Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που μερικές φορές μας διαφεύγει, μπροστά στην επιθυμία μας για κάτι καλύτερο, όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε.
Η Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική είναι τέχνη παραδοσιακή. Δηλαδή μ' αυτήν συνεχίζουμε αυτό που παραλάβαμε, κατά τον τρόπο που το παραλάβαμε, βάζοντας όλη μας την ικανότητα και την τέχνη για να επιτελέσουμε το έργο μας κατά τρόπο αρτιότερο σε σχέση πάντα μ' αυτό που παραλάβαμε άμεσα από τους ζώντες προκατόχους μας. Κι όχι από κάποιους μακρινούς προγόνους μας, τους οποίους ούτε έχουμε δει, ούτε έχουμε ακούσει.
Κι αν πάνω στην φροντίδα μας και μέσα από την έρευνα και την μελέτη μας, που είναι οπωσδήποτε αξιέπαινη, συναντήσουμε κάποια πράγματα που δεν τα ξέραμε, αλλά μας φαίνονται καλά και ωφέλιμα, δεν τρέχουμε να τα βάλουμε σε εφαρμογή, γιατί τότε χάνεται ο δεσμός της παράδοσης. Τότε κάνουμε του κεφαλιού μας. Τότε υπηρετούμε τον εαυτό μας. Αλλά προστρέχουμε στους διαδασκάλους μας, στους παλιότερους, στους φορείς της παράδοσής μας και τα συζητάμε μ' αυτούς και μεταξύ μας.
Κι αν κάτι απ΄αυτά κατ΄αυτόν τον τρόπο καταλήξει να βρει θέση στην τρέχουσα πρακτική, τότε θα είναι ευλογημένο και θα ενσωματωθεί και πάλι στην παράδοση, η οποία είναι ζωντανή. Κι ακόμη κι αν κάτι είναι εντελώς καινοφανές, μια ιδέα, μια πρόταση για αλλαγή, πάλι μ' αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να καταξιωθεί και να αγκαλιασθεί απ' όλους ως μέρος της παράδοσης, η οποία κάθε τόσο όλο και κάποιο νέο στοιχείο προσλαμβάνει, αφού πρώτα το παιδέψει και το βασανίσει. Ίσως πάλι και να το απορρίψει ως ξένο σώμα.
Αλλιώς θα καταλήξουμε να μαλώνουμε, όπως και όντως κάνουμε, για το ποιος είναι πιο παραδοσιακός από τον άλλον.
Και για να απαντήσω και πιο άμεσα στο θέμα, μέχρι πριν από μια δεκαετία, δεν διατηρώ στη μνήμη μου από κανέναν ψάλτη να έχω ακούσει εκτενή απηχήματα. Αυτό μου είναι αρκετό. Και στην πράξη, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν βρήκα καμιά χρησιμότητα πλην της επίδειξης. Οι συναυλίες βέβαια είναι άλλη ιστορία. Εκείνες όμως είναι για "επίδειξη" (με την καλή έννοια).