Ὁ Κεμανί Τατυός Ἐκσερτζιάν γεννήθηκε τό 1858 στήν
Κωνσταντινούπολη. Ἀρμένιος στήν καταγωγή, καταξιώθηκε
ὡς μία ἐξέχουσα προσωπικότητα μέσα στήν πολυπολιτισμική
μουσική κοινότητα, πού τήν ἀποτελοῦσαν κυρίως Τοῦρκοι,
Ἕλληνες, Ἀρμένιοι κι Ἑβραῖοι, μέ ἕδρα τό κέντρο τῆς
Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Τό προσωνύμιο «Κεμανί» σημαίνει βιολιστής ἀπό τήν περσική
λέξη κεμάν, δηλαδή τόξο, δοξάρι, πού χρησιμοποιεῖται ἀπό
τούς Τούρκους γιά τό βιολί. Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ φημισμένου
τυφλοῦ βιολονίστα Κεμανί Σεμπούχ. Ὁ Τατυός γνώριζε
πολύ καλά τή μουσική σημειογραφία τοῦ Χαμπαρσούμ,
ἕνα εἶδος ἀπόδοσης πού χρησιμοποιήθηκε σέ μεταγραφές
πρίν ἀπό τήν καθιέρωση τοῦ πενταγράμμου μέ τά ἐπιπλέον
σημεῖα ἀλλοιώσεως γιά τήν ἀπόδοση τῶν διαστημάτων τῆς
ἀνατολικῆς μουσικῆς.
Ὁ Τατυός συμμετεῖχε ἐνεργά στά ἀστικά μουσικά δρώμενα
καί διατηροῦσε σχέσεις καί μέ τό ὀθωμανικό παλάτι, πού
τότε φιλοξενοῦσε τόν Σουλτάνο Ἀμπντούλ Χαμίντ Β΄,
γνωστό ὡς τελευταῖο Ὀθωμανό μονάρχη. Ἔπαιζε βιολί
στά ὀνομαζόμενα «σεμάι καφέ» καί τίς ταβέρνες τῆς Κων-
σταντινούπολης, πού λειτουργοῦσαν περί τά τέλη τοῦ
δεκάτου ἐνάτου καί τίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ὡς μικροί
συναυλιακοί χῶροι, μέρα καί νύχτα.
Ἔπασχε ἀπό ἀλκοολισμό καί πέθανε φτωχός, τό 1913, ἀπό
κίρρωση τοῦ ἥπατος. Ἡ ἔρευνα σέ παλαιούς δισκογραφικούς
καταλόγους δείχνει πώς προσωπικά ὁ Τατυός εἶχε
συμμετάσχει μόνον σέ μία δισκογραφική ἔκδοση, παίζοντας
τό Χουσεϊνί Σάζ Σεμάι. Ὅμως πολλά τραγούδια καί
συνθέσεις τοῦ Τατυός ἠχογραφήθηκαν ἀπό καταξιωμένους
συγχρόνους του μουσικούς, ὅπως ὁ Ταμπουρί Τζεμίλ Μπέη,
ὁ Οὐντί Νεβρές Μπέη κ.ἅ.
Τό ἔργο του ἀποτελεῖται ἀπό ὀργανικές συνθέσεις στίς
μουσικές φορμές τοῦ πεσρεφιοῦ καί τοῦ σάζ σεμάι, καθώς
κι ἀπό τραγούδια, τά λεγόμενα σαρκί. Χαρακτηρίζονται
ἀπό μελωδική πρωτοτυπία, τροπική εὐρηματικότητα μέ
συχνές ἀλλαγές μακαμιῶν μέσα στό ἴδιο κομμάτι καί ἔντονη
διαλεκτική σχέση ἀνάμεσα στή μελωδία καί τό ρυθμό. Τό
ἀποτέλεσμα κρατᾶ διαρκῶς τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀκροατῆ
καί δίνει τήν αἴσθηση πώς ὁ Τατυός, ἐκτός ἀπό τό νά παίζει
μουσική, ταυτόχρονα ἔπαιζε μέ τή μουσική... Αὐτός εἶναι
καί ὁ λόγος πού ἡ ἐκτέλεση κι ἡ ἑρμηνεία μιᾶς σύνθεσης τοῦΤατυός εἶναι πραγματική χαρά γιά ἕναν μουσικό ἤ ἕναν
τραγουδιστή.
Εἶναι ἐμφανές πώς ὁ Τατυός ὡς συνθέτης δέν παραβλέπει
τή ψυχαγωγική λειτουργία τῆς μουσικῆς, πού ἄλλωστε
βίωσε κι ὁ ἴδιος. Ὅμως, ταυτόχρονα, δείχνει ἀπόλυτο
σεβασμό στό ὕφος καί τό ἦθος τῆς ὀνομαζόμενης κλασσικῆς
ὀθωμανικῆς μουσικῆς. ∆έν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι
οἱ ὀργανικές συνθέσεις τοῦ Τατυός ξεπέρασαν τά ὅρια
τῆς Κωνσταντινούπολης, κι ἔγιναν ἐπίσης γνωστές καί
ἰδιαίτερα δημοφιλεῖς στό ἀραβικό τόξο τῆς Μεσογείου. Ἡ
διαχρονική ἀξία τοῦ ἔργου τοῦ Τατυός ἐπιβεβαιώνεται ἀπό
τήν ἀδιάλειπτη ἐκτέλεση τῶν ἔργων του ἀπό τήν ἐποχή πού
γράφτηκαν μέχρι καί σήμερα, τήν ἔνταξή τους στό βασικό
ρεπερτόριο μουσικῶν καί ἑρμηνευτῶν, ἀλλά καί τήν ἔντονη
παρουσία τους στή δισκογραφία.
Κωνσταντινούπολη. Ἀρμένιος στήν καταγωγή, καταξιώθηκε
ὡς μία ἐξέχουσα προσωπικότητα μέσα στήν πολυπολιτισμική
μουσική κοινότητα, πού τήν ἀποτελοῦσαν κυρίως Τοῦρκοι,
Ἕλληνες, Ἀρμένιοι κι Ἑβραῖοι, μέ ἕδρα τό κέντρο τῆς
Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Τό προσωνύμιο «Κεμανί» σημαίνει βιολιστής ἀπό τήν περσική
λέξη κεμάν, δηλαδή τόξο, δοξάρι, πού χρησιμοποιεῖται ἀπό
τούς Τούρκους γιά τό βιολί. Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ φημισμένου
τυφλοῦ βιολονίστα Κεμανί Σεμπούχ. Ὁ Τατυός γνώριζε
πολύ καλά τή μουσική σημειογραφία τοῦ Χαμπαρσούμ,
ἕνα εἶδος ἀπόδοσης πού χρησιμοποιήθηκε σέ μεταγραφές
πρίν ἀπό τήν καθιέρωση τοῦ πενταγράμμου μέ τά ἐπιπλέον
σημεῖα ἀλλοιώσεως γιά τήν ἀπόδοση τῶν διαστημάτων τῆς
ἀνατολικῆς μουσικῆς.
Ὁ Τατυός συμμετεῖχε ἐνεργά στά ἀστικά μουσικά δρώμενα
καί διατηροῦσε σχέσεις καί μέ τό ὀθωμανικό παλάτι, πού
τότε φιλοξενοῦσε τόν Σουλτάνο Ἀμπντούλ Χαμίντ Β΄,
γνωστό ὡς τελευταῖο Ὀθωμανό μονάρχη. Ἔπαιζε βιολί
στά ὀνομαζόμενα «σεμάι καφέ» καί τίς ταβέρνες τῆς Κων-
σταντινούπολης, πού λειτουργοῦσαν περί τά τέλη τοῦ
δεκάτου ἐνάτου καί τίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ὡς μικροί
συναυλιακοί χῶροι, μέρα καί νύχτα.
Ἔπασχε ἀπό ἀλκοολισμό καί πέθανε φτωχός, τό 1913, ἀπό
κίρρωση τοῦ ἥπατος. Ἡ ἔρευνα σέ παλαιούς δισκογραφικούς
καταλόγους δείχνει πώς προσωπικά ὁ Τατυός εἶχε
συμμετάσχει μόνον σέ μία δισκογραφική ἔκδοση, παίζοντας
τό Χουσεϊνί Σάζ Σεμάι. Ὅμως πολλά τραγούδια καί
συνθέσεις τοῦ Τατυός ἠχογραφήθηκαν ἀπό καταξιωμένους
συγχρόνους του μουσικούς, ὅπως ὁ Ταμπουρί Τζεμίλ Μπέη,
ὁ Οὐντί Νεβρές Μπέη κ.ἅ.
Τό ἔργο του ἀποτελεῖται ἀπό ὀργανικές συνθέσεις στίς
μουσικές φορμές τοῦ πεσρεφιοῦ καί τοῦ σάζ σεμάι, καθώς
κι ἀπό τραγούδια, τά λεγόμενα σαρκί. Χαρακτηρίζονται
ἀπό μελωδική πρωτοτυπία, τροπική εὐρηματικότητα μέ
συχνές ἀλλαγές μακαμιῶν μέσα στό ἴδιο κομμάτι καί ἔντονη
διαλεκτική σχέση ἀνάμεσα στή μελωδία καί τό ρυθμό. Τό
ἀποτέλεσμα κρατᾶ διαρκῶς τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀκροατῆ
καί δίνει τήν αἴσθηση πώς ὁ Τατυός, ἐκτός ἀπό τό νά παίζει
μουσική, ταυτόχρονα ἔπαιζε μέ τή μουσική... Αὐτός εἶναι
καί ὁ λόγος πού ἡ ἐκτέλεση κι ἡ ἑρμηνεία μιᾶς σύνθεσης τοῦΤατυός εἶναι πραγματική χαρά γιά ἕναν μουσικό ἤ ἕναν
τραγουδιστή.
Εἶναι ἐμφανές πώς ὁ Τατυός ὡς συνθέτης δέν παραβλέπει
τή ψυχαγωγική λειτουργία τῆς μουσικῆς, πού ἄλλωστε
βίωσε κι ὁ ἴδιος. Ὅμως, ταυτόχρονα, δείχνει ἀπόλυτο
σεβασμό στό ὕφος καί τό ἦθος τῆς ὀνομαζόμενης κλασσικῆς
ὀθωμανικῆς μουσικῆς. ∆έν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι
οἱ ὀργανικές συνθέσεις τοῦ Τατυός ξεπέρασαν τά ὅρια
τῆς Κωνσταντινούπολης, κι ἔγιναν ἐπίσης γνωστές καί
ἰδιαίτερα δημοφιλεῖς στό ἀραβικό τόξο τῆς Μεσογείου. Ἡ
διαχρονική ἀξία τοῦ ἔργου τοῦ Τατυός ἐπιβεβαιώνεται ἀπό
τήν ἀδιάλειπτη ἐκτέλεση τῶν ἔργων του ἀπό τήν ἐποχή πού
γράφτηκαν μέχρι καί σήμερα, τήν ἔνταξή τους στό βασικό
ρεπερτόριο μουσικῶν καί ἑρμηνευτῶν, ἀλλά καί τήν ἔντονη
παρουσία τους στή δισκογραφία.