Zambelis Spyros
Παλαιό Μέλος
νίγλαρος, αλλιώς γίγγλαρος · είδος μικρού αυλού αιγυπτιακής προέλευσης, με τον οποίο ρυθμίζονταν οι κινήσεις των κωπηλατών (Δημ., LS). Πιθανόν πιο σωστά: ο ήχος, είδος σφυρίγματος και στον πληθ. (νίγλαροι) τερέτισμα ή σφύριγμα, ίσως κάτι παρόμοιο με το νεότερο "φλαζιολέ" (flageolet· αρμονικοί φθόγγοι). Ο Αριστοφάνης στους Αχαρνής (στ. 554) λέει: "αυλών κελευστών, νιγλάρων, συριγμάτων" (να ηχούν αυλοί κελευστών, νίγλαροι (σφυρίγματα), συρίγματα).
Ο Φερεκράτης στην κωμωδία του Χείρων περιλαμβάνει τους νίγλαρους ανάμεσα στα κακά που ο Τιμόθεος προκάλεσε στη μουσική με τις καινοτομίες του· "εξαρμονίους, υπερβολαίους τ' ανοσίους και νιγλάρους" ([ήχους] έξω από τον τόνο, υπερβολικά ψηλούς και ανίερους και σφυρίγματα).
νιγλαρεύω=κελαϊδώ, τερετίζω.
http://www.musipedia.gr/
Ο Φερεκράτης στην κωμωδία του Χείρων περιλαμβάνει τους νίγλαρους ανάμεσα στα κακά που ο Τιμόθεος προκάλεσε στη μουσική με τις καινοτομίες του· "εξαρμονίους, υπερβολαίους τ' ανοσίους και νιγλάρους" ([ήχους] έξω από τον τόνο, υπερβολικά ψηλούς και ανίερους και σφυρίγματα).
νιγλαρεύω=κελαϊδώ, τερετίζω.
http://www.musipedia.gr/