"ἐμπιμπλῶντα" ἢ "ἐμπιπλῶντα" καὶ "ἐμπιμπλᾷς" ἢ "ἐμπιπλᾷς";

Θὰ ἤθελα νὰ γνωρίζω τὸ ἑξῆς: Τὸ ρῆμα ἀπαντᾶ πιὸ συχνὰ στὸν τύπο ἐμπίμπλημι (ποὺ μᾶλλον εἶναι καὶ ὁ ὀρθός ; ), ἀλλὰ στὸ Ψαλτήριον ἀπαντοῦν οἱ λ. "ἐμπιμπλῶντα" ἢ "ἐμπιπλῶντα" καὶ "ἐμπιμπλᾷς" ἢ "ἐμπιπλᾷς"; Γνωρίζω βέβαια ὅτι ἡ ἔκδοση τῆς Ζωῆς δὲν εἶναι κριτική.
 
Last edited by a moderator:
Top