04. «Ηὔγει τὸ ὡραῖον κάλλος σου τὴν [...] λαμπρὰν ἀστειότητα» (κανών αγίου Μωυσέως)

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Στο γ΄ τροπάριο της γ΄ ωδής του κανόνος του αγίου προφήτου Μωυσέως υπάρχει το ακόλουθο δύσκολο τροπάριο.
Σπάνια ένα και μόνο τροπάριο έχει τόσες λεξιλογικές δυσκολίες.

Ηὔγει τὸ ὡραῖον κάλλος σου
τὴν ἐκ θείας σου αἴγλης λαμπρὰν ἀστειότητα,
καὶ πρὸς θείαν ἀπλήστως πάντας
ἐπεσπάσω ὡραιότητα.

Ηὔγει - Παρατατικός του ρ. αὐγέω «ακτινοβολώ» (< αὐγή)
ἀστειότης «ευπρέπεια, κομψότητα» (από το ἀστεῖος στη σημ. «ευπρεπής, κόσμιος (όπως ταιριάζει σε άνθρωπο της πόλης)»
ἐπεσπάσω , Αόριστος (β ενικό) του ρ. ἐπισπῶμαι (Μέση φωνή του ἐπισπάω «έλκω ή σύρω κατόπιν μου»), που σημαίνει «παρασύρω κάποιον να κάνει κάτι, θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω, πείθω» (η σειρά:
ἐπεσπάσω πάντας πρὸς θείαν ὡραιότητα)

______
Για τους πιο φιλέρευνους παραθέτω την πολύ ενδιαφέρουσα [και εξαιρετικά καλογραμμένη] ετυμολογία- της λ. ἀστεῖος από το Λεξικό του Παπύρου, όπου φαίνεται και η σημασιολογική μεταβολή προς τη σύγχρονη σημασία

[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ. Η κυριολεκτική σημασία της λ. είναι «ο του άστεως» (πρβλ. αστικός), χρησιμοποιήθηκε όμως πάντα με μεταφορική σημασία «πολιτισμένος, καλλιεργημένος» (σε αντίθεση προς τα «αγροίκος», «λαϊκός»), απ' όπου κατέληξε στη σημασία «έξυπνος, ευφυολόγος, ευτράπελος», χρήση με την οποία απαντά ευρύτατα στη νεοελληνική. Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζει και το λατ. επιθ. urbanus (κυριολ. «αστικός» < urbs «άστυ, πόλη»), που αφού προσέλαβε τη σημασία «εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος» κατέληξε επίσης να δηλώνει και τον «ευτράπελο αστείο» (χρησιμοποιήθηκε και ως ουσ. με την έννοια «αστειολόγος, ευφυολόγος» — πρβλ. και urbanitas «αστειότητα, ευφυολογία»). Με ανάλογο τρόπο εξελίχθηκαν σημασιολογικά και τα νεοελλ. χωρατό (κυριολ. «συναναστροφή με χωραΐτες, κατοίκους της χώρας») και χωρατεύω (κυριολ. «συναναστρέφομαι με χωραΐτες»), λέξεις που αργότερα προσέλαβαν αντιστοίχως τις σημασίες «ενδιαφέρουσα, ευτράπελη συνομιλία», «συνομιλώ», για να καταλήξουν να σημαίνουν «αστειότητα» και «αστειεύομαι» — πρβλ. και χωραταζής, χωρατά (χωρατό)].​
 
Last edited:
Top