Ένα σχόλιο για τη σχέση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τα λειτουργικά και ψαλτικά μας δρώμενα.

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Επανέρχεται κατά καιρούς και με διάφορες μορφές μια αντίθεση στο εσωτερικό της εκκλησίας (κυρίως στον χώρο της ερμηνευτικής των κειμένων, στη λειτουργική, στις εκδόσεις, αλλά και στην ψαλτική μελοποιία και ερμηνεία): η αντίθεση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο. Όχι όμως με αυτή την απλοϊκή μορφή. Μάλλον με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στα εξής: από τη μία της ανακάλυψης του παλαιού ως αυθεντικής αλήθειας που εξοβελίζει το νέο ως παραφθορά της. Και από την άλλη της υποδοχής του νέου ως ζώσας συνέχειας του παλαιού και ως νέας έκφρασης της ίδιας αυθεντικότητας που εκείνο περιέχει.

Για να γίνω σαφέστερος, θα φέρω ως παραδείγματα τρεις απόψεις αντλημένες από τρεις διαφορετικούς χώρους, που έχουν και οι τρείς ενδιαφέρον για εμάς εδώ: α) τη λειτουργική, β) την παλαιογραφία-κριτική των κειμένων, και γ) την ψαλτική ερμηνεία.

α) Η άποψη ότι η επανάληψη των Χαιρετισμών επί 4 Παρασκευές οφείλεται σε μεταγενέστερη απόδοση εθνικής ευγνωμοσύνης, και θα πρέπει να διορθωθεί επί το «αρχαιότερον».
β) Η άποψη ότι μια γραφή όπως το «Ἐν νόμῳ, σκιᾷ και γράμματι» πρέπει να διορθωθεί παρά το ότι ψάλλεται έτσι ίσως επί 10 αιώνες, επειδή τα αρχαιότερα χειρόγραφα μαρτυρούν τη γραφή «Ἐν νόμου».
γ) Η άποψή ότι μέσα από τις παλαιές γραπτές πηγές των μουσικών κειμένων και της ερμηνείας των παλαιών σημαδιών τους μπορούμε να κατανοήσουμε τον πραγματικό τρόπο ερμηνείας και να τον υιοθετήσουμε παρακάμπτοντας την προφορική παράδοση που διαμορφώθηκε έκτοτε.

Το κοινό που υπάρχει και στις τρεις περιπτώσεις είναι ότι εμμέσως ταυτίζεται το αληθές με το αρχικό: απολυτοποιείται η πηγή και αγνοείται το ρέον ύδωρ της. Με πιο θεολογικούς όρους (αν και πολύ γενικευτικά): η αλήθεια νοείται ως ορισμένη αρχική φανέρωσή μέσα στον χρόνο, και όχι ως δυνατότητα να φανερώνεται διηνεκώς μέσω της εκκλησιαστικής εμπειρίας (εννοώντας βέβαια της ορθής εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκείνης που οδηγείται και φωτίζεται όχι από ανθρώπινες επινοήσεις, αλλά από το άγιο Πνεύμα).

Εδώ ακριβώς πιστεύω ότι κάτι θα είχε να μας πει η σκέψη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Διότι σε κάθε ένα από τα δύο παραπάνω σκέλη της αντίθεσης τίθεται αλλού η έμφαση. Στην πρώτη περίπτωση όλη η έμφαση μετατίθεται στη διανοητική μελέτη και σπουδή, ώστε να ανακαλυφθεί η αλήθεια μέσω της έρευνας των απαρχών. Στη δεύτερη περίπτωση η έμφαση μετατίθεται στη γνησιότητα του βιώματος, ώστε να μπορώ να υποδέχομαι και να ερμηνεύω σωστά (και όχι εσφαλμένα) την ζώσα εμπειρίας της εκκλησίας. Η όλη διαφοροποίηση μοιάζει σαν μετακίνηση από τον νου στην καρδία.
Όσοι γνωρίζουν έστω και ακροθιγώς τη θεολογική σκέψη του αγίου περί των ακτίστων ενεργειών ως κατάφαση τελικά στη δυνατότητα του Θεού να διαλέγεται συνεχώς με τον άνθρωπο και αντίστροφα, κατανοούν ποια απάντηση θα έδινε ο ίδιος στο ερώτημα.
 
Last edited:

Παναγιώτης

σκολιοὶ γὰρ λογισμοί, χωρίζουσιν ἀπὸ Θεοῦ
Επανέρχεται κατά καιρούς και με διάφορες μορφές μια αντίθεση στο εσωτερικό της εκκλησίας (κυρίως στον χώρο της ερμηνευτικής των κειμένων, στη λειτουργική, στις εκδόσεις, αλλά και στην ψαλτική μελοποιία και ερμηνεία): η αντίθεση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο.

Χρόνια πολλά,

νομίζω δὲν θὰ πρέπει νὰ πάρουμε ὡς δεδομένη τὴν ἀντίθεση.

Ἐπίσης εἶναι γεγονὸς ὅτι ὅλες οἱ ἀντιθέσεις δὲν εἶναι τῆς ἴδιας (πνευματικῆς κυρίως) βαρύτητος. Ὑπάρχουν ἀντιθέσεις ποὺ δὲν ἔχουν καθόλου βαρύτητα (ἁπλὲς δηλαδή), ὑπάρχουν καὶ ἀντιθέσεις ποὺ μακάρι νὰ μὴν ὑπῆρχαν.

Νομίζω θὰ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει πρώτα ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία ὅσων ἀναφέρεις, γιατὶ ἔρχεται ἢ ἐπανέρχεται αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀντίθεσης, καὶ κατὰ δεύτερον γιὰ ποιὸν λόγον ἐξωτερικεύεται. Ὠφελεῖ (πνευματικὰ κυρίως) ἡ ἐξωτερίκευση τῆς ἀντίθεσης;

Ὁ ἐρευνητὴς τῶν σχετικῶν μὲ τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ, πολλάκις εὐρίσκεται εἰς ἀντιθέσεις, εἰς λογισμοὺς ποικίλους καὶ ἐνίοτε φοβερούς (καὶ ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ ἀριστερῶν, πανταχόθεν), καὶ εἰς ἀδιέξοδα. Ἂν προσπαθήσουμε νὰ βροῦμε σὲ ὅλα λύσεις, καὶ λύσεις μονοδιάστατες ἐπιστημονικές καὶ λογικές (ἀγνοῶντας τὴν πνευματικὴ διάσταση), σίγουρα ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἀποτύχουμε.

Πρέπει νὰ προσεγγίζουμε μὲ πολὺ ταπείνωση καὶ προσευχὴ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ νομίζω καλύτερα (ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως) μόνον νὰ τὰ ἀποδεχόμαστε.

Ὅταν βροῦμε τὴν αἰτία καὶ τὴν διορθώσουμε, θὰ πάψει καὶ ἡ ὅποια ἀντίθεση ἐν τῇ γενέσει της.

Ἂς ἀναρωτηθοῦμε: Οἱ Ἅγιοι εἶχαν (δημιούργησαν γιὰ τὴν ἀκρίβεια) τέτοιες ἀντιθέσεις σὰν τὶς τωρινές; Ἂν ὄχι, γιατί; Καὶ ἂν δημιούργησαν, ποιὲς καὶ ποίας βαρύτητος; Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ σημερινός (ἐχθὲς) ἑορταζόμενος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ;

Κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, τό α'. ἐρώτημα, δὲν πρέπει νὰ γράφεται, οὔτε νὰ ἐκστομίζεται, διότι βλάπτει τὴν φήμη τῆς Παναγίας μας (ποὺ τῆς ἔχει προσδώσει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία).

φιλικά,
Παναγιώτης
 
Last edited:

domesticus

Lupus non curat numerum ovium
Επανέρχεται κατά καιρούς και με διάφορες μορφές μια αντίθεση στο εσωτερικό της εκκλησίας (κυρίως στον χώρο της ερμηνευτικής των κειμένων, στη λειτουργική, στις εκδόσεις, αλλά και στην ψαλτική μελοποιία και ερμηνεία): η αντίθεση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο. Όχι όμως με αυτή την απλοϊκή μορφή. Μάλλον με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στα εξής: από τη μία της ανακάλυψης του παλαιού ως αυθεντικής αλήθειας που εξοβελίζει το νέο ως παραφθορά της. Και από την άλλη της υποδοχής του νέου ως ζώσας συνέχειας του παλαιού και ως νέας έκφρασης της ίδιας αυθεντικότητας που εκείνο περιέχει.

Για να γίνω σαφέστερος, θα φέρω ως παραδείγματα τρεις απόψεις αντλημένες από τρεις διαφορετικούς χώρους, που έχουν και οι τρείς ενδιαφέρον για εμάς εδώ: α) τη λειτουργική, β) την παλαιογραφία-κριτική των κειμένων, και γ) την ψαλτική ερμηνεία.

α) Η άποψη ότι το μεγαλυνάριο Άξιον εστί κακώς υπάρχει στη λειτουργία, γιατί δεν απαντά στο αρχικό κείμενο της λειτουργίας αλλά είναι πολύ μεταγενέστερη προσθήκη (14ος αιώνας και πάντως μετά τον 10ο αιώνα).
β) Η άποψη ότι μια γραφή όπως το «Ἐν νόμῳ, σκιᾷ και γράμματι» πρέπει να διορθωθεί παρά το ότι ψάλλεται έτσι ίσως επί 10 αιώνες, επειδή τα αρχαιότερα χειρόγραφα μαρτυρούν τη γραφή «Ἐν νόμου».
γ) Η άποψή ότι μέσα από τις παλαιές γραπτές πηγές των μουσικών κειμένων και της ερμηνείας των παλαιών σημαδιών τους μπορούμε να κατανοήσουμε τον πραγματικό τρόπο ερμηνείας και να τον υιοθετήσουμε παρακάμπτοντας την προφορική παράδοση που διαμορφώθηκε έκτοτε.

Το κοινό που υπάρχει και στις τρεις περιπτώσεις είναι ότι εμμέσως ταυτίζεται το αληθές με το αρχικό: απολυτοποιείται η πηγή και αγνοείται το ρέον ύδωρ της. Με πιο θεολογικούς όρους (αν και πολύ γενικευτικά): η αλήθεια νοείται ως ορισμένη αρχική φανέρωσή μέσα στον χρόνο, και όχι ως δυνατότητα να φανερώνεται διηνεκώς μέσω της εκκλησιαστικής εμπειρίας (εννοώντας βέβαια της ορθής εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκείνης που οδηγείται και φωτίζεται όχι από ανθρώπινες επινοήσεις, αλλά από το άγιο Πνεύμα).

Εδώ ακριβώς πιστεύω ότι κάτι θα είχε να μας πει η σκέψη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Διότι σε κάθε ένα από τα δύο παραπάνω σκέλη της αντίθεσης τίθεται αλλού η έμφαση. Στην πρώτη περίπτωση όλη η έμφαση μετατίθεται στη διανοητική μελέτη και σπουδή, ώστε να ανακαλυφθεί η αλήθεια μέσω της έρευνας των απαρχών. Στη δεύτερη περίπτωση η έμφαση μετατίθεται στη γνησιότητα του βιώματος, ώστε να μπορώ να υποδέχομαι και να ερμηνεύω σωστά (και όχι εσφαλμένα) την ζώσα εμπειρίας της εκκλησίας. Η όλη διαφοροποίηση μοιάζει σαν μετακίνηση από τον νου στην καρδία.
Όσοι γνωρίζουν έστω και ακροθιγώς τη θεολογική σκέψη του αγίου περί των ακτίστων ενεργειών ως κατάφαση τελικά στη δυνατότητα του Θεού να διαλέγεται συνεχώς με τον άνθρωπο και αντίστροφα, κατανοούν ποια απάντηση θα έδινε ο ίδιος στο ερώτημα.

Συνάδελφε,
Ἀνοίγεις πόρτα γιὰ τὴν εἰσδοχὴ κάθε εἴδους συνήθειας ἐπειδὴ βαφτίζεται «βιωματική». Δὲν εἶναι τελείως ἀπαραίτητο νὰ κατανοοῦμε τὸ κείμενο τῶν γραφῶν, ἀρκεῖ νὰ βιώνουμε ... «κάτι». Αὐτὸ ἰσχυρίζονται κάποιοι πολέμιοι τῆς χρήσης μετάφρασης στὴ Λειτουργία.

Πῶς καθορίζεται ΟΜΩΣ ἡ γνησιότητα τοῦ βιώματος; Ἀπὸ ποιὸν; Διὰ βοῆς; Δι' ἀνατάσεως τῆς χειρός;

Ποιὸς νοῦς καὶ καρδιά; Ἐδῶ δὲν καταλαβαίνουμε τὶ διαβάζουμε, μέσες ἄκρες μόνο. Πῶς θὰ βιώσουμε τὸν Ἐξάψαλμο, ὅταν δὲν καταλαβαίνουμε τίποτε; Χτενίζουμε μόνο τὴν φενάκη τῆς φαρισαϊκῆς αὐτοϊκανοποίησης, ψάχνοντας νὰ βροῦμε τὴν ... μύτη μας ...

Ἐδῶ γίνεται ὁ κακὸς χαμὸς στὶς ἐκκλησιές μας, οἱ λεγόμενοι πιστοὶ ἐκκλησιαζὀμαστε μόνο ὅταν γιορτάζει ὁ «ἅγιος ... Χάρος», δηλαδὴ ὅταν ἔχει μνημόσυνο, καὶ αὐτὸ ποὺ ἀπασχολεῖ εἶναι τὸ .... βίωμα. Ποιὸ βίωμα συνάδελφε, ὅταν δὲν βιώνουμε βίο ἐκκλησιαστικὸ, ἀλλὰ βίο ἀβίωτο; Ποὺ πουλᾶνε νὰ ἀγοράσουμε;

Ἄς ξεκινήσουμε νὰ καταλαβαίνουμε τί λέμε καὶ τί πράττουμε στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ βλέπουμε ... Εἰδωλολάτρες θὰ καταντήσουμε στὸ τέλος ...
 

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Απαντώ στα ωραία σχόλιά σας αργά, άρτι αφιχθείς από αγρυπνία (Χρόνια Πολλά για την αγία εορτή!)

α) Παναγιώτη, διόρθωσα το α΄ παράδειγμα, γιατί ούτε εμένα μου αρέσει να ακούγεται και να γράφεται. Ευχαριστώ για την παρατήρηση. Ο μόνος λόγος που μπήκε είναι ότι αποτελεί την πιο ακραία που γνωρίζω (από κάθε άποψη) εκδήλωση της τάσης που ανέφερα.
Το να πούμε όμως ότι δεν είναι δεδομένη και εμφανής η αντίθεση που περιέγραψα είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια μας. Αυτό όχι, δεν θα το κάνω. Δεν μιλώ για τα μικρά διλήμματα του ερευνητή του τυπικού ή της λειτουργικής, ασφαλώς και δεν μιλώ για αυτά. Μιλώ για μια τεράστια αντίθεση. Ήδη το πιο σημαντικό πεδίο της, αυτό της ερμηνευτικής θεολογίας, δεν το ανέφερα καν, γιατί είναι εκτός θεματολογίας. Αλλά μην μου πεις ότι δεν γνωρίζεις πως μερίδα θεολόγων, με πολύ ισχυρή εκπροσώπηση στον ακαδημαϊκό χώρο, κηρύττει την επιστροφή στις «πηγές» των βιβλικών κειμένων ως «αποκάθαρση» από τον ερμηνευτικό φόρτο που προσέδωσε σε αυτά η μακραίωνη πατερική παράδοση.

β) Δομέστικε, πήρες τη λέξη βίωμα και ανέπτυξες μια προσφιλή σε σένα και επανερχόμενη συχνά επιχειρηματολογία περί των κακώς κειμένων στον εκκλησιαστικό χώρο, εγώ όμως δεν μίλησα κυρίως για βίωμα, απλώς το ανέφερα στο τέλος. Και όχι ως σκοπό, αλλά ως κριτήριο για την ερμηνεία του τι εστί «ζώσα εμπειρία». Και μάλιστα όχι το βίωμα καθαυτό, αλλά τη γνησιότητα του βιώματος. Αν αφιερώναμε ένα νήμα συζήτησης για το ποια ειναι η γνησιότητα αυτή, θα έμενες πλήρως ικανοποιημένος από τα κριτήρια, πίστεψέ με.

Μικρό παράπονο-ένσταση. Σε ένα κείμενο, και μάλιστα εκθετικό, και μάλιστα κάπως φορτισμένο, εκτός από το περιεχόμενο μετράει ιδιαιτέρως η εστίαση, η προοπτική του νοήματος. Αυτήν οφείλει να λάβει υπόψη του ο επαρκής αναγνώστης, πολλώ μάλλον εσύ. (Εκτός βέβαια αν το κείμενο είναι κακογραμμένο, οπότε παροδηγεί ως προς την εστίασή του. Και το κείμενό μου ίσως είναι κακογραμμένο, ομολογώ, διότι γράφτηκε βιαστικά, γιατί ήθελα να προλάβω την πρωινή λειτουργία και τη μνήμη του αγίου).

Αλλά η εστίαση στο κείμενό μου ασφαλώς και δεν είναι να ανοίξει καμία «κερκόπορτα» του βιώματος. (Γι αυτό άλλωστε τόνισα ότι δεν μιλώ απλώς για εκκλησιαστική εμπειρία αλλά για «ορθή εκκλησιαστική εμπειρία, εκείνη δηλαδή που οδηγείται και φωτίζεται όχι από ανθρώπινες επινοήσεις, αλλά από το άγιο Πνεύμα»). Το νόημα είναι εντελώς άλλο, Θα βοηθούσε την κατανόησή του, αν έχεις παρακολουθήσει κάποιες τελευταίες συζητήσεις πάνω σε θέματα λειτουργικής.
Το νόημα είναι η αποφυγή ενός νοησιαρχικού και εν τέλει στείρου ιστορικισμού που βλέποντας την αλήθεια μόνο στις πηγές και θεωρώντας τη μετέπειτα εκκλησιαστική εμπειρία ως παραφθορά, ουσιαστικά θέτει προϋποθέσεις στη χάρη του Θεού, την εγκλωβιζει σε ορισμένη περιοχή και εποχή, ή καλύτερα, την αποκλείει από άλλες εποχές και περιοχές.
Γι' αυτό συνέδεσα τη σκέψη μου με τον άγιο Γρηγόριο, αλλιώς δεν θα είχε νόημα η παρέμβαση αυτή. Διότι ο άγιος μέσω της διδασκαλίας των ακτίστων ενεργειών και όλη την κατάφαση της ανθρώπινης ύπαρξης στην οποία αυτή οδηγεί, εισάγει μια υπέροχη ελευθερία συν-ενέργειας ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο, που αποκλείει κάθε νοησιαρχία και κάθε ιστορικισμό. Διότι κριτήριο αληθειας δεν είναι η αρχική φανέρωση κάπου κάποτε, αλλά αυτό το άγιο Πνεύμα.
Και για να ξαναφέρω τον άγιο Γρηγόριο, τον μεγαλύτερο ίσως υμνητή της Παναγίας. Πόσο διαμόρφωσαν την εκκλησιαστική εμπειρία για το τι είναι η Παναγία οι δικές του αναβάσεις, όπως και του συγχρόνου του Νικολάου Καβάσιλα, καθώς και του συνόλου ησυχασμού, και των μετέπειτα αγίων και πατέρων.

Εν τέλει: το πρόβλημά μου δεν είναι αν το Πνεύμα «πνεῖ» εδώ ή εκεί. Αλλά ότι κάποιες φορές με τη στάση μας φαίνεται σαν να του αρνούμαστε να πνεύσει όπου θέλει.
 
Last edited:

domesticus

Lupus non curat numerum ovium
Απαντώ στα ωραία σχόλιά σας αργά, άρτι αφιχθείς από αγρυπνία (Χρόνια Πολλά για την αγία εορτή!)
β) Δομέστικε, πήρες τη λέξη βίωμα και ανέπτυξες μια προσφιλή σε σένα και επανερχόμενη συχνά επιχειρηματολογία περί των κακώς κειμένων στον εκκλησιαστικό χώρο, εγώ όμως δεν μίλησα κυρίως για βίωμα, απλώς το ανέφερα στο τέλος. Και όχι ως σκοπό, αλλά ως κριτήριο για την ερμηνεία του τι εστί «ζώσα εμπειρία». Και μάλιστα όχι το βίωμα καθαυτό, αλλά τη γνησιότητα του βιώματος. Αν αφιερώναμε ένα νήμα συζήτησης για το ποια ειναι η γνησιότητα αυτή, θα έμενες πλήρως ικανοποιημένος από τα κριτήρια, πίστεψέ με.
...

Καλὸν εἶναι ὅταν ἀρχίζουμε, νὰ ἀρχίζουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Καὶ ἀρχὴ εἶναι νὰ γνωρίζουμε τὶ λέμε, τὶ διαβάζουμε καὶ τί πράττουμε.
Τὸ βασικότερο κακῶς κείμενο στὴν ἐκκλησία μας εἶναι ἡ φαρισαϊκὴ συντήρηση, ὅταν ἀρνούμαστε πεισματωδῶς νὰ δοῦμε κάποια πράγματα ποὺ ἐπειδὴ τὰ 'χουμε συνηθίσει, τὰ βαφτίζουμε «βίωμα», τοὺς ἀποδίδουμε διάφορες σημασίες καὶ τὰ μετατρέπουμε σὲ θέσφατα. Πόσα πράγματα μπήκαν στὴ ρημάδα τῆν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἀκόμη μᾶς ταλαιπωροῦν; Πολλὰ. Δὲν πρέπει νὰ τὰ ἐξετάσουμε; Ὄχι; Γιατὶ; Ἐπειδὴ ἔτσι ἔχουμε μάθει; Χαλάει τὸ ὑποκριτικὸ κουκούλι τῆς εὐσεβιστικῆς ψευδοασφάλειάς μας, ἑντὸς τοῦ ὁποίου ἔχουμε τυλιχθεῖ ἀπὸ ζηλωτικὸ ἐγωϊσμό; Κι ἄν κάποιος μᾶς στριμώξει λίγο, πετᾶμε κανὰ τσιτάτο τοῦ ἁγίου Παϊσίου καὶ τὴ βγάζουμε «καθαρή»;

Καὶ βέβαια ἄν κάποιος ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐκκλησίας μας ἀνατρέχοντας στὶς ἀρχαῖες παραδόσεις, προσπαθῶντας νὰ βγάλει ἄκρη ἀπὸ τὸν σημερινὸ συμφυρμό ἐτερόκλητων στοιχείων στὶς ἀκολουθίες μας, ὅπου κατά βάσιν ἀποτελοῦνται ἀπὸ λίθους, πλίνθους και κεράμους ἀτάκτως ἐρριμένους, ἀνακατεμένους μὲ μπόλικη ... οἰκονομία τῆς ... βαρεμάρας, τότε χαρακτηρίζεται ἱστορικιστὴς, ἁπλὰ γιατὶ ἀπεχθανόμεστε τὴν ταραχὴ τῶν κύκλων μας, ὅπως ὁ Ἀρχιμήδης. Μόνο ποὺ ὁ ρωμαῖος στρατιώτης καὶ τοὺς κύκλους του τάραξε καὶ τὸν ἐσκότωσε στὸ τέλος καὶ οἱ Συρακοῦσες ἁλώθηκαν. Οἱ καιροὶ οὑ μενετοί.

Καὶ γιατὶ νὰ μὴ μιλήσουμε γιὰ τὸ θεομητορικὸ μεγαλυνάριο στὴ Λειτουργία; Τί θὰ γίνει; Θὰ προσβάλλουμε τὴν Παναγία μας, ποὺ τὴν ἐπικαλούμαστε δεκάδες φορὲς μέσα στὴν ἀκολουθία; Γιὰ τὴν συνέπεια τῆς παρεμβολῆς τοῦ μεγαλυναρίου στὴν Θεία Λειτουργία ἔχουμε ξαναμιλήσει καὶ εἶναι διαπιστωμένο -κατὰ τὴν γνώμη μου- πὼς προκαλεῖ ἀσυνέχεια στὴ ροὴ καὶ τὴν τάξη, ὅπως καὶ τὰ μεγαλυνάρια τῶν ἁγίων, ποὺ μὲν ἀπαγορέυτηκαν ἀλλὰ ἀρκετοὶ συνάδελφοι ἐπιμένουν πεισματικὰ νὰ τὰ ψάλλουν στὴ Λειτουργία, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸ μυστήριο ἀλλὰ «ν' ἀκουστεῖ ὁ ἅγιος». Ὅποιος θέλει ν' ἀκούσει τὸν ἅγιο ἄς ἔλθει ἀπὸ τὸν Ὄρθρο καὶ νὰ ἀκούσει τὰ σχετικὰ τροπάρια καὶ τὸ συναξάρι.

ΥΓ. Συχνὰ μοῦ γράφεις γιὰ τὴν «προσφιλή σε μένα και επανερχόμενη συχνά επιχειρηματολογία περί των κακώς κειμένων στον εκκλησιαστικό χώρο». Συνάδελφε, δὲν ἐπιλέγω σὲ ποιὰ ἐκκλησία θὰ πάω οὕτε τὶς συνθηκες τοῦ ἐκκλησιασμοῦ μου. Ψάλλω σὲ μιὰ συνηθισμένη ἑνορία τοῦ κόσμου, ὄχι σὲ ἀκαδημαϊκὰ ἀποστειρωμένο μοναστηριακὸ περιβάλλον, ὅπου τὰ κακῶς κείμενα εἶναι σαφέστατα ἀντικειμενικὰ ἀπείρως περισσότερα ἀπὸ τὰ καλῶς. Καὶ -τὸ σημαντικότερο- ΚΑΝΕΙΣ δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ τὰ διορθώσει, παρὰ μόνο ἔχουμε ἀφεθεῖ στὴν ... ἀγκάλη τοῦ ... ἑλληνοχριστιανικοῦ ἰδεώδους καὶ ἄν ὑπάρχει σημαία ελληνικὴ στὸ ναό, γιατὶ ἔτσι ἔχουμε ... συνηθίσει.
Τώρα ἐσὺ μπορεῖς νὰ ἐκκλησιάζεσαι σὲ ἰδανικὲς ἑνορίες, ὅμως ἡ πεζὴ πραγματικότητα εἶναι ἁπλῶς ... πεζή ...
 
Last edited:

domesticus

Lupus non curat numerum ovium
Παραθέτω κι ἕνα ἐπίκαιρο ἔρθρο τοῦ Παντελῆ Μπουκάλα ἀπὸ τὴν ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ πέρσι, ἔτσι γιὰ νὰ θυμόμαστε πὼς δημιουργοῦνται τὰ «βιώματα».
«Χριστός Ανέστη» ή «Υμνος ανέστη»;
Δεν θέλει πολύ για να δημιουργηθούν νέα έθιμα, ώστε να συναθροιστούν με όσα όντως άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου και με όσα ανασύρει η μέθοδος της «αναβίωσης», άλλοτε από γνήσια αγάπη και άλλοτε για τουριστικούς λόγους. Δυο - τρία δοκιμαστικά χρόνια αρκούν, αφού τη μικρή αρχικά δημοσιότητα θα τη διευρύνουν τα σόσιαλ μίντια με διαδικτυακή ταχύτητα. Αρκετά γρήγορα λοιπόν τα νεοεισαγόμενα γίνονται κοινωνικώς και αστυνομικώς ανεκτά, όπως συνέβη με τις μολότοφ, με τις οποίες «πανηγυρίζεται» τα δέκα τελευταία χρόνια η Ανάσταση στον ναό της Αναλήψεως του Νέου Κόσμου. Κομματικές καταγγελίες γι’ αυτήν τη μετανάστευση της εξαρχειώτικης ρουτίνας δεν έτυχε να διαβάσω ή ν’ ακούσω, πράγμα που ίσως σημαίνει ότι οι μονότονα καταγγέλλοντες τη «γενικευμένη ανομία» έκριναν σκόπιμο να μην πάνε κόντρα στο κοινό περί αναστάσιμου πανηγυρισμού αίσθημα.
Ορισμένες από τις νέες ιδέες πάντως δεν τις περιμένει η ανοχή απλώς ή η αποδοχή, αλλά η εξιδανίκευση και ο καθαγιασμός. Πώς καθαγιάστηκε η μεταφορά με ειδική πτήση του Αγίου Φωτός από την Ιερουσαλήμ στην Αθήνα; Πώς φτάσαμε να θεωρείται θρησκευτικώς και εθνικώς επιβεβλημένη η υποδοχή του με τις ίδιες τιμές που λίγους μήνες νωρίτερα αποδόθηκαν στον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν, του Ισραήλ Ρούβεν Ρίβλιν ή της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν; Για να μείνει άθικτος ο καθαγιασμός αυτός, έπρεπε οι μεν του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ να ξεχάσουν όσα επικριτικά έλεγαν για την ημιπαγανιστική τελετή (αυτό όμως αποδείχτηκε εύκολο), όλοι μαζί δε να ξεχάσουμε ότι ο αεροπορικός ερχομός του Φωτός δεν ανάγεται σε κάποια αγνή αρχαιότητα αλλά στο χθεσινό 1988. Ούτε κι εδώ όμως δυσκολεύτηκε η λήθη. Πόσοι θυμούνται πια πως ένας ταξιδιωτικός πράκτορας είχε πείσει τον τότε έξαρχο του Παναγίου Τάφου να έρχεται το Φως με ειδικά ναυλωμένη πτήση, και όχι διά θαλάσσης, ότι η Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου είχε πείσει τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα για το ιερόν του πράγματος και ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης είχε πείσει τους πάντες για το εξαίρετον της ιδέας του να απονέμονται στο Φως τιμές αρχηγού κράτους, με αγήματα και κόκκινα χαλιά;
Και πόσοι θυμούνται (δίχως το σκονάκι του Ιντερνετ) πως είχε σκανδαλιστεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα το Πάσχα του 1988, βλέποντας τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, μπροστά στην Ωραία Πύλη και περιστοιχισμένο από μητροπολίτες, να διαπληκτίζεται με φωτογράφο που μετακίνησε το δεσποτικό μικρόφωνο, ώστε να απαθανατίσει καθαρά στιγμιότυπα, και ακούγοντάς τον έπειτα από λίγο να λέει, εις επήκοον πάντων και πασών των παρισταμένων, «ό,τι σας καπνίσει λέτε εδώ», όταν ο αρχιδιάκονος διάβασε λάθος περικοπή; «Αυτό δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ», είπαμε τότε από μέσα μας όλοι. Και το ξεχάσαμε. Οπως πολλά άλλα, για τα οποία ήμασταν απολύτως σίγουροι ότι δεν θα εξανεμίσει η λησμονιά.
Από λήθη σε λήθη, η αεροπορική τελετή από δοκιμαστικό event έγινε ιερό έθιμο, από αυτά που συναρπάζουν τους εκφωνητές ειδήσεων στα κανάλια, τα ιδιωτικά και κυρίως τα κρατικά, και αποσπούν από τα χείλη τους φωνή μελένια ή ζαχαρωμένη. «Φέτος, δυστυχώς, έγινε κάτι χειρότερο» έγραφε την Τρίτη 10 Απριλίου, στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο Κωστής Παπαϊωάννου, πρώην γενικός γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Η κυβέρνηση όχι μόνο διατήρησε την τελετή, αλλά δεν είχε το σθένος και την πρόνοια να τη διαφυλάξει θεσμικά. Διπλή ήττα: αφενός ένα τύποις κοσμικό κράτος θρησκεύεται, αφετέρου αφήνει την τελετή να γίνει πάρτι της Ακροδεξιάς και των υπόδικων νεοναζί. Η “επιτροπή υποδοχής” στο αεροδρόμιο αποτελούνταν από την εντός κυβέρνησης “χριστιανική Δεξιά”, την Ακροδεξιά και τη Ναζιστική Δεξιά. Οι κυβερνητικοί παράγοντες δεν βρήκαν μια λέξη δυσφορίας για τον ακροδεξιό αντισημίτη, ομοφοβικό αντιπρόεδρο της Βουλής κ. Δ. Καμμένο (διακομματικές οι ευθύνες για την εκλογή του) και τους υπόδικους της Χ.Α. που πόζαραν δίπλα τους. Εικόνα ντροπής».
Η διακοπή τού «Χριστός Ανέστη» από τον στεντορεία τη φωνή αδόμενο Εθνικό Υμνο δεν έχει πολλά χρόνια προϊστορία, ώστε να πούμε πως έχει παγιωθεί ο εθιμικός της χαρακτήρας. Ξεκίνησε το 2013 (τη χρονιά που υιοθέτησε και η Κύπρος την αεροπορική μεταφορά), όταν το στρατιωτικό άγημα, κατ’ εντολήν των ανωτέρων και όχι αυθορμήτως, άρχισε να ουρλιάζει τα λόγια του Διονύσιου Σολωμού, για να σκεπάσει το «Χριστός Ανέστη» του αρχιεπισκόπου και τις καμπάνες της χαράς. Για όσους θυμούνται τον οικουμενικό χαρακτήρα του χριστιανισμού, αυτή η βίαιη διακοπή του κατ’ εξοχήν χαρμόσυνου αγγέλματός του, που αποτελεί και στοιχείο της ταυτότητάς του, αντιστρατευόταν σαφέστατα τον λόγο των Ευαγγελίων και τον υπονόμευε. Και για όσους δυσφορούν με τις επιδείξεις «πατριωτικού φρονήματος», ιδιαίτερα τις κραυγαλέες, που ερωτοτροπούν με το κιτς, ήταν μια επίδειξη απολύτως περιττή αφενός, απόγονος του τραγελαφικού «ελληνοχριστιανισμού», νοθευτική αφετέρου.
Τα προηγούμενα χρόνια επιδιδόμασταν σε φυσιογνωμικές αναλύσεις και βλέπαμε στο πρόσωπο του αρχιεπισκόπου μάλλον αυτό που θέλαμε να δούμε: δυσφορία, βουβή διαμαρτυρία. Λαθεύαμε. Φέτος, και με το ίδιο ύφος στο πρόσωπό του, ο κ. Ιερώνυμος διέκοψε αυτοπροαιρέτως το «Χριστός Ανέστη» για να συνοδέψει το τιμητικό άγημα που τραγουδούσε «Σε γνωρίζω από την κόψη» (ο Θεός να κάνει τραγούδι τις αγριοφωνάρες, επιβεβλημένες στο στράτευμα ακόμα κι όταν οι καημένοι οι φαντάροι λένε το ονοματεπώνυμό τους στον διοικητή τους ή στον πολιτικό που επισκέπτεται τη μονάδα τους). Αν είχε όντως ενοχληθεί ο προκαθήμενος της Εκκλησίας από τα περσινά και τα προπέρσινα, θα είχε ζητήσει έγκαιρα από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να δοθούν εντολές σεμνής σιωπής στο άγημα, ή, έστω, να το διατάξουν να περιμένει να ολοκληρωθεί το αναστάσιμο τυπικό και να μη βιαστεί να σκεπάσει το «Χριστός Ανέστη» στο πρώτο κιόλας άκουσμά του, άντε στην αρχή του δεύτερου. Και θα μπορούσε να κάνει δώρο στους στρατάρχες μια ταπεινή Σύνοψη ο κ. Ιερώνυμος. Ωστε να διαβάσουν εκεί πως «οι χοροί ψάλλουν το αυτό εξάκις [το Χριστός Ανέστη δηλαδή], του πατριάρχου (ή αρχιερέως, ή του προϊσταμένου) θυμιώντος και λέγοντος τους επομένους τέσσαρας στίχους: Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού» κ.λπ. Ας παρακαλούσε ή ας απαιτούσε ο αρχιεπίσκοπος να πουν οι στρατιωτικοί τον Εθνικό Υμνο, αν πρέπει καλά και σώνει να τον πουν, μόνον όταν τελειώσουν οι στίχοι, ξανακουστεί το τροπάριο της Ανάστασης και πορευτούν οι ιερωμένοι προς τον ναό, για να πουν τις ωραίες ωδές τους. Τόσα και τόσα έχει επιβάλει η Εκκλησία στην πολιτεία. Σ’ αυτό θα δυσκολευόταν, αν πράγματι το επιθυμούσε; Πλην ένας Θωμάς μού ψιθυρίζει ότι η αρχιεροσύνη εθνικοποίησε τον οικουμενικό Ιησού όχι εκβιασμένη αλλά ενθουσιωδώς, άτσαλα αρπαγμένη από τη συγκυρία, την κράτηση δηλαδή των δύο στρατιωτικών μας στις φυλακές της Αδριανούπολης.
 

Παναγιώτης

σκολιοὶ γὰρ λογισμοί, χωρίζουσιν ἀπὸ Θεοῦ
Χαλάει τὸ ὑποκριτικὸ κουκούλι τῆς εὐσεβιστικῆς ψευδοασφάλειάς μας, ἑντὸς τοῦ ὁποίου ἔχουμε τυλιχθεῖ ἀπὸ ζηλωτικὸ ἐγωϊσμό; Κι ἄν κάποιος μᾶς στριμώξει λίγο, πετᾶμε κανὰ τσιτάτο τοῦ ἁγίου Παϊσίου καὶ τὴ βγάζουμε «καθαρή»;

Σᾶς εὐχαριστῶ.

Μπορεῖτε νὰ μοῦ ἀναλύετε τὴν παραπάνω συμπεπυκνωμένη περιγραφὴ τοῦ χαρακτῆρος μου, καὶ εἰς αὐτὰς τὰς συζητήσεις (ἐπὶ τοῦ θέματος), γιὰ νὰ καταλάβω καλύτερα.
 

domesticus

Lupus non curat numerum ovium
Σᾶς εὐχαριστῶ.

Μπορεῖτε νὰ μοῦ ἀναλύετε τὴν παραπάνω συμπεπυκνωμένη περιγραφὴ τοῦ χαρακτῆρος μου, καὶ εἰς αὐτὰς τὰς συζητήσεις (ἐπὶ τοῦ θέματος), γιὰ νὰ καταλάβω καλύτερα.

Δὲν ἀναφέρομαι σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο.

Ἐγωϊστὴ ΔΕΝ σὲ θεωρῶ, ΟΥΤΕ ζηλωτή. Ζῆλο ἔχεις καὶ καλὰ κάνεις καὶ κάποτε διαφωνῶ μὲ αὐτόν, ἀλλὰ ΟΧΙ ζηλωτισμό. Καταγραφέντα λεχθέντα τοῦ ἁγίου Παϊσίου χρησιμοποιοῦν πολλοὶ, ὄχι μόνον ἐσύ. Ἐπίσης, ἄν ἤθελα νὰ σὲ θίξω, θὰ σὲ ἔθιγα εὐθέως. Δὲν τὸ ἔκανα. Κι ἄν ἔτσι τὸ ἐξέλαβες, νὰ μὲ συμπαθᾶς ...
 

ΠΜΧ

...
Επανέρχεται κατά καιρούς και με διάφορες μορφές μια αντίθεση στο εσωτερικό της εκκλησίας (κυρίως στον χώρο της ερμηνευτικής των κειμένων, στη λειτουργική, στις εκδόσεις, αλλά και στην ψαλτική μελοποιία και ερμηνεία): η αντίθεση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο. Όχι όμως με αυτή την απλοϊκή μορφή. Μάλλον με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στα εξής: από τη μία της ανακάλυψης του παλαιού ως αυθεντικής αλήθειας που εξοβελίζει το νέο ως παραφθορά της. Και από την άλλη της υποδοχής του νέου ως ζώσας συνέχειας του παλαιού και ως νέας έκφρασης της ίδιας αυθεντικότητας που εκείνο περιέχει.

Για να γίνω σαφέστερος, θα φέρω ως παραδείγματα τρεις απόψεις αντλημένες από τρεις διαφορετικούς χώρους, που έχουν και οι τρείς ενδιαφέρον για εμάς εδώ: α) τη λειτουργική, β) την παλαιογραφία-κριτική των κειμένων, και γ) την ψαλτική ερμηνεία.

α) Η άποψη ότι το μεγαλυνάριο Άξιον εστί κακώς υπάρχει στη λειτουργία, γιατί δεν απαντά στο αρχικό κείμενο της λειτουργίας αλλά είναι πολύ μεταγενέστερη προσθήκη (14ος αιώνας και πάντως μετά τον 10ο αιώνα).
β) Η άποψη ότι μια γραφή όπως το «Ἐν νόμῳ, σκιᾷ και γράμματι» πρέπει να διορθωθεί παρά το ότι ψάλλεται έτσι ίσως επί 10 αιώνες, επειδή τα αρχαιότερα χειρόγραφα μαρτυρούν τη γραφή «Ἐν νόμου».
γ) Η άποψή ότι μέσα από τις παλαιές γραπτές πηγές των μουσικών κειμένων και της ερμηνείας των παλαιών σημαδιών τους μπορούμε να κατανοήσουμε τον πραγματικό τρόπο ερμηνείας και να τον υιοθετήσουμε παρακάμπτοντας την προφορική παράδοση που διαμορφώθηκε έκτοτε.

Το κοινό που υπάρχει και στις τρεις περιπτώσεις είναι ότι εμμέσως ταυτίζεται το αληθές με το αρχικό: απολυτοποιείται η πηγή και αγνοείται το ρέον ύδωρ της. Με πιο θεολογικούς όρους (αν και πολύ γενικευτικά): η αλήθεια νοείται ως ορισμένη αρχική φανέρωσή μέσα στον χρόνο, και όχι ως δυνατότητα να φανερώνεται διηνεκώς μέσω της εκκλησιαστικής εμπειρίας (εννοώντας βέβαια της ορθής εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκείνης που οδηγείται και φωτίζεται όχι από ανθρώπινες επινοήσεις, αλλά από το άγιο Πνεύμα).

Εδώ ακριβώς πιστεύω ότι κάτι θα είχε να μας πει η σκέψη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Διότι σε κάθε ένα από τα δύο παραπάνω σκέλη της αντίθεσης τίθεται αλλού η έμφαση. Στην πρώτη περίπτωση όλη η έμφαση μετατίθεται στη διανοητική μελέτη και σπουδή, ώστε να ανακαλυφθεί η αλήθεια μέσω της έρευνας των απαρχών. Στη δεύτερη περίπτωση η έμφαση μετατίθεται στη γνησιότητα του βιώματος, ώστε να μπορώ να υποδέχομαι και να ερμηνεύω σωστά (και όχι εσφαλμένα) την ζώσα εμπειρίας της εκκλησίας. Η όλη διαφοροποίηση μοιάζει σαν μετακίνηση από τον νου στην καρδία.
Όσοι γνωρίζουν έστω και ακροθιγώς τη θεολογική σκέψη του αγίου περί των ακτίστων ενεργειών ως κατάφαση τελικά στη δυνατότητα του Θεού να διαλέγεται συνεχώς με τον άνθρωπο και αντίστροφα, κατανοούν ποια απάντηση θα έδινε ο ίδιος στο ερώτημα.
Πολύ όμορφος προβληματισμός... Με έχουν απασχολήσει και εμένα πολλάκις και οι τρεις μορφές που περιγράφετε, χωρίς να μπορώ να βγάλω άκρη...
Πάντως, από το κείμενό σας, εξ' όσων κατάλαβα, απουσιάζει η άποψή σας (εκτός κι αν την μαρτυρεί η υπογγραμισμένη από εμένα φράση), η οποία θα με ενδιέφερε, όπως και οποιουδήποτε άλλου τοποθετηθεί επ' αυτών.
Παραθέτω κι ἕνα ἐπίκαιρο ἔρθρο τοῦ Παντελῆ Μπουκάλα ἀπὸ τὴν ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ πέρσι, ἔτσι γιὰ νὰ θυμόμαστε πὼς δημιουργοῦνται τὰ «βιώματα».
Πολλά και δίκαια παράπονα...
Εντάξει, υπάρχει πληθώρα τέτοιων μελανών σημείων. Το θέμα είναι πώς και αν πρέπει να αλλάξουν τα, πλέον,... καθιερωμένα στην συνείδηση των πιστών.
 

Γιώργος Μ.

Γιώργος Μπάτζιος
Δεν θα ήθελα να επανέλθω τώρα, η μέρα ήταν κατάφορτη από πολλά. Αλλά το θέμα είναι σημαντικό και πρέπει να συζητηθεί περαιτέρω.
Πάντως η παρατήρησή σας, όπως και άλλες παρανοήσεις που έγιναν, μού δείχνει ότι πρέπει να γράφω πιο απλά, ειδικά όταν θέλω να πω σημαντικά πράγματα. Χρόνια πολλά για την αγία ημέρα.
 
Top