Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής

λυρωδία, τραγούδι (ωδή) με συνοδεία λύρας .
Η λυρωδία συνήθως ήταν περιορισμένη σε οικογενειακούς και συμποσιακούς κύκλους. Αντίθετα με την ευρεία διάδοση της κιθαρωδίας και την έκταση και τη σπουδαιότητα των κιθαρωδικών νόμων, τα τραγούδια της λυρωδίας ήταν πιο οικεία στο χαρακτήρα, όπως π.χ. τα ερωτικά και "παροίνια", τα τραγούδια του τραπεζιού κτλ.

http://www.musipedia.gr/
 
λυρωδός, μουσικός που τραγουδούσε και συνοδευόταν από λύρα · η λέξη χρησιμοποιούνταν και ως επίθετο· Καλλίστρατος (Εκφράσεις VII, 4, Τ., Λιψία 1902): "την αρμονίαν την λυρωδόν"

http://www.musipedia.gr/
 

Attachments

  • καλισ.png
    29.2 KB · Views: 0
Λύσανδρος
ο Σικυώνιος (6ος αι. π.Χ.;)· μουσικός και κιθαριστής από τη Σικυώνα. Ο Φιλόχορος, στο τρίτο βιβλίο του έργου του Ατθίς (Ιστορία της Αττικής), αποδίδει στον Λύσανδρο πολλές καινοτομίες: ο Λύσανδρος ο Σικυώνιος, λέει, ήταν ο πρώτος κιθαριστής που καθιέρωσε την ψιλοκιθαριστική (σόλο κιθάρας που, κατά τον Μέναιχμο, εισήγαγε πρώτος ο Αριστόνικος), κουρδίζοντας τις χορδές ψηλά και αυξάνοντας τον όγκο του τόνου· χρησιμοποίησε επίσης την "έναυλο κιθάριση", την οποία υιοθέτησε πρώτη η Σχολή του Επίγονου. Και καταργώντας την απλότητα που χαρακτήριζε τους σολίστ της κιθάρας, πρώτος αυτός έπαιζε στην κιθάρα πολύ χρωματικές συνθέσεις ("χρώματα τε εύχροα"), καθώς και ιάμβους και την "μάγαδιν (γ)" που λέγεται "συριγμός" (Αθήν. ΙΔ', 637F-638A, 42 και FHG Ι, 395, απόσπ. 66).

http://www.musipedia.gr/wiki/Λύσανδρος
 
[''καταργώντας την απλότητα που χαρακτήριζε τους σολίστ της κιθάρας, πρώτος αυτός έπαιζε στην κιθάρα πολύ χρωματικές συνθέσεις ("χρώματα τε εύχροα"), καθώς και ιάμβους και την "μάγαδιν (γ)" που λέγεται "συριγμός" (Αθήν. ΙΔ', 637F-638A, 42 και FHG Ι, 395, απόσπ. 66).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήν. ΙΔ', 637F-638A, 42 και FHG Ι, 395, απόσπ. 66

Φιλόχορος δ΄ ἐν γʹ Ἀτθίδος ‘Λύσανδρος, φησίν, ὁ Σικυώνιος κιθαριστὴς πρῶτος μετέστησε τὴν ψιλοκιθαριστικήν, μακροὺς τοὺς τόνους ἐντείνας καὶ τὴν φωνὴν εὔογκον ποιήσας, καὶ τὴν ἔναυλον κιθάρισιν, ᾗ πρῶτοι οἱ περὶ Ἐπίγονον ἐχρήσαντο. καὶ περιελὼν τὴν συντομίαν τὴν ὑπάρχουσαν ἐν τοῖς ψιλοῖς κιθαρισταῖς χρώματά τε εὔχροα πρῶτος ἐκιθάρισε καὶ ἰάμβους καὶ μάγαδιν, τὸν καλούμενον συριγμόν, καὶ ὄργανον μετέλαβεν μόνος τῶν πρὸ αὐτοῦ, καὶ τὸ πρᾶγμα αὐξήσας χορὸν περιεστήσατο πρῶτος.

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 
λυσιωδός, μίμος και τραγουδιστής, που φορούσε ανδρικά φορέματα και μιμούνταν γυναικείους τύπους στις θεατρικές παραστάσεις.
Μερικοί συγγραφείς συνέχεαν τον λυσιωδό με τον μαγωδό , αλλά ο Αριστόξενος τους διακρίνει με τον ακόλουθο τρόπο: "ο ηθοποιός που μιμείται ανδρικούς και γυναικείους χαρακτήρες ονομάζεται μαγωδός, ενώ εκείνος που, ντυμένος με ανδρικά φορέματα, μιμείται γυναικείους χαρακτήρες λέγεται λυσιωδός" (Αθήν. ΙΔ', 620F, 13).
Λυσιωδός, ως επίθετο, σήμαινε εκείνον που είχε σχέση με τα τραγούδια του λυσιωδού· π.χ. λυσιωδοί αυλοί· αυλοί που συνόδευαν (ή έπαιζαν) αυτά τα τραγούδια.

http://www.musipedia.gr/
 
[''Μερικοί συγγραφείς συνέχεαν τον λυσιωδό με τον μαγωδό , αλλά ο Αριστόξενος τους διακρίνει με τον ακόλουθο τρόπο: "ο ηθοποιός που μιμείται ανδρικούς και γυναικείους χαρακτήρες ονομάζεται μαγωδός, ενώ εκείνος που, ντυμένος με ανδρικά φορέματα, μιμείται γυναικείους χαρακτήρες λέγεται λυσιωδός" (Αθήν. ΙΔ', 620F, 13).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes (ou Le Banquet des sages), livre XIV

Αθήν. ΙΔ', 620F, 13

καταλέγει δ΄ ὁ Ἀριστοκλῆς καὶ τούσδε ἐν τῷ περὶ Μουσικῆς γράφων ὧδε· ‘μαγῳδός· οὗτος δ΄ ἐστὶν ὁ αὐτὸς τῷ λυσιῳδῷ. Ἀριστόξενος δέ φησι τὸν μὲν ἀνδρεῖα καὶ γυναικεῖα πρόσωπα ὑποκρινόμενον μαγῳδὸν καλεῖσθαι, τὸν δὲ γυναικεῖα ἀνδρείοις λυσιῳδόν· τὰ αὐτὰ δὲ μέλη ᾄδουσιν, καὶ τἄλλα πάντα δ΄ ἐστὶν ὅμοια.

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 
μάγαδις, (α) μάγαδις (θηλ., η)· έγχορδο όργανο πλατιά γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό, οι χορδές του είκοσι, και παιζόταν με τα δύο χέρια, χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου· ανήκε στα λεγόμενα ψαλτικά όργανα (που παίζονταν με γυμνά δάχτυλα). Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν oτι οι χορδές του κουρδίζονταν ανά ζεύγη, κάθε νότα με την oγδόη της (10 διπλές χορδές)· αυτό επέτρεπε την εκτέλεση κατά όγδοες, που λεγόταν μαγαδίζειν ("μαγαδίζειν εν τή διαπασών συμφωνία").

Βλ. λ. αντίφθογγος
.

Το όνομα του οργάνου αυτού προήλθε, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, από τη λέξη μαγάς, τη γέφυρα ("καβαλάρη") των έγχορδων οργάνων. Ο ιστορικός Δούρις, όμως, υποστήριζε ότι το όνομα μάγαδις προερχόταν από κάποιο Μάγδι από τη Θράκη (Αθήν. ΙΔ', 636F, 40).
Η ποιότητα του τόνου, κατά τον Τελέστη, ο οποίος μιλεί για μια πεντάχορδη μάγαδι, ήταν κερατόφωνη. Η προέλευσή της, σύμφωνα με τον Ανακρέοντα, ήταν λυδική ("η γαρ μάγαδις όργανον εστι ψαλτικόν, ως Ανακρέων φησί, Λυδών τε εύρημα"). Ο Πολυδεύκης (IV, 61), από την άλλη πλευρά, λέει ότι, σύμφωνα με τον Κάνθαρο, η μάγαδις είχε θρακική προέλευση. Βέβαιο είναι ότι η μάγαδις ήταν ένα αρχαίο όργανο, που αναφέρεται από τον Αλκμάνα τον 7ο αι. π.Χ., σε τρέχουσα χρήση στη Λέσβο, στα χρόνια του Ανακρέοντα (6ος αι. π.Χ.)· πρβ. Ευφορίωνα (Αθήν. ΙΔ', 635Α). Η μάγαδις ήταν αγαπητό στον Ανακρέοντα όργανο· την τιμούσε ιδιαίτερα και τη χρησιμοποιούσε για συνοδεία των ερωτικών τραγουδιών του· ο Αθήναιος έχει διασώσει τον ακόλουθο στίχο του Ανακρέοντα: "ψάλλω δ' είκοσι χορδαίσι μάγαδιν έχων, ώ Λεύκασπι" (παίζω [χωρίς πλήκτρο] πάνω σε μια είκοσάχορδη μάγαδι, ω Λεύκασπι). Βλ. τα λ. Ανακρέων και ψάλλω
.
Η μάγαδις ήταν ένα από τα "πολύχορδα " όργανα, όπως και η πηκτίς
, η σαμβύκη και ο φοίνιξ , τα οποία ο Πλάτων καταδίκαζε (Πολιτ. Γ', 399D) και ο Αριστόξενος ονόμαζε "ξένα" (έκφυλα όργανα).

(β) μάγαδις (αρσ., ο)· λυδικός αυλός, κατά τον Ίωνα τον Χίο. Ο Αλεξανδρίδης λέει ότι ο μάγαδις αυλός, που ονομάζεται και "πλαγιομάγαδις" ή "παλαιομάγαδις", μπορεί να παράγει έναν ψηλό και έναν χαμηλό φθόγγο ταυτόχρονα ("μάγαδις λαλήσω μικρόν άμα σοι και μέγα"· Αθήν. Δ', 182D, 80). Η μαρτυρία αυτή απαντά και στον Τρύφωνα τον λεξικογράφο, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (Αθήν. ΙΔ', 634Ε, 36).
Ο Δίδυμος και ο Ησύχιος λένε ότι ο μάγαδις ήταν ένας κιθαριστήριος αυλός (συνόδευε την κιθάρα)· Ησ.: "μαγάδεις αυλοί κιθαριστήριοι· όργανον ψαλτικόν" (μαγάδεις, κιθαριστήριοι αυλοί· επίσης ένα ψαλτικό όργανο), βλ. πιο πάνω (α). Αυτοί οι αυλοί θα συνόδευαν και το έγχορδο όργανο μάγαδις, από το οποίο πήραν και το όνομά τους.

(γ) Στον Αθήναιο (ΙΔ', 638Α, 42) η λέξη μάγαδις χρησιμοποιείται και με τη σημασία του "συριγμός" (αρμονικός, φλαουτάτα): "...και μάγαδιν, τον καλούμενον συριγμόν".

Σημείωση: Πολλές πληροφορίες για τη μάγαδι παρέχονται από τον Αθήναιο, ΙΔ', 634C-637Α, 35-41. Η συζήτηση για τη μάγαδι αρχίζει εκεί με το ερώτημα που θέτει ο Αιμιλιανός σ' έναν άλλο δειπνοσοφιστή, τον Μανούριο: "τί όργανο είναι η μάγαδις, είδος αυλού η κιθάρας;".

Βιβλιογραφία:

Th. Reinach, DAGR III 2 (VI), 1904, 1449, στο λ. "Lyra" ("Famille de la Harpe", 1448 κε.).
H. Abert, Pauly RE XIII (XXVI), 1927, στ. 2486, στο λ. "Lyra".
W. Vetter, "Magadis" στην Pauly RE XIV (XXVII), 1928, στ. 288-291.
Κ. Sachs, Real-Lexikon der Musikinstrumente, 1972, "Magadis", σ. 250α.

http://www.musipedia.gr/
 
[''Ο ιστορικός Δούρις, όμως, υποστήριζε ότι το όνομα μάγαδις προερχόταν από κάποιο Μάγδι από τη Θράκη (Αθήν. ΙΔ', 636F, 40).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήν. ΙΔ', 636F, 40

Ἀρτέμων δ΄ ἐν τῷ πρώτῳ περὶ Διονυσιακοῦ Συστήματος Τιμόθεόν φησι τὸν Μιλήσιον παρὰ τοῖς πολλοῖς δόξαι πολυχορδοτέρῳ συστήματι χρήσασθαι τῇ μαγάδι· διὸ καὶ παρὰ τοῖς Λάκωσιν εὐθυνόμενον ὡς παραφθείροι τὴν ἀρχαίαν μουσικήν, καὶ μέλλοντός τινος ἐκτέμνειν αὐτοῦ τὰς περιττὰς τῶν χορδῶν, δεῖξαι παρ΄ αὐτοῖς ὑπάρχοντα Ἀπολλωνίσκον πρὸς τὴν αὑτοῦ σύνταξιν ἰσόχορδον λύραν ἔχοντα καὶ ἀφεθῆναι. Δοῦρις δ΄ ἐν τῷ περὶ Τραγῳδίας ὠνομάσθαι φησὶ τὴν μάγαδιν ἀπὸ Μάγδιος Θρᾳκὸς γένος. Ἀπολλόδωρος δ΄ ἐν τῇ πρὸς τὴν Ἀριστοκλέους Ἐπιστολὴν Ἀντιγραφῇ ’ὃ νῦν, φησίν, ἡμεῖς λέγομεν ψαλτήριον, τοῦτ΄ εἶναι μάγαδιν, ὁ δὲ κλεψίαμβος κληθείς, ἔτι δ΄ ὁ τρίγωνος καὶ ὁ ἔλυμος καὶ τὸ ἐννεάχορδον ἀμαυρότερα τῇ χρείᾳ καθέστηκεν. καὶ Ἀλκμὰν δέ φησιν· ‘μάγαδιν δ΄ ἀποθέσθαι.’ Σοφοκλῆς δὲ ἐν Θαμύρᾳ· πηκταὶ δὲ λύραι καὶ μαγάδιδες τά τ΄ ἐν Ἕλλησι ξόαν΄ ἡδυμελῆ. Τελέστης δ΄ ἐν Ὑμεναίῳ διθυράμβῳ πεντάχορδόν φησιν αὐτὴν εἶναι διὰ τούτων· ἄλλος δ΄ ἄλλαν κλαγγὰν ἱεὶς κερατόφωνον ἐρέθιζε μάγαδιν, {ἐν} πενταρράβδῳ χορδᾶν ἀρθμῷ χέρα καμψιδίαυλον ἀναστρωφῶν τάχος --- οἶδα δὲ καὶ ἄλλο ὄργανον ᾧ τῶν Θρᾳκῶν οἱ βασιλεῖς ἐν τοῖς δείπνοις χρῶνται, ὥς φησιν Νικομήδης ἐν τῷ περὶ Ὀρφέως. φοίνικα δὲ τὸ ὄργανον Ἔφορος καὶ Σκάμων ἐν τοῖς περὶ Εὑρημάτων ὑπὸ Φοινίκων εὑρεθὲν ταύτης τυχεῖν τῆς προσηγορίας·

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 
Last edited:
[''Η ποιότητα του τόνου, κατά τον Τελέστη, ο οποίος μιλεί για μια πεντάχορδη μάγαδι, ήταν κερατόφωνη. Η προέλευσή της, σύμφωνα με τον Ανακρέοντα, ήταν λυδική ("η γαρ μάγαδις όργανον εστι ψαλτικόν, ως Ανακρέων φησί, Λυδών τε εύρημα"). Ο Πολυδεύκης (IV, 61)'']

Pollux, Onomasticon

Πολυδεύκης, IV, 61

http://www.archive.org/stream/onomasticon01polluoft#page/n307/mode/1up
 

Attachments

  • onomasticon01polluoft_0308.jpg
    218 KB · Views: 1
[''σύμφωνα με τον Κάνθαρο, η μάγαδις είχε θρακική προέλευση. Βέβαιο είναι ότι η μάγαδις ήταν ένα αρχαίο όργανο, που αναφέρεται από τον Αλκμάνα τον 7ο αι. π.Χ., σε τρέχουσα χρήση στη Λέσβο, στα χρόνια του Ανακρέοντα (6ος αι. π.Χ.)· πρβ. Ευφορίωνα (Αθήν. ΙΔ', 635Α).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήν. ΙΔ', 635Α

Τρύφων δ΄ ἐν δευτέρῳ περὶ Ὀνομασιῶν λέγει οὕτως. ’ὁ δὲ μάγαδις καλούμενος αὐλός.‘ καὶ πάλιν· ’ὁ μάγαδις ἐν ταὐτῷ ὀξὺν καὶ βαρὺν φθόγγον ἐπιδείκνυται, ὡς Ἀναξανδρίδης ἐν Ὁπλομάχῳ φησίν· μαγάδι λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγα.‘ τὴν ἀπορίαν οὖν μοι ταύτην οὐδεὶς ἄλλος δυνήσεται ἀπολύσασθαι, καλὲ Μασούριε, ἢ σύ.’ (p.36) καὶ ὃς ἔφη· ‘Δίδυμος ὁ γραμματικὸς ἐν ταῖς εἰς Ἴωνα Ἀντεξηγήσεσιν (p. 302 Schm), ἑταῖρε Αἰμιλιανέ, μάγαδιν αὐλὸν ἀκούει τὸν κιθαριστήριον· οὗ μνημονεύειν Ἀριστόξενον ἐν πρώτῳ περὶ Αὐλῶν Τρήσεως λέγοντα πέντε γένη εἶναι αὐλῶν, παρθενίους, παιδικούς, κιθαριστηρίους, τελείους, ὑπερτελείους. ἢ ἐλλείπειεν οὖν δεῖ παρὰ τῷ Ἴωνι τόν τε σύνδεσμον, ἵν΄ ᾖ μάγαδις αὐλός θ΄ ὁ προσαυλούμενος τῇ μαγάδιδι. ἡ γὰρ μάγαδις ὄργανόν ἐστι ψαλτικόν, ὡς Ἀνακρέων φησί, Λυδῶν τε εὕρημα. διὸ καὶ τὰς Λυδὰς ψαλτρίας φησὶν εἶναι ὁ Ἴων ἐν τῇ Ὀμφάλῃ διὰ τούτων· ἀλλ΄ εἶα, Λυδαὶ ψάλτριαι παλαιθέτων ὕμνων ἀοιδοί, τὸν ξένον κοιμήσατε. Θεόφιλος δ΄ ὁ κωμικὸς ἐν Νεοπτολέμῳ καὶ τὸ τῇ μαγάδιδι ψάλλειν μαγαδίζειν λέγει ἐν τούτοις· πονηρὸν υἱὸν καὶ πατέρα καὶ μητέρα ἐστὶν μαγαδίζειν ἐπὶ τροχοῦ καθημένους· οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ταὐτὸν ᾄσεται μέλος. Εὐφορίων δὲ ἐν τῷ περὶ Ἰσθμίων παλαιὸν μέν φησι τὸ ὄργανον εἶναι τὴν μάγαδιν, μετασκευασθῆναι δ΄ ὀψέ ποτε καὶ σαμβύκην μετονομασθῆναι. πλεῖστον δ΄ εἶναι τοῦτο τὸ ὄργανον ἐν Μιτυλήνῃ, ὡς καὶ μίαν τῶν Μουσῶν ἔχουσαν αὐτὸ ὑπὸ Λεσβοθέμιδος ποιηθῆναι ἀρχαίου ἀγαλματοποιοῦ.

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 
[''Η μάγαδις ήταν αγαπητό στον Ανακρέοντα όργανο· την τιμούσε ιδιαίτερα και τη χρησιμοποιούσε για συνοδεία των ερωτικών τραγουδιών του· ο Αθήναιος έχει διασώσει τον ακόλουθο στίχο του Ανακρέοντα: "ψάλλω δ' είκοσι χορδαίσι μάγαδιν έχων, ώ Λεύκασπι" (παίζω [χωρίς πλήκτρο] πάνω σε μια είκοσάχορδη μάγαδι, ω Λεύκασπι).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήναιος

διαποροῦσι δ΄ ἔνιοι ὅπως τῆς μαγάδιδος οὔσης κατὰ Ἀνακρέοντα (ὀψὲ γάρ ποτε τὰ πολύχορδα ὀφθῆναι) μνημονεύων αὐτῆς ὁ Ἀνακρέων λέγει· ψάλλω δ΄ εἴκοσι ---. χορδαῖσι μάγαδιν ἔχων, ὦ Λεύκασπι. καὶ ὁ μὲν Ποσειδώνιός φησιν τριῶν μελῳδιῶν αὐτὸν μνημονεύειν, Φρυγίου τε καὶ Δωρίου καὶ Λυδίου· ταύταις γὰρ μόναις τὸν Ἀνακρέοντα κεχρῆσθαι· ὧν ζʹ χορδαῖς ἑκάστης περαινομένης εἰκότως φάναι ψάλλειν αὐτὸν κʹ χορδαῖς, τῷ ἀρτίῳ χρησάμενον ἀριθμῷ τὴν μίαν ἀφελόντα. ἀγνοεῖ δ΄ ὁ Ποσειδώνιος ὅτι ἀρχαῖόν ἐστιν ὄργανον ἡ μάγαδις, σαφῶς Πινδάρου λέγοντος τὸν Τέρπανδρον ἀντίφθογγον εὑρεῖν τῇ παρὰ Λυδοῖς πηκτίδι τὸν βάρβιτον·

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 
[''Η μάγαδις ήταν ένα από τα "πολύχορδα " όργανα, όπως και η πηκτίς, η σαμβύκη και ο φοίνιξ , τα οποία ο Πλάτων καταδίκαζε (Πολιτ. Γ', 399D)'']

Plato, Republic

Plat. Rep. 399

Πλάτων, Πολιτ. Γ', 399D

[399α]
ταύταις οὖν, ὦ φίλε, ἐπὶ πολεμικῶν ἀνδρῶν ἔσθ᾽ ὅτι χρήσῃ;

οὐδαμῶς, ἔφη: ἀλλὰ κινδυνεύει σοι δωριστὶ λείπεσθαι καὶ φρυγιστί.

οὐκ οἶδα, ἔφην ἐγώ, τὰς ἁρμονίας, ἀλλὰ κατάλειπε ἐκείνην τὴν ἁρμονίαν, ἣ ἔν τε πολεμικῇ πράξει ὄντος ἀνδρείου καὶ ἐν πάσῃ βιαίῳ ἐργασίᾳ πρεπόντως ἂν μιμήσαιτο φθόγγους τε καὶ προσῳδίας, καὶ ἀποτυχόντος ἢ εἰς τραύματα ἢ εἰς [399β] θανάτους ἰόντος ἢ εἴς τινα ἄλλην συμφορὰν πεσόντος, ἐν πᾶσι τούτοις παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένου τὴν τύχην: καὶ ἄλλην αὖ ἐν εἰρηνικῇ τε καὶ μὴ βιαίῳ ἀλλ᾽ ἐν ἑκουσίᾳ πράξει ὄντος, ἢ τινά τι πείθοντός τε καὶ δεομένου, ἢ εὐχῇ θεὸν ἢ διδαχῇ καὶ νουθετήσει ἄνθρωπον, ἢ τοὐναντίον ἄλλῳ δεομένῳ ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείθοντι ἑαυτὸν ἐπέχοντα, καὶ ἐκ τούτων πράξαντα κατὰ νοῦν, καὶ μὴ ὑπερηφάνως ἔχοντα, ἀλλὰ σωφρόνως τε καὶ μετρίως ἐν πᾶσι τούτοις [399ξ] πράττοντά τε καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἀγαπῶντα. ταύτας δύο ἁρμονίας, βίαιον, ἑκούσιον, δυστυχούντων, εὐτυχούντων, σωφρόνων, ἀνδρείων [ἁρμονίας] αἵτινες φθόγγους μιμήσονται κάλλιστα, ταύτας λεῖπε.

ἀλλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἄλλας αἰτεῖς λείπειν ἢ ἃς νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον.

οὐκ ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, πολυχορδίας γε οὐδὲ παναρμονίου ἡμῖν δεήσει ἐν ταῖς ᾠδαῖς τε καὶ μέλεσιν.

οὔ μοι, ἔφη, φαίνεται.

τριγώνων ἄρα καὶ πηκτίδων καὶ πάντων ὀργάνων ὅσα [399δ] πολύχορδα καὶ πολυαρμόνια, δημιουργοὺς οὐ θρέψομεν.

οὐ φαινόμεθα.

τί δέ; αὐλοποιοὺς ἢ αὐλητὰς παραδέξῃ εἰς τὴν πόλιν; ἢ οὐ τοῦτο πολυχορδότατον, καὶ αὐτὰ τὰ παναρμόνια αὐλοῦ τυγχάνει ὄντα μίμημα;

δῆλα δή, ἦ δ᾽ ὅς.

λύρα δή σοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ κιθάρα λείπεται [καὶ] κατὰ πόλιν χρήσιμα: καὶ αὖ κατ᾽ ἀγροὺς τοῖς νομεῦσι σῦριγξ ἄν τις εἴη.

ὡς γοῦν, ἔφη, ὁ λόγος ἡμῖν σημαίνει. [399ε]

οὐδέν γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καινὸν ποιοῦμεν, ὦ φίλε, κρίνοντες τὸν Ἀπόλλω καὶ τὰ τοῦ Ἀπόλλωνος ὄργανα πρὸ Μαρσύου τε καὶ τῶν ἐκείνου ὀργάνων.

μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὔ μοι φαινόμεθα.

καὶ νὴ τὸν κύνα, εἶπον, λελήθαμέν γε διακαθαίροντες πάλιν ἣν ἄρτι τρυφᾶν ἔφαμεν πόλιν.

σωφρονοῦντές γε ἡμεῖς, ἦ δ᾽ ὅς.

ἴθι δή, ἔφην, καὶ τὰ λοιπὰ καθαίρωμεν. ἑπόμενον γὰρ δὴ ταῖς ἁρμονίαις ἂν ἡμῖν εἴη τὸ περὶ ῥυθμούς, μὴ ποικίλους αὐτοὺς διώκειν μηδὲ παντοδαπὰς βάσεις, ἀλλὰ βίου ῥυθμοὺς ἰδεῖν κοσμίου τε καὶ ἀνδρείου τίνες εἰσίν: οὓς ἰδόντα τὸν

Plato. Platonis Opera, ed. John Burnet. Oxford University Press. 1903.

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Plat.+Rep.+399&fromdoc=Perseus:text:1999.01.0167
 
[''λυδικός αυλός, κατά τον Ίωνα τον Χίο. Ο Αλεξανδρίδης λέει ότι ο μάγαδις αυλός, που ονομάζεται και "πλαγιομάγαδις" ή "παλαιομάγαδις", μπορεί να παράγει έναν ψηλό και έναν χαμηλό φθόγγο ταυτόχρονα ("μάγαδις λαλήσω μικρόν άμα σοι και μέγα"· Αθήν. Δ', 182D, 80).'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes,, livre XIV

Αθήν. Δ', 182D, 80

Τρύφων δ΄ ἐν δευτέρῳ περὶ Ὀνομασιῶν λέγει οὕτως. ’ὁ δὲ μάγαδις καλούμενος αὐλός.‘ καὶ πάλιν· ’ὁ μάγαδις ἐν ταὐτῷ ὀξὺν καὶ βαρὺν φθόγγον ἐπιδείκνυται, ὡς Ἀναξανδρίδης ἐν Ὁπλομάχῳ φησίν· μαγάδι λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγα.‘ τὴν ἀπορίαν οὖν μοι ταύτην οὐδεὶς ἄλλος δυνήσεται ἀπολύσασθαι, καλὲ Μασούριε, ἢ σύ.’ (p.36) καὶ ὃς ἔφη· ‘Δίδυμος ὁ γραμματικὸς ἐν ταῖς εἰς Ἴωνα Ἀντεξηγήσεσιν (p. 302 Schm), ἑταῖρε Αἰμιλιανέ, μάγαδιν αὐλὸν ἀκούει τὸν κιθαριστήριον· οὗ μνημονεύειν Ἀριστόξενον ἐν πρώτῳ περὶ Αὐλῶν Τρήσεως λέγοντα πέντε γένη εἶναι αὐλῶν, παρθενίους, παιδικούς, κιθαριστηρίους, τελείους, ὑπερτελείους. ἢ ἐλλείπειεν οὖν δεῖ παρὰ τῷ Ἴωνι τόν τε σύνδεσμον, ἵν΄ ᾖ μάγαδις αὐλός θ΄ ὁ προσαυλούμενος τῇ μαγάδιδι. ἡ γὰρ μάγαδις ὄργανόν ἐστι ψαλτικόν, ὡς Ἀνακρέων φησί, Λυδῶν τε εὕρημα.

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 
[''Ησ.: "μαγάδεις αυλοί κιθαριστήριοι· όργανον ψαλτικόν" (μαγάδεις, κιθαριστήριοι αυλοί· επίσης ένα ψαλτικό όργανο), βλ. πιο πάνω (α). Αυτοί οι αυλοί θα συνόδευαν και το έγχορδο όργανο μάγαδις, από το οποίο πήραν και το όνομά τους.'']

Γλῶσσαι
Ελληνικό λεξικό
5ος αιώνας μ.Χ.
Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς

<μαγάδεις>· αὐλοὶ κιθαριστήριοι. ὄργανον ψαλτικόν. ὅθεν καὶ
τὸ ψάλλειν <μαγαδίζειν> λέγουσιν. Ἴων Ὀμφάλῃ· [ἢ] "μάγαδις αὐλὸς ἡγείσθω βοῆς" (fr. 23) ἀντὶ τοῦ ὁ συνᾴδων τῇ μαγάδι
<μαγάδιν>· ἀρχαῖον κιθάρισμα
<μαγαδίδες>· ὄργανα ψαλτικά (Soph. fr. 217)

http://el.wikisource.org/wiki/Γλώσσαι
 
[''Στον Αθήναιο (ΙΔ', 638Α, 42) η λέξη μάγαδις χρησιμοποιείται και με τη σημασία του "συριγμός" (αρμονικός, φλαουτάτα): "...και μάγαδιν, τον καλούμενον συριγμόν".'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

Αθήναιο, ΙΔ', 638Α, 42

Φιλόχορος δ΄ ἐν γʹ Ἀτθίδος ‘Λύσανδρος, φησίν, ὁ Σικυώνιος κιθαριστὴς πρῶτος μετέστησε τὴν ψιλοκιθαριστικήν, μακροὺς τοὺς τόνους ἐντείνας καὶ τὴν φωνὴν εὔογκον ποιήσας, καὶ τὴν ἔναυλον κιθάρισιν, ᾗ πρῶτοι οἱ περὶ Ἐπίγονον ἐχρήσαντο. καὶ περιελὼν τὴν συντομίαν τὴν ὑπάρχουσαν ἐν τοῖς ψιλοῖς κιθαρισταῖς χρώματά τε εὔχροα πρῶτος ἐκιθάρισε καὶ ἰάμβους καὶ μάγαδιν, τὸν καλούμενον συριγμόν, καὶ ὄργανον μετέλαβεν μόνος τῶν πρὸ αὐτοῦ, καὶ τὸ πρᾶγμα αὐξήσας χορὸν περιεστήσατο πρῶτος.

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 
[''Πολλές πληροφορίες για τη μάγαδι παρέχονται από τον Αθήναιο, ΙΔ', 634C-637Α, 35-41. Η συζήτηση για τη μάγαδι αρχίζει εκεί με το ερώτημα που θέτει ο Αιμιλιανός σ' έναν άλλο δειπνοσοφιστή, τον Μανούριο: "τί όργανο είναι η μάγαδις, είδος αυλού η κιθάρας;".'']

Athénée de Naucratis, les Deipnosophistes, livre XIV

ΙΔ', 634C-637Α, 35-41

εἰπόντος δὲ ἐπὶ τούτοις Αἰμιλιανοῦ· ‘ἀλλὰ μήν, ὦ ἑταῖρε Μασούριε, πολλάκις καὶ αὐτὸς ἐν ἐννοίᾳ γίνομαι, μουσικῆς ὢν ἐραστής, περὶ τῆς μαγάδιδος καλουμένης, πότερον αὐλῶν εἶδος ἢ κιθάρας ἐστίν.

http://hodoi.fltr.ucl.ac.be/concordances/athenee_deipnosophistes_14/texte.htm
 
μαγάς, η γέφυρα ("καβαλάρης") της λύρας και της κιθάρας · ήταν μια μικρή τετράγωνη σανίδα, τοποθετημένη επάνω στο ηχείο, σε κάποια απόσταση από το χορδοτόνιο . H μαγάς χρησίμευε για να απομονώνει το παλλόμενο μέρος των χορδών, ακριβώς όπως και ο νεότερος καβαλάρης των εγχόρδων οργάνων.
Ο Ησύχιος δίνει έναν αρκετά σαφή ορισμό της λέξης: "μαγάς· σανίς τετράγωνος υπόκυφος δεχόμενη της κιθάρας τας νευράς και αποτελούσα τον φθόγγον" (μαγάς· ένα τετράγωνο σανιδάκι, ελαφρά κυρτό, που υποβαστάζει τις χορδές και παράγει το φθόγγο [δηλ. βοηθάει στην παραγωγή των φθόγγων]).
Σε χρήση ήταν επίσης και το υποκοριστικό μαγάδιον· Λουκιανός, Διάλογοι των Θεών (IV, 7, 4, "Διάλογος Απόλλωνα και Ηφαίστου"): "πήχεις γαρ εναρμόσας και μαγάδιον υποθείς" (γιατί [ο Ερμής], αφού στερέωσε [πάνω στο όστρακο της χελώνας] βραχίονες και τοποθέτησε αποκάτω μαγάδιο). Ο Ησύχιος ορίζει τη λέξη μαγάδιον ως "ωραίον κιθάρισμα"· καθώς είναι φανερό, παράγει τη λέξη από το όργανο μάγαδις.

http://www.musipedia.gr/
 
Back
Top