Τό εἶδος αὐτό τῆς ἐκφωνητικῆς ἀπαγγελίας ἀνέπτυξε καί ἰδίαν σημειογραφίαν, εἰς τούς προχριστιανικούς μέν χρόνους, ἀπό τοῦ 3ου π.Χ. αἰῶνος, τά λεγόμενα προσῳδιακά σημεῖα (τόνους, χρόνους, πνεύματα, πάθη, συνολικῶς 12), διά τήν ἀπόδοσιν, ἀκριβῶς, τοῦ «πάθους» τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης καί διά «τάς ἀναγνώσεις τῶν ποιημάτων», εἰς τήν χριστιανικήν δέ λατρείαν, ἀπό τοῦ 4ου καί 5ου αἰῶνος, τήν ἐκφωνητικήν σημειογραφίαν (14 σημάδια). Ἡ σημειογραφία αὐτή καί ἡ παράλληλος ἐκφωνητική πρᾶξις ἔφθασαν εἰς πλήρη ἀνάπτυξιν τόν 8ον καί 9ον αἰῶνα καί εἰς τήν μεγίστην των ἀκμήν τόν 11ον καί 12ον ἕως καί τόν 15ον αἰῶνα. Διά τήν ὁμοιογένειαν καί τήν σταθερότητα τῆς ἐκφωνητικῆς πράξεως ὅλαι αἱ βιβλικαί περικοπαί παρεσημάνθησαν καί παρεδόθησαν εἰς ἑκατοντάδας λαμπρῶν βυζαντινῶν χειρογράφων, τά ὁποῖα κοσμοῦν τάς βιβλιοθήκας πρωτίστως τῶν μοναστηρίων, ἀλλά καί τοῦ κόσμου ὅλου.