[Ερώτηση] Παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι γάμου

souldatos

Στέφανος Σουλδάτος
Μήπως ξέρει κανείς τα λόγια για το παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι του γάμου; Προσπαθώ να τα απομαγνητοφωνήσω, αλλά δεν είμαι κύπριος και δεν καταλαβαίνω κάποιες λέξεις. Παραθέτω ότι έχω καταφέρει και ελπίζω κάποιος να γεμίσει τα κενά:


Ώρα καλή κι ώρα χρυσή, κι ώρα ευλοημένη,
τούτη δουλειά π' αρχέψαμε, να 'ναι στερεωμένη.

Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται, αιτός την περιστέρα.

Μην κλάτε πα στη νιόνυμφη κι αν έχει .......
μέσα απ' τον ήλιο τον χρυσό, την ώραν που γεννιέται.

Έλα Θεέ και Παναγιά, με το Μονογενή σου,
και ευλόγα τούτη τη δουλειά, ..........

Κάμνετε να κογλίωρα, σύρνετε να κοχέρι,
και ν' ώρα πο ν' ανταμωθεί, με το δικό της ταίρι.

Ν' αγιαστολίστε την καλά, σαν πρέπει σαν ταιριάρει,
να μεν έχει δα μέσα ρα, άλλη μια να της μοιάζει.

Η μάνα σου μες στην αυλή, εφύτεξε λεβάντα,
να κόκει να μυρίσετε, να σε θυμάται πάντα.

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα αποχωρίζεται, παιδί που την μητέρα.

Ώρα καλή σου νιόνυμφη, και ώρα καλή σου γεια σου,
μούσχους και ροδοστέμματα, στα καμαρόφυλλά σου.

Νιόνυμφη καλορίζικη, χαρά στο ριζικό σου,
να χαίρεσαι τον άγγελο, που να 'χεις στο πλευρό σου.

Η μάνα της κι ο κύρης της, να ρθουν να την ριζώσουν,
και να της δώσουν την ευχή, και να την παραδώσουν.

Φωνάξετέ την μάνα της, να ρθει να την ριζώσει,
και να της δώσει μιαν ευχή, και να την παραδώσει.

Να τη ριζώσουν τρεις φορές, ο κύρης και η μάνα,
χαλάλι να τις κάμουσι, τα όσα της εκάμαν.

Να τη φιλήσει ο κύρης της, να την 'ποχαιρετήσει,
να πάει με το ταίρι της, πολλά και δα να ζήσει.

Μάνα μου και πατέρα μου, 'ποχαιρετώ σας γεια σας,
χαλάλι να μου κάμετε, το ριζανάγιωμά σας.

Κι η δροφυλλή βασιλικιά, πούχες στο κατεβάτι,
φέρτε ελιά καπνίστε τη, να με την πιάσει μάτι.

Μάνα της και πατέρας της, να ρθουν να την καπνίσουν,
και να της δώσουν την ευχή, και την ποχαιρετήσουν.

Να ρθει κοντά η μάνα της, να ρθει να την καπνίσει,
και να της δώσει την ευχή, να την ποχαιρετήσει.

Φωνάξετε τον κύρη της, να ρθει να την καπνίσει,
και να της δώσει την ευχή, να την ποχαιρετήσει.

Ελάτε όλοι οι συγγενείς, όλη η κοινωνία,
να πάρουμε τη νιόνυμφη, τώρα στην εκκλησία.
 

souldatos

Στέφανος Σουλδάτος
Ανέβασε το να σε βοηθήσω αν θες....

Βασίλη, σε ευχαριστώ. Θα το ανεβάσω όταν επιστρέψω Αθήνα (σε καμμιά βδομάδα). Είμαι σε διακοπές στην Ηλεία (άκουγα πολλά για την ψαλτική εδώ και ήρθα για πραγματογνωμοσύνη :) ). Δε μπορώ να ανεβάσω 15MB από dialup σύνδεση.
 

Π. Δαβίδ

Γενικός συντονιστής
Θα αναμένουμε τα αποτελέσματα της έρευνάς σου Στέφανε :)

Κι εγώ μπορώ να βοηθήσω με τη μελωδία και με την κυπριακή προφορά (8 χρόνια στο Λονδίνο γίνεται να μη μάθω!!!), αν και ο Βασίλης ίσως την έχει στα αυτιά του καλύτερα! :D
 

Μιχάλης Τζωρτζής

Παλαιό Μέλος
Ορίστε Στέφανε.

Ώρα καλή κι ώρα χρυσή, κι ώρα ευλο(γ)ημένη,
τούτη δουλειά π' αρκέψαμε (=αρχίσαμε), να 'ναι στερεωμένη.

Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται, αητός την περιστέρα.

Δικλάτε (=Κοιτάξτε) πα (=πάνω) στη νιόνυμφη κι αν έχει αϊπι (ψεγάδι, ελάττωμα) πέτε (=πείτε),
εν (=είναι) σαν τον ήλιο τον χρυσό, την ώραν που γεννιέται.

Έλα Θεέ και Παναγιά, με το Μονογενή σου,
και ευλόγα τούτη τη δουλειά, ..........

Ξέρω ενα παρόμοιο που λέει:
Έλα Θεέ και Παναγιά, με το Μονογενή σου,
καμιά δουλειά δε γίνεται, με δίχα (=χωρίς) τη βουλή σου.

Κάμνετε νακκο (=λίγο) γλίωρα (=γρήγορα), σύρνετε νακκο χέρι (σύρνω χέρι = βιάζομαι),
και ν' ώρα πο ν' ανταμωθεί, με το δικό της ταίρι.

Άγια στολίστε την καλά, σαν πρέπει σαν ταιριάζει,
να μεν έχει δα μέσα δα (=εδώ μέσα), άλλη να της μοιάζει.

Η μάνα σου μες στην αυλή, εφύτεξε λεβάντα,
να κόφκει (=κόβει) να μυρίζεται, να σε θυμάται πάντα.

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα αποχωρίζεται, παιδί που την μητέρα.

Ώρα καλή σου νιόνυμφη, και ώρα καλή σου γεια σου,
μούσχους και ροδοστέμματα, στα καμαρόφρυδά σου.

Νιόνυμφη καλορίζικη, χαρά στο ριζικό σου,
να χαίρεσαι τον άγγελο, που να 'χεις στο πλευρό σου.

Η μάνα της κι ο κύρης της, να ρθουν να την ιζώσουν,
και να της δώσουν την ευχή, και να την παραδώσουν.
(ζώννω=τοποθετώ ένα κόκκινο μαντίλι γύρω από τη μέση της νύφης ή του γαμπρού σαν ζώνη, εξ ου και ζώννω)

Φωνάξετέ την μάνα της, να ρθει να την ιζώσει,
και να της δώσει μιαν ευχή, και να την παραδώσει.

Να τη ιζώσουν τρεις φορές, ο κύρης και η μάνα,
χαλάλι να τις κάμουσι, τα όσα της εκάμαν.

Να τη φιλήσει ο κύρης της, να την 'ποχαιρετήσει,
να πάει με το ταίρι της, ποδά και δα (=από δω και πέρα) να ζήσει.

Μάνα μου και πατέρα μου, 'ποχαιρετώ σας γεια σας,
χαλάλι να μου κάμετε, το βυζανάγιωμά (=μεγάλωμα με βύζαγμα) σας.

Δροσόφυλλη βασιλικιά, πούχες στον κατεβάτη,
φέρτε ελιά καπνίστε τη, να με την πιάσει μάτι.

Μάνα της και πατέρας της, να ρθουν να την καπνίσουν,
και να της δώσουν την ευχή, και την ποχαιρετήσουν.

Να ρθει κοντά η μάνα της, να ρθει να την καπνίσει,
και να της δώσει την ευχή, να την ποχαιρετήσει.

Φωνάξετε τον κύρη της, να ρθει να την καπνίσει,
και να της δώσει την ευχή, να την ποχαιρετήσει.

Ελάτε όλοι οι συγγενείς, όλη η κοινωνία,
να πάρουμε τη νιόνυμφη, τώρα στην εκκλησία.
 

souldatos

Στέφανος Σουλδάτος
Ευχαριστώ πολύ, Μιχάλη!
Ευχαριστώ και τους υπόλοιπους που προσφέρθηκαν να βοηθήσουν.

στεφ
 
που μπορώ να βρώ αυτό το τραγούδι να το κατεβάσω; παντρέυομαι κύπρια και θέλω να έχω κάποια ιδέα για τα τραγούδια του γάμου!

ευχαριστώ
 

Μιχάλης Τζωρτζής

Παλαιό Μέλος
που μπορώ να βρώ αυτό το τραγούδι να το κατεβάσω; παντρέυομαι κύπρια και θέλω να έχω κάποια ιδέα για τα τραγούδια του γάμου!

ευχαριστώ

Το σκέφτηκες καλά Γιάννη να μπλέξεις με κύπρια; :D:D:D

Άκουσε ένα δείγμα, όχι απαραίτητα με τα ίδια λόγια όπως πιο πάνω, εδώ. Τραγουδά ο Χρίστος Σίκκης. Επίσης εδώ. Τραγουδά η Νάσια Τραχωνίτου. Βέβαια στην πράξη, την "ευλογημένη εκείνη ώρα" όπως λέει και το τραγούδι, αυτό μπορεί να επιμηκυνθεί από τους μουσικούς για όσο απαιτηθεί από τη διαδικασία.
 

souldatos

Στέφανος Σουλδάτος
που μπορώ να βρώ αυτό το τραγούδι να το κατεβάσω; παντρέυομαι κύπρια και θέλω να έχω κάποια ιδέα για τα τραγούδια του γάμου!

Γιάννη, αν χρειαστείτε παραδοσιακά όργανα (βιολί-λαούτο) με το κυπριακό τραγούδι για το στόλισμα της νύφης ή για την υποδοχή της νύφης στην εκκλησία, δες εδώ: www.melodima.gr.
 

filipas7

Νέο μέλος
γεια σας ψαχνω αυτο το τραγουδι,Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται, αητός την περιστέρα.οπιος μπορει να με ιδοπισι ευχαριστο!!!!!!!!
 

souldatos

Στέφανος Σουλδάτος
Μην τυχόν και έχει κανείς και τα λόγια για το αντίστοιχο τραγούδι για το ζώσιμο του γαμπρού;
 

ΜΑΡΚΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ

Παλαιό Μέλος
Το σκέφτηκες καλά Γιάννη να μπλέξεις με κύπρια; :D:D:D

Άκουσε ένα δείγμα, όχι απαραίτητα με τα ίδια λόγια όπως πιο πάνω, εδώ. Τραγουδά ο Χρίστος Σίκκης. Επίσης εδώ. Τραγουδά η Νάσια Τραχωνίτου. Βέβαια στην πράξη, την "ευλογημένη εκείνη ώρα" όπως λέει και το τραγούδι, αυτό μπορεί να επιμηκυνθεί από τους μουσικούς για όσο απαιτηθεί από τη διαδικασία.

Νομίζω είναι άστοχη αν όχι και προσβλητική για τους Κυπρίους, η ερώτηση προς το Γιάννη ότι έμπλεξε με Κυπρία.
 

Ιωαννης

Νέο μέλος
Το πάρα πάνω είναι το τραγούδι για το στόλισμα της νύφης (υπάρχουν πολλές παραλλαγές) και όχι το κυπριακό τραγούδι του γάμου.

Το κυπριακό τραγούδι του γάμου είναι αυτό:

Ο ρήας της ανατολής τζι ο βασιλίας της δύσις,
συββούλιον εκάμασιν ν’ αρμάσουν τα παιδκιά τους
βάλλει ο ρήας το παιίν τζι ο βασιλίας την κόρην.
Τζι η πεθθερά του μήνυσεν μ’ έναν πουλίν ξεφτέριν,
αν θέλη τζι έννα παντρευτή, κάλλιον τζαιρόν εν θέλει.
Καβαλλικά του αππαρκού, στην πεθθεράν του πάει,
τραβά τ’ αππάριν του, ππηά, ευτύς καβαλλιτζεύκει
ότι τζι επεριξέβηκεν, πάει καμπόσον τόπον,
άστραψεν η ανατολή τζι εβρόντησεν η δύσι
τζι εχαμηλοπουμπούρισεν η Πέτρα του Λιμνίτη
τζι έκαμεν σσιόνιν περισσόν, εις ελιτζιάν τ’ αππάρου
τ’ αππάριν αρκοπούλαρον ήτουν τζιαί παιγνιδάτον,
τζι επαιγνιδεύτικεν πολλά τζι εξήχασεν την στράταν,
τζι έπκιασεν τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκέλλει τον στου δράκοντα τον σπήλιον
που τον θωρεί ο δράκοντας, που την χαράν του πέταν
τζιαί πολοάτ’ ο δράκοντας του νιόγαμπρου τζιαί λέει:
-Καλώς μου’ ρτεν το μπούκκωμαν, καλώς μου’ ρτεν το γιόμαν
μπούκκωμαν τρώω τον άθθρωπον, το γιόμαν τ’ αλοόν του,
τζιαί με τες κοκκαλίστρες του φτάννουν με να δειπνήσω.
Τζιαί πολοάτ’ ο νιόγαμπρος του δράκοντα τζιαί λέει:
-Άφησμε, δράκοντα, άφησμε, να πάω να μ’ αρμάσουν,
εις τες εννιά του γάμου μου, μα να ’ ρτω να με φάης.
Τζιαί πολοάτ’ ο δράκοντας του νιόγαμπρου τζιαί λέει:
-Αν δεν μου βάλης μάρτυρες, πούποτε εν πααίννεις.
Βάλλει την γήν με τα βουνά,που γέρναν τζι εχαλούσαν,
βάλλει την γήν με τα δεντρά, που γέρναν τζι ετσακρούσαν.
-Μα τ’ άστρη, μα τον ουρανόν, μα το χρυσόν φεγγάριν,
μα το σπαθίν που ζώννουμαι,μα να ’ ρτω να με φάης.
Φτερνιστηρκάν τ’ αππάρου του, στην πεθθεράν του πάει.
Εφέρασιν τζιαί τα βκιολιά τζι αρκεύτηκεν ο γάμος.
Επκίασαν τζι εκαλέσασιν ούλλον τ’ αρκοντολόιν,
επκιάσαν τζι εκαλέσασιν ούλλον το φτωχολόιν,
τζιαί καλοήρους εν καλιούν γιατ’ ένι ρασοφόροι
τζι έναν φτωχόν καλοηρίν καλέστην μανιχόν του.
Την τάβλαν εν που στρώσασιν, για να μεσομερκάσουν,
στην μέσην τόπον εν είσσεν, στην άκραν τον καθίσκουν.
Ούλλοι τρωσίν τζιαί πίννουσιν, τζι ο νιός ανακαλιέτουν.
Πάνω στα φας, πάνω στο πκιείν, είπασιν να χαρίσουν
χαρίζ’ ο ένας εκατόν, άλλος απού δκιακόσσια,
ο τρίτος ο καλλύτερος σσίλια τζιαί πεντακόσσια,
τζι ήρτεν τζιαί του καλοηρκού σειρά, για να χαρίση
πολοηθήκαν τζι είπαν του τζιαί λέουν τζιαί λαλούν του:
-Εσού, φτωχόν καλοηρίν, ίντα’ σσεις να χαρίσης;
Επολοήθην τζι είπεν τους τζιαί λέει τζαί λαλεί τους:
-Εγιώ, φτωχόν κολοηρίν, ίντα’ χω να χαρίσω!
Χαρίζω ’ γιώ της νιόνυφφης εννιά πύρκους λουβάριν
τζιαί δεκαπέντε ξυλαλάν, τζι εννιά μαρκαριτάριν,
χαρίζω τζιαί του νιόγαμπρου εννιά πύρκους σιτάριν
ιτσά στο σσειλοπόταμον έχω τζι έναν μυλάριν,
χαρίζω το του νιόγαμπρου, ν’ αλέθη το σιτάριν
που πανωθκιόν του μυλαρκού έχω τζιαί το λιοχώριν,
που πανωθκιόν του λιοχωρκού έχω τζιαί το κοπάιν,
που πανωθκιόν του κοπαδκιού έχω τον μελισσιώναν
άμμα τον λείψη το νερόν, γυρίζει με το λάδιν,
άμμα τον λείψη ο λαδάς, γυρίζει με το γάλαν,
άμμα τον λείψη ο γαλατάς, γυρίζει με το μέλιν.
Πκιάννουσιν το καλοηρίν, βάλλουν το στο ζοντάνιν,
κάμνει τρία μερόνυκτα, χωρίς ψουμίν να φάη,
βκάλλουσιν το καλοηρίν, πάλε ξαναρωτούν το.
-Εγιώ το είπουν, είπουν το, τζιαί το λαλώ, λαλώ το.
Πολοηθήκαν τζι είπαν του, τζιαί λέουν τζιαί λαλούν του:
-Τούτος εν τζι’ έν καλόηρος ’πο τζείνους που λαλούσιν,
εν ο Δεσπότης ο Χριστός, απού δοξολοούσιν!
Χρυσαετός τζιαί πέρτικα μέσα στο σπίτιν παίζουν,
έτσι σγοιόν παιγνιδεύκουντων, εχάθην το φτερόν τους.
-Πκοιός έσσει ασήμιν άδολον, χρυσάφιν κλωστροφίνον,
τζιαί μάστρον απού την Φραντζιάν, να γιάνη το φτερόν τους;
Τζιαί πολοάτ’ η νιόνυφφη απού το παραθύριν
τζι ελάμναν τα σσειλούδκια της, γοιόν λάμνει το σκαρτίλιν.
-Εγιώ’ χ’ ασήμιν άδολον, χρυσάφιν κλωστροφίνον,
τζιαί μάστρον απού την Φραντζιάν, να γιάνη το φτερόν τους.
Εις τες εννιά του γάμου τους την νύφφην ποτζοιμίζει.
Τραβά τ’ αππάριν νιόγαμπρος, ππηά, καβαλλιτζεύκει
ότι τζι επεριξέβηκεν τζιαί πα καμπόσον τόπον,
εξύπνησεν η νιόνυφφη, κοντά της εν τον βρήσκει,
τζιαί βάλλει μιαν φωνήν μιτζιάν, όσην τζι αν εδυνάστην,
τζι ο ουρανός εσσίστηκεν τζι ο ουρανός μοιράστην.
-Όπου τζι αν πας αφέντη μου, καρτέρα με τζι εμέναν.
Στήννει τ’ αππάριν νιόγαμπρος, πίσω του την καθίσκει
επκιάσαν τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τους στου δράκοντα τον σπήλιον
που τους θωρεί ο δράκοντας, κρυφές χαρές του ήρταν,
τζιαί πολοήθην τζι είπεν τους, τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
-Μπούκκωμαν τρώ’ αθθρωπον, το γιόμαν την κοπέλλαν,
τζι άππαρος απού σας κρατεί, κανεί με πόψε δείπνον.
Τζιαί πολοάτ’ η νιόνυφφη του δράκοντα τζιαί λεεί:
-Μκούκκωμαν τρώς χαλιναρκάν, το γιόμαν αλυσίδιν,
τζι άππαρος που μας κρατεί, τίποτες εν φοάται
τζιαί αν ηστράψω καύκω σε, τζι αν ηβροντήσω λειό σε,
τον σπήλιον απού κάθεσαι, χαλώ τον τζιαί τσυλλώ σε!
Τζι απού τ’ ακούει δράκοντας, κάτι πολλά φοήθην
τζιαί πολοάτ’ ο δράκοντας της νιόνυφφης τζιαί λέει:
-Τζιαί κόρη πκοιά είσαι εσύ τζιαί το δικόν σου ταίριν;
Εγιώ ’ μαι της ’ στραπής παιίν τζιαί της βροντής αγγόνιν,
της χαμηλοπουμπούρισης δισάγγονον
τζιαί της πουμπουρκάς τρισάγγονον.
Τζιαί πολοάτ’ ο δράκοντας της νιόνυφφης τζιαί λέει:
-’Αμε, κορή, εις στο καλόν με το δικόν σου ταίριν.
Τωρά πρεπεί του νιόγαμπρου η πόρτα να τ’ αννοίξη.
-Άννοιξε νιογαμπρ’ άννοιξε, τζι ήρταν οι καλεσμένοι
κουμπάροι τζιαί κουμέρες σου, κανίσσια φορτωμένοι,
ήρταν τζιαί ούλλοι χωρκανοί, στην πείναν εν χωσμένοι
Μέστ’ την αυλήν του νίογαμπρου πετούσιν τα σκαρτίλια,
πρέπει τζιαί τους βκιολάρηες ολόχρυσα μαντήλια,
αν μεν ενί που τα χρυσά,ας ένι μεταξένα,
τζιαί νά’ χουν εις την άκραν τους τρία χρυσά δημμένα
τζιαί να’ν’ που τα βενέτικα τζιαί να’ν’ τζιαί τρυπημένα.
Αν δεν εν τζιαί μεταξωτά,ας εν τζιαί κανναβίτσα
όσον τζιαί να σφοντζίζουνται στα σσείλη τον ιδρώταν.
 
Last edited:

Ιωαννης

Νέο μέλος
Τραγούδι για το ξύρισμα του γαμπρού:

Σήμμερα εν Κυριακή ευλοημένη μέρα,
ξυρίζουν και τον νιόγαμπρον με την πολλήν μανιέραν.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου καλά να τ' ακονίσης
και ξύρισε τον νιόγαμπρον, να μην τον τυρανήσης.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου να τα μαλαματώσης,
για να ξουρίσεις τον γαμπρόν, να μεν τον αιματώσης.
Παρπέρη, ξύριζε καλά, σύρνε κομμάτιν χέριν,
κι εν ώρα πόννα σμίξουσιν με τ' ακριβόν του ταίριν.
Ελάτε ούλοι γύρω του τώρα που θα τον ντύσουν
και φέρετε κολώνιες να τον μοσκομυρίσουν.

Τραγούδι για στόλισμα του γαμπρού:

Άγια στολίστε τον γαμπρόν και σάστε τα μαλιά του
γιατ' εννά τον παντρέψουμε ένι με την χαράν του.
Στολίστε το, στολίστε το τ' όμορφον παλληκάριν,
που βρίσκεται στην μέσην μας, σαν ήλιος, σαν φεγγάριν.
Σ' εσέναν πρέπει νιόγαμπρε, ρολόιν με καδέναν,
γιατ' είσαι 'που ψηλήν γενιάν και που μεγάλον γαίμαν.
Κι εσέναν πρέπει, νιόγαμπρε, ρεπούπλικον καππέλλον,
που δκιάλεξες κι αγάπησες το άθθος των κοπέλλων.
Αλλάξετέ τον με χαρές τον νιόγαμπρον, κοπέλλια,
και δώστε του 'που μιαν ευκήν νά ΄χη χαρές και γέλια.
Αλλάξετέ τον γλήορα, σύρνετε νάκκον* χέριν
κ' εν' ώρα που θ' ανταμωθή με το γλυκόν του ταίριν.
Φωνάξετε της μάνας του νά 'ρθη να τον ιζώση
και να του δώση την ευκήν, να μεν το μετανοιώση.
Πάνω στο κεφαλάγκαθθον κάθεται το σγαρτίλιν*
να του χαρίση ο Θεός την μάνα και τον κύριν.
Στολίστε τον τον νιόγαμπρον με την πολλήν την βιάσιν,
κι η νιόνυφφη τον καρτερά στην εκκλησιάν να πάσιν.
Απόστολε Αντρέα μου, που ΄σαι στο περιγιάλιν,
βοήθα και του νιόγαμπρου να βάλη το στεφάνιν.

νάκκον = λίγο, σγαρτίλιν = καρδερίνα
 
Last edited:

Ιωαννης

Νέο μέλος
Οι ακόλουθοι στίχοι είναι ίσως η πιο παλιά και η πιο αυθεντική παραλλαγή του τραγουδιού για το στόλισμα της νύφης

Άγια* στολίστε την καλά την μαρκαριταρένην,
απού την έχ' η μάνα της κάθε οκτώ λου(σ)μένην
κι απού την έχει ο κύρης της μέσ' στα γρουσά χωσμένην.
Φωνάξετε της μάνας της να ΄ρτη να την ιζώση
και να της βάλη την ευκήν και να την παραδώση.
Α ΄δε* καμούς που έχουσιν οι κάμποι και τα όρη
όταν αποχωρίζεται η μάνα 'που την κόρη.

Η νύφη απαντά δρακρυσμένη:

Φωνάξετε της μάνας μου ευκήν να μου χαρίση,
το γάλαν που με βύζαξεν να μου το χαλαλίση.
Αφέντη μου και μάνα μου, μεγάλον τ' όνομάν σας,
χαλάλιν να μου κάμετε το βυζανάγιωμά σας.

Τώρα επεμβαίνουν οι στολίστρες λέγοντας της:

Μεν* κλαίεις νύφφη, μεν κλαίεις και δεν θα ρέξεις* πέρα,
η μάνα σου εν' δαχαμαί, θωρείς την κάθε μέρα.
Σήμμερ' αλλάσσει ο ουρανός, σήμμερ' αλλάσσ' η μέρα,
σήμμερα στεφανώνουμε ατόν και περιστέραν.
Μεν καμαρώνεις, νιόνυφφη, και χάνεις την ωχράν* σου,
να πάης με το ταίριν σου να χτίσης την φουλιάν σου.
Σήμερα πέντε ποταμοί στέκουν σταματημένοι,
κ' η μονοκόρη του σπιδκιού στέκει καμαρωμένη.
Η Παναγία κι ο Χριστός νά ΄ρτουν να βοηθήσουν,
το φόρεμα της νιόνυφφης να της το ευλοήσουν.
Χτενίστε τα μαλλάκια της να βκάλουν 'ποχτενίδκια,
και πάρτε τα του χρυσοχού να κάμη δαχτυλίδκια.

Όταν πια τελειώσει το νυφοστόλι, η νέα μέσα στο νυφικό της φόρεμα, αντικρύζει αγνώριστο τον εαυτό της στο «γιαλλίν»* κι ακούει γύρω της λόγια θαυμαστικά όπως τούτα:

Ελάτε δα και δέτε την, κι αν έχη άλλην πέτε,
εν σαν τον ήλιον τον γρουσόν την ώραν που γεννιέται.


άγια = άντε εμπρός, α 'δε = για δες, μεν = μην, ρέξεις = περάσεις, ωχράν = χρώμα, γιαλλίν = καθρέφτης
 
Last edited:

Ιωαννης

Νέο μέλος
Κρεβάτιν στην Κύπρο λένε το στρώμα. Το ράψιμο του κρεβατιού είναι το πέρασμα με βελονιές τέσσερων σταυρών από κόκκινο πανί στα τέσσερα «καντούνια»* του.

Έλα, Θεέ, κ' έλα Χριστέ, έλα και Παναΐα,
τουτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν νά' χη την ευλοΐαν.
Α λεμονιά μου φουντωτή πού' σαι στον κατεβάτην,*
σούστου* και ρίξε τους αθθούς να γεμιστή κρεβάτιν.
Μέσ' στην αυλήν της νιόνυφης κάθουνται δκυο α(η)δόνια,
εστείλασιν και 'φέρασιν ελληνικά βελόνια.
Ερέξαν* τα βελόνια τους μ' ολόγρουσον μετάξιν
και ράβκουν τα κρεβάτιν της με χάριν και με τάξιν.
Προσέχετε τες βελονιές καλά, να μεν φανούσιν,
γιατ' ύστερα θα τες θωρούν και θα σας νεγελούσιν.*
Εκόψαν την βασιλικιάν* κ' εκάμαν την δεμάτιν,
εφτά εν' οι μονοστέφανες που ράφκουν το κρεβάτιν.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς στα τέσσερα καντούνια,
να πέφτουν να κουνίζουνται σαν τα φιλικουτούνια.*
Βάτρε τους τέσσερις σταυρούς, φεγγαριν εις την μέσην,
ν' αρέση τ' αντροΰνου μας την ώραν που θα ππέση.

Όταν τελειώσει το ράψιμο του κρεβατιού οι κουμπάρες τραγουδούν όλες μαζί τους ακόλουθους στίχους:

Αντρέα μου Απόστολε μ' εξήντα δκυό κανόνια
βοήθα μας να στρώσουμε της νύφης τα σεντόνια.
Φέρτε και τα μαβλούκια της, κείνα τα μεταξένα
που τά ΄καμεν η νύφη μας με χέρια κουλουρένα.*


καντούνια = γονιές, κατεβάτης = μεγάλο αυλάκι, σούστου = κουνίσου, ερέξαν = περάσαν, νεγελούσιν = κοροϊδεύουν, βασιλικιάν = τον βασιλικό, φιλικουτούνια = πουλιά που μοιάζουν με τρυγόνια, δεκοχτούρες, κουτρουμπέλλες = τούμπες, λιμιστίραν = σχοινί, μαβλούκια = μαξιλάρια, κουλουρένα = παχουλά σαν τ' αφράτα κουλούρια.
 

Ιωαννης

Νέο μέλος
Ένα από τα έθιμα του κυπριακού γάμου είναι «η μανάσσα», το οποίο δεν γίνεται πλέον. Η μανάσσα στηνόταν μια μέρα πριν από το γάμο, δηλ. το Σάββατο, που συνίστατο στη διαμόρφωση του νυφικού δωματίου σε βασιλικό διαμέρισμα με βήλα και παραπετάσματα. Στολίζανε το ταβάνι και τους τοίχους με απλωμένα και κρεμαστά σεντόνια και με μαντηλιές, κρατημένες στη μέση, ώστε να σχηματίζουν χιαστί σταυρό. Στις άκρες των μαντηλιών στερέωναν σταυροκούλουρα και ανθρωπόμορφα ψωμιά. Στην Πάφο η μανάσσα ονομαζόταν «παστός» και στην επαρχία αυτή κολλούσαν στον τοίχο από ζυμάρι πουλάκια, φίδια και ακτινωτούς σταυρούς ως σύμβολα του γάμου. Όλα αυτά γίνονταν με τη συνοδεία οργάνων και τραγουδιών. Συγχρόνως οι γυναίκες έφερναν μέσα σε πανέρια και την άλλη προίκα χορεύοντας και την εξέθεταν. Πιο κάτω παραθέτω δυο σήμερα άγνωστα τραγούδια για την ετοιμασία της μανάσσας:

Φωνάξετε τις νόστιμες, πέτε τους να βουρίσουν*
Μανάσσαν εν' που στήνουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της να φέρει τ' ανοιχτάριν*,
να ΄βρετε τα σεντόνια της τα διπλοτριπλωμένα
που τα ετριπλοδίπλωσε με τα χρυσά της χέρια.
Άγια Μαρίνα, σύντρεξε, κι άγια* Φανερωμένη,
βοηθάτε τούτην την δουλειάν να είν' ευλοημένη.
Σύντρεξε και βοήθα τους και στείλε τους την χάριν,
κι' άγια Χρυσορρογιάτισσα* με το γρουσόν ζωνάριν.
Σύντρεξε και βοήθησε να ΄ρτουν οι καλεσμένοι,
να ΄ρτουν οι καλεσμένοι τους κανίσσια* φορτωμένοι.
Κυρά του Κύκκου*, μια είσαι, υπερδεδοξασμένη,
οπούρκονται στην χάριν σου 'π' ούλην την οικομένην
και λουτουρκούν την μέραν σου πισκόποι και γουμένοι.
Κυρά του Κύκκου, μια είσα και άλλη του Τροόδου*
κ' ένας ο Τίμιος Σταυρός*, ο Κάνναβος* τ' Ομόδου.
Συντρέξετε, βοηθάτε τους, να 'ρτουν ευλογημένοι,
να 'ρτουν κ' οι καλεσμένοι τους κανίσσια φορτωμένοι.

βουρίσουν = τρέχουν, ανοιχτάριν = κλειδί, άγια = άντε εμπρός, Χρυσορρογιάτισσα = Παναγία η Χρυσορρογιάτισσα μοναστήρι στην Πάφο, κανίσσια = δώρα, Παναγία του Κύκκου = μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας στην Κύπρο, Παναγία του Τροόδου = μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας, Τίμιος Σταυρός = μοναστήρι Τιμίου Σταυρού στο χωριό Όμοδος, Κάνναβος = κομμάτι σχοινί που έδεσαν τον Χριστό στο Σταυρό,


και το άλλο είναι το ακόλουθο:


Ώρα καλή τζι' ώρ' αγαθή τζι' ώρα ευλοημένη
τούτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν, να βκει στερεωμένη
τζιαι που το στόμαν του Γριστού νά' νι ευλοημένη.
Η Παναΐα τζι' ο Γριστός 'ννα βκουν να σιριανίσουν
τζι έννα περάσουν που δαμέ* τζι έννα μας ευλοήσουν.
Φωνάξετε τες νόστιμες, πέτε τους να βουρήσουν,
μανάσσαν εν' που στήννουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της, να φέρει τ' αννοικτάριν,
φέρτε τζιαι ποκλειδώστέ το το κάρενον αρμάριν,
νά ' βρετε τα σεντόνια της, τα διπλοτριπλωμένα,
που τα εδιπλοτρίπλοσεν 'που τα μικρά της χρόνια.
Μέσ' στην αυλήν της νιόνυφφης εστήσασιν αμάξιν
στήσετε την μανάσσαν της με την πολλήν την τάξιν.
Ο άνεμος εφύσησεν τζι' η θάλασσα 'ν πουνάτσα
βοήθα τζιαι των νόστιμων να στήσουν την μανάσσαν.
Η Παναΐα τζι' ο Γριστός 'ννα βκουν εις το σιριάνιν
τζι' εννά 'ρωτουν 'που την νιόνυφφην, να δούσιν ίντα κάμνει.

δαμέ = εδώ
 
Last edited:
Top