Γνωρίζαμε από καιρό την κυοφορούμενη καινούρια γέννα του Άρχοντα Δασκάλου. Αρχικά από συζητήσεις με τρίτους, στη συνέχεια από προσωπικές του εκμυστηρεύσεις σε αγαπημένους μαθητές και φίλους. Ζήσαμε, έστω και για λίγο διάστημα και, ομολογούμε, στο στάδιο των τελευταίων μόλις εβδομάδων, άλλοτε από μακριά κι άλλοτε από πλησιέστερη θέση την εργώδη προσπάθεια της υλοποίησης μακροχρόνιου, επίπονου, επίμονου μόχθου. Ψυχανεμιστήκαμε στο βλέμμα του αδιόρατη την ανατολή της ελπίδας για δικαίωση έργου ζωής. Ελπίδα που ενισχύονταν από την έμπρακτη αγάπη και ευγνωμοσύνη για το Έργο του προσωπικών φίλων, εραστών της πατρίου μουσικής, αλλά και καταξιωμένων, λαμπρών μαθητών του, κοσμημάτων των σημερινών αναλογίων κάτω από τους θόλους των ορθοδόξων Ναών. Έργο, που θα έδιδε σάρκα και οστά, σώμα, σε πλούτο υλικού μελωδίας, που με μακρόχρονη υπομονή, ζήλο και, προπάντων, κυνήγι της τελειότητας είχε ενστερνισθεί και δημιουργικά αφομοιώσει, ή είχε, κυρίως , γεννήσει ο ίδιος. Ακούσματα, που από τα πρώτα του κιόλας μουσικά φτερουγίσματα τον είχαν επηρεάσει, τον είχαν σημαδέψει, τον είχαν οριοθετήσει. Ακούσματα, «αὔραι φέρουσαι ἀπό χρηστῶν τόπων ὑγίειαν», που στο πέρασμα του χρόνου δημιουργικά φούσκωσαν τα πανιά του «ἄνωθεν καταβαίνοντος τελείου δωρήματός του» και του έδωσαν την δροσερά απαλή ώθηση να πάει την πατρώα μελωδία όχι ένα, αλλά πολλά βήματα παραπέρα.
Περιδιαβαίνει ο Δάσκαλος στην παράδοση δημιουργώντας ο ίδιος παράδοση. Δημιουργός άλλοτε δωρικά λιτός, άλλοτε λυρικός, άλλοτε αυστηρός, άλλοτε επικός, άλλοτε διθυραμβικός, άλλοτε ικέτης της Θεότητας, άλλοτε σε ρυθμούς παιάνων κι άλλοτε «ἐν κλαυθμῷ», πάντοτε όμως με σχολαστική προσήλωση και τελειομανία στην απόδοση και της παραμικρής, της φαινομενικά ασήμαντης λεπτομέρειας του θεολογικού νοήματος των ύμνων, μέσα από το μουσικό κάλος της αρμονίας, μας ανοίγει παράθυρα θέασης του φαεσφόρου φέγγους της Ορθοδοξίας.
Μελουργός εύστροφος και απρόσμενα ευρηματικός, δεινός δεξιοτέχνης σε ανοίγματα προς το καινούριο με την συσσωρευμένη από το χρόνο και την συμπυκνωμένη εμπειρία και βαθύτατη Γνώση ερμηνεύει γράφοντας και γράφει ερμηνεύοντας (αυτό είναι και αυτό θα πει παράδοση, κατά την ταπεινή μας γνώμη: ζωντανή πορεία του παρελθόντος στο παρόν με κατεύθυνση στο μέλλον κι όχι αποστεωμένη στατικότητα). Στο πρώτο κοίταγμα του ύμνου μένει ο ίδιος εκστατικός στο ύψος και στο βάθος της βυζαντινής μουσικής θεολογίας και αμέσως μ’ ένα τίναγμα, προσεκτικά τελειομανής, με στόχο την διακονία του μέλους, ώστε αυτό τελικά να ανάγει πρώτα τον ερμηνευτή υμνωδό και στη συνέχεια τον πιστό «ἐπί τό πρωτότυπον» του ἀϊδίου κάλους της θεολογίας, φιλοξενεί ή δημιουργεί στον ογκώδη αλλά εύχρηστο τόμο μελίσματα προσευχής, παράθυρα ύμνου από το αρχονταρίκι της τέχνης του Δαμασκηνού προς την αιθρία του Ουρανού της υμνητικής και προσευχητικής μουσικής προς «τόν Θεόν τῶν πατέρων ἡμῶν».
Έργο καταξιωμένης «αναβαινούσης» πορείας!
« Ἰδού, ἀναβαίνομεν…»
Σ’ ευγνωμονούμε, Δάσκαλε, και περιμένουμε καινούρια γέννα!