Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
GEORGE THOMSON
''...ο Αριστοτέλης είπε πως η τραγωδία κατάγονταν «από των εξαρχόντων τον διθύραμβον». Τι ήταν ο διθύραμβος;
Στην ιστορική του μορφή, ο διθύραμβος ήταν ένας ύμνος προς τιμή του Διονύσου, που ψάλλονταν από έναν κυκλικό χορό, δηλαδή, μια χορωδία από πενήντα άντρες ή αγόρια, που στέκονταν σε κύκλο γύρω από το βωμό. Αφού αυτή ήταν η ιστορική του μορφή, τότε, τι ήταν η παλιότερή του μορφή; Έχουμε μερικές μαρτυρίες, που μας βοηθάνε να απαντήσουμε στην ερώτηση αυτή.
Πρώτο, το βραβείο στους διθυραμβικούς αγώνες ήταν ένας ταύρος. Φαίνεται λοιπόν πιθανό, πως ο αθλοφόρος ποιητής, γιόρταζε τη νίκη του με μια ευωχία για τους φίλους του, που θα ήταν ταυτόχρονα και μια θυσία στο Θεό.
Δεύτερο, ο Πίνδαρος δίνει στο διθύραμβο το επίθετο «βοηλάτης», δηλαδή, οδηγός του βοδιού ή του ταύρου. Απ’ αυτό, όπως φαίνεται, πρέπει να καταλάβουμε πως σε παλιότερους καιρούς, οι ψάλτες του διθύραμβου δε στέκονταν ακίνητοι γύρω απ’ το βωμό, αλλά συνόδευαν τον ταύρο στον τόπο που θα γίνονταν η θυσία. Το ίδιο συνάγουμε από ένα απόσπασμα του Αισχύλου, όπου λέει πως ο διθύραμβος πρέπει να συνοδεύει το Διόνυσο.
Τρίτο, έχουμε ένα απόσπασμα του Αρχιλόχου:
Ως Διονύσοι άνακτος καλόν εξάρξαι μέλος
Οίδα διθύραμβον, οίνω συγκεραυνωθείς φρένας.
«Ξέρω», λέει, «κεραυνοβολημένος απ’ το κρασί, να οδηγήσω το διθύραμβο, τα’ όμορφο τραγούδι του Διονύσου». Η φράση «εξάρξαι διθύραμβον», που χρησιμοποιεί εδώ ο Αρχίλοχος, είναι η ίδια που χρησιμοποίησε κι ο Αριστοτέλης, όταν είπε πως η τραγωδία κατάγονταν «από των εξαρχόντων τον διθύραμβον». Σ’ αυτό τον ύμνο του Αρχιλόχου, ο εξάρχων είναι ο ίδιος ο ποιητής, κι επειδή περιγράφει τον εαυτό του σαν «κεραυνοβολημένον απ’ το κρασί», δηλαδή, μεθυσμένο, πρέπει να συμπεράνουμε πως το τραγούδι αυτό, που το οδηγούσε ο ποιητής, ήταν αυτοσχεδιαστικό.
Η λέξη «εξάρχω» μας είναι γνωστή και από τα ομηρικά έπη, όπου χρησιμοποιείται για τη γυναίκα που οδηγούσε το μοιρολόϊ: «εξήρχε γόοιο».
Καθεμιά από τις γυναίκες, τις εξάρχουσες του θρήνου, αυτοσχεδίαζε με την αράδα της μια μονωδία, και ύστερα από κάθε μονωδία, οι άλλες γυναίκες πρόσθεταν όλες μαζί μιαν επωδό. Μπορούμε ν’ ακούσουμε τέτοια μοιρολόγια, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες, ακόμα και σήμερα. Έτσι κι ο Αρχίλαος, εξάρχοντας το διθύραμβο, έψαλλε μονωδικά κάμποσους αυτοσχεδιαστικούς στίχους, και οι συγκωμαστές του του απαντούσαν κάθε φορά με την επωδό τους.
Το συμπέρασμα αυτό το βεβαιώνει και ένα άλλο γεγονός. Στα εν άστει Διονύσια, όλα τα έξοδα των διθυράμβων πληρώνονταν από το κράτος, με μια μονάχα εξαίρεση. Ο ποιητής ο ίδιος, έπρεπε να πληρώσει τον αυλητή. Απ’ αυτό συμπεραίνουμε, πώς σε παλιότερους καιρούς, ο ίδιος ο ποιητής έπαιζε τον αυλό. Έτσι ο ποιητής, ήταν αρχικά ο εξάρχων του χορού, αυτοσχεδιάζοντας τις στροφές και συνοδεύοντας με τον αυλό του τις επωδούς, και γι’ αυτό μπορούμε να πούμε πως κατάγονταν από τον ιερέα του θιάσου που ενσάρκωνε το Θεό.
Φαίνεται, λοιπόν, πως, αναπτυγμένος από τις τελετές του Διονυσιακού Θιάσου, ο διθύραμβος έφτασε στην ιστορική του μορφή, τη στιγμή, που αντί να συνοδεύει την πομπή και τον κώμον, ψάλλονταν εν στάσει γύρω απ’ το βωμό, και έτσι γίνηκε πραγματικά ένα «στάσιμον». Και το θέμα του, τι άλλο μπορούσε να ήτανε παρά ο μύθος που αντιστοιχούσε στην προκείμενη θυσία, δηλαδή, ο θάνατος του Θεού; Μόλις αρχίζει ο ποιητής – εξάρχων έναν διάλογο με τους χορευτές του, παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία ενός δράματος. Καθώς είπε ο Αριστοτέλης, η τραγωδία κατάγονταν «από των εξαρχόντων τον διθύραμβον».
Σ’ αυτή τη στιγμή της εξέλιξής του, ο πρωτόγονος διθύραμβος, διασπάστηκε σε δύο διαφορετικές μορφές. Στη μία τους, ο εξάρχων – ποιητής γίνηκε αυλητής, και η μίμηση παραμερίστηκε. Στην άλλη, αναπτύχθηκαν ανάμεσα στα στάσιμα, διάλογοι χωρίς μουσική μεταξύ του ποιητή και του κορυφαίου, και έτσι ο ποιητής – εξάρχων μεταβλήθηκε πρώτα σε έναν ηθοποιό, ύστερα σε δύο ηθοποιούς, και τελικά σε τρεις. Ωστόσο, ακόμα και στην ολοκληρωμένη της μορφή, η τραγωδία διατήρησε αχνάρια της γέννησής της. Αν εξετάσουμε τα δράματα που διασώθηκαν, φαίνεται πως πριν από τον Αισχύλο η τραγωδία άρχιζε συνήθως με την πάροδον, δηλαδή, με την είσοδο του χορού στην ορχήστρα, και τέλειωνε με την έξοδό του. Στα δύο αυτά στοιχεία, την πάροδον και την έξοδον, βλέπουμε απομεινάρια της αναχώρησης του θιάσου, δηλαδή, της πομπής, και της επιστροφής του, δηλαδή του κώμου, και παρόμοια, αναγνωρίζουμε στα όσα γίνονταν ανάμεσά τους, έναν αγώνα, δηλαδή, έναν μυστηριακό θάνατο, που είχε τη μαγική δύναμη ν’ ανανεώνει τη ζωή.''