Δοξαστικά Κυριακής Παραλύτου

nkioster

Πατήρ Νεκτάριος Κιοστεράκης
Παρατηρούμε στα Δοξαστικά του Εσπερινού της Κυριακής του Παραλύτου του Πέτρου Πελοποννησιου οτι οι μουσικές γραμμές "Κυριε ανθρωπον ουκ εχω" είναι λιγότερο παρακλητικές σε σχέση με νεότερες συνθέσεις. Εχει αυτό καμία εξήγηση;
 

petrosgrc

Πέτρος Γαλάνης
Ίσως ότι ο Πέτρος έγραφε μουσική με συνέπεια και όχι συναισθηματικού τύπου ερμηνεία του κειμένου;
 

π. Μάξιμος

Γενικός Συντονιστής
Ἔχει σχολιασθεῖ ἐδῶ
Πατρότητα του Δοξαστικού Ανέβη ο Ιησούς.

μέ ἀφορμή ἐδῶ - περισσότερα σχόλια
Δοξαστικό εσπερίων Κυριακής Παραλύτου "Ανέβη ο Ιησούς" Ι. Σακελλαρίδη

Κάποιες συνθέσεις ὄντως ἔχουν καθιερωθεῖ...
ὅπως π.χ. Ἐξέδυσάν με...

Ὁ καθείς τίς ἐπιλογές του...

υγ, πρέπει νά ὑπάρχουν καί ἄλλα σχετικά...
 

tsak77

Χρῆστος Τσακίρογλου
Ὁ Πέτρος εἶναι γνήσιος συνεχιστὴς τῶν μουσικῶν του προγόνων οἱ ὁποῖοι συνέθεταν μὲ συγκεκριμένες φόρμες (παλαιὸ στιχηράριο) τὶς ὁποῖες συντέμνει. Ἡ «παρακλητικότητα» εἶναι ἀπόῤῥοια τῆς νέας γραφῆς, ἂν καὶ τὰ κείμενα τοῦ Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου δείχνουν ὅτι πιθανὸν καὶ ἡ γραφὴ τοῦ Πέτρου νὰ εἶχε μέχρι κάποιο ποσοστὸ καὶ αὐτὴ τὴν δυνατότητα (βέβαια πρέπει νὰ ἐμπιστευτοῦμε τὸν Στέφανο ποὺ τὸν ἐξήγησε ἐπ' αὐτοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο διατηρῶ ἔντονες ἐπιφυλάξεις ὅσον ἀφορᾶ στὴν συνέπειά του ἢ ἂν οὐσιαστικὰ κατέστρεψε τὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἄλλη συζήτηση). Ἀπὸ κεῖ καὶ μετά, ὅπως καὶ ὁ Ἄρχον κ. Δημήτριος Νεραντζῆς ἀναλύει στὶς ἐργασίες του, ὁ τρόπος συνθέσεως τὴν περίοδο ἐκείνη εἶναι περισσότερο διηγηματικός, καὶ λιγότερο παραστατικός (παρακλητικὸς κατὰ τὸν χαρακτηρισμό σου). Ὁ βαθιὰ θεολογημένος λόγος τῆς ὑμνογραφίας εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ συγκινήσει ὅποιον τὸν κατανοεῖ καὶ εἶναι ἀνοικτὸς νὰ τὸν ἐγκολπωθεῖ καὶ δὲν χρειάζεται ἢ τουλάχιστον δὲν χρειαζόταν τοὺς προηγούμενους αἰῶνες στολίδια ἐπιδερμικῆς συγκίνησης. Βέβαια ἴσως κατ’ ἐπέκταση πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἡ σύγχρονη ἀδυναμία κατανοήσεως τῶν λεγομένων καὶ ψαλλομένων στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα, πιθανὸν νὰ ὁδήγησε στὴν ἀνάγκη διαφορετικῆς καὶ «ἀμεσότερης» προσεγγίσεως στοὺς μουσικοὺς τονισμοὺς τῶν μελῶν. Δὲν ξέρω κατὰ πόσο ἐν τέλει λειτουργεῖ αὐτὴ ἡ προσέγγιση, ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι...
 

Κων/νος Βαγενάς

Κωνσταντίνος
Παρατηρώ -ή μάλλον από παλιά έχω παρατηρήσει- ότι υπάρχει μία σαφής υποτιμητική διάθεση των ψαλτών (έστω κάποιων) απέναντι στον πιο ιδιαίτερο μουσικό χρωματισμό των ύμνων ανάλογα με το νόημα λέξεων, φράσεων ή και συνολικά. Αυτό εντάσσεται σε μια επιχειρηματολογία όπως του αγαπητού Χρήστου Τσακίρογλου παραπάνω, ότι δηλαδή η υμνογραφία δεν έχει ανάγκη από τέτοια "στολίδια επιδερμικής συγκίνησης". Φυσικά όσα θα πω παρακάτω αφορούν την αισθητικά άρτια έκφανση αυτών των μουσικών φαινομένων και όχι τις αποτυχίες τους.
Θεωρώ ότι αυτή είναι μια μάλλον απλοϊκή προσέγγιση ενός πολύ πιο σύνθετου θέματος. Εάν κάποιος δεν εξετάσει και δεν γνωρίζει τις αισθητικές τάσεις και τα ανάλογα ρεύματα των διαφόρων εποχών δεν μπορεί να φτάσει στην κατανόηση φαινομένων παρόμοιων με αυτό που μας απασχολεί εδώ.
Εν ολίγοις, παρατηρούμε από τον 19ο αι. μία μεταβολή γενικά στην τέχνη, τη μουσική και την εκκλησιαστική μουσική και της ανατολής η οποία (μεταβολή) συνίσταται στην μετατόπιση της έμφασης και του ενδιαφέροντος από το απρόσωπο καθολικό στο προσωπικό ατομικό. Ο καλλιτέχνης με άλλα λόγια επιχειρεί πλέον να βάλει και τον εαυτό του μέσα στο έργο (του), το οποίο, βέβαια, συνεχίζει όπως πάντα να προορίζεται για την κοινότητα. Η διαφορά όμως σε σχέση με την κλασική αντίληψη είναι ότι εκεί (στον κλασικισμό, δηλαδή) ο δημιουργός ή/και ερμηνευτής οφείλει να εκφράσει τη συνισταμένη πρόσληψη της κοινότητας· με άλλα λόγια δεν έχει ιδιαίτερα περιθώρια προσωπικής έκφρασης. Αυτή η αντίληψη εκφράζεται στη δυτική μουσική π.χ. με το μπαρόκ, όπου η συγκίνηση μεταδίδεται μέσω της δυναμικής του ίδιου του γενικού νοήματος του έργου, των κοινών εκφραστικών του τόπων που υποδηλώνουν ακριβώς την οικειότητά του με το κοινό του και των στέρεων δομών του που καθιστούν την πρόσληψη των έργων αυτών περισσότερο εγκεφαλική. Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά τα συναντάμε εμείς π.χ. στο έργο του Πέτρου Λαμπαδαρίου, τουλάχιστον σε ένα μέρος του. Απόδειξη είναι ότι αυτή η μουσική στερείται δραματικά απ' αυτό που θα ονομάζαμε "εξάρσεις", είναι με άλλα λόγια δομημένη έτσι που σχεδόν αποκλείει το στοιχείο τής έκπληξης.
Όταν όμως έρχεται η νεωτερικότητα στην τέχνη που εκφράζεται με τον ρομαντισμό, εμφανίζεται η τάση να βγουν οι άνθρωποι από αυτές τις σφιχτές, απρόσωπες, δύσκαμπτες και κάπως "ασυγκίνητες" φόρμες τού κλασικισμού. Η τάση αυτή γενικεύται και στην ανατολή, με τη διαφορά βέβαια -και αυτό είναι ίσως το πρόβλημα- ότι εμείς δεν δημιουργούμε πλέον πρωτότυπα έργα, αλλά επανεπεξεργαζόμαστε στα παλιά. Διαφαίνεται λοιπόν εδώ και η σύγκρουση των δύο "σχολών" πάνω στο ίδιο ποιητικό αντικείμενο, την υμνογραφία.
Κατά τη γνώμη μου, το να εκφραζόμαστε υποτιμητικά απέναντι στη μια ή την άλλη προσέγγιση δείχνει ανωριμότητα. Και τα δύο αυτά μοντέλα προέκυψαν από τις εκφραστικές ανάγκες τής εκάστοτε εποχής. Ούτε μπορούμε να ισχυριστούμε -αυτό δα έλειπε- ότι ο Πέτρος "άκουγε" αυτό που "άκουγε" ο Δαμασκηνός ή ο Κοσμάς ή η Κασσία όταν έγραφαν μουσική για τους ύμνους τους, 10 αιώνες πριν. Άρα και του Πέτρου η προσέγγιση δεν μπορεί να διεκδικήσει κατ' ανάγκην δάφνες μεγαλύτερης "γνησιότητας", έστω και αισθητικής. Επίσης, η δαιμονοποίηση του συναισθήματος και της συγκίνησης είναι άλλο ένα ακατανόητο ψαλτικό σύμπτωμα. Η μουσική έχει σκοπό τη δημιουργία συναισθημάτων πρωτίστως και δευτερευόντως στοχασμών στον ακροατή· και η εκκλησιαστική μουσική τα εντάσσει αυτά σε ένα πλαίσιο προσευχής και κοινής λατρείας. Δεν το λέω εγώ· ο Χρύσανθος το λέει στο θεωρητικό του: "Τέλειος δὲ Μουσικὸς λέγεται, ὅποιος δύναται μὲν νὰ ψάλλῃ, προξενῶν ἢ τέρψιν, ὴ θλίψιν, ἢ ἐνθουσιασμόν, ἢ χαύνωσιν, ἢ ἐξόρμησιν, ἢ θάρσος, ἢ δέος, ἢ κανένα ἀπὸ τὰ λοιπά, ἅ τινα δύνανται νὰ κινῶσι τὴν ψυχὴν εἰς κᾀνένα πάθος" (Μέγα Θεωρητικό, παρ. 8, η υπογράμμιση δική μου).
 
Top