Σκέψεις πάνω στην ποιητικότητα της Μεγάλης Εβδομάδος (Μ. Παρασκευή - Μ. Σάββατο)

petrosgrc

Πέτρος Γαλάνης
Προτού ξεκινήσω τις σκέψεις μου, να τονίσω ότι δεν θα προσπαθήσω να κάνω μία επιστημονική μελέτη, το κείμενό μου είναι βάσει της δικής μου εντελώς υποκειμενικής πρόσληψης των κειμένων και οι παρατηρήσεις μου βασίζονται καθαρά στον τρόπο με τον οποίο έχουν επιδράσει τα κείμενα στον ψυχισμό μου. Θα αναφερθώ κυρίως στις ακολουθίες οι οποίες κορυφώνουν το σωτηριώδες έργο του Πάθους, της Σταύρωσης και της Ταφής του Κυρίου, δηλαδή την Ακολουθία των Παθών, τις Μεγάλες Ώρες και τον Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, της ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου καθώς και τον Εσπερινό της Κυριακής του Πάσχα.

Ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της ποιητικότητας των ύμνων, πέρα από το ρυθμοτονικό μέτρο και τα λογοτεχνικά σχήματα, είναι κάποιες συγκεκριμένες λέξεις οι οποίες, εξαιτίας αφ' ενός του μεγάλου σημασιολογικού φορτίου το οποίο περιέχουν και αφ' ετέρου λόγω των ηχητικών τους ιδιοτήτων, προκαλούν μία ιδιαίτερη ποιητικότητα στα κείμενα. Δεν θα σταθώ τόσο στις λέξεις Σταυρός, Πάθος, Ανάσταση και τα παράγωγά τους, επειδή αυτές οι λέξεις είναι ο πυρήνας των ψαλλομένων και άρα συνιστούν κοινό τόπο στην Υμνογραφία αυτών των ημερών. Θα σταθώ σε κάποιες λέξεις οι οποίες με τη χρήση τους προσδίδουν μία ξεχωριστή ομορφιά στους ύμνους αυτούς.

1. Πλάνος (και τα παράγωγά της)

Η λέξη πλάνος, ήδη μία ομηρική λέξη η οποία σχετίζεται με την περιπλάνηση, αλλά εδώ σχετίζεται με την απάτη, είναι το επίθετο το οποίο προσέδωσε οι Ιουδαίοι στον Κύριο « ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπε, ἔτι ζῶν...» και «ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης». Αυτή η τόσο αρχαία και τόσο βαρύνουσα λέξη του Ευαγγελίου μεταπλάθεται από την Υμνογραφία σε δύο υπέροχες εικόνες «Ὅτε αἱ δυνάμεις Σὲ Χριστέ, πλάνον ὑπ' ἀνόμων ἑώρων συκοφαντούμενον» και μας βάζει ο υμνογράφος να φαντασθούμε τους Αγγέλους να παρακολουθούν από τα ουράνια αυτόν τον οποίον υπηρετούν να κατηγορείται ως πλάνος από παραβάτες του νόμου και να φρίττουν βλέποντας τη μακροθυμία του Κυρίου όπως συνεχίζει το τροπάριο «ἔφριττον τὴν ἄφατον μακροθυμίαν Σου». Ακόμα, στον Κανόνα του Μ. Σαββάτου υπάρχει το περίφημο «καὶ πλάνος Θεὸς συκοφαντεῖται, Ὃν παῖδες εὐλογεῖτε...»

2. Μνῆμα - Τάφος (και τα παράγωγα)

Θα σταθώ σε αυτό το ζεύγος ομωνύμων λέξεων οι οποίες σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα, πλην όμως ηχητικά θα έλεγα ότι είναι τα άκρα αντίθετα. Το μνῆμα με την εναλλαγή των ένρινων μι και νι είναι μία λέξη ανάλαφρη σαν πούπουλο και γι' αυτό συχνά χρησιμοποιείται συζευκτικά με την ανάσταση· «καὶ νεκροὶ ἐκ τῶν μνημάτων ἐξανέστησαν», «μνήματα ἠνοίχθησαν, νεκροὶ ἀνίσταντο». Αντίθετα, ο τάφος με το άηχο ταυ στην αρχή της λέξης, είναι μια λέξη βαριά όπως βαρύς ήταν και ο λίθος που τον σφράγισαν και γι' αυτό χρησιμοποιείται περισσότερο για να τονίσει το γεγονός ότι το Σώμα του Κυρίου κλείσθηκε μέσα σε αυτόν τον στενό χώρο· «τάφῳ κατακλείεται ὁ καθαιρέτης τοῦ ᾍδου», «ὅτε ἐν τῷ τάφω σαρκικῶς θέλων συνεκλείσθης», «ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης», «καὶ τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται».

3. Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας

Θέλω να σταθώ λίγο στο συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο παίζει έναν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων, το οποίο θα λέγαμε ότι λειτουργεί και δραματουργικά. Με τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται στην ευαγγελική αφήγηση, παίζει, με όρους αρχαίας τραγωδίας τον ρόλο του «ἀπὸ μηχανῆς θεοῦ» (το θήτα μικρό φυσικά) καθώς είναι αυτός ο οποίος εμφανίζεται σχεδόν από το πουθενά θα λέγαμε, βρίσκει το θάρρος, πηγαίνει στον Πιλάτο και ζητά το Σώμα του Κυρίου να το θάψει κατά τα ιουδαϊκά έθιμα αφού το πλύνει και το αρωματίσει έτσι όπως είναι καταματωμένο και σκελετωμένο πάνω στον Σταυρό. Ο άνθρωπος αυτός, ο κρυφός μαθητής του Κυρίου, προσδιορίζεται κυρίως όχι τόσο από το μικρό του όνομα αλλά από την καταγωγή του, η οποία σαν λέξη και μόνο αποπνέει ένα αίσθημα λύτρωσης. Υπάρχουν και οι άλλες δύο πολύ σημαντικές βιβλικές φιγούρες, ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος ο οποίος προσδιορίζεται από την εξωτερική του ομορφιά αλλά και τις αρετές του, ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ ο οποίος προσδιορίζεται από την ιδιότητά του ως προστάτης της Παναγίας και ο εν λόγω ο οποίος προσδιορίζεται από την καταγωγή του. Το τοπωνύμιο φυσικά δεν είναι ελληνικό, είναι προφανώς μία εξελληνισμένη εβραϊκή λέξη η οποία πάντως ηχητικά, και για μας τους Αχαιούς, έχει μία οικειότητα ως προς τα σύμφωνά της τουλάχιστον με το όρος Ερύμανθος και την Ερυμάνθεια.

Υπάρχουν και άλλες λέξεις όπως φρίττω, τρόμος, αλλά ας σταθώ μόνο σε αυτές να μην τραβήξει επί μακρόν το άρθρο. Ίσως να επανέλθω σε μετέπειτα δημοσίευση.

Τέλος, ένα γενικότερο σχόλιο για την ποιητικότητα των ακολουθιών. Όλες αυτές οι ακολουθίες, οι οποίες περιγράφουν αυτά τα κορυφαία σωτηριολογικά γεγονότα, έχουν μία μοναδική ποιητικότητα. Αυτό όμως το οποίο προσωπικά παρατηρώ, είναι ότι, χωρίς να θέλω επ' ουδενί να αδικήσω τις υπόλοιπες ακολουθίες, από τη στιγμή που έχουμε την Αποκαθήλωση και για όσο εξυμνείται η κηδεία και η ταφή του Κυρίου, η ποιητικότητα εκεί πραγματικά απογειώνεται σε δυσθεώρητα ύψη. Σχηματικά, θα το ξεκινούσα αυτό από τα Απόστιχα του Εσπερινού του Μ. Σαββάτου «Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου...» «Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον...» τον Κανόνα του Μ. Σαββάτου, που είναι ολόκληρος ένα αριστούργημα ποιητικής, οι Αίνοι της ίδιας ημέρας, κάποια από τα Εγκώμια (όχι όλα) και οι Αίνοι της ίδιας ημέρας, καθώς τέλος και τα Στιχηρά του Εσπερινού της Κυριακής του Πάσχα «Σήμερον ὁ ᾍδης...»

Προσπαθούσα να σκεφθώ πού οφείλεται αυτή η τόσο ξεχωριστή ποιητικότητα των ύμνων αυτών, και κατέληξα στις εξής σκέψεις. Το να θρηνήσουμε για το πάθος ενός ανθρώπου ο οποίος υποφέρει αδίκως, το να ψέξουμε την αδικία των θυτών οι οποίοι βγάζουν όλη τους την κακία και το μίσος, το να βιώσουμε τον θρήνο μιας μάνας η οποία βλέπει το παιδί της να υποφέρει έτσι άδικα και τέλος το να χαρούμε για την επαναφορά ενός βαριά αρρώστου στη ζωή ή ενός ανθρώπου ο οποίος είχε βυθιστεί στην αμαρτία και βρίσκει τον ίσο δρόμο (προτυπώσεις δηλαδή της Ανάστασης), είναι πράγματα τα οποία είναι εμφανή και ίσως η ποίηση μπορεί είναι και λίγη μπροστά στα γεγονότα, όσο γλαφυρή και αν είναι, τα ίδια τα γεγονότα βιώνονται με τέτοια εσωτερικότητα που δύσκολα η ποίηση μπορέσει να περιγράψει το βάθος των συναισθημάτων. Εκεί που η ποίηση όμως λειτουργεί, είναι σε αυτό το μυστηριακό μεταίχμιο από τότε που το Σώμα του Κυρίου κατεβαίνει από τον Σταυρό, γίνονται οι ετοιμασίες και η κηδεία του με σμύρνα καθώς και τυλίγεται στη σινδόνα, και τοποθετείται στον Πανάγιο Τάφο μέχρι να συμβεί το μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως, διότι φαινομενικά στον επάνω κόσμο βασιλεύει η πένθιμη ησυχία και η ευλάβεια της κηδείας και της ταφής αλλά όλο το σωτηριώδες έργο πραγματοποιείται στον Άδη, εκεί που οι ψυχές είναι φυλακισμένες και προσμένουν τη λύτρωση. Αυτά τα γεγονότα με τις ανθρώπινες αισθήσεις είναι παντελώς αδύνατον να προσπελασθούν και η ποίηση με τα σχήματά της, κυρίως τα αντιθετικά ζεύγη και τη βαθιά θεολογία της, δίνουν μία εικόνα αυτών των γεγονότων μοναδική. Αρκεί να σταθούμε στα λόγια του τροπαρίου με τις απανωτές κορυφώσεις «οἱ μοχλοὶ συνετρίβησαν, ἐθλάσθησαν πύλαι, μνήματα ἠνοίχθησαν, νεκροὶ ἀνίσταντο» και μετά από λίγο «τὰ θανάτου ἀπέκλεισας, ταμεῖα, καὶ ᾍδου, ἅπαντα ἐκένωσας Χριστὲ βασίλεια». Και εκεί μπορούμε να σκεφθούμε τις τεράστιες ξύλινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς και τις κλειδαριές ενός φρουρίου-φυλακής της εποχής να σπάζουν και μάλιστα με εκκωφαντικό θόρυβο και από μέσα να βγαίνουν οι φυλακισμένοι.

Συμπέρασμα: Τα γεγονότα αυτά, των Παθών, της Σταύρωσης, της Ταφής και της Ανάστασης του Κυρίου είναι τα πιο σημαντικά γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας. Η διήγηση των Ευαγγελίων καθώς και η ποίηση της Υμνογραφίας ζωντανεύουν αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές και τις κάνουν κτήμα του κάθε Χριστιανού, μέσα από τη γλαφυρότητα και τη συναισθηματική φόρτιση η οποία όμως μένει στο μέτρο της και δεν γίνεται άσκοπος θρήνος ούτε επιπόλαιη χαρά. Η ποίηση υπάρχει παντού, η ομορφιά υπάρχει παντού, γιατί απλούστατα, όπου υπάρχει η Αλήθεια, δηλαδή ο Χριστός, υπάρχει και η ομορφιά, το κάλλος και η ωραιότητα, των λέξεων των εικόνων, των αρωμάτων, των ακουσμάτων. Αυτά και συγγνώμη για την πολυλογία.
 

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Συμπληρωματικά στα όσα ωραία και ενδιαφέροντα έγραψες, και ευχαριστούμε, θα καταθέσω μια μικρή δική μου μαρτυρία. Μελετώντας επί χρόνια τους κανόνες, και εφαρμόζοντας συγκεκριμένα κριτήρια μορφής και περιεχομένου, κατέληξα ότι για μένα ο αισθητικά αρτιότερος (εκδεδομένος) κανόνας που υπάρχει είναι ο κανόνας του Όρθρου του Μ. Σαββάτου («Κύματι θαλάσσης») -και ας μην είναι εντελώς ενιαίο έργο. Και αμέσως επόμενος, ο κανόνας του Όρθρου της Μ. Πέμπτης («Τμηθείσῃ τμᾶται»). Δεν είναι τυχαίο που είναι και τα δύο ποιήματα της Μ. Εβδομάδας.

ΥΓ Αν κάποιος ενδιαφέρεται για σύγχρονη ποίηση, ας ρίξει κι εδώ μια ματιά για έναν κανόνα πάνω στο πρότυπο του «Κύματι θαλάσσης».
 
Last edited:

MTheodorakis

Παλαιό Μέλος
Κάθε σωματικὴ ἀπώλεια ὑπερνικᾶται στὴ σωματικὴ ἀπώλεια τοῦ Χριστοῦ, στὴ «Ζωὴ ἐν τάφῳ», στὸ «Ἡ Ζωὴ πῶς θνήσκεις;», στὸ «Μεγαλύνομέν σε», στὴ σιγή, στὸν «ὕπνον τὸν φυσίζωον», στὴν ἀποκαραδοκία καὶ στὸ ὕφος τῆς ἡμέρας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ δὲν ἔχει καϋμό.

Τὸ Μεγάλο Σάββατο τὸ ἐγκαταλίπομε, ἐνῶ πρέπει νὰ τὸ ἐπιφυλάσσομε γιὰ τὴν καθημερινότητα, ἡ ὁποία περισσότερο σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται. Τὸ Μεγάλο Σάββατο δὲν ἔχει καϋμό, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι τάβλα! καὶ τοῦ ψάλλομε «Μεγαλύνομέν σε» Χριστὲ πεθαμένε, χαμένε, ὅσο χάσαμε τὶς ψυχές μας γιὰ νὰ τὶς βροῦμε (εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, ἰδοῦ ζῶμεν).
 
Top