«Περί Ελληνικών ρυθμών μάθημα συνοπτικόν» του κ. Τάσου Μακρή

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΡΥΘΜΩΝ ΜΑΘΗΜΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΝ
του κ. Τάσου Μακρή
(Γεωπόνου- μελετητού της ελληνικής μουσικής)

Εάν κανείς θέλει να διατρίψει περί την ελληνική ρυθμική, ακόντως εκόντως προστρέχει στους παλαιούς συγγραφείς. Τούτο κάνουν και οι νεώτεροι συγγραφείς (Χρύσανθος, Σ. Καρράς, Σ. Μιχαϊλίδης) και τα όσα αναλαμβάνουν από τους παλαιούς και συγγράφουν στο προκείμενο θέμα ομολογούν με παρρησία τις πηγές των αναλήψεών τους. Τα ίδια πράττει και ο εκπονητής της ελάχιστης αυτής εργασίας, εργασίας γενομένης πρωτίστως προς ίδιον όφελος, που δεν έχει δηλ. τη φιλοδοξία εργασίας προς το «κοινό όφελος» μην έχοντας ο συγγραφέας τις δυνάμεις ή τις γνώσεις γι’αυτό. Πηγές για το μάθημα τούτο ο Βακχείος ο Γέρων και το έργο του, «Εισαγωγή Τέχνης Μουσικής», τα «Μουσικά» του Κλαυδίου Πτολεμαίου, του Αριστοξένους τα «Αρμονικά Στοιχεία» και από τους νεώτερους το «Θεωρητικόν» του Χρυσάνθου και του Σ. Καρρά η «Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής» του Σ. Μιχαϊλίδη η «Η Αρχαία ΕλληνικήΜουσική» του M.C. West και άλλα ήσσονα συγγράμματα. Υπάρχει σε πολλούς έχοντες συμβατική μουσική παιδεία η έννοια του ρυθμού ως αριθμού ισόχρονων διαστημάτων επαναλαμβανόμενων εν σειρά κατά τη ροή του μουσικού ακούσματος και καλείται όχι «ρυθμός» αλλά «μέτρο». Στην ελληνική μουσική μέτρα δεν χρησιμοποιούνται. «Στην ελληνική μέθοδο καταμέτρησης του χρόνου, ο κύκλος της σήμανσης συνίσταται σε στοιχεία τα οποία ενδέχεται να είναι άνισης διάρκειας» (West). Μια ρήσηγενικής αποδοχής ειλημμένη από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα ίσως εξηγε ίαυτό το φαινόμενο: «Μέλος- γράφει ο Πλάτωνας- εκ τριών έστι συγκείμενον, λόγου τε και αρμονίας και ρυθμού… και την δε αρμονίαν και ρυθμόν ακολουθείν δεί τον λόγον». Η ελληνική μουσική ρυθμική λοιπόν παράγεται από την ρυθμική του απαγγελλόμενου ποιήματος και, όπως θα τονισθεί πιο κάτω, το μέλος είναι παράγοντας «στηρικτικός» του ποιητικού λόγου τέχνη θεραπαινίδα κι όχι τέχνη αφ’ εαυτής. Και γι’ αυτό οι παλαιότεροι αντί του συνθέτω χρησιμοποιούσαν το «τονίζω» και το εννοούσαν. Ο δε ποιητής ήταν και ο συνθέτης. Και δεν πρόκειται μόνο για ένα ήθος της εποχής η υποταγή του ρυθμού και της αρμονίας, στο λόγο. Αν ήθελε κανείς να εμβαθύνει λίγο περισσότερο στο προκείμενο, εύκολα θα συνεπέρενε πώς ομοναδικός και ανυπέρβλητος σε κάλος, σε νόηση και σε διδαχή ελληνικός λόγος θα έχανε εάν γινόταν όπερα. Ας αντιπαραβάλλει μια καλή παράσταση της Μήδειας του Ευριπίδη με την ομώνυμη όπερα του Cherubini, η δεύτερη θα του φανεί μια χυδαιοποίηση της πρώτης σε γενικές γραμμές. Εάν μια κριτική γίνει πολυμερώς και εξειδικευμένως τότε θα αποκαλύψει πως δεν πρόκειται για την τραγωδία του Ευριπίδη αλλά για κάποιο άλλο έργο που πιθανώς να το έκρινε ούτε και τραγωδία. (*) Πέραν του μεγάλου κάλους και των νοημάτων που κλήθηκε να εκφράσειστους αιώνες του βίου της η ελληνική γλώσσα ήταν και γλώσσα «τραγουδιστή». «…λέγεται γαρ και λογώδες τι μέλος το συγκείμενον εκ προσωδιών…»(Αριστόξενος, «Αρμονικά Στοιχεία» Mb I 18,14). Υπάρχει και λόγος εμμελής που συγκείται από προσωδίες πληροφορεί ο Αριστόξενος. Οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας συντίθεται από συλλαβές που χρονίζονται άλλες βραχέως και άλλες μακρώς ανάλογα με το εάν περιέχονται σ’ αυτές βραχύ ή μακρόν φωνήεν. Βραχύς κατά τον Βακχείο τον Γέροντα είναι ο χρόνος «ο ελάχιστος εις μερισμόν μη πίπτων και μακρός ο του βραχέως διπλάσιος». Τον ελάχιστο και αδιαίρετο αυτό χρόνο του Βακχείου, ο Αριστόξενος τον ονομάζει «πρώτο». «Καλείσθω δε πρώτος ο μεν των χρόνωνο υπό του μηδενός των ρυθμιζομένων δυνατός ών διαιρεθήναι. Δίσημος δε ο δις τούτον καταμετρούμενος, τρίσημος δε ο τρεις, τετράσημος δε ο τετράκις». Ο «ελάχιστος» ή «πρώτος» ή «βραχύς» λέγεται και «σημείον», απ’όπου και η παραπάνω ονοματολογία του Αριστόξενου. Πέραν των βραχέων και μακρών χρονικών διαστημάτων υπάρχει και τρίτο, ο άλογος δηλ. ο μη έχων λόγο. Ο άλογος είναι κατά τον Βακχείο «του μεν βραχέως μακρότερος του δε μακρού ελάσσων» όπως π.χ στη λέξη «όρθιος». (Το επίθετο «ανάλογος» ίσως γιατί ο μικρότερος του βραχέως, προς τον ελάσσονα του μικρού, να μην είναι άρτιος αριθμός και συνεπώς να μην έχει συγκεκριμένο λόγο υπό την μαθηματική έννοια). Ο εμμελής τρόπος του προφέρειν την ελληνική γλώσσα η προσωδία δηλ. μαζί με την ωραιότητά του και την αξία των περιεχομένων του ο ελληνικός ποιητικός λόγος, δεν ανέχονταν αλλοιωτικές παρεμβάσεις, έστω και μουσικές και ήθελε και τη μουσική προσηρμοσμένη σε αυτόν γι’ αυτό ο Πλάτων καθορίζει αξιωματικά «την δε αρμονία και ρυθμόν ακολουθείν δεί τον λόγον». Στη θέση του μέτρου οι Έλληνες είχαν τον πόδα που ήταν η μονάδα μέτρησης του ρυθμού και περιείχε κατά τον Βακχείο, το ελάχιστο δυο συλλαβές, με τους ακόλουθους απλούστερους συνδιασμούς σε χρόνους: / βραχύ με βραχύ, /μακρό με μακρό, / μακρό με βραχύ, / άλογο με μακρό. Πάλι ο Βακχείος ο Γέρων, ορίζει την έννοια του ρυθμού ως «χρόνου καταμέτρησιν, κινήσεως γενομένης ποιάς τινός». Η κίνηση αυτή ήταν κίνηση του ποδιού και εξ’ αυτού και το όνομα της μονάδας μετρήσεως «πους». Ο πους καταλαμβάνει δύο χρόνους: το ανάβασμα και το κατέβασμα. Η κίνηση του «αίρειν» τον πόδα ή «άρσις» και η κίνηση του «τιθέναι» τον πόδα ή «θέσις». Οι νεώτεροι μουσικοδιδάσκαλοι την ρυθμική κίνηση την κάνουν με το χέρι οπότε έχουμε άρσιν και θέσιν της χειρός. Τούτο διότι θεωρούν την κίνηση του χεριού πιο φιλική και παιδευτικότερη από εκείνη του ποδιού. Αλλ’ ούτε πλέον τα μουσικά των ημερών μας συναρτώνται χορικών και λογικών τεχνών όπως στην αρχαιότητα διότι η μουσική προ αιώνων έχει καταστεί τέχνη αφ’ εαυτής και δεν οφείλει να ακολουθεί το λόγο και τα ποικίλα εκδηλώματά του. Αλλά και όπως δηλώνει ο Αριστείδης Κοιντιλιανός «άρσις μεν ούν εστι φορά μέρους του σώματος επί των άνω θέσις δε επί των κάτω ταυτού μέρους. »Εκτός της άρσεως και θέσεως, ο Χρύσανθος ο μαδυτινός προσθέτει ως κίνηση του πλέγματος των ρυθμικών κινήσεων και τον «ψόφο» που ορίζει ως του «σώματος πληγή» και την «ηρεμία» ως «την στάσιν αυτού». Και δίδει και την ακόλουθη ενδιαφέρουσα ανθολογία ορισμών του ρυθμού παλαιών συγγραφέων: «Κατά δε τον Αριστείδην ρυθμός έστι σύστημα χρόνων κατά τινά τάξιν συγκειμένων». Κατά δε τον Λεόφαντων ρυθμός έστι χρόνων σύνθεσις κατ’ αναλογίαν τε και συμμετρίαν προς εαυτούς θεωρουμένων. Κατά δε τον Βακχείον, χρόνου καταμέτρησις, κινήσεως γενομένης. Κατά δε Αριστόξενον, χρόνος διηρημένος εφ’εκάστου των ρυθμίζεσθαι δυναμένων. Κατά δε τον Νικόμαχον χρόνων εύτακτος σύνθεσις. »Πέραν της ανθολογίας και παρακαταλογής ρυθμών από τον Βακχείο οι παλαιοί ταξινομούσαν τους ρυθμούς σε γένη τα οποία αποτελούντο από ομόλογους ρυθμούς. «Λόγοι δε εισί ρυθμικοί καθ’ ούς συνίστανται οι ρυθμοίοι δυνάμενοι συνεχή ρυθμοποίαν επιδέξασθαι τρεις: ίσος, διπλάσιος κα ιημιόλιος. Εν μεν γαρ τω ίσω το δακττυλικόν γίνεται γένος, εν δε τω διπλασίωτο ιαμβικόν εν δε τω ημιολίω το παιονικόν» κανοναρχεί ο Κλαύδιος Πτολεμαίος. «Λόγος» είναι ο μεγαλύτερος χρόνος προς τον μικρότερο ή τον ίσοντου, οι χρόνοι αυτοί που συγκροτούν και κατανέμονται στον πόδα. Π.χ ο ηγεμών έχει λόγο 1/1=1, είναι γένος δακτυλικόν . Ο ρυθμικός τροχαίος ή χορείος έχει λόγο 2/1=2 είναι γένους ιαμβικού. Ο σύνθετος ρυθμός από τροχαίο και ηγεμόνα, δηλ. θέση-άρση/θέση άρση το τελευταίο σημείο είναι άρση, δηλ. το ήμισυ του όλου = το ήμισυ = ½, ημιόλιος άρα γένους παιονικού εξ’ ορισμού. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος δίδει και τον αριθμό των σημείων (σημειάριθμο θα τον λέγαμε) των κατά γένος ρυθμών ως εξής: «άρχεται δε το δακτυλικόν από τετρασήμου αγωγής αύξεται δε μέχρι οκτωκαιδεκασήμου, ώστε γίγνεσθαι τον μέγιστον». Έστι δε ότε και εν δισήμω γίγνεται δακτυλικός πούς. Το δε ιαμβικόν γένος «άρχεται από τρισήμου αγωγής, αύξεται δε μέχρι οκτωκαιδεκασήμου ώστε γίγνεσθαι τον μέγιστον πόδα του ελαχίστου εξαπλάσιον». Το δε παιονικόν «άρχεται από πεντασήμου αγωγής, αύξεται δε μέχρι πεντεκαιεικοσιασήμου, ώστε γίγνεσθαι τον μέγιστον πόδα του ελαχίστου πενταπλάσιον».

ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΤΑ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΝ

Επόγδοος = επί τον όγδοον = ο ένατοςΗμιόλιος = ο ήμισθς πλέον του όλου = 8 + 8/2 = 8 + 4 = 12Επίτριτος = το τρίτον επί του ακεραίου του 12 + 12/3 = 12 + 4 = 16

http://webcache.googleusercontent.c...r/books/4-ypermaxo.pdf+Βακχείος+ο+Γέρων&hl=en

~~~~~~~~~~~~~~~

(*) [''Ας αντιπαραβάλλει μια καλή παράσταση της Μήδειας του Ευριπίδη με την ομώνυμη όπερα του Cherubini, η δεύτερη θα του φανεί μια χυδαιοποίηση της πρώτης σε γενικές γραμμές.''] Πρόταση λάθος. Δεν συγκρίνετε με αυτόν τον τρόπο. S.Z.
 
Last edited:
Top