Αριστόξενος

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Μήπως ξέρουμε κάτι πιο "λιανό" σε "μόρια" ή cent ή μήκος χορδής για τον "ακαριαίο τόπο" ?

Πώς εκφράζεται η αγάπη, έτσι κάτι σαν αίσθηση το ανεπαίσθητο. :)

Μέτρο μέτρησης ο τόνος, με 12 μόρια.

"δίεσις, σύμφωνα με τη σχολή του Αριστόξενου, είναι το τέταρτο τόνου,
Από πολλούς συγγραφείς η λ. δίεση χρησιμοποιούνταν γενικά για κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή για το μικρότερο δυνατό διάστημα. Ο Αριστόξενος (Ι, 14 Mb) γράφει: "η φωνή δεν μπορεί να διακρίνει, ούτε η ακοή να ξεχωρίσει, οποιοδήποτε διάστημα μικρότερο από την πιο μικρή δίεση"· αυτό σημαίνει ότι, κατά τον Αριστόξενο, δίεση είναι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να εκτελέσει η φωνή και να συλλάβει το αυτί.
Και ο Αριστείδης (Mb 14, R.P.W.-1.12) επίσης λέει: "δίεση ήταν το ελάχιστο διάστημα της φωνής". Σ' ένα αρχαίο απόσπασμα (Vincent Notices 235-236) καθορίζεται ότι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να γίνει αντιληπτό είναι η δίεση, περίπου ένα τέταρτο τόνου, αλλά σε λόγο 33/32· και είναι ένα διάστημα εξαιρετικά δύσκολο ("χαλεπώτατον") να τραγουδηθεί και όχι από τον καθένα. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Δίδυμου αυτό θα ήταν κάτι μεταξύ 32/31 και 31/30.''
 
ευχαριστώ, κ. Ζαμπέλη
άρα η συνήχηση δύο φθόγγων σε ακουστικό διάστημα μιάς υπεραυξημένης, για παράδειγμα, τρίτης ή μιάς ελάχιστα μειωμένης τετάρτης είναι "διαφωνία" σύμφωνα με τον παληό όρο.
Εκφράζοντάς το σε κλάσμα μήκους χορδής, οίον ο λόγος (3/4) : (30/31)
ή (3/4) χ (30/31)
(γράφω αντεστραμμένα τα κλάσματα)
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΜΠΕΤΣΟΣ;97606 said:
ευχαριστώ, κ. Ζαμπέλη
άρα η συνήχηση δύο φθόγγων σε ακουστικό διάστημα μιάς υπεραυξημένης, για παράδειγμα, τρίτης ή μιάς ελάχιστα μειωμένης τετάρτης είναι "διαφωνία" σύμφωνα με τον παληό όρο.
Εκφράζοντάς το σε κλάσμα μήκους χορδής, οίον ο λόγος (3/4) : (30/31)
ή (3/4) χ (30/31)
(γράφω αντεστραμμένα τα κλάσματα)

... και ο Νίκος αριθμομάγος. :) Ακόμα δεν συμφιλιώθηκα με τα κλάσματα. Αλήθεια, έγιναν τα απαραίτητα μετρήματα, τι είναι το ελάχιστο
διάστημα ότι ακούει ένας καλός ψάλτης;
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Αριστόξενος:
"τη μεν γαρ ακοή κρίνομεν τα των διαστημάτων μεγέθη, τη δε διάνοια τας των φθόγγων δυνάμεις" (με την ακοή κρίνουμε τα μεγέθη των διαστημάτων, ενώ με τη διάνοια μελετούμε τους μηχανισμούς τις λειτουργίες των φθόγγων).

[αναφέρουν ιατρικές μελέτες σήμερα, περί λειτουργία του εγκεφάλου]
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΥ
ΡΥΘΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΠΡΩΤΟΝ.
Ὁ δὲ ῥυθμός*

*Η θεωρία του Αριστόξενου βασίζεται στην αντίληψη ότι ο ρυθμός υπάρχει από μόνος του, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πραγματοποίηση, και κυλά μέσα σε μια αφηρημένη διάρκεια (πρβ. L. Laloy, Lexique d'Aristoxene, XXXI)· "ο ρυθμός ποτέ δεν αναμειγνύεται με το ρυθμικό υλικό, αλλά δίνει κάποια τάξη στο ρυθμιζόμενο (το υλικό που μπαίνει σε τάξη, που ρυθμίζεται), κάνοντας τους χρόνους να διαδέχονται ο ένας τον άλλον με τούτον ή εκείνο τον τρόπο. Ο ρυθμός και η μορφή (φόρμα) μοιάζουν στο ότι και οι δύο δεν έχουν πραγματική υπόσταση. Αληθινά, η φόρμα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το υλικό που θα τη δεχόταν· όμοια, ο ρυθμός, με την απουσία ενός στοιχείου επιδεκτικού μετρήσεως και ικανού να διαιρεί το χρόνο, δεν μπορούσε να υπάρξει· γιατί ο χρόνος δεν μπορεί να διαιρεθεί από μόνος του, πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο που να τον διαιρεί. Είναι, επομένως, ανάγκη το ρυθμικό υλικό να μπορεί να διαιρεθεί σε αντιληπτά μέρη, με τα οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η διαίρεση του χρόνου" (Αριστόξ. Ρυθμ. Στοιχ. Feussner, κεφ. 2).

ἐστιν, ὥς
φησιν Ἀριστόξενος καὶ Ἡφαιστίων*, χρόνων τάξις.

*Ηφαιστίων ο Αλεξανδρεύς [?]
(2ος μ.χ. αι.). Ο διασημότερος από τους αρχαίους γραμματικούς και "μετρικούς". Γιος του επίσης γραμματικού Πτολεμαίου του Χέννου, έζησε την εποχή των Αντωνίνων. Μελέτησε όλους τους μετά τον Αριστόξενο μετρικούς και έγραψε πολυθρύλητο μετρικό σύγγραμμα 48 βιβλίων (!), που αργότερα το εξέδωσε σε επιτομή 11 βιβλίων. Τελικά, το συνόψισε σε ένα και μόνο βιβλίο με τίτλο "Ηφαιστίωνος εγχειρίδιον περί μέτρων και περί ποιήματος". Αυτό το βιβλίο διασώθηκε και παρά τις διάφορες παραλείψεις του, θεωρείται ως το πληρέστερο έργο για την αρχαία μετρική από όσα διασώθηκαν, αποτελώντας εκτός των άλλων αρχή και θεμέλιο ολόκληρης της βυζ. μετρικής.

Πηγές
Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001

` Ῥυθμὸς δέ ἐστιν __. κατὰ δὲ Ἀρι-
στόξενον χρόνος*


*Χρόνος
στην ποίηση και τη μετρική, η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής. Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης. Κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 23 Mb), οι χρόνοι ήταν τρεις:
(α) ο βραχύς· "ο ελάχιστος και εις μερισμούς μη πίπτων" (ο μικρότερος και αδιαίρετος)·
(β) ο μακρός· "ο τούτου διπλάσιος"·
(γ) ο άλογος· "άλογος· ο του μεν βραχέος μακρύτερος, του δε μακρού ελάσσων υπάρχων· υπόσω δέ εστιν ελάσσων ή μείζων δια το λόγω δυσαπόδοτον, εξ αυτού του συμβεβηκότος άλογος εκλήθη" (εκείνος που είναι μακρότερος από τον βραχύ και μικρότερος από τον μακρό· και επειδή δεν είναι δυνατό να αποδειχτεί πόσο μικρότερος ή μακρότερος είναι, ονομάστηκε άλογος). άλογος χρόνος, κατά τον Αριστόξενο, είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να νοηθεί και να εκφραστεί με κλάσματα [τμήματα] του πρώτου χρόνου. Πρώτος χρόνος είναι για τον Αριστόξενο ο βραχύς, ο ελάχιστος: "Πρώτος χρόνος είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να διαιρεθεί με κανένα ρυθμικό τρόπο και πάνω στον οποίο δεν μπορούν να τοποθετηθούν δύο ήχοι ούτε δύο συλλαβές ή δύο ορχηστικές κινήσεις, δηλ. η χρονική μονάδα· χρόνος δίσημος είναι ο χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο, τη χρονική μονάδα. Χρόνος τρίσημος εκείνος που περιέχει τρεις φορές τον πρώτο· τετράσημος εκείνος που περιέχει τέσσερις φορές τον πρώτο· πεντάσημος πέντε φορές" (Αριστόξ. Ρυθμός 3, έκδ. Feussner· Ανών. Bell. 53, 1). Έτσι, ο πρώτος χρόνος είναι αδιαίρετος, (ασύνθετος, απλός)· όλοι οι άλλοι είναι σύνθετοι. Ο χρόνος της παύσης λεγόταν χρόνος κενός· ο Αριστείδης (40-41 Mb, R.P.W.-I. 38-39) αναγνώριζε δύο χρόνους κενούς: το λείμμα, τη βραχεία ή απλή παύση, και την πρόσθεση (πρόσθεσις), τη μακρά παύση, διπλάσια της πρώτης. Το τέλος ενός τμήματος σημειωνόταν με το σημείο ¦:, που ονομαζόταν διαστολή και σήμαινε μια διακοπή αόριστης διάρκειας.
Βλ. τα λ. παρασημαντική και ρυθμός.

Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999


διῃρημένος ἐφ᾽ ἑκάστῳ τῶν ῥυθμίζεσθαι δυνα-
μένων.
` Τῶν δὲ ῥυθμιζομένων ἕκαστον οὔτε κινεῖται *

*έρρυθμος κίνησις· ρυθμική κίνηση (λ.χ. του σώματος στο χορό).

Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής


συνεχῶς οὔτε ἠρεμεῖ, ἀλλ᾽ ἐναλλάξ. καὶ τὴν μὲν ἠρεμίαν
σημαίνει τό τε σχῆμα*

Σχήμα
Στη ρυθμοποιία, ήταν η μορφή, ένος μέτρου (ιαμβικό, αναπαιστικό κτλ.).

Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999

καὶ ὁ φθόγγος καὶ ἡ συλλαβή, οὐδενὸς
γὰρ τούτων ἐστὶν αἰσθέσθαι ἄνευ τοῦ ἠρεμῆσαι· τὴν δὲ
κίνησιν ἡ μετάβασις ἡ ἀπὸ σχήματος ἐπὶ σχῆμα καὶ ἡ ἀπὸ
φθόγγου ἐπὶ φθόγγον καὶ ἡ ἀπὸ συλλαβῆς ἐπὶ συλλαβήν. εἰσὶ
δὲ οἱ μὲν ὑπὸ τῶν ἠρεμιῶν κατεχόμενοι χρόνοι γνώριμοι, οἱ
δὲ ὑπὸ τῶν κινήσεων ἄγνωστοι διὰ σμικρότητα ὥσπερ ὅροι
τινὲς ὄντες τῶν ὑπὸ τῶν ἠρεμιῶν κατεχομένων χρόνων.
Νοητέον δὲ καὶ τοῦτο ὅτι τῶν ῥυθμικῶν συστημάτων ἕκαστον
οὐχ ὁμοίως σύγκειται ἔκ τε τῶν γνωρίμων χρόνων κατὰ τὸ ποσὸν
καὶ ἐκ τῶν ἀγνώστων, ἀλλ᾽ ἐκ μὲν τῶν γνωρίμων κατὰ τὸ
ποσὸν ὡς ἐκ μερῶν τινων σύγκειται τὰ συστήματα, ἐκ δὲ τῶν
ἀγνώστων ὡς ἐκ τῶν διοριζόντων τοὺς γνωρίμους κατὰ τὸ
ποσὸν χρόνους.
` Ὁ δὲ ῥυθμὸς οὐ γίνεται ἐξ ἑνὸς χρόνου, ἀλλὰ
προσδεῖται ἡ γένεσις αὐτοῦ τοῦ τε προτέρου καὶ τοῦ ὑστέρου.
` Καὶ πρῶτόν γε ὅτι πᾶν μέτρον πρὸς τὸ με-
τρούμενόν πως καὶ πέφυκε καὶ λέγεται. ὥστε καὶ ἡ συλλαβὴ
οὕτως ἂν ἔχοι πρὸς τὸν ῥυθμὸν ὡς τὸ μέτρον πρὸς τὸ με-
τρούμενον, εἴπερ τοιοῦτόν ἐστιν οἷον μετρεῖν τὸν ῥυθμόν.
ἀλλὰ τοῦτον μὲν τὸν λόγον οἱ παλαιοὶ ἔφασαν ῥυθμικοί, ὁ
δέ γε Ἀριστόξενος οὐκ ἔστι, φησί, μέτρον ἡ συλλαβή. πᾶν γὰρ
μέτρον αὐτό τε ὡρισμένον ἐστὶ κατὰ τὸ ποσὸν καὶ πρὸς τὸ με-
τρούμενον ὡρισμένως ἔχει. ἡ δὲ συλλαβὴ οὐκ ἔστι κατὰ
τοῦτο ὡρισμένη πρὸς τὸν ῥυθμὸν ὡς τὸ μέτρον πρὸς τὸ με-
τρούμενον, ἡ γὰρ συλλαβὴ οὐκ ἀεὶ τὸν αὐτὸν χρόνον κατέχει,
τὸ δὲ μέτρον ἠρεμεῖν δεῖ κατὰ τὸ ποσὸν καθὸ μέτρον ἐστὶ καὶ
τὸ τοῦ χρόνου μέτρον ὡσαύτως κατὰ τὸ ἐν τῷ χρόνῳ ποσόν,
ἡ δὲ συλλαβὴ χρόνου τινὸς μέτρον οὖσα οὐκ ἠρεμεῖ κατὰ τὸν
χρόνον, μεγέθη μὲν γὰρ χρόνων οὐκ ἀεὶ τὰ αὐτὰ κατέχουσιν
αἱ συλλαβαί, λόγον μέντοι τὸν αὐτὸν ἀεὶ τῶν μεγεθῶν· ἥμισυ
μὲν γὰρ κατέχειν τὴν βραχεῖαν χρόνου, διπλάσιον δὲ τὴν
μακράν.



ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΥ
ΡΥΘΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ.
Ὅτι μὲν τοῦ ῥυθμοῦ πλείους εἰσὶ φύσεις καὶ ποία τις
αὐτῶν ἑκάστη καὶ διὰ τίνας αἰτίας τῆς αὐτῆς ἔτυχον προσηγο-
ρίας καὶ τί αὐτῶν ἑκάστῃ ὑπόκειται, ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἰρη-
μένον. νῦν δὲ ἡμῖν περὶ αὐτοῦ λεκτέον τοῦ ἐν μουσικῇ τατ-
τομένου ῥυθμοῦ.
Ὅτι μὲν οὖν περὶ τοὺς χρόνους ἐστὶ καὶ τὴν τούτων
αἴσθησιν, εἴρηται μὲν καὶ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν, λεκτέον δὲ καὶ
πάλιν νῦν, ἀρχὴ γὰρ τρόπον τινὰ τῆς περὶ τοὺς ῥυθμοὺς
ἐπιστήμης ἐστὶν αὕτη.
Νοητέον δὲ δύο τινὰς φύσεις ταύτας, τήν τε τοῦ ῥυθμοῦ
καὶ τὴν τοῦ ῥυθμιζομένου, παραπλησίως ἐχούσας πρὸς ἀλλήλας
ὥσπερ ἔχει τὸ σχῆμα καὶ τὸ σχηματιζόμενον πρὸς αὑτά.
Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα πλείους ἰδέας λαμβάνει σχημάτων, ἐὰν
αὐτοῦ τὰ μέρη τεθῇ διαφερόντως, ἤτοι πάντα ἤ τινα αὐτῶν,
οὕτω καὶ τῶν ῥυθμιζομένων ἕκαστον πλείους λαμβάνει μορφάς,
οὐ κατὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν, ἀλλὰ κατὰ τὴν τοῦ ῥυθμοῦ. ἡ γὰρ
αὐτὴ λέξις εἰς χρόνους τεθεῖσα διαφέροντας ἀλλήλων λαμβάνει
τινὰς διαφορὰς τοιαύτας, αἵ εἰσιν ἴσαι αὐταῖς τῆς τοῦ ῥυθμοῦ
φύσεως διαφοραῖς. Ὁ αὐτὸς δὲ λόγος καὶ ἐπὶ τοῦ μέλους
καὶ εἴ τι ἄλλο πέφυκε ῥυθμίζεσθαι τῷ τοιούτῳ ῥυθμῷ ὅς ἐστιν
ἐκ χρόνων συνεστηκώς.
Ἐπάγειν δὲ δεῖ τὴν αἴσθησιν ἐνθένδε περὶ τῆς εἰρη-
μένης ὁμοιότητος, πειρωμένους συνορᾶν καὶ περὶ ἑκατέρου
τῶν, εἰρημένων, οἷον τοῦ τε ῥυθμοῦ καὶ τοῦ ῥυθμιζομένου
Τῶν τε γὰρ πεφυκότων σχηματίζεσθαι σωμάτων οὐδενὶ οὐ-
δέν ἐστι τῶν σχημάτων τὸ αὐτό, ἀλλὰ διάθεσίς τίς ἐστι τῶν
τοῦ σώματος μερῶν τὸ σχῆμα, γινόμενον ἐκ τοῦ σχεῖν πως
ἕκαστον αὐτῶν, ὅθεν δὴ καὶ σχῆμα ἐκλήθη· ὅ τε ῥυθμὸς ὡσαύ-
τως οὐδενὶ τῶν ῥυθμιζομένων ἐστὶ τὸ αὐτό, ἀλλὰ τῶν διατι-
θέντων πως τὸ ῥυθμιζόμενον καὶ ποιούντων κατὰ τοὺς χρό-
νους τοιόνδε ἢ τοιόνδε.
Προσέοικε δὲ ἀλλήλοις τὰ εἰρημένα καὶ τῷ μὴ γίνεσθαι
καθ᾽ αὑτά. Τό τε γὰρ σχῆμα, μὴ ὑπάρχοντος τοῦ δεξομένου
αὐτό, δῆλον ὡς ἀδυνατεῖ γενέσθαι· ὅ τε ῥυθμὸς ὡσαύτως χωρὶς
τοῦ ῥυθμισθησομένου καὶ τέμνοντος τὸν χρόνον οὐ δύναται
γίνεσθαι, ἐπειδὴ ὁ μὲν χρόνος αὐτὸς αὑτὸν οὐ τέμνει, καθάπερ
ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἴπομεν, ἑτέρου δέ τινος δεῖ τοῦ διαιρήσον-
τος αὐτόν. Ἀναγκαῖον οὖν ἂν εἴη μεριστὸν εἶναι τὸ ῥυθμιζό-
μενον γνωρίμοις μέρεσιν, οἷς διαιρήσει τὸν χρόνον.
Ἀκόλουθον δέ ἐστι τοῖς, εἰρημένοις καὶ αὐτῷ τῷ φαινο-
μένῳ τὸ λέγειν, τὸν ῥυθμὸν γίνεσθαι, ὅταν ἡ τῶν χρόνων διαί-
ρεσις τάξιν τινὰ λάβῃ ἀφωρισμένην, οὐ γὰρ πᾶσα χρόνων τάξις
ἔνρυθμος. Πιθανὸν μὲν οὖν καὶ χωρὶς λόγου, τὸ μὴ πᾶσαν
χρόνων τάξιν ἔνρυθμον εἶναι· δεῖ δὲ καὶ διὰ τῶν ὁμοιοτή-
των ἐπάγειν τὴν διάνοιαν καὶ πειρᾶσθαι κατανοεῖν ἐξ ἐκείνων,
ἕως ἂν παραγένηται ἡ ἐξ αὐτοῦ τοῦ πράγματος πίστις. Ἔστι
δὲ ἡμῖν γνώριμα τὰ περὶ τὴν τῶν γραμμάτων σύνθεσιν καὶ τὰ
περὶ τὴν τῶν διαστημάτων, ὅτι οὔτ᾽ ἐν τῷ διαλέγεσθαι πάντα
τρόπον τὰ γράμματα συντίθεμεν, οὔτ᾽ ἐν τῷ μελῳδεῖν τὰ δια-
στήματα, ἀλλ᾽ ὀλίγοι μέν τινές εἰσιν οἱ τρόποι καθ᾽ οὓς
συντίθεται τὰ εἰρημένα πρὸς ἄλληλα, πολλοὶ δὲ καθ᾽ οὓς οὔτε
ἡ φωνὴ δύναται συντίθεσθαι φθεγγομένη, οὔτε ἡ αἴσθησις προς-
δέχεται, ἀλλ᾽ ἀποδοκιμάζει. Διὰ ταύτην γὰρ τὴν αἰτίαν τὸ μὲν
ἡρμοσμένον εἰς πολὺ ἐλάττους ἰδέας τίθεται, τὸ δὲ ἀνάρμοστον
εἰς πολὺ πλείους. Οὕτω δὲ καὶ τὰ περὶ τοὺς χρόνους ἔχοντα
φανήσεται· πολλαὶ μὲν γὰρ αὐτῶν συμμετρίαι τε καὶ τάξεις
ἀλλότριαι φαίνονται τῆς αἰσθήσεως οὖσαι, ὀλίγαι δέ τινες
οἰκεῖαί τε καὶ δυναταὶ ταχθῆναι εἰς τὴν τοῦ ῥυθμοῦ φύσιν. Τὸ
δὲ ῥυθμιζόμενόν ἐστι μὲν κοινόν πως ἀρρυθμίας τε καὶ ῥυθμοῦ·
ἀμφότερα γὰρ πέφυκεν ἐπιδέχεσθαι τὸ ῥυθμιζόμενον τὰ συστή-
ματα, τό τε εὔρυθμον καὶ τὸ ἄρρυθμον. Καλῶς δ᾽ εἰπεῖν
τοιοῦτον νοητέον τὸ ῥυθμιζόμενον, οἷον δύνασθαι μετατίθεσθαι
εἰς χρόνων μεγέθη παντοδαπὰ καὶ εἰς ξυνθέσεις παντοδαπάς.
Διαιρεῖται δὲ ὁ χρόνος ὑπὸ τῶν ῥυθμιζομένων τοῖς ἑκά-
στου αὐτῶν μέρεσιν. Ἔστι δὲ τὰ ῥυθμιζόμενα τρία· λέξις*

*Λέξις [?]
λόγος, λέξη. Στη μουσική, συχνά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς το κρούσις (οργανική, έγχορδη μουσική) ή προς το ωδή (τραγούδι).
Ανώνυμος (Bell. 78, 68): "Διπλούς ο χαρακτήρ των φθόγγων είληπται, επειδή και διπλήν έχει την χρήσιν· επί λέξεως γαρ και κρούσεως" (Η γραφή των φθόγγων είναι διπλή στο χαρακτήρα, γιατί εξυπηρετεί διπλό σκοπό: [να δηλώνει] το κείμενο [τις λέξεις] και το οργανικό μέρος). Πλάτων (Νόμοι, 816D): "κατά λέξιν τε και ωδήν και κατά όρχησιν" (σύμφωνα με τη λέξη [τις λέξεις], το τραγούδι και την όρχηση).

Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999

, μέλος,*

*Μέλος
γενικά, μέλος, τμήμα. Στη μουσική, χορικό ή λυρικό τραγούδι· μελωδία γενικά. Στη φωνητική μουσική αποτελείται από τρία στοιχεία: τους φθόγγους, το ρυθμό και τα λόγια. Ο Ανώνυμος (Bell. 46, 29) ονομάζει τέλειον μέλος εκείνο που αποτελείται από λόγια, μελωδία και ρυθμό" ("τέλειον δε μέλος εστί το συγκείμενον εκ τε λέξεως και μέλους και ρυθμού"). Η χρησιμοποίηση από τον Ανώνυμο της λέξης "μέλος" αντί φθόγγου (ή αρμονίας) είναι χαρακτηριστική και δείχνει τη χρήση του όρου "μέλος" στη σημασία εναλλαγής φθόγγων. Ο Πλάτων (Πολιτεία Γ', 398D) καθορίζει τα συστατικά μέρη ή στοιχεία του μέλους ως εξής: "το μέλος έχει τρία στοιχεία, τις λέξεις, τη μελωδία και το ρυθμό" ("λόγος, αρμονία, ρυθμός"). Ο Βακχείος (Εισ. 78) καθορίζει το μέλος ως: "το εκ φθόγγων και διαστημάτων και χρόνων συγκείμενον" (το αποτελούμενο από νότες και διαστήματα και χρόνους [διάρκειες]). Έτσι, το μέλος είναι επίσης συνώνυμο της μελωδίας σε μια γενική σημασία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην οργανική μουσική, όπου δεν υπάρχουν λόγια. Ο Σώπατρος λέει (Αθήν. Δ', 176A, 78): "και το μόναυλον μέλος ήχησε" (και ήχησε τη μελωδία με το μόναυλο). μουσικόν μέλος σήμαινε τη φωνητική μελωδία σε αντιδιαστολή προς το "οργανικό μέλος".
Βλ. τα λ. ηρμοσμένος και λογώδες μέλος.

Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999

κίνησις σωματική. ὥστε διαιρήσει τὸν χρόνον ἡ μὲν λέξις τοῖς
αὑτῆς μέρεσιν, οἷον γράμμασι καὶ συλλαβαῖς καὶ ῥήμασι καὶ πᾶσι
τοῖς τοιούτοις· τὸ δὲ μέλος τοῖς ἑαυτοῦ φθόγγοις τε καὶ
διαστήμασι καὶ συστήμασιν· ἡ δὲ κίνησις σημείοις τε καὶ σχήμασι
καὶ εἴ τι τοιοῦτόν ἐστι κινήσεως μέρος.
Καλείσθω δὲ πρῶτος μὲν τῶν χρόνων*

* Πρώτος χρόνος είναι για τον Αριστόξενο ο βραχύς, ο ελάχιστος: "Πρώτος χρόνος είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να διαιρεθεί με κανένα ρυθμικό τρόπο και πάνω στον οποίο δεν μπορούν να τοποθετηθούν δύο ήχοι ούτε δύο συλλαβές ή δύο ορχηστικές κινήσεις, δηλ. η χρονική μονάδα·

Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999


ὁ ὑπὸ μηδενὸς
τῶν ῥυθμιζομένων δυνατὸς ὢν διαιρεθῆναι, δίσημος *

*χρόνος δίσημος είναι ο χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο, τη χρονική μονάδα.


δὲ ὁ δὶς
τούτῳ καταμετρούμενος, τρίσημος*

*Χρόνος τρίσημος εκείνος που περιέχει τρεις φορές τον πρώτο·



δὲ ὁ τρίς, τετράσημος *

*τετράσημος εκείνος που περιέχει τέσσερις φορές τον πρώτο·


δὲ
ὁ τετράκις. κατὰ ταὐτὰ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν μεγεθῶν τὰ
ὀνόματα ἕξει. Τὴν δὲ τοῦ πρώτου δύναμιν πειρᾶσθαι δεῖ κατα-
μανθάνειν τόνδε τὸν τρόπον. Τῶν σφόδρα φαινομένων ἐστὶ
τῇ αἰσθήσει τὸ μὴ λαμβάνειν εἰς ἄπειρον ἐπίτασιν τὰς τῶν κι-
νήσεων ταχυτῆτας, ἀλλ᾽ ἵστασθαί που συναγομένους τοὺς χρό-
νους, ἐν οἷς τίθεται τὰ μέρη τῶν κινουμένων· λέγω δὲ τῶν
οὕτω κινουμένων, ὡς ἥ τε φωνὴ κινεῖται λέγουσά τε καὶ μελ-
ῳδοῦσα καὶ τὸ _σῶμ_α σῆμα σημαῖνόν τε καὶ ὀρχούμενον καὶ
τὰς λοιπὰς τῶν τοιούτων κινήσεων κινούμενον. Τούτων δὲ
οὕτως ἔχειν φαινομένων, δῆλον ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστιν εἶναί τινας
ἐλαχίστους χρόνους, ἐν οἷς ὁ μελῳδῶν θήσει τῶν φθόγγων
ἕκαστον. Ὁ αὐτὸς δὲ λόγος καὶ περὶ τῶν ξυλλαβῶν δῆλον ὅτι
καὶ περὶ τῶν σημείων. Ἐν ᾧ δὴ χρόνῳ μήτε δύο φθόγγοι
δύνανται τεθῆναι κατὰ μηδένα τρόπον, μήτε δύο ξυλλαβαί, μήτε
δύο σημεῖα, τοῦτον πρῶτον ἐροῦμεν χρόνον. Ὃν δὲ τρόπον
λήψεται τοῦτον ἡ αἴσθησις, φανερὸν ἔσται ἐπὶ τῶν ποδικῶν
σχημάτων.
Λέγομεν δέ τινα καὶ ἀσύνθετον χρόνον*

*ο πρώτος χρόνος είναι αδιαίρετος, (ασύνθετος, απλός)· όλοι οι άλλοι είναι σύνθετοι.


πρὸς τὴν τῆς
ῥυθμοποιίας*

*Ρυθμοποιία
η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού. Κατά τον Αριστείδη (Περί μουσ. 42 Mb), "ρυθμοποιΐα δε εστι δύναμις ποιητική ρυθμού" (ρυθμοποιία είναι μια ικανότητα δημιουργική ρυθμού). Η ρυθμοποιία υποδιαιρείται, κατά τον Αριστείδη (ό.π. 43 Mb), όπως και η μελοποιία, "στη λήψη (λήψις), με την οποία μαθαίνουμε ποια είδη ρυθμού πρέπει να διαλέξουμε, στη χρήση (χρήσις· εφαρμογή), με την οποία προσαρμόζουμε τις άρσεις και τις θέσεις, και στη μείξη (μίξις), που μας διδάσκει πώς να συνυφάνουμε κατάλληλα τους ρυθμούς". Σκοπός της ρυθμοποιίας είναι η προσαρμογή των λέξεων, των μελών και των κινήσεων σε ρυθμικά σχήματα. Με ένα γενικό τρόπο, η ρυθμοποιία ασχολείται με τη μετατροπή του αόριστου ρυθμού σε συγκεκριμένες ρυθμικές μορφές, δηλ. είναι η ρυθμική σύνθεση, ενώ ρυθμική είναι η επιστήμη που ασχολείται με τα τεχνικά προβλήματα του ρυθμού.

Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999

χρῆσιν ἀναφέροντες. Ὅτι δ᾽ ἐστὶν οὐ τὸ αὐτὸ
ῥυθμοποιία τε καὶ ῥυθμός, σαφὲς μὲν οὔπω ῥᾴδιόν ἐστι ποιῆ-
σαι, πιστευέσθω δὲ διὰ τῆς ῥηθησομένης ὁμοιότητος. Ὥσπερ
γὰρ ἐν τῇ τοῦ μέλους φύσει τεθεωρήκαμεν, ὅτι οὐ τὸ αὐτὸ
σύστημά τε καὶ μελοποιία, οὐδὲ τόνος, οὐδὲ γένος, οὐδὲ με-
ταβολή, οὕτως ὑποληπτέον ἔχειν καὶ περὶ τοὺς ῥυθμούς τε
καὶ ῥυθμοποιίας, ἐπειδήπερ τοῦ μέλους χρῆσίν τινα τὴν μελο-
ποιίαν εὕρομεν οὖσαν, ἐπί τε τῆς ῥυθμικῆς πραγματείας τὴν
ῥυθμοποιίαν ὡσαύτως χρῆσίν τινά φαμεν εἶναι. Σαφέστερον δὲ
τοῦτο εἰσόμεθα προελθούσης τῆς πραγματείας. Ἀσύνθετον δὴ
_καὶ σύνθετον_ χρόνον πρὸς τὴν τῆς ῥυθμοποιίας χρῆσιν βλέπον-
τες ἐροῦμεν οἷον τόδε τι· _ἐάν τ_ι χρόνου μέγεθος ὑπὸ μιᾶς
ξυλλαβῆς ἢ ὑπὸ φθόγγου ἑνὸς ἢ σημείου καταληφθῇ, ἀσύνθε-
τον τοῦτον ἐροῦμεν τὸν χρόνον· ἐὰν δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο μέ-
γεθος ὑπὸ πλειόνων φθόγγων ἢ ξυλλαβῶν ἢ σημείων κατα-
ληφθῇ, σύνθετος ὁ χρόνος οὗτος ῥηθήσεται. Λάβοι δ᾽ ἄν τις
παράδειγμα τοῦ εἰρημένου ἐκ τῆς περὶ τὸ ἡρμοσμένον πραγ-
ματείας· καὶ γὰρ ἐκεῖ τὸ αὐτὸ μέγεθος ἡ μὲν ἁρμονία σύνθε-
τον, τὸ δὲ χρῶμα ἀσύνθετον, καὶ πάλιν τὸ μὲν διάτονον
ἀσύνθετον, τὸ δὲ χρῶμα σύνθετον, ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ αὐτὸ γένος
τὸ αὐτὸ μέγεθος ἀσύνθετόν τε καὶ σύνθετον ποιεῖ, οὐ μέντοι
ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ τοῦ συστήματος. Διαφέρει γὰρ τὸ παρά-
δειγμα τοῦ προβλήματος τῷ τὸν μὲν χρόνον ὑπὸ τῆς ῥυθμο-
ποιίας ἀσύνθετόν τε καὶ σύνθετον γίνεσθαι, τὸ δὲ διάστημα ὑπ᾽
αὐτῶν τῶν γενῶν ἢ τῆς τοῦ συστήματος τάξεως. Περὶ μὲν οὖν
ἀσυνθέτου καὶ συνθέτου χρόνου καθόλου τοῦτον τὸν τρόπον
διωρίσθω.
Μερισθέντος δὲ τοῦ προβλήματος ὡδί, ἁπλῶς μὲν ἀσύν-
θετος λεγέσθω ὁ ὑπὸ μηδενὸς τῶν ῥυθμιζομένων διῃρημένος·
ὡσαύτως δὲ καὶ σύνθετος ὁ ὑπὸ πάντων τῶν ῥυθμιζομένων
διῃρημένος· πὴ δὲ σύνθετος καί πη ἀσύνθετος ὁ ὑπὸ μέν τινος
διῃρημένος, ὑπὸ δέ τινος ἀδιαίρετος ὤν. Ὁ μὲν οὖν ἁπλῶς
ἀσύνθετος τοιοῦτος ἄν τις εἴη, οἷος μήθ᾽ ὑπὸ ξυλλαβῶν
πλειόνων, μήθ᾽ ὑπὸ φθόγγων, μήθ᾽ ὑπὸ σημείων κατέχεσθαι· ὁ
δ᾽ ἁπλῶς σύνθετος, ὁ ὑπὸ πάντων καὶ πλειόνων ἢ ἑνὸς
κατεχόμενος· ὁ δὲ μικτός, ᾧ συμβέβηκεν ὑπὸ φθόγγου μὲν
ἑνός, ὑπὸ ξυλλαβῶν δὲ πλειόνων καταληφθῆναι, ἢ ἀνάπαλιν
ὑπὸ ξυλλαβῆς μὲν μιᾶς, ὑπὸ φθόγγων δὲ πλειόνων.
Ὧι δὲ σημαινόμεθα τὸν ῥυθμὸν καὶ γνώριμον ποιοῦμεν τῇ
αἰσθήσει, πούς ἐστιν εἷς ἢ πλείους ἑνός. Τῶν δὲ ποδῶν οἱ
μὲν ἐκ δύο χρόνων σύγκεινται τοῦ τε ἄνω καὶ τοῦ κάτω, οἱ
δὲ ἐκ τριῶν, δύο μὲν τῶν ἄνω, ἑνὸς δὲ τοῦ κάτω, ἢ ἐξ ἑνὸς
μὲν τοῦ ἄνω, δύο δὲ τῶν κάτω, _οἱ δὲ ἐκ τεττάρων, δύο
μὲν τῶν ἄνω, δύο δὲ τῶν κάτ_ω. Ὅτι μὲν οὖν ἐξ ἑνὸς χρό-
νου ποὺς οὐκ ἂν εἴη φανερόν, ἐπειδήπερ ἓν σημεῖον οὐ ποιεῖ
διαίρεσιν χρόνου· ἄνευ γὰρ διαιρέσεως χρόνου ποὺς οὐ δοκεῖ
γίνεσθαι. Τοῦ δὲ λαμβάνειν τὸν πόδα πλείω τῶν δύο σημεῖα
τὰ μεγέθη τῶν ποδῶν αἰτιατέον. οἱ γὰρ ἐλάττους τῶν πο-
δῶν, εὐπερίληπτον τῇ αἰσθήσει τὸ μέγεθος ἔχοντες, εὐσύνοπτοί
εἰσι καὶ διὰ τῶν δύο σημείων· οἱ δὲ μεγάλοι τοὐναντίον πεπόν-
θασι, δυσπερίληπτον γὰρ τῇ αἰσθήσει τὸ μέγεθος ἔχοντες, πλειό-
νων δέονται σημείων, ὅπως εἰς πλείω μέρη διαιρεθὲν τὸ
τοῦ ὅλου ποδὸς μέγεθος εὐσυνοπτότερον γίνηται. Διὰ τί δὲ
οὐ γίνεται πλείω σημεῖα τῶν τεττάρων, οἷς ὁ ποὺς χρῆται κατὰ
τὴν αὑτοῦ δύναμιν, ὕστερον δειχθήσεται.
Δεῖ δὲ μὴ διαμαρτεῖν ἐν τοῖς νῦν εἰρημένοις, ὑπολαμβά-
νοντας, μὴ μερίζεσθαι πόδα εἰς πλείω τῶν τεττάρων ἀριθμόν.
Μερίζονται γὰρ ἔνιοι τῶν ποδῶν εἰς διπλάσιον τοῦ εἰρημένου
πλήθους ἀριθμὸν καὶ εἰς πολλαπλάσιον. ἀλλ᾽ οὐ καθ᾽ αὑτὸν
ὁ ποὺς εἰς τὸ πλέον τοῦ εἰρημένου πλήθους μερίζεται, ἀλλ᾽ ὑπὸ
τῆς ῥυθμοποιίας διαιρεῖται τὰς τοιαύτας διαιρέσεις. νοητέον
δὲ χωρὶς τά τε τὴν τοῦ ποδὸς δύναμιν φυλάσσοντα σημεῖα καὶ
τὰς ὑπὸ τῆς ῥυθμοποιίας γινομένας διαιρέσεις· καὶ προσθετέον
δὲ τοῖς εἰρημένοις, ὅτι τὰ μὲν ἑκάστου ποδὸς σημεῖα διαμένει
ἴσα ὄντα καὶ τῷ ἀριθμῷ καὶ τῷ μεγέθει, αἱ δ᾽ ὑπὸ τῆς ῥυθμο-
ποιίας γινόμεναι διαιρέσεις πολλὴν λαμβάνουσι ποικιλίαν. Ἔσται
δὲ τοῦτο καὶ ἐν τοῖς ἔπειτα φανερόν.
Ὥρισται δὲ τῶν ποδῶν ἕκαστος ἤτοι λόγῳ τινὶ ἢ ἀλο-
γίᾳ τοιαύτῃ, ἥτις δύο λόγων γνωρίμων τῇ αἰσθήσει ἀνὰ μέσον
ἔσται. Γένοιτο δ᾽ ἂν τὸ εἰρημένον ὧδε καταφανές· εἰ λη-
φθείησαν δύο πόδες, ὁ μὲν ἴσον τὸ ἄνω τῷ κάτω ἔχων καὶ
δίσημον ἑκάτερον, ὁ δὲ τὸ μὲν κάτω δίσημον, τὸ δὲ ἄνω ἥμισυ,
τρίτος δέ τις ληφθείη ποὺς παρὰ τούτους, τὴν μὲν βάσιν ἴσην
αὖ τοῖς ἀμφοτέροις ἔχων, τὴν δὲ ἄρσιν μέσον μέγεθος ἔχου-
σαν τῶν ἄρσεων. Ὁ γὰρ τοιοῦτος ποὺς ἄλογον μὲν ἕξει τὸ
ἄνω πρὸς τὸ κάτω· ἔσται δ᾽ ἡ ἀλογία μεταξὺ δύο λόγων γνω-
ρίμων τῇ αἰσθήσει, τοῦ τε ἴσου καὶ τοῦ διπλασίου. καλεῖται
δ᾽ οὗτος χορεῖος ἄλογος.
Δεῖ δὲ μηδ᾽ ἐνταῦθα διαμαρτεῖν, ἀγνοηθέντος τοῦ τε
ῥητοῦ καὶ τοῦ ἀλόγου, τίνα τρόπον ἐν τοῖς περὶ τοὺς ῥυθμοὺς
λαμβάνεται. Ὥσπερ οὖν ἐν τοῖς διαστηματικοῖς στοιχείοις τὸ
μὲν κατὰ μέλος ῥητὸν ἐλήφθη, ὃ πρῶτον μέν ἐστι μελῳδού-
μενον, ἔπειτα γνώριμον κατὰ μέγεθος, ἤτοι ὡς τά τε σύμφωνα
καὶ ὁ τόνος ἢ ὡς τὰ τούτοις σύμμετρα, τὸ δὲ κατὰ τοὺς τῶν
ἀριθμῶν μόνον λόγους ῥητόν, ᾧ συνέβαινεν ἀμελῳδήτῳ εἶναι·
οὕτω καὶ ἐν τοῖς ῥυθμοῖς ὑποληπτέον ἔχειν τό τε ῥητὸν καὶ
τὸ ἄλογον. Τὸ μὲν γὰρ κατὰ τὴν τοῦ ῥυθμοῦ φύσιν λαμβάνε-
ται ῥητόν, τὸ δὲ κατὰ τοὺς τῶν ἀριθμῶν μόνον λόγους. Τὸ
μὲν οὖν ἐν ῥυθμῷ λαμβανόμενον ῥητὸν χρόνου μέγεθος πρῶ-
τον μὲν δεῖ τῶν πιπτόντων εἰς τὴν ῥυθμοποιίαν εἶναι, ἔπειτα
τοῦ ποδὸς ἐν ᾧ τέτακται μέρος εἶναι ῥητόν· τὸ δὲ κατὰ τοὺς
τῶν ἀριθμῶν λόγους λαμβανόμενον ῥητὸν τοιοῦτόν τι δεῖ νοεῖν
οἷον ἐν τοῖς διαστηματικοῖς τὸ δωδεκατημόριον τοῦ τόνου καὶ
εἴ τι τοιοῦτον ἄλλο ἐν ταῖς τῶν διαστημάτων παραλλαγαῖς λαμ-
βάνεται. Φανερὸν δὲ διὰ τῶν εἰρημένων, ὅτι ἡ μέση ληφθεῖσα
τῶν ἄρσεων οὐκ ἔσται σύμμετρος τῇ βάσει· οὐδὲν γὰρ αὐτῶν
μέτρον ἐστὶ κοινὸν ἔνρυθμον.
Τῶν δὲ ποδικῶν διαφορῶν ἐκκείσθωσαν αἱ ἑπτά·
πρώτη μέν, καθ᾽ ἣν μεγέθει διαφέρουσιν ἀλλήλων·
δευτέρα δέ, καθ᾽ ἣν γένει·
τρίτη δέ, καθ᾽ ἣν οἱ μὲν ῥητοί, οἱ δ᾽ ἄλογοι τῶν ποδῶν εἰσι·
τετάρτη δέ, καθ᾽ ἣν οἱ μὲν ἀσύνθετοι, οἱ δὲ σύνθετοι·
πέμπτη δέ, καθ᾽ ἣν διαιρέσει διαφέρουσιν ἀλλήλων·
ἕκτη δέ, καθ᾽ ἣν σχήματι διαφέρουσιν ἀλλήλων·
ἑβδόμη δέ, καθ᾽ ἣν ἀντιθέσει.
Μεγέθει μὲν οὖν διαφέρει ποὺς ποδός, ὅταν τὰ μεγέθη
τῶν ποδῶν, ἃ κατέχουσιν οἱ πόδες, ἄνισα ᾖ.
Γένει δὲ ὅταν οἱ λόγοι διαφέρωσιν ἀλλήλων οἱ τῶν
ποδῶν, οἷον ὅταν ὁ μὲν τὸν τοῦ ἴσου λόγον ἔχῃ, ὁ δὲ τὸν
τοῦ διπλασίου, ὁ δ᾽ ἄλλον τινὰ τῶν ἐνρύθμων χρόνων.
Οἱ δ᾽ ἄλογοι διαφέρουσι τῶν ῥητῶν τῷ τὸν ἄνω χρόνον
πρὸς τὸν κάτω μὴ εἶναι ῥητόν.
Οἱ δ᾽ ἀσύνθετοι τῶν συνθέτων διαφέρουσι τῷ μὴ διαι-
ρεῖσθαι εἰς πόδας, τῶν συνθέτων διαιρουμένων.
Διαιρέσει δὲ διαφέρουσιν ἀλλήλων, ὅταν τὸ αὐτὸ μέγε-
θος εἰς ἄνισα μέρη διαιρεθῇ, ἤτοι κατὰ ἀμφότερα, κατά τε τὸν
ἀριθμὸν καὶ κατὰ τὰ μεγέθη, ἢ κατὰ θἄτερα.
Σχήματι δὲ διαφέρουσιν ἀλλήλων, ὅταν τὰ αὐτὰ μέρη τοῦ
αὐτοῦ μεγέθους μὴ ὡσαύτως ᾖ _διῃρημέν_α.
Ἀντιθέσει δὲ διαφέρουσιν ἀλλήλων οἱ τὸν ἄνω χρόνον
πρὸς τὸν κάτω ἀντικείμενον ἔχοντες. Ἔσται δὲ ἡ διαφορὰ αὕτη
ἐν τοῖς ἴσοις μέν, ἄνισον δὲ _τάξιν_ ἔχουσι τῶν ἄνω χρόνων
_κα_ὶ τῶν κάτω.
Τῶν δὲ ποδῶν _τῶν_ καὶ συνεχῆ ῥυθμοποιίαν ἐπιδεχομέ-
νων τρία γένη ἐστί· τό τε δακτυλικὸν *

*Δακτυλικό γένος ήταν το γένος, όπου η σχέση θέσης και άρσης ήταν 2 προς 2.


καὶ τὸ ἰαμβικὸν *

* ιαμβικόν μέτρον. ιαμβικόν γένος· το ρυθμικό γένος, όπου η άρση και η θέση ήταν σε σχέση 1 προς 2.

καὶ τὸ
παιωνικόν*


*Ο Αριστείδης (Περί μουσ. Mb 38, R.P.W.-I. 37) διακρίνει στο παιωνικό γένος δύο απλούς πόδες, τον παίωνα διάγυιον, - U -, και τον παίωνα επιβατόν, - - ¦ - - - παιωνικόν μέτρον· μέτρο από παίωνες.


. Δακτυλικὸν μὲν οὖν ἐστι τὸ ἐν _τ_ῷ ἴσῳ λόγῳ,
ἰαμβικὸν δὲ τὸ ἐν τῷ διπλασίῳ, παιωνικὸν δὲ τὸ ἐν τῷ ἡμιολίῳ.
Τῶν δὲ ποδῶν ἐλάχιστοι μέν εἰσιν οἱ ἐν τῷ τρισήμῳ *

*Χρόνος τρίσημος εκείνος που περιέχει τρεις φορές τον πρώτο·

μεγέθει· τὸ γὰρ δίσημον μέγεθος παντελῶς ἂν ἔχοι πυκνὴν
τὴν ποδικὴν σημασίαν. Γίνονται δὲ ἰαμβικοὶ τῷ γένει οὗτοι
οἱ ἐν τρισήμῳ μεγέθει· ἐν γὰρ τοῖς τρισὶν ὁ τοῦ διπλασίου
μόνος ἔσται λόγος. Δεύτεροι δ᾽ εἰσὶν οἱ ἐν τῷ τετρασήμῳ
μεγέθει· εἰσὶ δ᾽ οὗτοι δακτυλικοὶ τῷ γένει· ἐν γὰρ τοῖς τέτρασι
δύο λαμβάνονται λόγοι, ὅ τε τοῦ ἴσου καὶ ὁ τοῦ τριπλασίου·
ὧν ὁ μὲν τοῦ τριπλασίου οὐκ ἔρρυθμός ἐστιν, ὁ δὲ τοῦ ἴσου
εἰς τὸ δακτυλικὸν πίπτει γένος. Τρίτοι δέ εἰσι κατὰ τὸ μέγεθος
οἱ ἐν πεντασήμῳ μεγέθει· ἐν γὰρ τοῖς πέντε δύο λαμβάνον-
ται λόγοι, ὅ τε τοῦ τετραπλασίου καὶ ὁ τοῦ ἡμιολίου· ὧν ὁ
μὲν τοῦ τετραπλασίου οὐκ ἔρρυθμός ἐστιν, ὁ δὲ τοῦ ἡμιολίου
τὸ παιωνικὸν ποιήσει γένος. Τέταρτοι δέ εἰσιν οἱ _ἐν_ ἑξασήμῳ
μεγέθει· ἔστι δὲ τὸ μέγεθος τοῦτο δύο γενῶν κοινόν, τοῦ τε
ἰαμβικοῦ καὶ τοῦ δακτυλικοῦ, ἐν γὰρ τοῖς ἓξ τριῶν λαμβανομέ-
νων λόγων, τοῦ τε ἴσου καὶ τοῦ διπλασίου καὶ τοῦ πενταπλα-
σίου, ὁ μὲν τελευταῖος ῥηθεὶς οὐκ ἔρρυθμός ἐστι, τῶν δὲ λοιπῶν
ὁ μὲν τοῦ ἴσου λόγος εἰς τὸ δακτυλικὸν γένος ἐμπεσεῖται, ὁ δὲ
τοῦ δδιπλασίου εἰς τὸ ἰαμβικόν. Τὸ δὲ ἑπτάσημον μέγεθος οὐκ
ἔχει διαίρεσιν ποδικήν· τριῶν γὰρ λαμβανομένων λόγων ἐν τοῖς
ἑπτὰ οὐδείς ἐστιν ἔρρυθμος· ὧν εἷς μέν ἐστιν ὁ τοῦ ἐπιτρί-
του, δεύτερος δὲ ὁ τῶν πέντε πρὸς τὰ δύο, τρίτος δὲ ὁ τοῦ
ἑξαπλασίου. Ὥστε πέμπτοι ἂν εἴησαν οἱ ἐν ὀκτασήμῳ μεγέ-
θει. ἔσονται δ᾽ οὗτοι δακτυλικοὶ τῷ γένει, ἐπειδήπερ ____.
` Τῶν δὲ τριῶν γενῶν οἱ πρῶτοι πόδες ἐν τοῖς
ἑξῆς ἀριθμοῖς τεθήσοονται· ὁ μὲν ἰαμβικὸς ἐν τοῖς τρισὶ πρώ-
τοις, ὁ δὲ δακτυλικὸς ἐν τοῖς τέτρασιν, ὁ δὲ παιωνικὸς ἐν
τοῖς πέντε. αὔξεσθαι δὲ φαίνεται τὸ μὲν ἰαμβικὸν γένος
μέχρι τοῦ ὀκτωκαιδεκασήμου μεγέθους ὥστε γίνεσθαι τὸν μέ-
γιστον πόδα ἑξαπλάσιον τοῦ ἐλαχίστου, τὸ δὲ δακτυλικὸν μέχρι
τοῦ ἑκκαιδεκασήμου, τὸ δὲ παιωνικὸν μέχρι τοῦ πεντεκαιει-
κοσασήμου· αὔξεται δὲ ἐπὶ πλειόνων τό τε ἰαμβικὸν γένος καὶ
τὸ παιωνικὸν τοῦ δακτυλικοῦ, ὅτι πλείοσι σημείοις ἑκάτερον
αὐτῶν χρῆται. οἱ μὲν γὰρ τῶν ποδῶν δύο μόνοις πεφύκασι
σημείοις χρῆσθαι ἄρσει καὶ βάσει, οἱ δὲ τρισὶν ἄρσει καὶ διπλῇ
βάσει, οἱ δὲ τέτρασι δύο ἄρσεσι καὶ δύο βάσεσιν.
` Τῶν ποδικῶν λόγων εὐφυέστατοί εἰσιν οἱ τρεῖς·
ὅ τε τοῦ ἴσου καὶ ὁ τοῦ διπλασίου καὶ ὁ τοῦ ἡμιολίου.
γίνεται δέ ποτε ποὺς καὶ ἐν τριπλασίῳ λόγῳ, γίνεται καὶ ἐν
ἐπιτρίτῳ.
` Ἔστι δὲ καὶ ἐν τῇ τοῦ ῥυθμοῦ φύσει ὁ ποδικὸς
λόγος ὥσπερ ἐν τῇ τοῦ ἡρμοσμένου τὸ σύμφωνον.
` Πᾶς δὲ ὁ διαιρούμενος εἰς πλείω ἀριθμὸν καὶ
εἰς ἐλάττω διαιρεῖται.
` Τῶν δὲ χρόνων οἱ μέν εἰσι ποδικοί, οἱ δὲ τῆς
ῥυθμοποιίας ἴδιοι. ποδικὸς μὲν οὖν ἐστι χρόνος ὁ κατέχων ση-
μείου ποδικοῦ μέγεθος, οἷον ἄρσεως ἢ βάσεως, ἢ ὅλου ποδός·
ἴδιος δὲ ῥυθμοποιίας ὁ παραλλάσσων ταῦτα τὰ μεγέθη εἴτ᾽
ἐπὶ τὸ μικρὸν εἴτ᾽ ἐπὶ τὸ μέγα. καί ἐστι ῥυθμὸς μὲν ὥσπερ
εἴρηται σύστημά τι συγκείμενον ἐκ τῶν ποδικῶν χρόνων ὧν ὁ
μὲν ἄρσεως, ὁ δὲ βάσεως, ὁ δὲ ὅλου ποδός, ῥυθμοποιία δ᾽ ἂν
εἴη τὸ συγκείμενον ἔκ τε τῶν ποδικῶν χρόνων καὶ ἐκ τῶν
αὐτῆς τῆς ῥυθμοποιίας ἰδίω
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Πους
η κύρια ρυθμική μονάδα, αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες συλλαβές ή χρόνους. Οι συλλαβές ή χρόνοι μπορούν να συνδυαστούν, κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 96), με τέσσερις τρόπους: (α) βραχύς με βραχύ (U U), (β) μακρός με μακρό (- -), (γ) μακρός με βραχύ (- U) και (δ) άλογος με μακρό (άλογος μακρώ, U | -). Δύο τέτοιες συλλαβές (ή χρόνοι) αποτελούν ένα δισύλλαβο πόδα· δισύλλαβοι πόδες ήταν ο [ίαμβος] (U -), ο δίβραχυς (U U), ονομαζόμενος και ηγεμών ή πυρρίχιος, ο σπονδείος (- -) ο [[τροχαίος]] (- U), ονομαζόμενος και χορείος. Τρισύλλαβοι πόδες ήταν ο ανάπαιστος (U U -), ο [[δάκτυλος]] (- U U), ο αμφίβραχυς (U - U), ο αμφίμακρος ή κρητικός (- U -). Τετρασύλλαβοι πόδες ήταν ο παιών (με τα διάφορα είδη του, - U U U, U - U U, U U - U, U U U -), ο βακχείος (- U U -), ο ιωνικός (- - U U). Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις οι πόδες αποτελούνται από απλούς χρόνους (χρόνος δίσημος, τρίσημος, τετράσημος). Ο Βακχείος και ο Αριστείδης ονομάζουν τους πόδες ρυθμούς· ο Βακχείος (§ 100) απαριθμεί δέκα, από τους οποίους οι έξι είναι απλοί (ηγεμών, ίαμβος, χορείος, ανάπαιστος, όρθιος [από άλογη άρση και μακρά θέση, U ¦ -] και σπονδείος) και οι τέσσερις σύνθετοι (παιάν [[[παιών]]], βακχείος, δόχμιος [σύνθετος από ίαμβο, ανάπαιστο και παίωνα] και ενόπλιος [σύνθετος από ίαμβο, ηγεμόνα, χορείο και ίαμβο]). Οι πόδες, ανάλογα με το μήκος των συλλαβών που πλέκονται μαζί, μπορεί να αποτελούν διμερή ή τριμερή ρυθμό. Ο Αριστείδης (Περί μουσ. Mb 36 κε.) διακρίνει απλούς και σύνθετους ρυθμούς. Οι απλοί ρυθμοί διακρίνονται: (1) σε απλούς διμερείς (δακτυλικό γένος), που είναι: (α) ο ηγεμών ή προκελευσματικός (U U), (β) ο προκελευσματικός διπλούς (U U U U), (γ) ο δάκτυλος ή ανάπαιστος από μείζονος (- U U), (ο) ο ανάπαιστος από ελάσσονος (U U -), (ε) ο σπονδείος απλούς (- -) και (ζ) ο σπονδείος μείζων ή διπλούς (U U U U ¦ U U U U )· (2) σε απλούς τριμερείς, που είναι: (α) ο ίαμβος (U-), (β) ο τροχαίος (- U), (γ) ο όρθιος (άλογος άρσις, U ¦ -) και (δ) ο τροχαίος σημαντός (- ¦ U, ή το αντίθετο του ορθίου)· (3) σε απλούς τετραμερείς, που είναι: (α) ο παίων διάγυιος (- u -) και (β) ο παίων επιβατός (- ¦ - - - -). Σύνθετοι ρυθμοί είναι: (α) εκείνοι που αποτελούνται από μια συζυγία δύο απλών διμερών ρυθμών, (β) εκείνοι που είναι σύνθετοι από μια συζυγία δύο απλών τριμερών ρυθμών και (γ) εκείνοι που αποτελούνται από μια συζυγία δύο απλών ρυθμών διαφορετικού γένους. Περισσότερες λεπτομέρειες υπάρχουν στο έργο του Αριστείδη Περί μουσικής XIV-XVIII, 34-42 Mb, 33-39 R.P.W.-I. Για βιβλιογραφία βλ. στο λ. ρυθμός.


Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999
 

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Παναγιώτης εξ Αιγίου;97565 said:
Μήπως ξέρουμε κάτι πιο "λιανό" σε "μόρια" ή cent ή μήκος χορδής για τον "ακαριαίο τόπο" ?


Με υπέρβαση ξαφνιάζει εδώ ο Αριστόξενος. Χάραξε κόκκινη γραμμή, λέγοντας: τρία μόρια είναι το μικρότερο ότι ξεχωρίζουμε. Αν κάτι δεν επεξεργάζεται με τη μουσική αίσθηση, είναι για άλλο πεδίο, δεν αφορά τη μουσική. Ίσως για πρακτικούς λόγους, ''μετράει''. (3,4,6,12 μόρια. )
Φεύγει, κι αφήνει πίσω του τους αριθμολόγους. Αρκεί να βρει, ακούει συμφωνίες, οικίες, δια τεσσάρων, δία πέντε, από ''χάδια''*, βγαίνει διαφορά, παντοδύναμος τόνος. Από κει και πέρα εξηγούνται, με μουσικό τρόπο, τα μυστικά της μουσικής. Και ας κατηγορούν οι Πυθαγόρειοι πώς κλέβει. Επιμένει, στη μουσική δεν μετράμε. Το ''ανεπαίσθητο'', έστω και αν αναφέρεται,
δεν είναι βασικός όρος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ακαριαίος τόπος:ένας πολύ μικρός, ανεπαίσθητος τόπος (θέση), μέσα στον οποίο μπορεί να κινηθούν τα άκρα των συμφωνιών. Αριστόξ. (ΙΙ, 55, 3-8 Mb): "Όταν εξετάζουμε τα μεγέθη των διαστημάτων βρίσκουμε πως οι συμφωνίες είτε δεν έχουν καθόλου τόπο παραλλαγής... ή έχουν έναν εντελώς ανεπαίσθητο".

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λήψις δια συμφωνίας
μέθοδος καθορισμού [ή κουρδίσματος] διαστημάτων με σειρά συμφωνιών. Ο Αριστόξενος (Αρμ. ΙΙ, 55, Mb 13 κε.) δίνει το ακόλουθο παράδειγμα: "για να βρούμε μια ορισμένη διαφωνία κάτω από μια δοσμένη νότα, όπως το δίτονο, πρέπει να πάρουμε την τετάρτη πάνω από τη δοσμένη νότα, κατόπι να κατεβούμε μια πέμπτη, υστέρα ν' ανεβούμε μια τετάρτη πάλι και, τελικά, να κατεβούμε μιαν άλλη πέμπτη" (κατά τη μετάφραση του Η. S. Macran, σ. 206). Βλ. επίσης, Laloy, Lexique d' Aristoxene, σ. XXI, και Weil-Reinach, Plut. De la mus. 1145G, σ. 151, σημ. 394.

Πηγές
Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δωδεκατημόριον
δωδέκατο του τόνου. Ήταν ένα θεωρητικό, υποθετικό διάστημα. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7, C.v.J. 192, Mb 11) γράφει σχετικά: "υποτίθεται γαρ ο τόνος εις δώδεκα τινα ελάχιστα μόρια διαιρούμενος, ών έκαστον δωδεκατημόριον τόνου καλείται" (υποτίθεται ότι ο τόνος υποδιαιρείται σε δώδεκα ελάχιστα μόρια, το καθένα από τα όποια ονομάζεται δωδεκατημόριο)· βλ. το υπόλοιπο του κειμένου στο λ. δίεσις. Το δωδεκατημόριο είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη χρωματική δίεση (1/3 του τόνου) και την εναρμόνια δίεση (1/4 του τόνου)· Αριστόξ. (Αρμον. Ι, 25, 15 Mb): "η χρωματική δίεσις της εναρμονίου διέσεως δωδεκατημορίω τόνου μείζων εστί" (η χρωματική δίεση [1/3 του τόνου] είναι μεγαλύτερη από την εναρμόνια δίεση [1/4 του τόνου] κατά ένα δωδέκατο του τόνου). Πρβ. λ. χρωματικόν [μαλακόν] γένος. Το δωδεκατημόριο δεν μπορεί να τραγουδηθεί, είναι αμελώδητο (βλ. λ. αμελώδητος).

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Δίεσις
(από το ρ. διίημι, διαπερνώ, αφήνω κάτι να περάσει)· κοινώς, διαβίβαση, διέλευση. Στη μουσική ήταν όρος με πολλές σημασίες. Για πολλούς θεωρητικούς σήμαινε το τέταρτο τόνου, και ονομαζόταν δίεσις τεταρτημόριος. Ο Θέων ο Σμυρναίος (87, 2) λέει: "δίεσις, σύμφωνα με τη σχολή του Αριστόξενου, είναι το τέταρτο τόνου, ενώ για τους Πυθαγόρειους δίεσις ονομαζόταν το ημιτόνιο"· βλ. επίσης Μ. Ψελλός, Σύνταγμα, Μουσικής Σύνοψις ηκριβωμένη (Παρίσι 1545, σ. 22). Από πολλούς συγγραφείς η λ. δίεση χρησιμοποιούνταν γενικά για κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή για το μικρότερο δυνατό διάστημα. Ο Αριστόξενος (Ι, 14 Mb) γράφει: "η φωνή δεν μπορεί να διακρίνει, ούτε η ακοή να ξεχωρίσει, οποιοδήποτε διάστημα μικρότερο από την πιο μικρή δίεση"· αυτό σημαίνει ότι, κατά τον Αριστόξενο, δίεση είναι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να εκτελέσει η φωνή και να συλλάβει το αυτί. Και ο Αριστείδης (Mb 14, R.P.W.-1.12) επίσης λέει: "δίεση ήταν το ελάχιστο διάστημα της φωνής". Σ' ένα αρχαίο απόσπασμα (Vincent Notices 235-236) καθορίζεται ότι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να γίνει αντιληπτό είναι η δίεση, περίπου ένα τέταρτο τόνου, αλλά σε λόγο 33/32· και είναι ένα διάστημα εξαιρετικά δύσκολο ("χαλεπώτατον") να τραγουδηθεί και όχι από τον καθένα. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Δίδυμου αυτό θα ήταν κάτι μεταξύ 32/31 και 31/30.
Εναρμόνιος δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο εναρμόνιο γένος. Κατά τον Νικόμαχο (Εγχ. 12) είναι το μισό του ημιτονίου: "εναρμόνιος δίεσις, όπερ εστίν ημιτονίου ήμισυ"· και ο Γαυδέντιος (Εισαγ. 5) λέει ότι η εναρμόνιος δίεση είναι ίση προς το τέταρτο του τόνου· και άλλοι θεωρητικοί συμφωνούν σ' αυτό.
Χρωματική δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο χρωματικό γένος. Ο Γαυδέντιος, ακολουθώντας τον Αριστόξενο, εκτιμά (καθορίζει) την ελάχιστη χρωματική δίεση (δίεσις χρωματική ελαχίστη) ως ίση προς το 1/3 του τόνου (δίεσις τριτημόριος)· βλ. στο λ. χρωματικόν γένος τις απόψεις του Αριστόξενου· επίσης, Αρμ. Στοιχ. II, 50 Mb.
Ημιόλιος δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο ημιόλιο χρωματικό γένος· είναι ίση προς μία και μισή εναρμόνια δίεση, δηλ. αφού η εναρμόνια δίεση είναι 1/4 του τόνου, η ημιόλια θα είναι 1/4 + 1/8 = 3/8 του τόνου. Ο Mart. Cap. (De Mus. Mb 179) επίσης λέει ότι η ημιόλια δίεση είναι ίση προς 1/4 του τόνου και το μισό του 1/4 (1/8), δηλ. 3/8 ή 9/24 του τόνου. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7) λέει: "ας υποθέσουμε πως ο τόνος διαιρείται σε δώδεκα ελάχιστα μόρια, το καθένα από τα οποία ονομάζεται δωδεκατημόριο (1/12) ... το ημιτόνιο θα είναι 6/12, και η δίεση, η λεγόμενη τεταρτημόριος (ένα τέταρτο του τόνου) θα έχει 3/12 και η τριτημόριος (ένα τρίτο του τόνου) θα έχει 4/12"·
 
Last edited:

Zambelis Spyros

Παλαιό Μέλος
Εύλογο ερώτημα: Πως ''μετράει'' ο Αριστόξενος;
Το φιλοσοφικό υπόβαθρο κρύβει το διδασκαλία του Αριστοτέλη. Βαθιά νερά.
Εισηγείται τον επιστημονικό εξοπλισμό με οξυδέρκεια, πρωτοποριακό τρόπο.
Πρώτα πρώτα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε, πώς δηλώνει ο Αριστόξενος.

Μέτρο μέτρησης ο τόνος, με 12 μόρια, ''το διάστημα κατά το οποίο η 5η ξεπερνά την 4η'' *

http://www.musipedia.gr/wiki/Τόνος

[*Συνιστάται χρήση γνήσιους όρους, δια πέντε, δια τεσσάρων . Αν το φαινόμενο δεν κατονομάζεται απο αρχαίες πηγές, καλύτερα να κατασκευάζουμε καινούριο. ¨Εστω προσωρινά.
Χρήση σύγχρονων παγιωμένων όρων, κατά ιδικούς, διακυδέυει κίνδυνο ολίσθημα, παραποιήσει.]
 
Last edited:
Top