«Η τελετή του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου κατά το βυζαντινό τυπικό, τα μεγαλυνάρια (εγκώμια) του Επιταφίου και η Μονή Βατοπεδίου» π. Κ. Κουκόπουλος

π. Μάξιμος

Γενικός Συντονιστής

Ὁ φίλος π. Κων. Κουκόπουλος (δές κι ἐδῶ) μέ ἐνημέρωση γιά τήν δημοσίευση (σέ συνέχεια) στήν Πεμπτουσία ἄρθρου του μέ τίτλο «Η τελετή του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου κατά το βυζαντινό τυπικό, τα μεγαλυνάρια (κοινώς εγκώμια) του Επιταφίου και η Μονή Βατοπεδίου».
http://www.pemptousia.gr/2016/05/ta-egkomia-tou-epitafiou-ke-i-i-moni-vatopediou/


Η τελετή του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου κατά το βυζαντινό τυπικό[1],
τα μεγαλυνάρια ( κοινώς εγκώμια ) του Επιταφίου και η Μονή Βατοπεδίου.

Η τελετουργία του Επιταφίου βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τον ενταφιασμό του Χριστού. Ως χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία καταγράφουμε τον επιτάφιο: ένα τελετουργικό θρήνο για τον ενταφιασμό του Χριστού και το λειτουργικό ύφασμα του επιταφίου, το οποίο φέρει μια κεντητή απεικόνιση του νεκρού Χριστού. Το τελευταίο αφού τεθεί σε προσκύνηση κι απόδοση τιμής μεταφέρεται κατά την τελετουργική περιφορά – μία υποδήλωση της μεταφοράς του Χριστού, που απεικονίζεται σε αυτό, προς το μέρος του ενταφιασμού του. Η θρησκευτική αυτή τελετουργία αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε – με τα προαναφερθέντα στοιχεία – στην Κωνσταντινούπολη και κυρίως στην Αγία Σοφία στις αρχές του 14ου αιώνα. [2]

Ο θρήνος αποτελείται από την ψαλμωδία των μεγαλυναρίων. Περί αυτών έχουμε τις πρώτες έμμεσες πληροφορίες από τις επιστολές 35, 36, 38 και 55 του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθανασίου του Ι. (1289-1293 και 1303-1310).[3] Ο παλιότερος κώδικας που περιλαμβάνει τα μεγαλυνάρια, χρονολογείται το έτος 1346, Κώδικας της Μονής Βατοπεδίου του ΄Αθω 1199 (954)[4]. Mια δεύτερη μαρτυρία έχουμε το έτος 1353 από τον Μαρκιανό κώδικα Gr II ,1392[5], αλλά έχουμε και μια Τρίτη μαρτυρία από τον Σιναϊτικό κώδικα 1098 του έτους 1392 .[6]Το ίδιο έτος 1392 το τυπικό της Μεγίστης Λαύρας που το βρίσκουμε στον Κώδικα Paris Coisl Gr.38 αναφερόμενο στην τυπική διάταξη του Μεγάλου Σαββάτου σημειώνει τα εξής: «στιχολογούμεν τον άμωμον συνήθως ψάλλοντες ομού τα μεγαλυνάρια».[7]
Τα μεγαλυνάρια, τα οποία παραδίδονται και ως εγκώμια μετά τον 18-19 αι., ήταν λειτουργικά συνδεδεμένα με τον ύμνο του ψαλμού 118 (άμωμος), στην αρχή της ακολουθίας του όρθρου.[8] Ο λειτουργικός όρος «μεγαλυνάρια» είναι ορθότερος, ενώ αδόκιμος είναι ο όρος εγκώμια. Ο όρος εγκώμια αρμόζει περισσότερο στους ανθρώπους και όχι στον Θεό. Ο Θεός δεν εγκωμιάζεται αλλά υμνείται, όπως πολύ εύστοχα σχολιάζει ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης σε σχετική μελέτη για την ακολουθία του Μεγάλου Σαββάτου[9].

Προφανώς τα μεγαλυνάρια ψάλλονταν αρχικά –στην Αγία Σοφία- μπροστά από δύο εικόνες, εκ των οποίων η μία απεικόνιζε την άκρα ταπείνωση του πάσχοντος Χριστού και στην άλλη υπήρχε ο ενταφιασμός[10]. Πρόκειται για εορταστικές εικόνες, ανάλογες με την εικόνα της σταύρωσης στην ακολουθία των παθών του Χριστού [11]και την εικόνα της αποκαθήλωσης στον εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής .[12] Στη ακολουθία του επιταφίου τελείωνε ο ύμνος του αμώμου (Ψαλμός 118) με τα μεγαλυνάρια, σύμφωνα με το τελετουργικό του όρθρου, με το άσμα της μεγάλης δοξολογίας μαζί με το τρισάγιον και με μια ιεροτελεστία, κατά την οποία το ευαγγέλιο , τυλιγμένο με τον «αέρα» μεταφερόταν από τη μια πλευρά στην άλλη σε θέση πλάγια πάνω στον ώμο του ιερέα. Την πλάγια θέση επί του ώμου του ιερέα τα τυπικά την αποδίδουν εύστοχα στο γεγονός ότι κηδεύεται ο Χριστός.

Το τρισάγιο ψαλλόταν με τον συνηθισμένο τρόπο για τον ενταφιασμό των νεκρών, παρόλα αυτά όμως τελείωνε η ιεροτελεστία με τον ύμνο του τροπαρίου που χρησιμοποιούταν ειδικά γι΄ αυτήν την περίπτωση, δηλ. το «Ο ευσχήμων Ιωσήφ» και την επανατοποθέτηση του ευαγγελίου πάνω στην αγία τράπεζα, όπου –σύμφωνα με μια γενικώς ισχύουσα διάταξη- περιτυλιγόταν με τον «αέρα» [13]Σε εποχές πριν από την εισαγωγή του ύμνου των μεγαλυναρίων τελούνταν απλά η συνηθισμένη είσοδος μετά την ιεροτελεστία του ψαλλομένου όρθρου, κατά την οποία ο άμωμος (Ψαλμός 118)[14] ψάλλονταν μαζί με τη μεγάλη δοξολογία, το τρισάγιο και – στην περίπτωση του μεγάλου Σαββάτου -μαζί με το τροπάριο «Ο ευσχήμων Ιωσήφ», δηλ. το εορταστικό τροπάριο της ημέρας [15].

[Συνεχίζεται]

[1] Πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «Τυπικό» είναι ο Νίκων ο Μαυρορείτης (1025-1088).Περισσότερα για το θέμα βλ. Κ. Κουκόπουλος, (Πρωτ.),Το χρώμα των ιερών αμφίων στη λειτουργική μας παράδοση, εκδ. Δ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014,σ.213-5, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[2] Βλ. Μ. Θεοχάρη, Εκκλησιαστικά Χρυσοκέντητα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1986, σ. 25. Ελ. Παπασταύρου, «Κεντητός επιτάφιος του 1672 στο Βυζαντινό Μουσείο» , Δελτίον της χριστιανικής Αρχαιολογικής εταιρείας, 20 (1998) 400-1.

[3] Epistolae,PG 142, 475Β – 477ΑΒ . Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi, in Byzanz. Der Ritus-das Bild, Μόναχο 1965, σ. 38 κεξ. Σύγκρ. Α. Μπαντούρη, Imperium orientale. Antiquitates constant–nopolitanae II, Παρίσι 1711, 964 κεξ. Βλ. επίσης E. Bλαχοπούλου, «Ο συμβολισμός των ιερών αμφίων και πέπλων της ορθοδόξου εκκλησίας και η ερμηνεία του διακόσμου τους σύμφωνα με τις ιερές πηγές» , Απόστολος Τίτος, τεύχος 5, Δεκέμβριος 2006, σ.159 υποσημ. 316.

[4] Σύγκρ.A. Dmitrievskij ΙΙΙ ,Τυπικά 2, σ. 451 κεξ. Ο κώδικας αυτός μας πληροφορεί ότι οι ιερείς φορούν στολή «πορφυράν». Περισσότερα για το χρώμα βλ. Κ. Κουκόπουλος, (Πρωτ.),Το χρώμα των ιερών αμφίων στη λειτουργική μας παράδοση,ο.π.,σ.239-42. G. Millet, L’epitaphios, Comptes Rendues Acad. Inscriptions et Belles Lettres ,Paris, 1942,σ. 410. Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi,ο.π.,σ. 39 κεξ. Επίσης βλ. E.Bλαχοπούλου, «Ο συμβολισμός των ιερών αμφίων και πέπλων της ορθοδόξου εκκλησίας και η ερμηνεία του διακόσμου τους σύμφωνα με τις ιερές πηγές»,ο.π.,158 υποσημ.303.

[5] Θ. Δετοράκη, «Ανέκδοτα μεγαλυνάρια του Μεγάλου Σαββάτου», Επετερίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, ΜΖ (1987-1989) 224.

[6] A. Dmitrievskij ΙΙΙ ,Τυπικά 2, σ. 174. Βλ. Σ. Ευστρατιάδη, «Η ακολουθία του Μ. Σαββάτου και τα Μεγαλυνάρια του Επιταφίου», Νέα Σιών, ΛΒ (1937) 20.

[7] Ν. Τωμαδάκη, «Επιτάφιος Θρήνος», ΘΗΕ 5(1964) 794-5. Θ. Δετοράκη, «Ανέκδοτα μεγαλυνάρια του Μεγάλου Σαββάτου»,ο.π.,224.

[8] Ι. Φουντούλη, , Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τόμ.5, Αθήνα 2003,σ.106-7, «Μεγαλυνάρια ή επιτάφια μεγαλυνάρια ή μακαριστάρια, είναι ένα είδος επιτάφιου θρήνου, δηλ. σύντομα τροπάρια που γράφτηκαν για να διακοσμήσουν την ψαλμωδία του αμώμου».

[9] Περισσότερα βλ. Θ. Δετοράκη, «Ανέκδοτα μεγαλυνάρια του Μεγάλου Σαββάτου» ,ο.π.,221-2.Επίσης βλ. E. Bλαχοπούλου, «Ο συμβολισμός των ιερών αμφίων και πέπλων της ορθοδόξου εκκλησίας και η ερμηνεία του διακόσμου τους σύμφωνα με τις ιερές πηγές», o.π.,161 υποσημ.328.

[10] Σύγκρ. Αθανάσιος, Επιστολή 35, PG 142,475B «την παναγίαν σφαγήν και τον ζωηρόν ενταφιασμόν προσκυνήσαι… του Σωτήρος Ιησού Χριστού». Επίσης σύγκρ. Δ.Πάλλας, Die Passion und Bestattung,ο.π.,σ. 38 και σ. 299. Για τη σημασία των όρων «σφαγή» και «ζωηρός ενταφιασμός» βλ. στο ίδιο σ. 38 κεξ. και σ. 299 κεξ.

[11] Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi,ο.π.,σ. 87 κεξ.

[12] Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi,ο.π.,σ.105 κεξ.

[13] Κώδικας της Μονής Βατοπεδίου του ΄Αθω 1199. Σύγκρ. Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung, ο.π.,σ. 39. Δ. Μωραϊτης, «Επιτάφιος», ΘΗΕ 5 (1964) 793.

[14] D.Pallas, «Der Epitaphios», RbK 5 (1995) 804.

[15]Κώδικας της Μονής Βατοπεδίου ελλην. No 1877 του έτους 1292. Βλ. A. Dmitrievskij ΙΙΙ ,Τυπικά 2, σ. 451 . Σύγκρ. Α. Dmitrievskij I ,Τυπικά Ι ,σ.881 και Τυπικά 2,σ.405. Επίσης βλ. Ν. Τωμαδάκης , «Επιτάφιος Θρήνος», ΘΗΕ 5 (1964) 794. Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi,ο.π., σ. 36
 
υποθέτω πως η συνέχεια είναι μόνον τούτη,
http://orthodoxhparea.blogspot.co.uk/2016/05/blog-post_9.html,
οπότε ιδού και το πλήρες:

Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Κουκοπούλου, ΜΤh

Η τελετή του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου κατά το βυζαντινό τυπικό[1], τα μεγαλυνάρια (κοινώς εγκώμια) του Επιταφίου και η Μονή Βατοπεδίου

Η τελετουργία του Επιταφίου βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τον ενταφιασμό του Χριστού. Ως χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία καταγράφουμε τον επιτάφιο: ένα τελετουργικό θρήνο για τον ενταφιασμό του Χριστού και το λειτουργικό ύφασμα του επιταφίου, το οποίο φέρει μια κεντητή απεικόνιση του νεκρού Χριστού. Το τελευταίο αφού τεθεί σε προσκύνηση κι απόδοση τιμής μεταφέρεται κατά την τελετουργική περιφορά – μία υποδήλωση της μεταφοράς του Χριστού, που απεικονίζεται σε αυτό, προς το μέρος του ενταφιασμού του. Η θρησκευτική αυτή τελετουργία αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε – με τα προαναφερθέντα στοιχεία – στην Κωνσταντινούπολη και κυρίως στην Αγία Σοφία στις αρχές του 14ου αιώνα.[2]

Ο θρήνος αποτελείται από την ψαλμωδία των μεγαλυναρίων. Περί αυτών έχουμε τις πρώτες έμμεσες πληροφορίες από τις επιστολές 35, 36, 38 και 55 του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθανασίου του Ι. (1289-1293 και 1303-1310).[3] Ο παλιότερος κώδικας που περιλαμβάνει τα μεγαλυνάρια, χρονολογείται το έτος 1346, Κώδικας της Μονής Βατοπεδίου του Άθω 1199 (954)[4]. Mια δεύτερη μαρτυρία έχουμε το έτος 1353 από τον Μαρκιανό κώδικα Gr II ,1392[5], αλλά έχουμε και μια Τρίτη μαρτυρία από τον Σιναϊτικό κώδικα 1098 του έτους 1392 .[6] Το ίδιο έτος 1392 το τυπικό της Μεγίστης Λαύρας που το βρίσκουμε στον Κώδικα Paris Coisl Gr.38 αναφερόμενο στην τυπική διάταξη του Μεγάλου Σαββάτου σημειώνει τα εξής: «στιχολογούμεν τον άμωμον συνήθως ψάλλοντες ομού τα μεγαλυνάρια».[7]

Τα μεγαλυνάρια, τα οποία παραδίδονται και ως εγκώμια μετά τον 18-19 αι., ήταν λειτουργικά συνδεδεμένα με τον ύμνο του ψαλμού 118 (άμωμος), στην αρχή της ακολουθίας του όρθρου.[8] Ο λειτουργικός όρος «μεγαλυνάρια» είναι ορθότερος, ενώ αδόκιμος είναι ο όρος εγκώμια. Ο όρος εγκώμια αρμόζει περισσότερο στους ανθρώπους και όχι στον Θεό. Ο Θεός δεν εγκωμιάζεται αλλά υμνείται, όπως πολύ εύστοχα σχολιάζει ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης σε σχετική μελέτη για την ακολουθία του Μεγάλου Σαββάτου[9].

Προφανώς τα μεγαλυνάρια ψάλλονταν αρχικά –στην Αγία Σοφία- μπροστά από δύο εικόνες, εκ των οποίων η μία απεικόνιζε την άκρα ταπείνωση του πάσχοντος Χριστού και στην άλλη υπήρχε ο ενταφιασμός[10]. Πρόκειται για εορταστικές εικόνες, ανάλογες με την εικόνα της σταύρωσης στην ακολουθία των παθών του Χριστού [11] και την εικόνα της αποκαθήλωσης στον εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής.[12] Στη ακολουθία του επιταφίου τελείωνε ο ύμνος του αμώμου (Ψαλμός 118) με τα μεγαλυνάρια, σύμφωνα με το τελετουργικό του όρθρου, με το άσμα της μεγάλης δοξολογίας μαζί με το τρισάγιον και με μια ιεροτελεστία, κατά την οποία το ευαγγέλιο, τυλιγμένο με τον «αέρα» μεταφερόταν από τη μια πλευρά στην άλλη σε θέση πλάγια πάνω στον ώμο του ιερέα. Την πλάγια θέση επί του ώμου του ιερέα τα τυπικά την αποδίδουν εύστοχα στο γεγονός ότι κηδεύεται ο Χριστός.

Το τρισάγιο ψαλλόταν με τον συνηθισμένο τρόπο για τον ενταφιασμό των νεκρών, παρόλα αυτά όμως τελείωνε η ιεροτελεστία με τον ύμνο του τροπαρίου που χρησιμοποιούταν ειδικά γι΄αυτήν την περίπτωση, δηλ. το «Ο ευσχήμων Ιωσήφ» και την επανατοποθέτηση του ευαγγελίου πάνω στην αγία τράπεζα, όπου –σύμφωνα με μια γενικώς ισχύουσα διάταξη- περιτυλιγόταν με τον «αέρα».[13] Σε εποχές πριν από την εισαγωγή του ύμνου των μεγαλυναρίων τελούνταν απλά η συνηθισμένη είσοδος μετά την ιεροτελεστία του ψαλλομένου όρθρου, κατά την οποία ο άμωμος (Ψαλμός 118)[14] ψάλλονταν μαζί με τη μεγάλη δοξολογία, το τρισάγιο και – στην περίπτωση του μεγάλου Σαββάτου -μαζί με το τροπάριο «Ο ευσχήμων Ιωσήφ», δηλ. το εορταστικό τροπάριο της ημέρας.[15]

Η εορταστική πομπή με το ευαγγέλιο, όπως προπεριγράψαμε, ανήκει στο ανέκαθεν σύνηθες εθιμοτυπικό του ψαλλομένου όρθρου. Το ότι συνδέθηκε και με τον ενταφιασμό του Χριστού αποτελεί σε κάθε περίπτωση έναν εκ των υστέρων εμπλουτισμό της εορταστικής συμβολικής.[16] Στον κώδικα Trebnik της Μόσχας, (αλλοτινή συνοδική βιβλιοθήκη αρ. 377-310 του 16ου αιώνα), ο οποίος αναπαράγει πάραυτα τους κανόνες ιεροτελεστίας της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, διατυπώνεται έπειτα ρητώς ότι κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιφοράς το ευαγγέλιο μεταφέρεται από τους κληρικούς καλυμμένο με το ύφασμα του επιταφίου, το οποίο έχει το ρόλο ενός μικρού «θόλου».[17] Αυτή η ιεροτελεστία επικρατεί περίπου από εκείνη την εποχή.[18]

Ο όρος «επιτάφιος» παραδίδεται από το Συμεών Θεσσαλονίκης (†1429) ως μια διαφορετική ονομασία του υφάσματος του «αέρα», για τον οποίο ο ίδιος παρατηρεί ότι «συχνά» -δηλαδή στις εκκλησίες που διέθεταν πολύτιμα υφάσματα- ήταν διακοσμημένος με το εικονογραφικό θέμα του νεκρού Χριστού, το οποίο συγγενεύει με τη σκηνή του ενταφιασμού. «Είτα τελευταίον τον αέρα θείς ο ιερεύς – συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας – «…ος δη και το στερέωμα, εν ω ο αστήρ και την σινδόνα σημαίνει, δια τούτο γαρ και εσμυρνισμένον νεκρόν πολλάκις περιφέρει- δηλαδή ο «αήρ»- τον Ιησούν και επιτάφιος λέγεται[19]». Αυτός ο «αήρ» μεταφερόταν από τους κληρικούς κατά τη Μεγάλη Είσοδο την ώρα της Θείας Λειτουργίας περίπου ως θόλος πάνω από τα ευχαριστήρια δώρα, τα οποία τα οδηγούσαν εορταστικά προς την αγία τράπεζα. Κατ’ αυτήν την μεταφοράν κρατούσαν οι ιερείς τον «αέρα» από τις άκρες.[20] Ο επιτάφιος του Trebnik της Μόσχας, όπως προελέχθη, αλλοτινή συνοδική βιβλιοθήκη 377-310, αποτελεί κατά συνέπεια όσον αφορά στην τελετουργία, ένα εξελικτικό στάδιο στο ίδιο το εθιμοτυπικό, το οποίο σε σχέση με το χειρόγραφο 1199 του Βατοπεδίου του Άθω Νο 954 του 1436 είναι μεταγενέστερο. Αυτό ισχύει εφόσον η αρχική χρήση του «αέρα» στην ιεροτελεστία του αδομένου όρθρου είχε δώσει ήδη τη θέση της στη χρήση του στην ιεροτελεστία της Μεγάλης Εισόδου κατά τη θεία λειτουργία.[21] Η επανατοποθέτηση του ευαγγελίου στην αγία τράπεζα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας –έχοντας την ίδια αξία με την είσοδο του όρθρου – και η κάλυψή του με τον «αέρα» ή με ένα άλλο ύφασμα είχαν ήδη πάρει, ανεξάρτητα από τις ιεροτελεστίες του Μεγάλου Σαββάτου, τη συμβολική σημασία του ενταφιασμού του Χριστού.[22]

Το ύφασμα του επιταφίου εξελισσόταν με την πάροδο του χρόνου στο πιο σημαντικό λειτουργικό σκεύος του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, σε στενή σχέση και συνάφεια με την παράδοση του άσματος των μεγαλυναρίων κατά τον 15ο-16ο αιώνα.[23] Παρατηρούμε ότι στις σλαβικές χώρες τα μεγαλυνάρια εισήχθησαν αρκετά αργότερα.[24]

Συλλογή μεγαλυναρίων εξέδωσε ο μοναχός Ιγνάτιος της μονής Δημητρίου του μεγάλου, σκήτη της Μονής Βατοπεδίου.[25] Άλλη μαρτυρία για συλλογή διαθέτουμε από τον Βατοπεδινό μοναχό Παγκράτιο, ο οποίος συγκέντρωσε υλικό από αγιορείτικα χειρόγραφα και τα εξέδωσε. Αναφέρεται επίσης ότι με μια συλλογή αγιορείτικων χειρογράφων ασχολήθηκε και ο Ιωακείμ Ιβηρίτης.[26]

*

[1] Πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «Τυπικό» είναι ο Νίκων ο Μαυρορείτης (1025-1088).Περισσότερα για το θέμα βλ. Κ. Κουκόπουλος, (Πρωτ.),Το χρώμα των ιερών αμφίων στη λειτουργική μας παράδοση, εκδ. Δ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014,σ.213-5, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[2] Βλ. Μ. Θεοχάρη, Εκκλησιαστικά Χρυσοκέντητα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1986, σ. 25. Ελ. Παπασταύρου, «Κεντητός επιτάφιος του 1672 στο Βυζαντινό Μουσείο» , Δελτίον της χριστιανικής Αρχαιολογικής εταιρείας, 20 (1998) 400-1.
[3] Epistolae,PG 142, 475Β – 477ΑΒ . Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi, in Byzanz. Der Ritus-das Bild, Μόναχο 1965, σ. 38 κεξ. Σύγκρ. Α. Μπαντούρη, Imperium orientale. Antiquitatesconstant–nopolitanae II, Παρίσι 1711, 964 κεξ. Βλ. επίσης E. Bλαχοπούλου, «Ο συμβολισμός των ιερών αμφίων και πέπλων της ορθοδόξου εκκλησίας και η ερμηνεία του διακόσμου τους σύμφωνα με τις ιερές πηγές» , Απόστολος Τίτος, τεύχος 5, Δεκέμβριος 2006, σ.159 υποσημ. 316.
[4] Σύγκρ.A. Dmitrievskij ΙΙΙ ,Τυπικά 2, σ. 451 κεξ. Ο κώδικας αυτός μας πληροφορεί ότι οι ιερείς φορούν στολή «πορφυράν». Περισσότερα για το χρώμα βλ. Κ. Κουκόπουλος, (Πρωτ.),Το χρώμα των ιερών αμφίων στη λειτουργική μας παράδοση,ο.π.,σ.239-42. G. Millet, L’epitaphios, Comptes Rendues Acad. Inscriptions et Belles Lettres ,Paris, 1942,σ. 410. Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi,ο.π.,σ. 39 κεξ. Επίσης βλ. E.Bλαχοπούλου, «Ο συμβολισμός των ιερών αμφίων και πέπλων της ορθοδόξου εκκλησίας και η ερμηνεία του διακόσμου τους σύμφωνα με τις ιερές πηγές»,ο.π.,158 υποσημ.303.
[5] Θ. Δετοράκη, «Ανέκδοτα μεγαλυνάρια του Μεγάλου Σαββάτου», Επετερίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, ΜΖ (1987-1989) 224.
[6] A. Dmitrievskij ΙΙΙ ,Τυπικά 2, σ. 174. Βλ. Σ. Ευστρατιάδη, «Η ακολουθία του Μ. Σαββάτου και τα Μεγαλυνάρια του Επιταφίου», Νέα Σιών, ΛΒ (1937) 20.
[7] Ν. Τωμαδάκη, «Επιτάφιος Θρήνος», ΘΗΕ 5(1964) 794-5. Θ. Δετοράκη, «Ανέκδοτα μεγαλυνάρια του Μεγάλου Σαββάτου»,ο.π.,224.
[8] Ι. Φουντούλη, , Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τόμ.5, Αθήνα 2003,σ.106-7, «Μεγαλυνάρια ή επιτάφια μεγαλυνάρια ή μακαριστάρια, είναι ένα είδος επιτάφιου θρήνου, δηλ. σύντομα τροπάρια που γράφτηκαν για να διακοσμήσουν την ψαλμωδία του αμώμου».
[9] Περισσότερα βλ. Θ. Δετοράκη, «Ανέκδοτα μεγαλυνάρια του Μεγάλου Σαββάτου» ,ο.π.,221-2.Επίσης βλ. E. Bλαχοπούλου, «Ο συμβολισμός των ιερών αμφίων και πέπλων της ορθοδόξου εκκλησίας και η ερμηνεία του διακόσμου τους σύμφωνα με τις ιερές πηγές», o.π.,161 υποσημ.328.
[10] Σύγκρ. Αθανάσιος, Επιστολή 35, PG 142,475B «την παναγίαν σφαγήν και τον ζωηρόν ενταφιασμόν προσκυνήσαι… του Σωτήρος Ιησού Χριστού». Επίσης σύγκρ. Δ.Πάλλας, Die Passion und Bestattung,ο.π.,σ. 38 και σ. 299. Για τη σημασία των όρων «σφαγή» και «ζωηρός ενταφιασμός» βλ. στο ίδιο σ. 38 κεξ. και σ. 299 κεξ.
[11] Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi,ο.π.,σ. 87 κεξ.
[12] Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi,ο.π.,σ.105 κεξ.
[13] Κώδικας της Μονής Βατοπεδίου του ΄Αθω 1199. Σύγκρ. Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung, ο.π.,σ. 39. Δ. Μωραϊτης, «Επιτάφιος», ΘΗΕ 5 (1964) 793.
[14] D.Pallas, «Der Epitaphios», RbK 5 (1995) 804.
[15] Κώδικας της Μονής Βατοπεδίου ελλην. No 1877 του έτους 1292. Βλ. A. Dmitrievskij ΙΙΙ ,Τυπικά 2, σ. 451 . Σύγκρ. Α. Dmitrievskij I ,Τυπικά Ι ,σ.881 και Τυπικά 2,σ.405. Επίσης βλ. Ν. Τωμαδάκης , «Επιτάφιος Θρήνος», ΘΗΕ 5 (1964) 794. Δ. Πάλλας, Die Passion und BestattungChristi,ο.π., σ. 36
[16] Δ.Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi,ο.π.,σ. 41 κεξ. Βλ.Xειρόγραφο του 14 αι. της εθνικής βιβλιοθήκης του Παρισίου Νο 385. A. Dmitrievskij ΙΙΙ , Τυπικά 2,σ.162.
[17] Bλ. Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi, ο.π.,σ. 42 κεξ. Επίσης σύγκρ. N. Lisicyn, Pervonačal’ nyi slavjano – russkij typikon’, Petersburg 1911, 150 κεξ., J. Myslivec, Dvě studie z dějin Byzantskeho uměni, Πράγα 1948, 47 κεξ.,
[18] D.Pallas, «Der Epitaphios»,ο.π.,805.
[19] Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί της ιεράς λειτουργίας 96, PG 155 , 288ΑΒ. Σύγκρ. Δ. Μωραϊτης, «Επιτάφιος», ο.π., 793. Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi, ο.π., σ.43. Βλ. Ι. Φουντούλη, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, ο.π., σ.153-4.
[20] Συμεών Θεσσαλονίκης, PG 155, 728, «Είτα και οι τα θεία δώρα κατέχοντες, μεθ’ ους … και οι επί κεφαλής το ιερόν κατέχοντες έπιπλον, ο γυμνόν έχει και νεκρόν εικονισμένον τον Ιησούν».
[21] Δ. Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi ,ο.π., σ.43 κεξ. Βλ. Ε.Παπασταύρου, «Επιτάφιος», Μεγάλη Ορθόδοξη ΧριστιανικήΕγκυκλοπαίδεια, 7(2012)243.
[22] Δ.Πάλλας,Die Passion und Bestattung Christi,ο.π.,σ.44. Βλ. Ι. Φουντούλη, Λειτουργική, Εισαγωγή στη θεία λατρεία,ο.π.,σ.53. Ελ. Παπασταύρου. «Κεντητός επιτάφιος του 1672 στο Βυζαντινό Μουσείο»,ο.π.,401.
[23] Δ.Πάλλας, Die Passion und Bestattung Christi ,ο.π., σ.47 κε. Βλ. Ν. Τωμαδάκης, «Επιτάφιος Θρήνος», ΘΗΕ 5 (1964) 794-5. Ι. Φουντούλη, Λειτουργική, Εισαγωγή στη θεία λατρεία, ο.π., σ.53. Του ιδίου, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τόμ.5, Αθήνα 2003, σ.105-11. E.Bλαχοπούλου, «Ο συμβολισμός των ιερών αμφίων και πέπλων της ορθοδόξου εκκλησίας και η ερμηνεία του διακόσμου τους σύμφωνα με τις ιερές πηγές», o.π., 161.
[24] D.Pallas, «Der Epitaphios»,ο.π.,806.
[25] Ε.Παντελάκη, «Νέα Εγκώμια του Επιταφίου», Θεολογία 14 (1936) 310.
[26] Βλ. Θ. Δετοράκη, «Ανέκδοτα μεγαλυνάρια του Μεγάλου Σαββάτου», ο.π., 222. Ι. Επίσης για το ίδιο θέμα βλ. Ι. Φουντούλη, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, ο. π., σ.111.
 
Last edited:

π. Μάξιμος

Γενικός Συντονιστής
Top