Γιώργος Μ.
Γιώργος Μπάτζιος
Επανέρχεται κατά καιρούς και με διάφορες μορφές μια αντίθεση στο εσωτερικό της εκκλησίας (κυρίως στον χώρο της ερμηνευτικής των κειμένων, στη λειτουργική, στις εκδόσεις, αλλά και στην ψαλτική μελοποιία και ερμηνεία): η αντίθεση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο. Όχι όμως με αυτή την απλοϊκή μορφή. Μάλλον με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στα εξής: από τη μία της ανακάλυψης του παλαιού ως αυθεντικής αλήθειας που εξοβελίζει το νέο ως παραφθορά της. Και από την άλλη της υποδοχής του νέου ως ζώσας συνέχειας του παλαιού και ως νέας έκφρασης της ίδιας αυθεντικότητας που εκείνο περιέχει.
Για να γίνω σαφέστερος, θα φέρω ως παραδείγματα τρεις απόψεις αντλημένες από τρεις διαφορετικούς χώρους, που έχουν και οι τρείς ενδιαφέρον για εμάς εδώ: α) τη λειτουργική, β) την παλαιογραφία-κριτική των κειμένων, και γ) την ψαλτική ερμηνεία.
α) Η άποψη ότι η επανάληψη των Χαιρετισμών επί 4 Παρασκευές οφείλεται σε μεταγενέστερη απόδοση εθνικής ευγνωμοσύνης, και θα πρέπει να διορθωθεί επί το «αρχαιότερον».
β) Η άποψη ότι μια γραφή όπως το «Ἐν νόμῳ, σκιᾷ και γράμματι» πρέπει να διορθωθεί παρά το ότι ψάλλεται έτσι ίσως επί 10 αιώνες, επειδή τα αρχαιότερα χειρόγραφα μαρτυρούν τη γραφή «Ἐν νόμου».
γ) Η άποψή ότι μέσα από τις παλαιές γραπτές πηγές των μουσικών κειμένων και της ερμηνείας των παλαιών σημαδιών τους μπορούμε να κατανοήσουμε τον πραγματικό τρόπο ερμηνείας και να τον υιοθετήσουμε παρακάμπτοντας την προφορική παράδοση που διαμορφώθηκε έκτοτε.
Το κοινό που υπάρχει και στις τρεις περιπτώσεις είναι ότι εμμέσως ταυτίζεται το αληθές με το αρχικό: απολυτοποιείται η πηγή και αγνοείται το ρέον ύδωρ της. Με πιο θεολογικούς όρους (αν και πολύ γενικευτικά): η αλήθεια νοείται ως ορισμένη αρχική φανέρωσή μέσα στον χρόνο, και όχι ως δυνατότητα να φανερώνεται διηνεκώς μέσω της εκκλησιαστικής εμπειρίας (εννοώντας βέβαια της ορθής εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκείνης που οδηγείται και φωτίζεται όχι από ανθρώπινες επινοήσεις, αλλά από το άγιο Πνεύμα).
Εδώ ακριβώς πιστεύω ότι κάτι θα είχε να μας πει η σκέψη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Διότι σε κάθε ένα από τα δύο παραπάνω σκέλη της αντίθεσης τίθεται αλλού η έμφαση. Στην πρώτη περίπτωση όλη η έμφαση μετατίθεται στη διανοητική μελέτη και σπουδή, ώστε να ανακαλυφθεί η αλήθεια μέσω της έρευνας των απαρχών. Στη δεύτερη περίπτωση η έμφαση μετατίθεται στη γνησιότητα του βιώματος, ώστε να μπορώ να υποδέχομαι και να ερμηνεύω σωστά (και όχι εσφαλμένα) την ζώσα εμπειρίας της εκκλησίας. Η όλη διαφοροποίηση μοιάζει σαν μετακίνηση από τον νου στην καρδία.
Όσοι γνωρίζουν έστω και ακροθιγώς τη θεολογική σκέψη του αγίου περί των ακτίστων ενεργειών ως κατάφαση τελικά στη δυνατότητα του Θεού να διαλέγεται συνεχώς με τον άνθρωπο και αντίστροφα, κατανοούν ποια απάντηση θα έδινε ο ίδιος στο ερώτημα.
Για να γίνω σαφέστερος, θα φέρω ως παραδείγματα τρεις απόψεις αντλημένες από τρεις διαφορετικούς χώρους, που έχουν και οι τρείς ενδιαφέρον για εμάς εδώ: α) τη λειτουργική, β) την παλαιογραφία-κριτική των κειμένων, και γ) την ψαλτική ερμηνεία.
α) Η άποψη ότι η επανάληψη των Χαιρετισμών επί 4 Παρασκευές οφείλεται σε μεταγενέστερη απόδοση εθνικής ευγνωμοσύνης, και θα πρέπει να διορθωθεί επί το «αρχαιότερον».
β) Η άποψη ότι μια γραφή όπως το «Ἐν νόμῳ, σκιᾷ και γράμματι» πρέπει να διορθωθεί παρά το ότι ψάλλεται έτσι ίσως επί 10 αιώνες, επειδή τα αρχαιότερα χειρόγραφα μαρτυρούν τη γραφή «Ἐν νόμου».
γ) Η άποψή ότι μέσα από τις παλαιές γραπτές πηγές των μουσικών κειμένων και της ερμηνείας των παλαιών σημαδιών τους μπορούμε να κατανοήσουμε τον πραγματικό τρόπο ερμηνείας και να τον υιοθετήσουμε παρακάμπτοντας την προφορική παράδοση που διαμορφώθηκε έκτοτε.
Το κοινό που υπάρχει και στις τρεις περιπτώσεις είναι ότι εμμέσως ταυτίζεται το αληθές με το αρχικό: απολυτοποιείται η πηγή και αγνοείται το ρέον ύδωρ της. Με πιο θεολογικούς όρους (αν και πολύ γενικευτικά): η αλήθεια νοείται ως ορισμένη αρχική φανέρωσή μέσα στον χρόνο, και όχι ως δυνατότητα να φανερώνεται διηνεκώς μέσω της εκκλησιαστικής εμπειρίας (εννοώντας βέβαια της ορθής εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκείνης που οδηγείται και φωτίζεται όχι από ανθρώπινες επινοήσεις, αλλά από το άγιο Πνεύμα).
Εδώ ακριβώς πιστεύω ότι κάτι θα είχε να μας πει η σκέψη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Διότι σε κάθε ένα από τα δύο παραπάνω σκέλη της αντίθεσης τίθεται αλλού η έμφαση. Στην πρώτη περίπτωση όλη η έμφαση μετατίθεται στη διανοητική μελέτη και σπουδή, ώστε να ανακαλυφθεί η αλήθεια μέσω της έρευνας των απαρχών. Στη δεύτερη περίπτωση η έμφαση μετατίθεται στη γνησιότητα του βιώματος, ώστε να μπορώ να υποδέχομαι και να ερμηνεύω σωστά (και όχι εσφαλμένα) την ζώσα εμπειρίας της εκκλησίας. Η όλη διαφοροποίηση μοιάζει σαν μετακίνηση από τον νου στην καρδία.
Όσοι γνωρίζουν έστω και ακροθιγώς τη θεολογική σκέψη του αγίου περί των ακτίστων ενεργειών ως κατάφαση τελικά στη δυνατότητα του Θεού να διαλέγεται συνεχώς με τον άνθρωπο και αντίστροφα, κατανοούν ποια απάντηση θα έδινε ο ίδιος στο ερώτημα.
Last edited: