Γιώργος Μ.
Γιώργος Μπάτζιος
Στην δ΄ ωδή του Α΄ Κανόνος του σημερινού Όρθρου (Πέμπτη, Δ΄ εβδομάδος Νηστειών) συναντούμε τη λέξη ἐξευμαρίζω.
Αντιγράφω απευθείας από το (wiki)λεξικό του Παπύρου (μας ενδιαφέρει η 1η σημ.)
ἐξευμαρίζω (Α) ευμαρίζω
1. καθιστώ κάτι εύκολο, ανακουφίζω κάποιον («συμφορὰς δὲ τὰς ἐμὰς ἐξευμαρίζων», Ευρ.)
2. μέσ. παρασκευάζω («τίν' ἐλπίδα ἤ πόρον σωτηρίας ἐξευμαρίζει, πρέσβυ;», Ευρ.).
Προφανώς συνδέεται με την εὐμάρεια «ευχέρεια, ευκολία» < εὖ «καλώς» + μάρη «χέρι» (ομόρριζο του λατ. manus).
Ἁγιασμοῦ παρεκτικήν χάριν δωρούμενος ἡμῖν,
ἅγιε Σταυρέ, Ἀποστόλων
στήριγμα καὶ καύχημα πρόκεισαι εἰς προσκύνησιν,
σήμερον πάσῃ τῇ Οἰκουμένῃ,
τὸν τῆς νηστείας καιρόν ἐξευμαρίζων ἡμῖν.
Αντιγράφω απευθείας από το (wiki)λεξικό του Παπύρου (μας ενδιαφέρει η 1η σημ.)
ἐξευμαρίζω (Α) ευμαρίζω
1. καθιστώ κάτι εύκολο, ανακουφίζω κάποιον («συμφορὰς δὲ τὰς ἐμὰς ἐξευμαρίζων», Ευρ.)
2. μέσ. παρασκευάζω («τίν' ἐλπίδα ἤ πόρον σωτηρίας ἐξευμαρίζει, πρέσβυ;», Ευρ.).
Προφανώς συνδέεται με την εὐμάρεια «ευχέρεια, ευκολία» < εὖ «καλώς» + μάρη «χέρι» (ομόρριζο του λατ. manus).