Καλοκαίρι του 1967, χειροτονείται ένας Μαθητής μου ( Χαράλαμπος Τζέρμπος ) στον Άγιο Παντελεήμονα Δραπετσώνας όπου έψαλλα εγώ σε όλη την Ακολουθία και τοποθετείται στα Εισόδια της Θεοτόκου, πάνω στην κορφή του Λόφου Βώκου ( στα Μανιάτικα Πειραιώς ). Αμέσως ήλθε στο σπίτι μου και με παρακάλεσε λόγω του ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν και η γειτονιά μου, να πάω σαν Δεξιός Ψάλτης, προκειμένου να τον βοηθήσω στο Λειτούργημά του. Εν παρενθέσει αναφέρω, ότι ίσως να μην υπήρξε πιο παράφωνος και φάλτσος Παπάς απ’ αυτόν. Ανέλαβα να του μάθω τα στοιχειώδη γύρω από τη Βυζαντινή Μουσική και μάλιστα σε ηλικία 12 χρονών, γιατί με απείλησε ο παππούς του ( παπα – Δημήτρης, ένας άνθρωπος 2 μέτρα ) ότι θα με σπάσει στο ξύλο εάν δεν μάθει ο Μπάμπης να ψέλνει. Όταν μου τα έλεγε αυτά, με είχε πιάσει από το αυτί, αλλά 2 μέτρα εκείνος παιδάκι ακόμα εγώ, κόντευε να μου ξεκολλήσει το αυτί μου.
Τέλος πάντων, για να βρούμε μία άκρη, είπα στον Μπάμπη, να πάρει ένα διαπασών ( σφυρικτράκι ) του ΛΑ και να κάνει σ’ αυτόν τον τόνο τις εκφωνήσεις του νέτα – σκέτα κι εγώ θα φτιάχνω τους Ήχους. Πράγματι, την Κυριακή που πήγαμε να ξεκινήσουμε τον Όρθρο, ακούω το σφυρικτράκι και καπάκι, Ευλογητό στον ΛΑ. Τρελάθηκα. Πήγα μέσα και τον ρώτησα τι κάνει πρωί – πρωί, αλλά εκείνος ατάραχος ( πάντα ήταν με αυτό το ύφος ) μου είπε ότι ακολουθεί τις οδηγίες μου. Ρε Μπάμπη τρελάθηκες ; Εάν αρχίσουμε πρωί – πρωί με την τσίμπλα στα μάτια, από τον ΛΑ, που θα φτάσουμε στη Λειτουργία ; Τέλος πάντων τα βρήκαμε και ήρθε με το καλό το Πανηγύρι του 1968. Ανέβηκε ο Δεσπότης ( Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης ) και ήταν πραγματικά, ένα τέλειο πανηγύρι. Όταν τελειώσαμε, ο Δεσπότης μου είπε στο γραφείο που πήγαμε για καφέ : Εσένα Δημητράκη, σε θέλω στο κέντρο του Πειραιά, για να μαζέψουμε τον κόσμο στην Εκκλησία. Δεσπότη μου, εσείς έχετε ΚΑΙ την πίτα ΚΑΙ το μαχαίρι. Εγώ είμαι Ψάλτης. Όπου και να με βάλετε, θα κάνω την δουλειά που έχω μάθει. Ωραία, έλα αύριο από το γραφείο μου να τα πούμε. Πράγματι, την άλλη μέρα πήγα στα γραφεία της Μητροπόλεως ( τότε ήταν στην οδό Ζαννή ) και ο Δεσπότης, φώναξε τον Πρωτοσύγγελο και τον ρώτησε ποιες είναι οι κενές θέσεις στο κέντρο του Πειραιά. Ο Πρωτοσύγγελος είπε ότι η μόνη κενή θέση, ήταν Αριστερά στον Άγιο Διονύση. Θα πάς προσωρινά εκεί, μου είπε ο Δεσπότης και θα σε τακτοποιήσω ή στον Άγιο Νικόλαο ή στον Άγιο Κωνσταντίνο το συντομότερο. Δεσπότη μου, γιατί με στέλνετε εκεί, θέλετε να ξεχάσω κι αυτά τα λίγα που ξέρω ; Δεξιά στον Άγιο Διονύση, έψαλλε ο Δημήτρης ο Τσιβιλής. Καλός άνθρωπος, Φίλος αλλά τριτοτετραφωνίστας Ωδειακός. Ο Δεσπότης όμως ήταν ανένδοτος. Θα πάς εκεί και για να μην αισθάνεσαι μειονεκτικά, επειδή ο Δεξιός παίρνει 2.500 δρχ., εσύ θα παίρνει 2.400. Ο μισθός μου στο λόφο του Βώκου, ήταν 1.200 δρχ, οπότε το καλοσκέφτηκα και δέχτηκα. Έτσι άρχισε μια δεύτερη καριέρα Αριστερού στην Ιεροψαλτική ζωή μου. Εν τω μεταξύ, από τότε που ήμουν ακόμα στο Βώκο, είχε κυκλοφορήσει μία Εγκύκλιος, η οποία καλούσε τους Ιεροψάλτες της Μητροπόλεως Πειραιώς μέσα στη Σαρακοστή στον Άγιο Κωνσταντίνο Πειραιώς, προκειμένου να συζητήσουμε το Ιεροψαλτικό θέμα. Βλέπετε ΠΑΝΤΟΤΕ οι Ιεροψάλτες, αντιμετώπιζαν διάφορα προβλήματα – θέματα με την Επίσημη Εκκλησία. Τότε στον Πειραιά, υπηρετούσαν αρκετοί από τους λεγόμενους μεγάλους Πρωτοψάλτες. Στον Άγιο Βασίλη, ήταν ο Γιώργος ο Λαμπρόπουλος. Στον Άγιο Νικόλαο, ο Βασιλικός. Στον Άγιο Κωνσταντίνο, ο Βαλληνδράς. Στον Άγο Σπυρίδωνα ο Πέττας. Στην Ευαγγελίστρια, νομίζω ήταν ακόμα ο Περσίδης. Στην Αγία Τριάδα ο Κοντορρήγας. Στον Άγιο Φανούριο ο Αμφιλοχιάδης και στον Άγιο Παντελεήμονα ο Βλασιάδης. Μαζευτήκαμε λοιπόν, μπροστά είχαν καθίσει όλα τα «Παγώνια» κι εγώ με τους Αριστερούς του Αγίου Φανουρίου και Αγίου Παντελεήμονος Δραπετσώνας, πίσω – πίσω. Άρχισε την ομιλία του ο Δεσπότης ( ήταν δεινός ομιλητής ) και επί 40΄λεπτά, μας χτυπούσε όπως χτυπάει ο ψαράς στο βράχο το χταπόδι. Τι έλεγε ; Ότι παίρνουμε ένα σωρό λεφτά, αλλά δεν είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, με συνέπεια να βγαίνει ο Παπάς στην Ωραία Πύλη και να μην υπάρχει Ψάλτης στο Αναλόγιο, για να τελέσει οποιαδήποτε Ακολουθία. Το ότι στο κάτω – κάτω της γραφής, δεν είμαστε απαραίτητοι για να γίνει μια Ακολουθία και ότι τη δουλειά τη δική μας, μπορεί να την κάνει και πολύ καλά μάλιστα, η κυρα- Μαρία ή και η κυρα – Κατίνα. Είπε πολλά. Πάρα πολλά και όλοι είχαν σκύψει τα κεφάλια κάτω. Σε κάποια στιγμή, τελείωσε και γυρίζοντας προς εμάς όλους, είπε : Ορίστε. Τι έχετε να πείτε πάνω σ’ αυτά που ακούσατε; Εμείς από τη γαλαρία, σηκώσαμε τα κεφάλια και κοιτάξαμε προς τα ¨Παγώνια» για να δούμε ποιος θα έπαιρνε το λόγο. Τα ‘Παγώνια» όμως, είχαν κρύψει τις ουρές τους και είχαν την κεφάλα τους κάτω. Ο Δεσπότης αφού γύρισε 2 – 3 φορές το βλέμμα του γύρω – γύρω και δεν είδε αντίδραση, είπε : Άρα συμφωνείτε. Ε, όχι φώναξα εγώ και σήκωσα το χέρι μου. Ο Δεσπότης με είδε και είπε : Σας ακούμε Δημητράκη. Δεσπότη μου, έκανα εγώ, μα ς είπατε τόσα πολλά, που νομίζω θα ήταν ματαιοπονία οτιδήποτε άλλο, αλλά επειδή εάν θυμάμαι καλά, η Εγκύκλιος έλεγε να συζητήσουμε, σκέφτομαι ότι συζήτηση μονόπλευρη δεν γίνεται. Σας Ακούμε, είπε πάλι ο Δεσπότης. Πείτε μας την άποψή σας. Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός που αναφέρατε, το ότι δηλαδή, παίρνουμε ένα σωρό λεφτά και δεν είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας. Ο Αριστερός από εκεί που με πήρατε, παίρνει 800δρχ και ο Πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ναού 4.200. Έχουμε δηλαδή έναν μέσο όρο γύρω στις 2 με 2.500 δρχ. Εάν τα υπολογίσουμε σε ετήσια βάση έχουμε αποδοχές γύρω στις 30.000 δρχ. περίπου. Με αυτά τα χρήματα, έχετε την απαίτηση όποτε φτερνίζεται ο Παπάς, να υπάρχει Ψάλτης στο Αναλόγιο, για να του πεί : Με τις υγείες σου. ¨Ολοι έβαλαν τα γέλια, αλλά μια κοφτερή ματιά του Δεσπότη τα έκοψε στη μέση. Εάν πάρουμε, συνέχισα εγώ, τα χρήματα που παίρνουμε από τους εργοδότες μας και με τα οποία ζούμε τις οικογένειές μας, σκεφτήκατε τι απαιτήσεις μπορεί να έχουν αυτοί οι άνθρωποι απ’ εμάς ; Που θέλετε να καταλήξετε κ. Ιωαννίδη ; Πάει πέθανε ο Δημητράκης σκέφτηκα εγώ, αλλά συνέχισα : Στο ότι όπως εμείς κάθε τέλος του μηνός απλώνουμε το χέρι για να εισπράξουμε την επαιτεία για μας, αλλά πολλά λεφτά για σας, έτσι και όταν ο Παπάς βγεί και δεν βρεί Ψάλτη στο Αναλόγιο, πρώτα – πρώτα να σκεφτεί ότι ίσως να έχει αρρωστήσει ή να είναι στην εργασία του για να θρέψει την οικογένειά του κι εκεί που έχουμε 2 – 3 ή και 4 Παπάδες οι οποίοι κοπρίζουν όλη μέρα και δεν ξέρουν τι να κάνουν, να βγούν στο Αναλόγιο και σιγά – σιγά, ίσως να αποκτήσει και ο Πειραιάς ένα ζευγάρι Παπάδων, που να μπορούν να ψάλλουν ένα Εισοδικό, χωρίς να φαλτσάρουν. Τώρα για το άλλο που είπατε, ότι δεν είμαστε απαραίτητοι σε μία Ακολουθία, γιατί δεν μας απολύετε όλους μαζί τώρα, αυτή τη στιγμή, οπότε κι εσείς γλυτώνετε από εμάς τους ασυνεπείς, αλλά κι εμείς από εσάς, που δεν σκέφτεστε καθόλου τον Ψάλτη σαν Οικογενειάρχη, αλλά μόνο σαν εργαλείο. Όσο για το ότι θα μας αντικαταστήσετε με την κυρά – Μαρία ή την κυρά – Κατίνα, εγώ σαν Ιωαννίδης, σας δίνω επίσημα το λόγο μου, μέσα σ’ αυτό τον Ιερό χώρο, ότι την Μ. Εβδομάδα που πλησιάζει, θα έρχομαι σε όποια Εκκλησία χοροστατείτε και θα απολαμβάνω τις ψαλμωδίες αυτών των κυριών που τόσο ψηλά έχετε σε εκτίμηση. Αυτά είχα να πώ κι ευχαριστώ που με ακούσατε. Κανένας άλλος ; είπε ο Δεσπότης και επειδή δεν μίλαγε κανείς, είπε ότι θα σταλεί Εγκύκλιος.
Μέσα στο Τριώδιο του 1969, με φωνάζει ο Δεξιός ( είπαμε ότι ήμασταν συνονόματοι ) και μου δίνει να διαβάσω ένα χαρτί. Ήταν Αίτηση παραιτήσεως και σαν δικαιολογητικά, ανέφερε ότι είχε ήδη καταθέσει τα χαρτιά του για σύνταξη και το κυριότερο, ότι αισθανόταν μειονεκτικά με το να ψάλλει Δεξιά σε έναν Ψάλτη όπως εγώ. Γι’ αυτό με την ευκαιρία της παραιτήσεώς του, έδινε την δυνατότητα να τακτοποιηθώ στη θέση που μου ταιριάζει. Τον κοίταξα και αμέσως έσκισα το χαρτί. Γέλασε και μου είπε : Ρε Δημήτρη σε ξέρω από τότε που βύζαινες το δάκτυλο. Αυτό που σου έδωσα, ήταν το Αντίγραφο και μου βγάζει από την τσέπη του το Πρωτότυπο. Έφυγε ο Τσιβιλής και ο παπα – Γιάννης ο Παπουλάκος ( ο Προϊστάμενος του ναού ), κάνει αμέσως Πρακτικό για να διοριστώ Δεξιά. Ο Δεσπότης όμως που με είχε στη μαύρη λίστα πλέον, έστειλε κάποιον Θεοδωρόπουλο, μαθητή του Παναγιωτίδη. Εγώ βλέποντας τη στάση του Δεσπότη, θέλησα να φύγω, αλλά ο παπα – Γιάννης, μου είπε ότι ήταν όλο το Συμβούλιο υπέρ εμού και καλά θα έκανα να καθίσω, γιατί στο τέλος θα δικαιωνόμουν. Τότε είπα στον Παπά, ότι Δεξιός Ψάλτης δεν θα στεριώσει στον Άγιο Διονύση και εκείνος μου απάντησε ότι είναι μαζί μου, φτάνει να μην γίνει κανένα επεισόδιο, μέσα στην Εκκλησία.
Ο Θεοδωρόπουλος, άντεξε 6 μήνες και έφυγε. Το Συμβούλιο έκανε ξανά Πρακτικό για να διοριστώ Δεξιά. Ο Δεσπότης όμως, έστειλε τον Θόδωρο τον Βασιλείου. Μας σύστησε μέσα στο Ιερό ο Παπάς και ο Θοδωρής, με ρώτησε τι θέλω να ψάλλουμε, για να μη με εκθέσει. Τον διαβεβαίωσα ότι μπορούσε να ψάλλει ότι ήθελε και το πρόβλημα δεν ήταν δικό μου, αλλά δικό του. Με κοίταξε περίεργα, αλλά εγώ βγήκα και πήγα στο Αναλόγιό μου. Όταν άρχισα να ψάλλω Κοινωνικό, το οποίο με άφηνε ο Παπάς και το έψαλλα πάντοτε ολόκληρο, βλέπω τον Βασιλείου να κατεβαίνει από το Αναλόγιο, να έρχεται διά μέσου του Σωλέα κάτω από το δικό μου ( τα Αναλόγια του Ναού, ήταν την εποχή εκείνη υπερυψωμένα με 2 σκαλοπάτια και είχαν σιδερένιο κιγκλίδωμα γύρω – γύρω ), να κάθεται και να με κοιτάζει περίεργα. Όταν τελείωσα, τον ρώτησα τι συμβαίνει και εκείνος μου είπε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί τον έστειλαν σαν Δεξιό εκείνον στο Ναό, τη στιγμή που υπήρχε ένας τόσο καλός Ψάλτης μέσα σ’ αυτόν και κατέληξε ότι φεύγει και δεν πρόκειται να καθίσει ούτε μέχρι το «Δι’ ευχών». Το Συμβούλιο ξαναέκανε Πρακτικό για μένα, αλλά ο Δεσπότης έστειλε τον Νίκο τον Τσιγγούλη, ο οποίος – όπως είπε στον Παπά – είχε μίαν ευσεβεστάτην αδελφήν ( μία Νοσηλεύτρια ήταν που περιποιόταν την αδελφή του Δεσπότη ). Έτσι απέκτησα καινούργιο Δεξιό. Αυτός κάθισε 3 χρόνια, αλλά έπαθε πολλά χουνέρια μέσα σ’ αυτό το διάστημα. Το σπουδαιότερο ήταν μια χρονιά στο Πανηγύρι του Ναού, που είχε έρθει να χοροστατήσει ο τότε Ζιχνών και Νευροκοπίου Νικόδημος Βαληνδράς, ο οποίος μόλις με είδε Αριστερά, έπεσε από τα σύννεφα. Το ωραίο όμως δεν ήταν εκεί. Άρχισε με το «Τον Δεσπότην και Αρχιερέα», το οποίον ο Τσιγγούλης ξεκίνησε να το λέει, σε χρόνο Ιδιομέλων. Ο Δεσπότης γύρισε προς το μέρος μου και μου φώναξε : Τι λέει ; Δεσπότη μου, απάντησα εγώ, δίπλα σας είναι. Ρωτήστε τον. Ο Δεσπότης γύρισε προς το μέρος του Τσιγγούλη και αφού τον κοίταξε για λίγο, του είπε : Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά φτάνει μέχρι εδώ. Σταματήστε. Και γυρίζοντας προς εμένα, άρχισε το αργό Απήχημα του Βαρέος, ενώ ταυτόχρονα μου έγνεφε με το κεφάλι και τα χέρια, να συνεχίσω εγώ. Εγώ βρέθηκα σε δύσκολη θέση, αλλά βλέποντας την επιμονή του Δεσπότη, άρχισα σιγά – σιγά να ψάλλω. Τότε ο Δεσπότης σταμάτησε και μου έγνεψε να συνεχίσω. Τελικά τελείωσε και άρχισαν οι Αίνοι. Για την Ακολουθία, είχαμε μία φυλλάδα, η οποία στα προσόμοια των Αίνων, είχε το δεύτερο με 2 γραμμές μεγαλύτερο και όσες προσπάθειες κι αν είχα κάνει τα προηγούμενα χρόνια, δεν είχα καταφέρει να το φέρω βόλτα. Είπε λοιπόν το πρώτο και άρχισα το τρίτο, ενώ ταυτόχρονα έκανα κίνηση συγνώμης προς τον Τσιγγούλη, υπονοώντας ότι έκανα λάθος. Εκείνος μακρόθυμος ών, έσπευσε να ψάλλει το παραληφθέν προσόμοιο κι εκεί έγινε ο χαμός. Βλέποντας ότι δεν μπορεί να το τελειώσει, σταμάτησε και είπε δυνατά : Μα τι γίνεται εδώ τέλος πάντων ! Τελικά έδωσε ο Θεός και τελειώσαμε. Εγώ πήγα μέσα στο Ιερό να χαιρετήσω το Δεσπότη, ο οποίος ( όπως έχω προαναφέρει με γνώριζε πάρα πολύ καλά ) μόλις με είδε, είπε : Δεν μου λές εσύ, ποιος ηλίθιος σε έβαλε Αριστερά σ’ αυτό το βλάκα ; Δεσπότη μου, ο Συνάδελφός σας ο Πειραιώς. Τώρα θα πάω από ‘ κεί και θα τα ακούσει. Εκείνη την ώρα, μπήκε και ο Τσιγγούλης μέσα και ήρθε προς τον Δεσπότη να τον χαιρετήσει. Τον χαιρέτησε και του ζήτησε το λόγο, γιατί τον έκοψε στο «Τον Δεσπότην». Ο Δεσπότης τον Ρώτησε πώς λέγεται και ο Τσιγγούλης : Νικόλαος Τσιγγούλης, Καθηγητής Βυζαντινής Μουσικής. Κύριε, δεν σας ρώτησα τι νομίζετε ίτι είστε, έκανε ο Δεσπότης. Το όνομά σας θέλω. Δεσπότη μου σας είπα : Τσιγγούλης Νικόλαος και είμαι Καθηγητής της Βυζαντινής Μουσικής, γι’ αυτό κρίνω ότι δεν κάνατε καλά που με κόψατε. Ακούστε Κύριε, είπε ο Δεσπότης. Δεν ξέρω ποιος Θεός ή Διάολος σας τοποθέτησε Δεξιά σ’ αυτόν τον άνθρωπο ( και έδειξε εμένα ). Σας συμβουλεύω όμως ότι για όσο καιρό θα διαρκέσει αυτό, να προσπαθήσετε να μάθετε απ’ αυτόν. Πιστέψτε με. Θα μάθετε πολλά κοντά του γιατί έχετε πολλές ατέλειες για Δεξιός. Τον γνωρίζω από τον καιρό που βύζαινε το δάκτυλό του και ξέρω τι σας λέω.
Τελικά, έφυγε κι αυτός. Ξαναγίνεται Πρακτικό, αλλά ο Δεσπότης μου στέλνει άλλον. Όταν μετά από 2 χρόνια έφυγε κι αυτός, μετά από τον Εσπερινό της Αγάπης, το Συμβούλιο έκανε πάλι Πρακτικό, αλλά αυτή τη φορά, δεν το πήγε ο Παπάς μόνος του στο Δεσπότη, αλλά πήγαν όλοι μαζί και του είπαν ότι εάν και αυτή τη φορά δεν εισακουστεί η γνώμη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, τότε θα πάρει τις παραιτήσεις όλων μαζί ( Παπά και Επιτρόπων ). Ο Δεσπότης «ποιούμενος την φιλοτιμίαν», έστειλε επί τέλους έγγραφο με το οποίον μου έλεγε : Διορίζομέν σε εις την θέσιν του Δεξιού Ιεροψάλτου κλπ, κλπ, κλπ. Με παίρνει ο Παπάς τηλέφωνο την Τετάρτη της Διακαινησίμου και μου λέει : Νενινήκαμεν.
Πήγα λοιπόν την Κυριακή του Θωμά, έψαλλα, ευχαριστήθηκα, ο κόσμος όλος μου έδωσε συγχαρητήρια και όταν πήγαμε στο γραφείο, έδωσα στον Παπά την παραίτησή μου. Τρελάθηκε ο Παπάς. Τ’ είν’ αυτό μωρέ ; φώναξε. Παπά μου, εγώ κατάφερα με τη βοήθειά σας φυσικά, να κάνω αυτό που ήθελα. Τώρα πάρε την παραίτησή μου αι πήγαινε να την κολλήσεις στα μούτρα του Δεσπότη και να του πείς, να πάρει αλλά – μπρατσέτα απ’ το’ να χέρι την κυρά – Μαρία κι απ’ τ’ άλλο την κυρά – Κατίνα και να έλθουν αυτές να ψάλλουν στο εξής. Εγώ δεν ξαναπατάω στον Πειραιά, όσο θα είναι αυτός Μητροπολίτης.
Κι έτσι έφτασα στην Κυριακή των Μυροφόρων του 1975 που έχω αναφέρει.