Tanburi Cemil Bey (Tanbur)

ΝΙΚΟΣ Π.

Παλαιό Μέλος
Ὁ Ταμπουρί Τζεμίλ Μπέης ἦταν ὁ τέταρτος καί μικρότερος
γιός τῆς Ζιχνή Γιάρ Χανούμ, ἡ ὁποία ἦταν σκλάβα καί
παραμάνα τῆς Χαϊριγιέ Χανούμ, τῆς κόρης τοῦ σουλτάνου
Μαχμούτ Β΄ καί τῆς Ἀντιλέ Σουλτάνας. Ἡ Ζιχνή Γιάρ Χανούμ
νυμφεύθηκε τόν βοηθό νομάρχη τῆς Σκόδρας Μεχμέτ Τεφίκ
Μπέη. Ὁ Τζεμίλ Μπέης γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη
στίς 9 Μαΐου 1871. Τριῶν ἐτῶν ἔχασε τόν πατέρα του. Μέ
τή βοήθεια τοῦ θείου του Ρεφίκ Μπέη τελείωσε τό δημοτικό
σχολεῖο. Τά χρόνια πού φοιτοῦσε στό γυμνάσιο ἔμαθε
γαλλικά κοντά στούς κυρίους Grégoire καί Maurice.
Ἀπό δέκα ἐτῶν ἄρχισε νά παίζει σάζι, κατόπιν βιολί καί
κανονάκι καί ὕστερα ταμπούρ, τό ὁποῖο τελικά τόν κέρδισε.
Ἀπό τόν μεγαλύτερο ἀδελφό του Ἀχμέτ Μπέη διδάχτηκε
τή θεωρία τῶν μακαμιῶν καί ἀπό τόν βιολιστή Ἀλέξανδρο
Ἐφέντη τό δυτικό μουσικό σύστημα, καθώς καί τό σύστημα
τοῦ Χαμπαρσούμ Λιμοντσιγιάν. Στά δώδεκά του χρόνια
θεωρήθηκε «παιδί θαῦμα» στή μουσική, ἐνῶ στά δεκαοκτώ
του ἦταν ἤδη γνωστός ὡς ὀργανοπαίκτης πού δέν ὑπῆρχε
ὅμοιός του. Γνώριζε σέ βάθος τή μουσική τῆς Πόλης καί
συνέβαλε καθοριστικά στήν καλλιέργειά της. Ἐπινόησε
καί ἐφάρμοσε νέες μεθόδους στό παίξιμο πολλῶν μουσικῶν
ὀργάνων, καί ἰδιαίτερα τῆς λύρας καί τοῦ ταμπούρ.
Βασίστηκε στίς γνώσεις του τόσο στήν παραδοσιακή ὅσο
καί στή δυτική μουσική γιά νά ἐξελίξει τήν τεχνική τοῦ
ταμπούρ, ἀνοίγοντας ἔτσι νέους δρόμους γιά ὅλα τά ὄργανα
πού χρησιμοποιοῦνται στήν τουρκική μουσική.
Σπούδασε ἕνα χρόνο στή Σχολή Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν. Τήν
ἐποχή ἐκείνη, στή σχολή, γνώρισε τόν γιό τοῦ Ταμπουρί
Ἀλί Ἐφέντη, τόν Ταμπουρί Ἀζίζ Μαχμούτ Μπέη. Ἔτσι
τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἔχει δάσκαλο τόν Ταμπουρί Ἀλί
Ἐφέντη. Ὁ Ἀλί Ἐφέντης, πού ἦταν ρομαντικός συνθέτης,
τήν πρώτη φορά πού ἄκουσε τόν Τζεμίλ Μπέη ἀντιλήφθηκε
τήν ἰδιοφυΐα του. Καί ὅταν εἶπε ὅτι ἦταν καλύτερος στό
ταμπούρ ἀπό τόν ἴδιο, ξαφνικά ἡ φήμη γιά τόν χαρισματικό
μαθητή του διαδόθηκε στό μουσικό περιβάλλον τῆς Πόλης.
Ὁ Τζεμίλ Μπέης ἦρθε μέσω τοῦ Ταμπουρί Ἀλί Ἐφέντη σέ
ἐπαφή μέ τή ρομαντική μουσική καί ἔκτοτε παρέμεινε κάτω
ἀπό τήν ἐπιρροή της. Γιά νά μπορεῖ νά παίζει συγχρόνως στό
ὕφος τῆς κλασικῆς μουσικῆς ἀπέκτησε ἐξαιρετική τεχνική,
κυρίως στό παίξιμο τῆς πένας, καί ἦταν ἄφθαστος στό νά
παίζει τήν πένα μέ τό ἀριστερό του χέρι. Χρησιμοποιώντας
χαμηλότερη ἔνταση καί λιγότερα χτυπήματα τῆς πένας,
ἐξάντλησε ὅλες τίς δυνατότητες τοῦ κλασικοῦ ταμπούρ
ἐξελίσσοντάς το. Ταυτόχρονα, ἀνέπτυξε ἐκείνη τήν περίοδο
μία καινούρια, πιό ἐντυπωσιακή μέθοδο, δημιουργώντας
ἔτσι μία νέα σχολή.
Σέ ἡλικία εἴκοσι χρονῶν ἔδειξε τό ταλέντο του παίζοντας
λύρα, λαοῦτο καί βιολί. Στόν Τζεμίλ Μπέη ὀφείλεται καί ἡ
καινοτομία τῆς χρήσης δοξαριοῦ στό ταμπούρ. Κατ’ αὐτόν
τόν τρόπο δημιούργησε οὐσιαστικά ἕνα νέο ὄργανο, τό γιαλί
ταμπούρ (yali tanbûr). Πρίν ἀπό τό 1900 τό ὄνομά του ἦταν
γνωστό σέ ὅλες τίς χῶρες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἐμφανίστηκε μέ τό ταμπούρ καί τή λύρα του καί ἐνώπιον
τοῦ σουλτάνου Ἀμπντούλ Χαμίτ Β΄, ὁ ὁποῖος τόν βράβευσε
μέ 300 χρυσές λίρες καί μέ τή θέση τοῦ γενικοῦ γραμματέα
τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν.
Ὁ Τζεμίλ Μπέη, ὡς ὁλοκληρωμένος συνθέτης, ἔγραψε
πεσρέφια, ὀργανικά σεμάγια, λόνγκες, συρτά, ζεϊμπέκικα,
καθώς ἔντεχνα τραγούδια. Συνέθεσε τά ὀργανικά ἔργα του
χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό ὕφος τῆς κλασικῆς μουσικῆς,
ἀλλά λαμβάνοντας ὑπόψη τίς δυνατότητες τῶν ὀργάνων˙
ἔτσι, εἶναι φανερή σ’ αὐτά τά ἔργα μία νέα, πρωτόγνωρη
ματιά. Ἡ εἰσαγωγή καί τό εἶδος τῶν μουσικῶν κομματιῶν τοῦ
φαντάζουν σάν προϊόν ἀποκάλυψης. Ὡστόσο, δέν μπόρεσε
νά ἔχει τήν ἴδια ἐπιτυχία στά τραγούδια του. Ἀνάμεσα στά
ὀργανικά ἔργα τῆς τουρκικῆς μουσικῆς πού ἔχουν γραφτεῖ σέ
μακάμ Σέντ-ί Ἀραμπάν, καλύτερο μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ
τό σάζ σεμάι τοῦ Τζεμίλ Μπέη. Τά πεσρέφια καί τά σεμάγια
του, καί τήν ἐποχή πού γράφτηκαν καί πολύ περισσότερο
στίς μέρες μας, συζητιοῦνται καί παίζονται ἐντός καί ἐκτός
τῆς Τουρκίας. Ἐπίσης, τά ἀκούει κανείς συχνά ἀπό τούς
ραδιοφωνικούς σταθμούς τῆς Τύνιδας, τῆς Βαγδάτης, τοῦ
Καΐρου, τῆς Δαμασκοῦ καί τῆς Βηρυτοῦ.
Στήν εὐρεία διάδοσή τους συντέλεσε καί τό γεγονός ὅτι
ἠχογραφήθηκαν καί κυκλοφόρησαν σέ ὅλη τή Μεσόγειο
σέ δίσκους 78 στροφῶν, στούς ὁποίους ὁ Τζεμίλ Μπέης
εἴτε παίζει ταξίμια, εἴτε ἐκτελεῖ δικές του συνθέσεις. Ἡ
πλειονότητα τῶν δίσκων ἠχογραφήθηκαν μεταξύ 1910
καί 1914 ἀπό τούς ἀδελφούς Μπλουμεντάλ τῆς ἑταιρείας
Ofeon Record. Στίς ἠχογραφήσεις αὐτές ὁ Τζεμίλ Μπέη
συνεργάστηκε μέ διάσημους μουσικούς τῆς ἐποχῆς του, ὅπως
ὁ Νεβρές Μπέη (οὔτι), ὁ Ἰμπραήμ Ἐφέντης (κλαρίνο), ὁ
Τζεμάλ Μπέη (πιάνο) καί ὁ Μπουλμπούλ Σαλήχ (βιολί), πού
ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ταμπουρί Καδή Φουάτ.
Τό 1901 ἐκδόθηκε τό βιβλίο του Ὁδηγός Μουσικῆς, πού
περιεῖχε στοιχεῖα θεωρίας τῆς τουρκικῆς μουσικῆς.
Ὁ Τζεμίλ Μπέη παντρεύτηκε τό 1901 τή Σεφιγιέ Σαϊντέ
Χανούμ. Ὡστόσο, ἡ ἔγγαμη ζωή του ἦταν δύσκολη ἐξαιτίας
τοῦ πάθους του γιά τή μουσική σέ συνδυασμό μέ τό γεγονός
ὅτι ἡ σύζυγός του δέν γνώριζε μουσική. Ἀπό τό γάμο του
ἀπέκτησε ἕναν γιό, τόν Μεσούντ Τζεμίλ. Ἀργότερα ὁ
Μεσούντ Τζεμίλ Μπέης ἔγινε, ὅπως καί ὁ πατέρας του,
διάσημος μουσικός παίζοντας ταμπούρ καί τσέλο, ἐνῶ
παράλληλα ἀνέλαβε καθήκοντα διευθυντῆ ὀρχήστρας.
Ὁ Τζεμίλ Μπέης τά τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του κλείστηκε
στόν ἑαυτό του καί βυθίστηκε στή μελαγχολία. Σέ ἡλικία
45 ἐτῶν ἀρρώστησε ἀπό φυματίωση ἀπό τήν ὁποία πέθανε
στήν Κωνσταντινούπολη τό 1916.​
 
Top