[Ανακοίνωση] Ιερά Υμνωδία κατά το Ζακύνθιον Ύφος

evangelos

Ευάγγελος Σολδάτος
Αναδημοσίευση από το
http://pakapodistrias.blogspot.com/2008/10/blog-post_889.html


"Ένα ιδιαίτερα χαρούμενο γεγονός για τα (ανθηρά ομολογουμένως) εκδοτικά πράγματα της Ζακύνθου: Η φωτογραφική επανέκδοση του ήδη εξαντλημένου προ πολλών χρόνων μουσικού βιβλίου του μακαριστού Βασιλείου Αντ. Πομόνη ιερέως, Ιερά Υμνωδία κατά το Ζακύνθιον Ύφος, (γ΄ τόμος), με επιμέλεια κι επεξεργασία του Αντωνίου Κλάδη (καθηγητή Βυζαντινής Μουσικής στο Μουσικό Σχολείο Ζακύνθου), από τις εκδόσεις Έντυπο, Ζάκυνθος 2008, σελίδες 208.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, που μάς παρέχει στο Προλογικό Σημείωμά του ο Επιμελητής, ο ιερέας Βασίλειος Πομόνης (βλ. φωτό 2) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1883 και απεβίωσε στην Αθήνα το 1947. Καθ' όλη τη ζωή του υπηρέτησε με όλες του τις δυνάμεις το ιδιάζον ζακυνθινό εκκλησιαστικό μέλος, το οποίο στην εποχή του γνώρισε ιδιαίτατη ακμή.


Η Ιερά Υμνωδία του πρωτοεκδόθηκε το 1930 (αυτός μόνον ο γ΄ τόμος, οι δε άλλοι ουδέποτε εκδόθηκαν) με δαπάνες της Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου, για τις ανάγκες των μαθητών της Εκκλησιαστικής Σχολής Απόρων Παίδων "Ο Άγιος Διονύσιος", που λειτούργησε στο νησί μέχρι το 1940. Στο βιβλίο διασώζονται ποικίλες περίτεχνες μελισματικές θέσεις, οι οποίες ελλείπουν στη σημερινή έκφραση της λεγόμενης "ζακυνθινής ψαλμωδίας". Τούτο βέβαια κάνει το βιβλίο πολυτιμότερο!


Στην τωρινή, β΄ έκδοση, προτάσσεται τιμητικά ένα μικρό, αλλά μεστό, εισαγωγικό του Μάρκου Δραγούμη, σπουδαίου μουσικολόγου και μελετητή της Ζακυνθινής Μουσικής. Αξίζει να παρακαολουθήσουμε τη σκέψη του και την εκτίμησή του γι' αυτή τη νέα έκδοση:


"Στο βιβλίο μου Η μουσική παράδοση της Ζακυνθινής Εκκλησίας, σημείωνα ότι το Ζακυνθινό μέλος εξαφανίζεται μεταξύ άλλων, γιατί λείπουν τα κατάλληλα βοηθήματα για τη μελέτη και εκτέλεσή του και, διότι η πορεία του κόσμου προς την ισοπέδωση και την τυποποίηση οδηγεί του Επτανήσιους στην εξομοίωση με το ψαλτικό ύφος, που ευδοκιμεί στην υπόλοιπη χώρα. Όταν τα έγραφα αυτά, δεν περίμενα, ότι τόσο γρήγορα θα βρισκόταν κάποιος νέος από μέσα από τη Ζάκυνθο που θα αφοσιωνόταν με τέτοια γνώση και επιμονή στη μελέτη και διάδοση του γνήσιου ζακυνθινού ύφους.


Τον Αντώνη Κλάδη τον γνωρίζω από καιρό και εκτιμώ ιδιαίτερα την εξαιρετική του επίδοση ως καταγραφέα του ζακυνθινού ιδιώματος, τόσο στη μελωδική, όσο και στην αρμονική του διάσταση. Το διαπίστωσα αυτό μελετώντας τις δυο συλλογές που μου ταχυδρόμησε και περιέχουν το μουσικό μέρος των ακολουθιών του Ακάθιστου Ύμνου και των Παρακλητικών Κανόνων. Είναι κρίμας που οι λαμπρές αυτές εργασίες δεν έχουν ακόμα εκδοθεί. Εν τω μεταξύ τον συγχαίρω για την πρωτοβουλία του να παραχωρήσει με τις απαραίτητες βελτιώσεις στην επανέκδοση της ΄Ιεράς Υμνωδίας' του Πομόνη. Το βιβλίο αυτό είχε βοηθήσει πολύ στο να κρατηθεί ζωντανό για πολλά χρόνια το ζακυνθινό ιδίωμα και ελπίζω ότι και τώρα πάλι θα έχει εξίσου ευεργετικά αποτελέσματα".
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση, δεν έχουμε παρά να συγχαρούμε τον φίλο και συνάδελφο Αντώνη Κλάδη για την αφοσίωσή του στο Ζακυνθινό Εκκλησιαστικό Μέλος, ευχόμενοι συνάμα να βρει μιμητές, ώστε να τελεσφορήσει ο πόθος κάθε ζακυνθινής ψυχής, για την μετ' επιστήμης αρτίωση του ζακυνθινού ύφους στη Ψαλτική μας! "
 

evangelos

Ευάγγελος Σολδάτος
"Ιερά Υμνωδία, κατά το Ζακύνθιον ΄Υφος". Μια επανέκδοση
Γράφει ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΖΕΡΜΠΙΝΟΣ

"Το κεφάλαιο της (φωνητικής) εκκλησιαστικής μουσικής στη Ζάκυνθο, παρά την διαγνωσμένη σημαντικότητά του δεν ευτύχισε μέχρι σήμερα σε μια πλήρη απογραφή. Κατά καιρούς βέβαια, φιλότιμοι μελετητές διαπιστώνοντας την ύπαρξη της ανάγκης, επιχείρησαν την ιστορική του αξιοποίηση, είτε απογράφοντας διάσπαρτες πληροφορίες και ερασιτεχνικές αναλύσεις ιερωμένων και ιεροψαλτών, είτε μεταγράφοντας στη σύγρονη ευρωπαϊκή σημειογραφία ψαλτικά κείμενα βυζαντινής γραφής ή προφορικής τοπικής παράδοσης.

Ιερωμένοι όπως ο Παχώμιος Ρουσάνος, ο Νικόλαος Στουπάθης, ο Παναγιώτης Γκριτζάνης, ο Βασίλειος Πομόνης, ο Σπυρίδων Μούσουρας αλλά και άλλοι κοσμικοί, όπως ο Ιωάννης Καπανδρίτης και ο Σπυρίδων Καψάσκης για παράδειγμα, ως “κατά τόπον”, “καθ’ ύλην” και “κατά λειτουργίαν” αρμόδιοι , δεν παρέλειψαν να επενδύσουν “ύμνοις” την ευλάβεια τους προς το “Θείον” και την ευαισθησία της ψυχής τους προς το τοπικό εκκλησιαστικόν μέλος, χωρίς ωστόσο να καλύπτεται το κενό.
Το θέμα έχει επαναθιγεί κι άλλες φορές από πολλούς, συμπεριλαμβανομένου και του υπογράφοντος, σήμερα ωστόσο μού δίνεται η ευκαιρία να το επαναφέρω, έχοντας μπροστά μου ένα ωραιότατο σχετικό βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε.

Πρόκειται ακριβώς για μιαν επανέκδοση του Γ΄ και μόνου τόμου (δεν εκδόθηκαν ποτέ οι δύο προηγούμενοι) του βιβλίου “Ιερά Υμνωδία κατά το Ζακύνθιον ΄Υφος”, του ονομαστού ζακυνθινού ιερέα Βασιλείου Αντων. Πομόνη και περιλαμβάνει 50 υμνωδίες της Θείας Λειτουργίας (Δοξολογία, Τυπικά, Αντίφωνα, Τρισάγια, Χερουβικά και διάφορα άλλα μελίσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας), κατά το ζακυνθινό εκκλησιαστικό μέλος και σε φθόγγους της βυζαντινής σημειογραφίας. Η πρώτη έκδοση είχε γίνει το 1930.
Η παρούσα επανέκδοση (από τις εκδόσεις “Εντυπο”) οφείλει την πραγμάτωσή της στην επιμέλεια και την επεξεργασία του Αντώνη Κλάδη, καθηγητή της βυζαντινής και ευρωπαϊκής μουσικής στο Μουσικό Σχολείο Ζακύνθου και ιεροψάλτη στο ναό του πολιούχου Αγίου Διονυσίου, και εκτός απ’ αυτούς τους τυπικούς τίτλους που διαθέτει, ο Αντώνης Κλάδης, είναι παράλληλα ένας ευαίσθητος και φιλεύρευνος μελετητής του ζακυνθινού ψαλτικού ιδιώματος, στο οποίο, εξ απαλών ονύχων, θητεύει πολλαπλώς. Ας σημειωθεί εδώ, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που καταθέτει σε δημόσια χρήση τους καρπούς της δουλειάς του και της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. ΄Ηδη από πέρυσι κυκλοφορεί ένα θαυμάσιο CD αφιερωμένο στον πολιούχο της Ζακύνθου με τον τίτλο “Εις τον ΄Αγιον Διονύσιον - Ζακυνθινή Εκκλησιαστική Μουσική και ΄Υμνοι”, μέσα στο οποίο ο Αντώνης Κλάδης, πέρα από τα όσα λέει ο τίτλος, είχε επίσης περιλάβει πολύ αξιόλογα ηχητικά ντοκουμέντα της εμπειρίας του πάνω στο ζακυνθινό εκκλησιαστικό μέλος.

Του βιβλίου, που προαναφέρθηκε, προτάσσεται σύντομος χαιρετισμός του μουσικολόγου -συγγραφέα, φίλου της Ζακύνθου, μελετητή και ερευνητή της μουσικής παράδοσης της ζακυνθινής Εκκλησίας, Μάρκου Δραγούμη, καθώς και ένα πολύ κατατοπιστικό σημείωμα του Αντώνη Κλάδη, ενώ με φιλοτιμία του ίδιου, προστίθενται στο τέλος ενδεικτικές μεταγραφές, από τα περιεχόμενα του βιβλίου, στην ευρωπαϊκή σημειογραφία.

Όπως κι άλλες φορές έχω δηλώσει, οι γνώσεις μου γύρω από την εκκλησιαστική μουσική της Ζακύνθου και ειδικώτερα στο σημείο που οι ρίζες της διαπλέκονται με τη Βυζαντινή, δεν είναι γνώσεις ειδικού. Εκείνο συνεπώς που διεκδικώ, όταν τολμώ να γράψω κάτι σχετικό, δεν είναι η ακαδημαϊκή ανάλυση αλλά η έκφραση της αισθητικής μου θέσης πάνω στο ζακυνθινό εκκλησιαστικό μέλος, που από από τα παιδικά μου χρόνια ασκούσε στον ψυχικό και ακροαστικό μου κόσμο μιαν ευδαίμονα συγκινησιακή επίδραση. Κι αυτό ακριβώς είναι εκείνο που θέλω να μεταδώσω στους αναγνωστικούς μου αποδέκτες, συστήνοντας το βιβλίο του Αντώνη Κλάδη, παράλληλα με τις όποιες ιστορικές πληροφορίες συμβαίνει να εντοπίζω στις ασχολίες μου γύρω από την τέχνη και τον πολιτισμό του επτανησιακού χώρου, στον οποίο φυσικά ανήκει και η Ζάκυνθος.

Οι εντυπώσεις βεβαίως αποτελούν προσωπική υπόθεση του καθενός. Εκείνο όμως, που από την πλευρά μου έχω να πω, είναι ότι η αξία και η χρησιμότητα του βιβλίου του ιερέως Βασιλείου Πομόνη, την αναστατική επανέκδοση του οποίου πέτυχε ο Αντώνης Κλάδης, είναι αδιαπραγμάτευτη. Πρωτίστως για τη σημαντικότητα και την ποικιλία του υλικού που περιέχει. Εξίσου σημαντικά είναι επίσης τα εξηγηματικά σχόλια που παραθέτει ο Αντώνης, στον πρόλογό του, σχετικά με τις δυσκολίες της γραπτής απόδοσης των ποικιλόχρωμων ιριδισμών των ήχων που περιλαμβάνει το “ζακύνθιον ύφος”, κάτι που έχει, άλλωστε, επισημανθεί κι από άλλους, ειδήμονες στο συγκεκριμένο θέμα. Δύο άλλα πλεονεκτήματα της έκδοσης είναι αφενός η δυνατότητα που μας εξασφαλίζει για μια συγκριτική ματιά ανάμεσα στο αυθεντικό του χρόνου της γραφής και σ’αυτό που ζωντανά σήμερα ακούμε στις εκκλησίες και τέλος οι ενδεικτικές έστω μεταγραφές στην ευρωπαϊκή σημειογραφία με τις οποίες ο επιμελητής εμπλούτισε την παρούσα έκδοση.
Συγκινητικός, αφοπλιστικός αλλά και εύστοχος, ο Αντώνης, όταν στο προλογικό σημείωμά του, μας εξομολογείται: Όταν κι εγώ ξεκίνησα να ψάλλω, προσπαθούσα ν’ αποδώσω την ζακυνθινή μουσική, όπως την είχα ακούσει από τις χορωδίες και τους ψάλτες, ακόμα και εκτός ακολουθίας, όταν τους άκουγα να λένε «έλα να πούμε ένα ζακυνθινό», «κάνε μου σιγόντο ή τέρτσα». Και ο ψάλτης συνήθως αυτοδίδακτος, κάνοντας χειρονομίες διηύθηνε την παρέα, πότε να κάνουμε «κολλητό» σιγόντο με το αυτί και πότε «σιγόντο βαρυτονάλε».

Καθώς, το, αναμφίβολα υπάρχον, υλικό είναι δυσεύρετο, η επανέκδοση δεν επεκτείνεται σε παραπέρα έρευνα. Γίνεται όμως κατέκδηλος ο “ένθεος ζήλος” και το μεράκι του επιμελητή της έκδοσης , στο να μυήσει τον αναγνώστη, σ’ αυτή τη μελισματική μυσταγωγία της τοπικής εκκλησιαστικής μουσικής, που ονομάστηκε “Zακύνθιον ύφος”, καταθέτοντας την προσφορά του, όχι ακριβώς μέσα από δελτία ιστορικής απογραφής, αφού μια πλήρης ιστορία της τοπικής εκκλησιαστικής μουσικής δεν έχει μέχρι στιγμής συντελεσθεί, αλλά μέσα από τις πηγές της έκφρασης αυτού, τέλος πάντων, του μοναδικού εκκλησιαστικού μέλους, του οποίου ο ίδιος είναι ένας ευλαβής και συνεπής μύστης. Ας είναι καλά. "
 

Π. Δαβίδ

Γενικός συντονιστής
Μετά από αρκετό καιρό (λόγω μη συνεννόησης με βιβλιοπωλεία!) κατάφερα να αποκτήσω μέσα στις γιορτές το σπουδαίο αυτό βιβλίο.

Η ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική πρέπει να ερευνηθεί περισσότερο και να πάρει τη θέση που της αξίζει πλάϊ στις λαϊκές εκκλησιαστικές μουσικές των ομοδόξων χωρών (Σερβίας, Ρουμανίας κλπ.)

Ενδεικτικό της καταγωγής αυτού του ψαλτικού ιδιώματος είναι η ύπαρξη χερουβικών (με απηχήματα παρακαλώ!) σε όλους τους ήχους, καθώς και η απουσία λειτουργικών σε διάφορους ήχους. Το ίδιο συμβαίνει και με την Σερβική λαϊκή εκκλησιαστική μουσική.

Θερμά συγχαρητήρια στον κ. Κλάδη για το έργο του.
 
Top