Σάν νά θυμᾶμαι, λοιπόν, ὅτι εἴχαμε πεῖ ὅτι πρόκειται γιά διαπίστωση καί ὄχι «κατάρα» (τό «ἄλαλα»). Πάντως ὁ ὑμνωδός τό ἐμπνεύστηκε ἀπό τόν 30ο ψαλμό, στίχ. 19 «ἄλαλα γενηθήτω τὰ χείλη τὰ δόλια τὰ λαλοῦντα κατὰ τοῦ δικαίου ἀνομίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐξουδενώσει».
Πάτερ, πιστεύω ότι αξίζει να δημιουργηθεί νέο θέμα. (Κι εγώ κάτι θυμάμαι από παλιά, αλλά δεν ξέρω πού είναι)
1. Έχετε δίκιο ότι είναι
διαπίστωση (αν και στον ψαλμό δεν συμβαίνει αυτό), αλλά ακόμα κι αν δεν είναι, μπορεί μια απευχή να λειτουργεί ως ευχή, μια αρνητική διατύπωση ως εγκώμιο, αρκεί να υπάρχει το κατάλληλο πλαίσιο κατανόησης.
Σίγουρα το ξέρετε, αλλά το θυμίζω στους νεότερους, ότι το πλήθος των αρατικών αναφορών (παρεξηγήσιμων για πολλούς) από τις οποίες βρίθει το Ψαλτήριο, οι πατέρες το αξιοποίησαν μέσα στις προσευχές και τις ακολουθίες μας «τροπικώς», ως προσευχές εναντίον του πονηρού. Όπου ακόμα και αυτό το «εναντίον» (σε μια έσχατη τροπικότητα) πάλι θετικό είναι: είναι ο τρόπος να οδηγηθεί κανείς στον Χριστό, στη θέωση.
Ένα τέτοιο
βιωματικό-εκφραστικό πλαίσιο κατανόησης κάνει ώστε εκφράσεις κατά βάση αρνητικές να έχουν αποκτήσει την ύψιστη εγκωμιαστική σημασία στην πατερική και υμνολογική γλώσσα. Παράδειγμα επίκαιρο:
«
Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε, αγνή, Παρθένε..»
Όλες αυτές οι λέξεις, αν τις δούμε «εκτός πλαισίου» είναι αρνητικές ή μάλλον αμυντικές/αντιρρητικές διατυπώσεις: «αυτός που δεν έχει ορισμένη αρνητική ιδιότητα -αυτήν ίσως που κάποιοι εχθροί της πίστως θα προέβαλλαν».
Πώς είναι δυνατόν όμως να μιλάς για την Θεοτόκο και να επιλέγεις να της προσάψεις ως εγκώμιο ότι
δεν έχει αρνητικές ιδιότητες; Ή και προκειμένου για τον ίδιο τον Θεό να τον λες
άχραντο (χωρίς μολυσμό),
άμωμο (χωρίς σφάλμα),
αμίαντο (χωρίς μίανση),
ακήρατο (χωρίς ανάμιξη, νόθευση, άρα καθαρό) κ.λπ.;
Είναι δυνατό, διότι στο βιωματικό-εκφραστικό πλαίσιο όπου αυτά εμφανίζονται έχουν αποκτήσει εντελώς άλλη σημασία, άλλη εκφραστική αξία, είναι εγκώμια, και μάλιστα έχει εντελώς ατονήσει το αρνητικό-αντιρρητικό σημασιολογικό στοιχείο (πράγμα που σε γλωσσικό επίπεδο φαίνεται από το ότι δέχονται επίταση, π.χ.
πανάχραντος, πανάσπιλος, πανακήρατος, πανάμωμος και παναμώμητος κ.λπ.).
Επάρκεια ερμηνευτικής μεθόδου είναι να μπορείς να κατανοείς την εκάστοτε σημασία μέσα στο ανάλογο πλαίσιο.
(ΣΗΜ: μιλώντας για επιστημονικές προσεγγίσεις θα λέγαμε τη μέθοδο αυτή «ιστορικο-φιλολογική», αλλά προτιμώ τον ορο «ερμηνευτική μέθοδος», γιατί αναφέρεται και στην εκτός επιστήμης κατανόηση, π.χ. αυτή που γίνεται από τους πιστούς)
Αυτό στο οποίο καταλήγω είναι ότι το μεγαλυνάριο
Άλαλα τα χείλη μέσα στο κατάλληλο ερμηνευτικό πλαίσιο της «αράς-ως-εγκωμίου» καταλήγει να είναι ένα εγκώμιο στην εικόνα της Οδηγήτριας -και εξ αυτής στην Παναγία. Με λίγα λόγια, το μεγαλυνάριο αυτό
εννοεί ακριβώς αυτό που
λέει και η διόρθωση ή επέκτασή του, «
Εύλαλα τα χείλη των ευσεβών».
2. Τώρα αυτές οι σκέψεις με οδηγούν στο δεύτερο μέρος του συλλογισμού: ότι πολλές από τις διορθώσεις που έχουν προταθεί και επικρατήσει, είτε αυθόρμητα, μέσα από τη λαϊκή διόρθωση, είτε θεσμικά, μέσα από επίσημα εκκλησιαστικά όργανα, πολλές φορές οφείλονται ακριβώς σε
ανεπάρκεια της ερμηνευτικής μεθόδου. Δηλαδή επειδή αγνοείται ή έχει παραφθαρεί το βιωματικό-εκφραστικό πλαίσιο, φτάνει σε μας η εκάστοτε σημασία ως αρνητική. Κάτι τέτοιο μπορεί να καταλογίσει κανείς σε διορθώσεις τύπου:
μαλακίας > ασθενείας, βασιλεύσι > ευσεβέσι κ.λπ. Πιθανόν το ίδιο και στο συγκεκριμένο μεγαλυνάριο, που κάποιος φορέας ή αρχή ίσως θεώρησε ανάρμοστα αρατικό. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες πάντως, οπότε δεν απολυτοποιώ την παρατήρηση.
(Δεν αγνοώ επίσης, πάτερ Μάξιμε, ότι πολλές φορές έχει σημασία και η οικονομία της εκκλησίας σε κάποιες επιλογές, για να μη σκανδαλίζονται οι πιστοί κ.λπ. Αυτά είναι ποιμαντικά θέματα βέβαια, εγώ δεν αναφέρομαι διόλου στο ποιμαντικό σκέλος, αλλά στη διόρθωση που εκκινεί από έναν ζήλο «ου κατ' επίγνωσιν» και που, όπως τον περιέγραψα, αγνοεί την ερμηνευτική μέθοδο).