http://dimverikios.blogspot.gr/2013/07/blog-post_18.html
ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΨΑΛΤΙΚΗ
Ο Σίμων Καράς σε άρθρο του με τίτλο «Περί την Βυζαντινήν Εκκλησιαστικήν Μουσικήν», στο περιοδικό «Κιβωτός» 2 (1953, σ. 33), έγραφε με νόημα ότι «… ο μόνος κίνδυνος αλλοιώσεως της τέχνης, προέρχεται από την έλλειψιν αληθινών και πιστών εκτελεστών και διδασκάλων της Βυζαντινής Ψαλμωδίας».
Η άποψη αυτή του δασκάλου επιβεβαιώθηκε ιστορικά, αλλά δεν είναι η μόνη αιτία έκπτωσης του μέλους, διότι στις κατά καιρούς έντυπες εκδόσεις των μουσικών βιβλίων και μέχρι σήμερα έχει καταγραφεί, σε πολλές περιπτώσεις, παρέμβαση μετάπλασης ή και αντικατάστασης των μουσικών γραμμών διά υποκειμενικών μελωδήσεων και προσωπικών ερμηνειών. Η διάθεση δηλ. να καλλωπίζονται και διασκευάζονται τα παλαιά εκκλησιαστικά μέλη με εξωλατρευτικά μουσικά στοιχεία,.
Πολλά χρόνια πριν (1898) ο ονομαστός μουσικοδιδάσκαλος και Πρωτοψάλτης της Μ.τ.Χ.Ε. Γεώργιος Βιολάκης, στην έκδοση του Δοξασταρίου του Πέτρου του Πελοποννησίου, μεταξύ των άλλων, αναφέρει για μερικούς νεώτερους διδασκάλους, ότι «…ούτοι ατυχώς μη περιορισθέντες εις το γνήσιον αυτού αρχέτυπον μέλος, καλλωπισμού χάριν, δήθεν, υπεισήγαγον εν τούτω καινοτρόπους γραμμάς, παραμορφωσάσας το αρχικόν, απλούν και μεγαλοπρεπές του μέλους … Ένεκα δε της προς το νεωτερίζειν ροπής της νέας γενεάς … ανέλαβον να εγκύψω εις την μελέτην του αρχαίου τούτου μέλους και να εξηγήσω εις την παρ΄ημίν γραφήν …όμοιον προς το πρωτότυπον μέχρι κεραίας». Λίγο αργότερα ο Αρχιμ. Παγκράτιος ο Βατοπεδινός, σε μουσική Μελέτη του, διέβλεπε την απώλεια του μέλους, «…διότι οι διάφοροι ψάλται … αφεθέντες αχαλίνωτοι και άνευ ουδεμιάς ανωτέρας εποπτείας, περιεφρόνησαν τα κλασικά μουσικά μαθήματα των παλαιών διδασκάλων και μουσουργών, και ψάλλουσι τα υπ’ αυτών μελοποιηθέντα ως τεχνικώτερα δήθεν. Αύριον άλλοι άλλως θα μελοποιήσωσιν άλλα και ούτω καθεξής μέχρις ου τελείως καταστρέψωσι την ιεράν μελωδίαν ημών…Άρα γε θα αξιωθώμεν ποτε να ακούσωμεν την εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν εν τη αρχαία αυτής απλότητι και μεγαλοπρεπεία;» (Μουσική Κλίμαξ, εν Κων/λει 1917, σ. 18).
Πράγματι, ορισμένες επανεκδόσεις παλαιότερων μουσικών βιβλίων, από το 1850 και ύστερα, φέρουν μορφολογικές αλλοιώσεις και μείξεις αλλότριων μελωδιών σε μέρη Ακολουθιών και μελών, που δε συνάδουν «προς την σεμνήν και ιεροπρεπή μελωδίαν της παλαιοτέρας εποχής» (Κων. Σακελλαρίδη, Νέον Αναστασιματάριον, εν Αθήναις 1890, σ. στ΄). Πολλοί των εκδοτών « απέβλεψαν ουχί εις την διατήρησιν των κλασικών μελών, αλλά μάλλον εις την υλικήν εκμετάλλευσιν αυτών … και επέφερον χαώδη και τραγελαφικήν ψαλμωδικήν κατάστασιν, μεγάλην μουσικήν αναρχίαν, καθ’ όσον αφήρεσαν πολλάς κλασικάς γραμμάς και αντικατέστησαν ταύτας με ιδικάς των μουσικάς τεχνοτροπίας. Η τοιαύτη διαστρέβλωσις και παραμόρφωσις των γνησίων Βυζαντινών μελών προκάλεσε μεγάλην βλάβην ιδίως εις τους νέους ιεροψάλτας, οίτινες ουχί μόνον εδυσκολεύοντο εις την ανάγνωσιν αυτών, διότι είχον και αναριθμήτους μουσικάς ανορθογραφίας, αλλά και να διερωτώνται: ποία είναι τα γνήσια βυζαντινά μαθήματα; Αυτά που αναγινώσκομεν εις τα νέα εκδοθέντα βιβλία ή εις τα παλαιά; (Θεοδόσιος Γεωργιάδης, ο βυζαντινός μουσικός πλούτος, τ.Α΄, Αθήναι 1959, σ. 5-6).
Στις μέρες μας, οι υπερβάσεις του παρελθόντος, έγιναν κανόνας, ώστε ο μακαριστός Επίσκοπος Διονύσιος Ψαριανός να σημειώνει ότι «…εκτός από το Ειρμολόγιο ή έστω και το Αναστασιματάριο όλα τα’ άλλα που ψάλλομε στην Εκκλησία πολύ λίγη βυζαντινή μουσική παράδοση διασώζουν …» ( Γ. Αναγνωστοπούλου, Εισαγωγή στη χειρ. Θεία Λειτουργία, τ. Α΄ Αθήνα 1988). Διαπίστωση οδυνηρή, για την ίδια την Τέχνη, αλλά και τους εκφραστές της, τους ψάλτες, διότι ναι μεν «την αρετή της συντηρήσεως που είχε η χειρόγραφη Παράδοση και η συνοπτική σημειογραφία, τη διαδέχθηκε η ελευθερία και η ευκολία της καταγραφής τής κάθε υποκειμενικής μελωδήσεως στις αλλεπάλληλες έντυπες μουσικές εκδόσεις, μαζί με κάποιο πνεύμα επιδείξεως των μελουργών ή και εκδοτών» (Γρ. Στάθη, Φάκελος μαθήματος Βυζ. Μουσική, Ψαλτική τέχνη, Αθήνα 1993, σ. 93), ωστόσο, αυτοί κυρίως, (οι Ψάλτες), επωμίζονται διαχρονικά την ευθύνη και το βάρος της αυθεντικότητας ή μη της Ψαλτικής Παραδόσεως.
Είναι πρόδηλο ότι η άμετρη ελευθερία στην ερμηνεία της σημειογραφίας, οι αυθαίρετοι νεωτερισμοί και μελικοί μετεωρισμοί, οι παντοίες υπερβολές μερικών ψαλτών, που οφείλεται σ’ ένα βαθμό και στην έλλειψη του τέλειου οπλισμού του εξηγημένου μέλους, προσκρούουν στο σεμνό ύφος και ήθος της ψαλμωδίας και στο καλώς νοούμενο συντηρητικό πνεύμα που διαπνέει όλες τις μορφές έκφρασης της Εκκλησίας στον αγώνα της για πνευματικό προσανατολισμό του ανθρώπου, διότι είναι ανάρμοστες προς το σκοπό που επιδιώκουν.
Πρότυπα αυθεντικής ερμηνείας των εκκλησιαστικών μελών ευτυχώς έχουμε. Ας τα αναζητήσουμε κι ας μείνουμε σ’ αυτά. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η επισήμανση του διδασκάλου Θεοδ. Γεωργιάδου: Εάν ο Άρχων Πρωτοψάλτης της Μ.τ.Χ.Ε. Ιάκ. Ναυπλιώτης, την κρίσιμη ώρα (1904) «εδέχετο να έλθη εις Αθήνας, θα εσάρωνε πάντα εμφανιζόμενον εν τη Εκκλησία και θα μετέδιδε δια της διδασκαλίας του, εις ολόκληρον την Ελλάδα, την μεγαλοπρεπή εκείνην παράστασιν των Βυζαντινών μελωδιών, τας οποίας εξετέλει ιεροπρεπέστατα δια της μεγαλειώδους και γλυκείας φωνής του» (Θεοδ. Γεωργιάδου, Ο Βυζ. Μουσικός πλούτος, Υπόμνημα, Αθήναι 1955, σ. 18).
Ένα συνεπώς απομένει! Επιστροφή, με όλη την πνευματική σημασία της λέξεως, στις πηγές της ψαλτικής Παραδόσεως, «… μετά ζήλου, χωρίς νεωτερισμούς κατά την προφοράν ή κατά την γραφήν ή κατά την έκθεσιν» (Χρυσάνθου, Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, Β΄ Μέρος, 84β, σ. LVII).