μάγαδις, (α) μάγαδις (θηλ., η)· έγχορδο όργανο πλατιά γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό, οι χορδές του είκοσι, και παιζόταν με τα δύο χέρια, χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου· ανήκε στα λεγόμενα ψαλτικά όργανα (που παίζονταν με γυμνά δάχτυλα). Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν oτι οι χορδές του κουρδίζονταν ανά ζεύγη, κάθε νότα με την oγδόη της (10 διπλές χορδές)· αυτό επέτρεπε την εκτέλεση κατά όγδοες, που λεγόταν μαγαδίζειν ("μαγαδίζειν εν τή διαπασών συμφωνία").
Βλ. λ. αντίφθογγος
.
Το όνομα του οργάνου αυτού προήλθε, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, από τη λέξη μαγάς, τη γέφυρα ("καβαλάρη") των έγχορδων οργάνων. Ο ιστορικός Δούρις, όμως, υποστήριζε ότι το όνομα μάγαδις προερχόταν από κάποιο Μάγδι από τη Θράκη (Αθήν. ΙΔ', 636F, 40).
Η ποιότητα του τόνου, κατά τον Τελέστη, ο οποίος μιλεί για μια πεντάχορδη μάγαδι, ήταν κερατόφωνη. Η προέλευσή της, σύμφωνα με τον Ανακρέοντα, ήταν λυδική ("η γαρ μάγαδις όργανον εστι ψαλτικόν, ως Ανακρέων φησί, Λυδών τε εύρημα"). Ο Πολυδεύκης (IV, 61), από την άλλη πλευρά, λέει ότι, σύμφωνα με τον Κάνθαρο, η μάγαδις είχε θρακική προέλευση. Βέβαιο είναι ότι η μάγαδις ήταν ένα αρχαίο όργανο, που αναφέρεται από τον Αλκμάνα τον 7ο αι. π.Χ., σε τρέχουσα χρήση στη Λέσβο, στα χρόνια του Ανακρέοντα (6ος αι. π.Χ.)· πρβ. Ευφορίωνα (Αθήν. ΙΔ', 635Α). Η μάγαδις ήταν αγαπητό στον Ανακρέοντα όργανο· την τιμούσε ιδιαίτερα και τη χρησιμοποιούσε για συνοδεία των ερωτικών τραγουδιών του· ο Αθήναιος έχει διασώσει τον ακόλουθο στίχο του Ανακρέοντα: "ψάλλω δ' είκοσι χορδαίσι μάγαδιν έχων, ώ Λεύκασπι" (παίζω [χωρίς πλήκτρο] πάνω σε μια είκοσάχορδη μάγαδι, ω Λεύκασπι). Βλ. τα λ. Ανακρέων και ψάλλω
.
Η μάγαδις ήταν ένα από τα "πολύχορδα " όργανα, όπως και η πηκτίς
, η σαμβύκη και ο φοίνιξ , τα οποία ο Πλάτων καταδίκαζε (Πολιτ. Γ', 399D) και ο Αριστόξενος ονόμαζε "ξένα" (έκφυλα όργανα).
(β) μάγαδις (αρσ., ο)· λυδικός αυλός, κατά τον Ίωνα τον Χίο. Ο Αλεξανδρίδης λέει ότι ο μάγαδις αυλός, που ονομάζεται και "πλαγιομάγαδις" ή "παλαιομάγαδις", μπορεί να παράγει έναν ψηλό και έναν χαμηλό φθόγγο ταυτόχρονα ("μάγαδις λαλήσω μικρόν άμα σοι και μέγα"· Αθήν. Δ', 182D, 80). Η μαρτυρία αυτή απαντά και στον Τρύφωνα τον λεξικογράφο, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (Αθήν. ΙΔ', 634Ε, 36).
Ο Δίδυμος και ο Ησύχιος λένε ότι ο μάγαδις ήταν ένας κιθαριστήριος αυλός (συνόδευε την κιθάρα)· Ησ.: "μαγάδεις αυλοί κιθαριστήριοι· όργανον ψαλτικόν" (μαγάδεις, κιθαριστήριοι αυλοί· επίσης ένα ψαλτικό όργανο), βλ. πιο πάνω (α). Αυτοί οι αυλοί θα συνόδευαν και το έγχορδο όργανο μάγαδις, από το οποίο πήραν και το όνομά τους.
(γ) Στον Αθήναιο (ΙΔ', 638Α, 42) η λέξη μάγαδις χρησιμοποιείται και με τη σημασία του "συριγμός" (αρμονικός, φλαουτάτα): "...και μάγαδιν, τον καλούμενον συριγμόν".
Σημείωση: Πολλές πληροφορίες για τη μάγαδι παρέχονται από τον Αθήναιο, ΙΔ', 634C-637Α, 35-41. Η συζήτηση για τη μάγαδι αρχίζει εκεί με το ερώτημα που θέτει ο Αιμιλιανός σ' έναν άλλο δειπνοσοφιστή, τον Μανούριο: "τί όργανο είναι η μάγαδις, είδος αυλού η κιθάρας;".
Βιβλιογραφία:
Th. Reinach, DAGR III 2 (VI), 1904, 1449, στο λ. "Lyra" ("Famille de la Harpe", 1448 κε.).
H. Abert, Pauly RE XIII (XXVI), 1927, στ. 2486, στο λ. "Lyra".
W. Vetter, "Magadis" στην Pauly RE XIV (XXVII), 1928, στ. 288-291.
Κ. Sachs, Real-Lexikon der Musikinstrumente, 1972, "Magadis", σ. 250α.
http://www.musipedia.gr/