Το θέμα της εργασίας είναι ο Καβοντορίτικος σκοπός, ως μία μελέτη περίπτωσης. Το πέρασμα από τα παλαιά όργανα, την τσαμπούνα, τη λύρα παλαιού τύπου και το νταούλι, τα λυροντάουλα, στα νεότερα όργανα, το βιολί και το λαούτο. Η παλαιά ανώνυμη μουσική παράδοση του τόπου, οι πρώτες ηχογραφήσεις και η τελική καθιέρωση μέσα από τη δισκογραφία του βιολιού, ενός οργανικού σκοπού σε υπερτοπικό επίπεδο. Η διερεύνηση της εξέλιξης μέσα στο χρόνο, κατά τον 20ο αιώνα, του Καβοντορίτικου από έναν αρχικά τοπικό περιορισμένο σκοπό της τσαμπούνας και της λύρας με το όνομα «Καλλιανιώτικος» ή «Γκάιντα» στα Αρβανίτικα χωριά της νότιας Εύβοιας κοντά στο ακρωτήρι Κάβο Ντόρο, γύρω από τα χωριά Άγιος Δημήτριος και Καλλιανού και την καθιέρωσή του μέσα από τη δισκογραφία, σε έναν υπερτοπικό οργανικό σκοπό που θεωρείται βασικός στο ρεπερτόριο του βιολιού στο Αιγαίο και ιδιαιτέρως στις Κυκλάδες.
Το μοτιβικό ρεπερτόριο που έχει μία μακρά ιστορική παρουσία στην περιοχή του Αιγαίου, έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την παρατακτική τεχνοτροπία. Πρόκειται για μικρές μουσικές αυτόνομες φράσεις, τα ρυθμικά και μελωδικά μοτίβα, τα οποία συντίθενται μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της τσαμπούνας που είναι το διάστημα της έκτης και με κριτήριο τη μουσική παράδοση που κουβαλάει ο τσαμπουνιέρης. Το μοτιβικό ρεπερτόριο δεν φαίνεται να έχει μεγάλες διαφοροποιήσεις στην τσαμπούνα και τη λύρα παλαιού τύπου. Είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Από την άλλη, το νεότερο βιολί, όργανο με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες και έκταση, διατηρεί μέρος της μοτιβικής μητρικής παράδοσης της τσαμπούνας, ενώ ταυτόχρονα ενσωματώνει και νέα στοιχεία. Το καθοριστικό διάστημα της έκτης μπορεί να λειτουργήσει ως κριτήριο για τον προσδιορισμό παλαιών «τσαμπουνίστικων» μοτίβων στο παίξιμο των νεότερων οργάνων.
Τα πολιτισμικά δίκτυα επικοινωνίας ανάμεσα στις κοινότητες των Αρβανιτών στη νότια Ελλάδα, τη νότια Καρυστία και τις απέναντι ακτές της Βοιωτίας και της Αττικής σε συνδυασμό με τα μουσικά δίκτυα των επαγγελματιών μουσικών που δραστηριοποιούνταν στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Εύβοιας, αλλά και στη Θήβα, τη Λειβαδιά, την Αθήνα και τα περίχωρά τους, καλλιέργησαν και καθιέρωσαν τα ρυθμικά με μελωδικά μοτίβα του Καβοντορίτικου που γνωρίζουμε σήμερα. Επιπλέον, το δίκτυο της επανάληψης μέσα από τη δισκογραφία, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο συνέβαλε ώστε ο Καβοντορίτικος να γίνει γνωστός ως ένα οργανικό βιολιστικό κομμάτι υπερτοπικής εμβέλειας. Λαϊκοί οργανοπαίχτες, δεξιοτέχνες του βιολιού, ηχογράφησαν και καθιέρωσαν στο ευρύ κοινό, ο καθένας τη δική του προσωπική εκδοχή του Καβοντορίτικου με αναφορές στην παλαιά παρατακτική παράδοση της τσαμπούνας. Οι σπουδαίες αυτές μουσικές προσωπικότητες, ο καθένας με το προσωπικό του ύφος, συνέβαλαν ώστε ο Καβοντορίτικος να καθιερωθεί, μέσα από τη δισκογραφία, ως ένα από τα βασικά κομμάτια του παραδοσιακού βιολιού, όχι μόνο στο «παν-κυκλαδικό» ρεπερτόριο, αλλά και στο υπερτοπικό ρεπερτόριο του Αιγαίου. Οι ηχογραφημένες αυτές εκτελέσεις του Καβοντορίτικου αποτελούν σημείο αναφοράς, μίμησης και αναπαραγωγής για όλους τους μεταγενέστερους λαϊκούς βιολιστές. Μέσα από το δίκτυο της παράστασης και την ανάπτυξη των κατά τόπους χορευτικών συλλόγων, ανά την Ελλάδα, ο Καβοντορίτικος έγινε τις τελευταίες δεκαετίες γνωστός στη νέα γενιά και πλέον ανήκει στο πανελλήνιο ρεπερτόριο.