστής· ο εκτελεστής της σάλπιγγας. Επίσης, στην αττική διάλεκτο, σαλπικτής (Μοίρ. Λέξ. 354).

Βιβλιογραφία:

Θησ. Ελλ. Γλ. Ζ', Παρίσι 1848-1854, λ. σάλπιγξ, στ. 45.
Κ. Sachs Hist., Ν. Υόρκη 1940· σάλπιγγες, trumpets, σσ. 145-148.
Μ. Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949, σσ. 60-61.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
σαμβύκη, επίσης, σάμβυξ· μεγάλο έγχορδο όργανο, του οποίου το μέγεθος υπερέβαινε το ένα μέτρο. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό και, κατά τον Αθήναιο (ΙΔ', 634Α), ήταν όμοιο με την πολιορκητική μηχανή, που είχε το ίδιο όνομα. Ο Ανδρέας ο Πανορμίτης, στο 33ο βιβλίο της Ιστορίας της Σικελίας (Αθήν. ό.π.), αναφέρει ότι "ονομάστηκε σαμβύκη, γιατί, όταν υψωνόταν ίσια, η εμφάνισή της ως σύνολο έμοιαζε στο σχήμα μ' ένα πλοίο και μια όρθια σκάλα μαζί". Έτσι, η σαμβύκη είχε το σχήμα ενός πλοίου, στην οριζόντιά της θέση, με έναν όρθιο χορδοκράτη επάνω της (Sachs Hist. 84).
Η σαμβύκη είχε μεγάλο αριθμό χορδών, κουρδισμένων, πιθανόν, κατά ζεύγη και οκτάβες, όπως η μάγαδις, και παιζόταν με πλήκτρο. Φαίνεται πως υπήρχαν και σαμβύκες με λίγες χορδές (τέσσερις). Στην Ελλάδα έγινε γνωστή από τη Συρία ή την Αίγυπτο. Κατά τη Σούδα και τον ιστορικό Νεάνθη τον Κυζικηνό (Αθήν Δ', 175D-E), η σαμβύκη εφευρέθηκε από τον ποιητή Ίβυκο (6ος αι. π.Χ.) ή μετασχηματίστηκε από αυτόν (Στράβων, 637Β, 40)· ο Σκάμων λέει πως η σαμβύκη πρωτοπαίχτηκε από τη Σίβυλλα και το όνομά της προήλθε από τον εφευρέτη της Σάμβυκα (Σάμβυξ). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Τα ευρισκόμενα 132), από την άλλη πλευρά, ισχυρίζεται πως η σαμβύκη εφευρέθηκε από τους τρωγλοδύτες.
Κατά τον Ιόβα (τέταρτο βιβλίο της Θεατρικής Ιστορίας), η σαμβύκη ήταν η ίδια με τον λυροφοίνικα , ενώ ο ποιητής Ευφορίων γράφει ότι ήταν παλιά μάγαδις μετασχηματισμένη (βλ. λ. μάγαδις).
Ο Αριστείδης θεωρεί το χαρακτήρα της σαμβύκης θηλυπρεπή, εξαιτίας των μικρών χορδών και του διαπεραστικού της τόνου (Mb 101, R.P.W.-I. 85): "την δε σαμβύκην προς θηλύτητα αγεννή τε ούσαν και μετά πολλής οξύτητος δια την μικρότητα των χορδών εις έκλυσιν περιάγουσαν". Ο εκτελεστής της σαμβύκης λεγόταν σαμβυκιστής, και όταν ήταν γυναίκα σαμβυκίστρια. Η σαμβύκη, καθώς και η μάγαδις, ο φοίνιξ , η πήκτις και άλλα όργανα καταδικάζονταν από τον Πλάτωνα (Πολιτ. Γ', 399D) και τον Αριστόξενο ως πολύχορδα όργανα.

Βιβλιογραφία:

Th. Reinach DAGR VI, 1904, σ. 1449 στη λ. "Lyra" ("Famille de la harpe", σ. 1448 κε.).
Maux, "Sambuca", Pauly RE (1920), 2η σειρά, Ι, στ. 2124-2125.
W. Vetter, "Magadis", Pauly RE XIV (XXVII), 1928, στ. 290.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Σαπφώ, (περ. 630-570 π.Χ.)· το όνομά της στην αιολική διάλεκτο ήταν Ψάπφα ή Ψαπφώ. Γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου και έζησε στη Μυτιλήνη. Εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει για λίγο καιρό το νησί και να ζήσει στις Συρακούσες· το Πάριο Χρονικό (στ. 36) τοποθετεί τη μετάβασή της στη Σικελία γύρω στα 603-602 π.Χ.: "άφ' οδ Σαπφώ εκ Μυτιλήνης εις Σικελίαν έπλευσε, φυγούσα... άρχοντος Αθήνησιν μεν Κριτίου του προτέρου" (603/602). Ξαναγύρισε στην πατρίδα της γύρω στα 590 π.Χ.
Η μεγαλύτερη λυρική ποιήτρια της αρχαίας Ελλάδας, που επονομάστηκε Δεκάτη Μούσα, ή Θνητή Μούσα και Θηλυκός Όμηρος, υπήρξε και περίφημη μουσικός· η ποίηση και η μουσική ήταν αξεχώριστα συνυφασμένες στη φύση της.
Κατά τον Αριστόξενο (Πλούτ. Περί Moυσ. 1136C-D, 16), στη Σαπφώ αποδιδόταν η επινόηση της μιξολυδικής αρμονίας (βλ. λ. Πυθοκλείδης )· κατά τη Σούδα , ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε το πλήκτρο στην κιθάρα . Συνέθεσε ύμνους , επιθαλάμια , επιγράμματα κτλ.
Ο θάνατος της έχει συνδεθεί με διάφορους μύθους· σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο, η Σαπφώ, απογοητευμένη από τόν άτυχο έρωτά της για έναν ωραίο νέο, τον Φάωνα, αυτοκτόνησε πέφτοντας στή θάλασσα από το ακρωτήριο Λευκάτας, στή Λευκάδα. Ο τάφος της όμως λέγεται πώς βρισκόταν στη Μυτιλήνη.

Βιβλιογραφία:

Βλ. Bergk PLG III, 83-140 και Anth. Lyr. 193-208.
Ε. Lobel, The Fragments of the Lyrical Poems of Sapho (Σαπφούς Μέλη), Οξφόρδη 1925.
Ε. Lobel - D. L. Page, Poetarum Lesbiorum Fragmenta, Οξφόρδη 1955.
D. L. Pago, Sappho and Alcaeus, Οξφόρδη 1959.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Σείκιλος, λυρικός ποιητής και μουσικός των ρωμαϊκών χρόνων. Το όνομά του έγινε γνωστό χάρη σε μια επιτάφια επιγραφή πού βρέθηκε κοντά στις αρχαίες Τράλλεις της Μ. Ασίας· το επιτάφιο συζητείται λεπτομερειακά στο λήμμα λείψανα ελληνικής μουσικής (αρ. 5). Το ποιητικό κείμενο της επιγραφής αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο, χωρίς μουσική, είναι η αφιέρωση: "Εικών η λίθος ειμί, τίθησί με Σείκιλος ένθα μνήμης αθανάτου, σήμα πολυχρόνιον" (Εικόνα είμαι, αυτή η πέτρα· ο Σείκιλος με αφιερώνει σε αθάνατη μνήμη, ένα μνημείο για πολλά χρόνια). Το δεύτερο μέρος, το κύριο επιτάφιο, με μουσική, είναι ένα μικρό εγκώμιο της καλοζωίας:

Οσον ζής φαίνου,
Μηδέν όλως σύ λυπού
Προς ολίγον εστί το ζήν
Το τέλος ο χρόνος απαιτεί.

Όσο ζεις, φαίνου [να χαίρεσαι],
Μη λυπάσαι διόλου,
Η ζωή είναι σύντομη,
Ο χρόνος οδηγεί στο τέλος.

Το επιτάφιο τελειώνει με τις λέξεις Σείκιλος-Ευτέρ[πη] (ο Σείκιλος στην Ευτέρπη).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
σείστρον, μικρό κρουστό όργανο, σείστρο. Είχε σχήμα σπιρουνιού ή πέταλου προσαρμοσμένου σε λαβή, και έναν αριθμό (ως επτά) από εγκάρσιες μικρές ράβδους ή μικρά κουδούνια. Το σείστρο ήταν μεταλλικό και, όταν το κουνούσε κανείς, παρήγε διαπεραστικό ήχο ακαθόριστου ύψους. Προήλθε από την Αίγυπτο, όπου χρησιμοποιούνταν σε τελετές προς τιμήν της Ίσιδας (πρβ. Πλούτ. Ηθ. 376C).
Σείστρο ήταν επίσης ενα παιχνίδι με το οποίο "οι παραμάνες νανούριζαν τα παιδιά" (Πολυδ. IV, 127).

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
σίκιννις, χορός του σατυρικού δράματος, που χορευόταν με γρήγορες, ζωηρές κινήσεις και πηδήματα, και με πολύ θόρυβο. Ο Πολυδεύκης (IV, 100) θεωρεί τη σίκιννι ενα από τα τρία κύρια είδη χορών, μαζί με την εμμέλεια και τον κόρδακα . ("Είδη δέ ορχημάτων, εμμέλεια, τραγική, κόρδακες, κωμική, σίκιννις, σατυρική.")
Κατά τον Αθήναιο, μερικοί πιστεύουν πως η σίκιννις εφευρέθηκε από ένα βάρβαρο (ξένο) ή Κρητικό, που ονομαζόταν Σίκιννος· κατά τον Αθήναιο, επίσης, ο Σκάμων ισχυρίζεται πως το όνομά της προήλθε από το ρήμα σείεσθαι και πως την πρωτοχόρεψε ο Θέρσιππος. Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, η σίκιννις χορευόταν από Σατύρους καί το όνομά της προήλθε από τις εξαιρετικά γρήγορες κινήσεις του χορού.
Ο Λουκιανός (Περ ορχήσ. 22) υποστηρίζει ότι η σίκιννις εφευρέθηκε από τη Σίκιννι: "ή εκ Σικίννιδος, νύμφης της Κυβέλης, καίπερ εξ αρχής εχορεύετο προς τιμήν του Σαβαζίου" (ή από τη Σίκιννι, νύμφη της Κυβέλης, μολονότι από την αρχή χορευόταν προς τιμήν του Σαβάζιου). Σαβάζιος ή Σεβάζιος ήταν μια φρυγική θεότητα, τα μυστήρια της οποίας έμοιαζαν με τις τελετές του Βάκχου.

http://www.musipedia.gr/
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
σιμίκιον, έγχορδο όργανο με 35 χορδές, όπως το επιγόνειο , της οικογένειας του ψαλτηρίου (πρβ. Πολυδ. IV, 59). Τίποτε το βέβαιο δεν είναι γνωστό σχετικά με το χαρακτήρα, την έκταση και τη φόρμα του. Μερικοί μελετητές υποθέτουν ότι παιζόταν όπως το τσίτερ (zither), τοποθετημένο οριζόντια (Th. Rein. La mus. gr. 126· Κ. Sachs Hist. 137). Αυτή η άποψη όμως δεν υποστηρίζεται από υπάρχουσες αρχαίες πηγές.

Βλ. λ. επιγόνειον.


http://www.musipedia.gr/
 
Top