ΤΡΑΠΕΖΑ
(Δευτ. στ’ 11, 12, Σειρ. λα’ 23)
Στὸν βίο τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου (+403) ἀναφέρεται: «῾Ως δὲ ἐκαθέσθησαν ἅπαντες ἐπὶ τραπέζης, ᾔτουν τὸν ᾿Επιφάνιον τοῦ εὐλογῆσαι. ῾Ο δὲ ᾿Επιφάνιος ὡς εἶπεν τό· Εὐλογητὸς Κύριος, εὐθέως ὁ ὑετός...» (P. G. τ. 41, στ. 64B). Ἴσως πρόκειται γιὰ τὴν παρακάτω ἀρχαία εὐχή:
«Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, ὁ τρέφων με ἐκ νεότητός μου (Γέν. μη’ 15), ὁ διδοὺς τροφὴν πάσῃ σαρκί· πλήρωσον[1] χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ἡμῶν, ἵνα πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύωμεν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν» (Διαταγαὶ τῶν ῾Αγ. ᾿Αποστόλων Ζ’, 49, γ’ αἰῶνος-τὸ Ζ’ βιβλίον).
Γεῦμα ἤ δεῖπνο.
«Εἰς τὴν ἀνάγνωσιν λέγει ὁ ἀναγνώστης τὸ προοίμιον, ὁ ἱερεὺς τὸν στίχον, καὶ οὕτως ἀρχόμεθα τοῦ ἐσθίειν» (P 385 φ. 238r) γινομένης ἀναγνώσεως (D I σσ. 234, 625, 733). Κατόπιν «εὐχὴ τῆς ἐγέρσεως» (χφ. Δρέσδης Α 104 πραξαπόστολος-τυπικὸ Μεγάλης Ἐκκλησίας α’ ἥμισυ ια’ αἰ. ἔκδ. K. Akentiev 2007 σ. 38), «αἰρομένου τοῦ κανισκίου» (χφ. Μόσχας State Historical Museum 129 (ψαλτήριον Chludov) περὶ τὸ ἔτος 850 φ. 167v, βλ. καὶ Dmitrievskij τ. 1 σ. 666):
«Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι, ἅγιε, δόξα σοι, βασιλεῦ, ὅτι ἔδωκας ἡμῖν βρώματα εἰς εὐφροσύνην. Πλῆσον ἡμᾶς Πνεύματος ἁγίου, ἵνα εὑρεθῶμεν ἐνώπιόν σου εὐαρεστήσαντες, μὴ αἰσχυνόμενοι, ὅτε ἀποδίδως ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (εὐχὴ ἀναφερόμενη ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο κατὰ τὴν περίοδο 390-397· ἔκδ. P. G. τ. 58, στ. 545).
Στὴ συνέχεια, σὲ κάθε τράπεζα (Σ στ. 664C), γίνεται ὕψωση τοῦ εἰδικὰ προορισμένου ἄρτου - μόνο οἱ ἀντιφωνήσεις - καὶ διανομή του ἀπὸ τὸν προεστό. «καὶ ὅταν ἐγερθῶσιν ἐκ τοῦ φαγητοῦ... (ὁ ἐπίσκοπος) θὰ εὐχαριστήσῃ ὑπὲρ τὸν ἄρτον (sic) καὶ θὰ δώσει ἐκ τῶν κλασμάτων στοὺς πιστούς» (῾Ιππολύτου, ᾿Αποστολικὴ Παράδοσις -ἀρχὲς γ’ αἰῶνος- κεφ. γ’ ἔκδ. «῾Η ἀκολουθία τῆς ᾿Αρτοκλασίας» ἀρχιμ. Φ. Νικολάκη ᾿Αθήνα 2004, σσ. 40-41. Βλ. κ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Εἰς τὸν Ματθαῖον ἔκδ. P.G τ. 72 στ. 417Β).
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχικὴ μορφὴ τῆς ἀκολουθίας κάθε τράπεζας.
Δεῖπνο «Εὐχὴ εἰς βρώμα. Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν τὰ προκείμενα εὐλόγησον καὶ ἡμᾶς ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν διαφύλαξον»
(σπάραγμα Σινὰ Chest I 40 η’-θ’ αἰ. φ. 1r).
Μετὰ τὸ δεῖπνο
«Τὴν περίσσειαν τῶν δούλων σου Χριστὲ ὁ Θεὸς» εὐλόγησον καὶ ἡμᾶς ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν διαφύλαξον
(σπάραγμα Σινὰ Chest I 40 η’-θ’ αἰ. φ. 1r).
Τὸ μεταγενέστερο «Γέγονεν ἡ κοιλία σου...» τῆς ἀκολουθίας τοῦ δείπνου ἀνήκει στὴν ε’ ᾠδὴ τοῦ β’ κανόνα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ποὺ ψάλλεται σὲ ἦχο πλ. δ’ πρὸς τὸν εἱρμὸ «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν...».
῞Ενας λόγος ποὺ συνετέλεσε στὴ μεταγενέστερη μεταφορὰ τοῦ ἑσπερινοῦ ἀπὸ «τὴν ἡλίου δύσιν (ἐλθόντες)» στὴν θ’ ὥρα ἦταν καὶ ἡ ἐξοικονόμηση ἐλαίου γιὰ τοὺς λύχνους τῆς ἑσπερινῆς τράπεζας.
᾿Αργότερα στὴν ὑποτύπωση τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (+826) ἀναφέρεται ὅτι: «Κατερχομένων τῶν ἀδελφῶν εἰς τὸ ἀριστῆσαι, ὁ στίχος (ψαλμὸς) ἐπὶ στόματος αὐτῶν φέρεται» (Dmitrievskij τ. 1 σ. 233), στὴν δὲ τοῦ ᾿Αθανασίου τοῦ ᾿Αθωνίτου (962-963) συμπληρώνεται: «ὡσαύτως δὲ καὶ μετὰ τὸ ἐγερθῆναι, μέχρις ἂν ἐν τῷ νάρθηκι ἀπελθόντες, ὑπὲρ ὥν μετέλαβον τὴν εὐχαριστίαν τελέσωσιν» (Dmitrievskij τ. 1 σ. 251). Οἱ ψαλμοὶ πρέπει νὰ θεσπίστηκαν γιὰ τὶς μετακινήσεις μεγάλων ἀδελφοτήτων.
[1] Αὐτὴ ἡ φράση δεικνύει ὅτι πρόκειται γιὰ εὐχὴ πρὸ τοῦ γεύματος.